Professional Documents
Culture Documents
ΣΜΗΜΑ ΥΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΙΩΑΝΝΑ . ΣΡΕΠΕΛΙΑ
ΔΙΔΑΚΣΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΡΙΒΗ
ΑΘΗΝΑ 2013
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟ
ΒΡΑΦΤΓΡΑΥΙΕ ...............................................................................................................σ. 4
ΕΙΑΓΩΓΗ...........................................................................................................................σ. 7
α) Σο ΑΕΜ ......................................................................................................................σ. 9
2) Επιφάνειες θεοτήτων......................................................................................σ. 32
i. Έρωτα ..........................................................................................................σ. 33
Γ. υμπέρασμα ........................................................................................................σ.84
ΣΑΣΙΟ ..................................................................................................................................σ. 90
i. Άρτεμης.......................................................................................................σ. 105
1
iii. Έρωτα ..........................................................................................................σ. 111
2
10) Η παντάρβη και η «ως εκ θαύματος» σωτηρία της Φαρίκλειας
ΕΠΙΛΟΓΟ..........................................................................................................................σ. 269
3
ΠΡΟΛΟΓΟ
ξεκίνησε κατά την περίοδο των μεταπτυχιακών μου σπουδών. το πλαίσιο του
ασχολήθηκα με την «έννοια της διδαχής στα Ποιμενικὰ του Λόγγου1». Ύστερα
εμπειρίες και βοήθησε στη συγκέντρωση του υλικού στο αρχικό στάδιο της
ρυθμό της εργασίας μου. Όλα αυτά τα χρόνια πολλοί άνθρωποι στάθηκαν δίπλα
μου και βοήθησαν ώστε να έλθει εις πέρας η παρούσα μελέτη, τους οποίους
και τον προσανατολισμό στην έρευνα του ΑΕΜ και των θεμάτων μαγείας.
Κυρίως τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και για την υπομονή
τους επόπτες καθηγητές κ. Α. Παπαθωμά και κα. Ε. Ζαμάρου, για την πρόθυμη
συνεργασία και τις χρήσιμες επισημάνσεις σε όλη την πορεία της έρευνάς μου.
Υιλολογίας για την κάθε είδους διευκόλυνση στην εκπόνηση της παρούσας
διατριβής. Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» οφείλω στη φίλη μου κα. Κατερίνα
βοήθεια και τη αμέριστη στήριξη που γενναιόδωρα μου προσέφερε από την
πρώτη στιγμή μέχρι και την ολοκλήρωση αυτής της δύσκολης διαδρομής.
Κλείνοντας, θέλω να ευχαριστήσω τους γονείς μου, τον αδελφό μου, τον σύζυγο
1
Βλ. τρεπέλια 2005, 394 – 399.
και τις κόρες μου, που στάθηκαν στο πλευρό μου με αγάπη και κατανόηση σε
όλη αυτή τη μακρά και κοπιώδη πορεία. Φωρίς τη συμπαράσταση και την
ολοκληρωθεί, γι’ αυτό και νιώθω την ανάγκη να τους την αφιερώσω.
Πάτρα,
Απρίλιος 2013.
ii
ΒΡΑΦΤΓΡΑΥΙΕ
(19602), ενώ οι παραπομπές στον Σάτιο από την έκδοση του E. Vilborg
(1955) και στον Ηλιόδωρο από την έκδοση των R.M. Rattenbury – T.W.
τόμ. σε 9· ο τελευταίος εκδόθηκε μόνον από τον Saglio), Paris 1877 – 1913.
Groningen.
4
Grimal: Grimal P., Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, επ.
OCD: The Oxford Classical Dictionary, 3rd ed, Hornblower S., Spawforth A.,
PK: Price S. – Kearns E., (eds.), The Oxford Dictionary of Classical Myth and
Bruchmann, Epitheta deorum quae apud poetas Graecos leguntur), Leipzig 1884 –
1937.
5
RSC: Rivista di Studi Classici. Torino.
Θεσσαλονίκη.
Αθήνα 1986.
6
ΕΙΑΓΩΓΗ
Λόγω της μεγάλης έκτασης του πεδίου της έρευνάς μας περιοριζόμαστε
αναφέρεται ακροθιγώς η Ruiz – Montero, «Magic in the Ancient Novel», στο Paschalis M.,
Frangoulidis St., Harrison St., Zimmerman M., (eds.) The Greek and the Roman Novel, Parallel
Readings, Groningen 2007, 38 – 56. Ειδικά για το μυθιστόρημα του Φαρίτωνα βλ. Alvares J.,
«A Hidden Magus in Chariton’ s Chaireas and Callirhoe», Hermes 128.3 (2000), 383 – 384. Βλ.
Επίσης τις εξής μελέτες: Jones M., «The Wisdom of Egypt: Base and Heavenly Magic in
Heliodoros’ Aithiopika», AncNarr 4 (2004), 79 – 98, Dickie M. W., «Heliodorus and Plutarch on
the evil eye», CPh 86. n.1 (1991), 17 – 29, H~gg T., «Epiphany in the Greek Novels: The
Emplotment of a Mataphor», στο Parthenope, Studies in Ancient Greek Fiction, Copenhagen
2004, 141 -158, MacAlister S., Dreams and Suicides, The Greek Novel from Antiquity to the
Byzantine Empire, London & New York 1996, 172 – 174, Meiller C., «L’ épiphanie du dieu Pan
au livre II de Daphnis et Chloé», REG 88 (1975), 121 – 132, Pinheiro M.P. Futre, «Fonctions du
surnaturel dans les Ethiopiques d' Héliodore», BAGB 4 (1991a), 359 – 381, Yatromanolakis Y.,
«Baskanos Eros»: Love and the Evil – Eye in Heliodorus’ ‚Aithiopica‛ in the Greek Novel AD 1
– 1985, στο Beaton R. (ed.), The Greek Novel AD 1 – 1985, London (1988), 194 – 204, Λεντάκης
Β., «Οι αγγελιαφόροι των θεών, τα όνειρα στα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου», στο Κυρτάτας
Δ.Ι. (επ.), Ὄψις Ἐνυπνίου. Η χρήση των ονείρων στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα,
Ηράκλειο 1993, 179 - 208.
7
Αχιλλέα Σατίου και του Ηλιοδώρου περιέχουν τις περισσότερες αναφορές
ότι δεν πρόκειται για αδρανή και παρένθετα στοιχεία, αλλά για ενεργά
αίσιου τέλους, που υπηρετεί τον διπλό στόχο των συγγραφέων, την τέρψη
και τη διδαχή.
8
α) Σο ΑΕΜ
βιβλία ε΄ [2ος αι. μ.Φ+, Λόγγου Δάφνις καὶ Χλόη *τέλη 2ου μ.Φ.+, Αχιλλέα
Σατίου Σὰ κατὰ Λευκίππην καὶ Κλειτοφῶντα *πριν από το 200 μ.Φ.+ και
μαγεία. τους τίτλους των έργων του Σατίου και του Ξενοφώντα δίνεται
Εφεσίου και του Φαρίτωνα) και 2) τα σοφιστικά (του Λόγγου, του Σατίου
και του Ηλιοδώρου), που γράφονται υπό την επήρεια του κινήματος της Β΄
αφετηρία της στο δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Φ. εντάσσει στην
εσόγχωρσης.
ορολογία του.
4 Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων και η χρονολόγησή τους σύμφωνα με τον H~gg (20002). Ο
Lesky χρησιμοποιεί τους ίδιους τίτλους και επιπλέον τον τίτλο ύνταγμα τῶν περὶ
Θεαγένην καὶ Χαρίκλειαν Αἰθιοπικῶν για το μυθιστόρημα του Ηλιοδώρου (Lesky 1182). Η
έκδοση του μυθιστορήματος του Λόγγου από τον Dalmeyda (Les Belles Lettres19602) έχει
τον τίτλο Ποιμενικά. Ο Γιατρομανωλάκης (1990, 35) χρησιμοποιεί τον τίτλο Λευκίππη για
το μυθιστόρημα του Σατίου.
5 Αυτή είναι η άποψη του Fusillo (1992, 255).
6 1996, 30.
9
Οι ταξιδιωτικές ιστορίες και ο έρωτας είναι τα βασικά θέματα του
που απειλούν τη ζωή και την αγνότητά τους και περιφέρονται σε μεγάλο
αποδεικνύονται πιο δυνατοί από τις θύελλες, τους πειρατές και τους
του Λόγγου αποκλίνει περισσότερο απ’ όλα από αυτό το μοντέλο για
στο κοινό και γνώρισε μεγάλη διάδοση. Σο ΑΕΜ είναι συμβατό με την
7 Bowie 1994a, 892 – 893. Σο ταξιδιωτικό και το ερωτικό στοιχείο αποτελούν βασικούς
πόλους για την εξέλιξη των μυθιστορημάτων σύμφωνα και με τον Holzberg (1996, 26).
8 Ο Bowie (2002, 47 – 63) υποστηρίζει ότι το ΑΕΜ διαμορφώθηκε κατά την πρώτη δεκαετία
του 1ου αι. μ.Φ. Σο αποσπασματικό μυθιστόρημα Νίνος τοποθετείται τον 1ο αι. π.Φ. (Lesky
1171).
9 Για τη γενεαλογία του ΑΕΜ και τον τρόπο διαμόρφωσής του βλ. Rohde 1876, 313 κ.εξ.,
Perry 1967, 3 – 43, Schwartz 1896, 156, Lavagnini 1921, 24, Reardon 1969, 291 – 309,
Giangrande 1962, 122 – 142, H~gg 20002, 148 – 158.
10
τον Perry. Ο Rohde υποστηρίζει ότι το μυθιστόρημα είναι προϊόν
διαμόρφωση του είδους. Θεωρεί ότι το ΑΕΜ δεν αποτελεί προϊόν μιας
origo του ΑΕΜ είναι η Ὀδύσσεια, που συνδυάζει το θέμα του νόστου με το
δέχεται την επιρροή του επυλλίου και της βουκολικής ποίησης. Ο H~gg
συνοψίζει και προσθέτει ότι το ΑΕΜ αντλεί στοιχεία από τους χώρους της
κανόνες10. Αυτό που εκόμισαν όλες αυτές οι μελέτες είναι η επίγνωση του
10Σον όρο «ανοιχτό» είδος (open form) καθιέρωσε ο Luk{cs το 1920, προκειμένου να
αντιδιαστείλει το ΑΕΜ από την τραγωδία από άποψη θεματολογίας και κυρίως ύφους. Η
απουσία αυστηρών κανόνων επιτρέπει την ταλάντευσή του ανάμεσα σε διαφορετικά
εκφραστικά επίπεδα (βλ. Fusillo 1996, 277 – 278).
11
στοιχείων, αλλά από τη γόνιμη επεξεργασία τους που υπαγορεύθηκε από
δεχτεί ότι το αρχαίο αναγνωστικό κοινό του ΑΕΜ δεν είναι ενιαίο. Σα προ-
θέματα, τους του έρωτα, τους αγνότητας, του οίκου είναι ιδωμένα με μία
είναι ενδεικτικές της προσπάθειας των συγγραφέων να κάνουν τα έργα τους προσιτά και
στα κατώτερα μορφωτικά και κοινωνικά στρώματα (H~gg 20002 , 122).
14 Σο θέμα του αναγνωστικού κοινού σχετίζεται με τις ερμηνείες της στόχευσης του ΑΕΜ.
Η ψυχολογική ερμηνεία θεωρεί ότι στόχος του ΑΕΜ είναι να απαλλάξει τους
αναγνώστες από τη μοναξιά των απρόσωπων πόλεων και να τους προσφέρει
συναισθηματικό καταφύγιο. Αν γίνει αποδεκτή η ερμηνεία αυτή, τότε το κοινό του ΑΕΜ
δεν χρειάζεται να διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις. Η κοινωνικο – πολιτική ερμηνεία βλέπει
στο ΑΕΜ μία προσπάθεια πολιτικής αντίστασης και αυτονομίας από το Imperium
Romanum, οπότε προϋποθέτει ένα αρκετά υψηλό επίπεδο παιδείας εκ μέρους των
αναγνωστών.
12
«γυναικεία» ματιά15. Η εκτίμηση ότι το ΑΕΜ απευθύνεται κυρίως σε
αυτοπεποίθηση και την πίστη ότι είναι ικανοί για κατανόηση, γνώση και
χρόνια και πιο συγκεκριμένα από τον Υώτιο και τον Χελλό18. τα
Προλεγόμενα τους έκδοσης των Αἰθιοπικῶν από τον Κοραή στα 1833
(Ηλιόδωρος 10.41.4), ἱστορία ἔρωτος, μῦθος και τύχη (Λόγγος πρ.1, 2.27.2,
15 H~gg ό.π., 124. Με το θέμα του γυναικείου κοινού ασχολούνται οι Johne 1996, 156 – 164
και η Egger 1994, 264 – 265.
16 1991 – 1993, 160.
18 Lesky 1174, Ruiz – Montero 1996, 34 – 35. Αναλυτικά για τις πληροφορίες που δίνει ο
7.8.2.
13
«μυθιστόρημα», που υιοθετεί και ο Γιατρομανωλάκης20, συνοδευόμενος
που δικαιολογείται από την μεγάλη κοινωνική και πολιτική αστάθεια και
1ου και 4ου αι. μ.Φ23. Σο corpus αυτό δεν προοριζόταν μόνο για το αιγυπτιακό
ακολουθεί την περίοδο της πεφωτισμένης δεσποτείας των Υλαβίων και των Αντωνίνων
(2ος αι. μ.Φ.).
23 Βλ. Betz 1991, 248 και Winkler 1991, 226.
24 Π.χ. PGM 1, 86 – 87: <ἄξον, κατάδησον τὴν δεἶνα φιλοῦσαν, ἐρῶ | σαν, τὸν δεἶνα
ποθοῦσαν<
14
Ο όρος μαγεία25 δηλώνει μία σειρά τελετουργικών πράξεων ή
τους όρους maleficus, maleficium29. Οι μάγοι μέσα από τη γνώση και τον
χειρισμό των άδηλων δυνάμεων της φύσης και των υλικών αντικειμένων
25 Για τη μαγεία βλ. τις εξής μελέτες: Betz H.D., «Magic in Graeco – Roman Antiquity» στο
Encyclopedia of Religion 9 (1987), 93- 97, Dickie M.W., Magic and Magicians in the Graeco – Roman
World, London, New York 2003, Luck G., Η μαγεία στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, μτφρ.
Ρήσος Δ., Αθήνα 1996, Lowe J.E., Magic in Greek and Latin Literature, Oxford 1929, Eitrem S.,
"La magie comme motif litteraire chez les Grecs et les Romains", SO 21 (1941), 39 – 83,
Faraone C.A., Obbink D. (eds.), Magika Hiera, Ancient Greek Magic and Religion, New York,
Oxford 1991, Faraone C. A., Αρχαία Ελληνική Ερωτική Μαγεία, μτφρ. Παπαθωμόπουλος
Μ., Αθήνα 2004, Fowler R. I., «Greek Magic, Greek Religion», ICS 20 (1995), 1-22, Graf F.,
Magic in the ancient world, transl. Philip F., Cambridge, Massachusetts and London 1997, La
magie, Actes du colloque international de Montpellier, 25 - 27 mars 1999, t.II, La magie dans l'
antiquité grecque tardive et les mythes, Seminaire d' étude des mentalites antiques, Montpellier
2000, Lloyd G.E.R., Magic, Reason and Experience. Studies in the Origins and Development of Greek
Science, Cambridge 1979, Marsh T. E., Magic, Poetics, Seduction: An Analysis of “thelgein” in
Greek Literature, London 1979, Middleton J., «Theories of Magic», Encyclopedia of Religion 9
(1987), 82 – 89, Ogden D., Magic, Witchcraft and Ghosts in the Greek and Roman Worlds: A
Sourcebook, Oxford and New York 2002, Romilly de J., Magic and Rhetoric in Ancient Greece,
London 1975.
26 ε αυτούς αναφέρεται ο Ηρόδοτος (1.140).
27 Η αρχική σημασία της λέξης γόης είναι «αυτός που θρηνεί, που εκφέρει πένθιμες γητεί-
ες». τη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μία πιο σύνθετη φιγούρα που
συνδυάζει την έκσταση με τον τελετουργικό θρήνο, τη θεραπεία και τη μαντεία (Graf
1997, 24). H Romilly (1975, 12) παρατηρεί ότι στον Αισχύλο ο γόος (μαγικός θρήνος) μπο-
ρεί να καλέσει έναν νεκρό. Η λέξη έχει την ίδια ρίζα με την γοητεία.
28 OCD.
29 Betz 1987, 93. την αγγλική ορολογία υπάρχει ο όρος witchcraft που στην ελληνική
15
επηρεάζει, όμως, κατά κύριο λόγο τον φιλοσοφικό στοχασμό της
μαγεία, που ακολουθούν την «αρχή της ομοιότητας» και «την αρχή της
32 Εκτενώς γίνεται λόγος στην αντίστοιχη ενότητα του Ηλιοδώρου (σ. 184 – 190).
16
μορφές πόθου και αγάπης34. Σα αποτελέσματα είναι η πρόκληση στο
πραγματικότητα.
νόμων και από την άλλη αποθεώθηκε ως μεθουσία τῶν θεῶν σύμφωνα με
34 Π.χ. PGM 1: 121 – 122: πέμπω | σε πρὸς τὴν δεἶνα τς δεἶνα, ἵνα μοι δια |κονήσῃς πρὸς
αὐτήν, ἵνα μοι || ἄξῃς αὐτήν. εἰ κάθηται, μὴ κα | θήσθω, εἰ λαλεἶ πρός τινα, μὴ | λαλείτω,
εἰ ἐμβλέπει τινί, μὴ ἐμ | βλεπέτω, εἰ προσέρχεται τινι, μὴ | προσερχέσθω<
35 Faraone 2004, 35, LiDonnici 1998, 66 και 96 – 97.
36
Σο γενικό δομικό σχήμα έχει ως εξής: αίτημα + όνομα θύματος + επίκληση + όνομα του
χρήστη της επωδής + εντολή (π.χ. να έρθει ή να μη φύγει (γρήγορα) (βλ. Faraone ό.π., 19).
Βλ. PGM 117 και SM 73.
37 Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Ιπποκράτης (Περὶ τς ἱερς νόσου, 2) καταδικάζει τη
17
και λατινική γραμματεία38. Σο δέπας του Νέστορος (του 8ου αι. π.Φ.)
συγγραφείς να είχαν την ιδιότητα του μάγου, αν και ακραία, δεν πρέπει
να αποκλειστεί40.
φύση, όπως θα καταδειχθεί στο μυθιστόρημα του Λόγγου, δεν ήταν ένα
38 την Ἰλιάδα η Ήρα με τον κεστὸν ἱμάντα που δανείστηκε από την Αφροδίτη προσπαθεί
να ξελογιάσει τον σύζυγό της Δία. την Ὀδύσσεια η πολυφάρμακος μάγισσα Κίρκη
μεταμορφώνει σε ζώα τους συντρόφους του Οδυσσέα. την τραγωδία η Δηιάνειρα
(οφοκλέους, Σραχίνειαι) δίνει κατά λάθος δηλητήριο στον Ηρακλή νομίζοντας ότι του
δίνει αφροδισιακό. Η τροφός της Υαίδρας στον Ἱππόλυτο του Ευριπίδη χρησιμοποιεί κατά
κόρον ερωτικά φάρμακα, όπως και η Μήδεια (σε Ευριπίδη, αλλά και ενέκα και
Απολλώνιο Ρόδιο) για να κερδίσει την εύνοια του συζύγου της Ιάσονα. Ο Αριστοφάνης
αναφέρεται σε μαγικές πρακτικές στη Λυσιστράτη (1108 – 1111) και ειδικά σε
τελετουργικά μηλοβολίας στις Νεφέλες (996 – 997). Όσον αφορά τη λατινική λογοτεχνία
βλ. Ορατ. Sermones 1.8., Βιργιλ. Eclogae 8.64 – 109 και Aeneis 4.450 – 705, ενεκ. Hercules
Oetaeus 449 – 472 και Medea 670 – 843, Πετρων. Satyricon 131, Απουλ. Apologia 30 – 32.
Περισσότερες παραπομπές δίνονται στην επεξεργασία των επιμέρους θεμάτων.
39 Faraone 1996, 77 – 112.
40 Ruiz – Montero 2007, 39 και 54. Ο Ρωμαίος μυθιστοριογράφος Απουλήιος δικάστηκε για
άσκηση μαγείας (βλ. Luck 1996, 99 – 100 και Betz 1987, 96).
41 Για τα υπερφυσικά φαινόμενα γενικά, τις θεϊκές επιφάνειες, τα όνειρα και τις απόψεις
περί θεουργίας βλ. τις εξής μελέτες: Dodds E. R., «Supernormal phenomena in Classical
Antiquity», Proceedings of the Society for Psychical Research 55, p. 203 (1971), 189 – 237, Dodds E.
R., Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γιατρομανωλάκης Γ., Αθήνα 19962, (ιδιαίτερα σ.
175 – 192), Dodds E. R., «Theurgy and its relationship to neoplatonism», JRS, v. 37 (1947), 55
– 69, Athanassiadi P., «Dreams, Theurgy and Freelance Divination: The Testimony of
Iamblichus», JRS 83 (1993), 115 – 130, Boyancé P., «Théurgie et téletique néoplatoniciennes»,
RHR 147 (1955), 189 – 209, Eitrem S., «La theurgie chez les neo-platoniciens et dans les
papyrus magiques», SO 22, 1942, 49 – 79, Ζαμάρου Ρ., Όνειρα Λογοτεχνικά, Η διερεύνηση
ενός τόπου από τον Ησίοδο ως τον Αρτεμίδωρο, Αθήνα 2006.
18
την επέμβαση των θεών ή των πνευματικών δυνάμεων στην ανθρώπινη
και καινόν όχι μόνο για τα υπερφυσικά φαινόμενα, αλλά και για τα
19
στο μυστήριο του έρωτα και σε βαθύτερο επίπεδο στο «μυστήριο» της
δαιμονικό στοιχείο και τον ρόλο της θείας πρόνοιας στην ατομική ευτυχία.
αναδυόμενου στα χρόνια του Λόγγου και του Σατίου και του εδραιομένου
προς την κατώτερη γοητεία44 είναι βασική στη φιλοσοφία του Πλωτίνου,
του Πρόκλου και του Ιαμβλίχου. Παρά τις αντιθέσεις στους κόλπους των
44Για τη θεουργία γίνεται λόγος στους Φαλδαϊκούς χρησμούς και τα ερμαϊκά κείμενα,
που εμφανίζονται στον ορίζοντα της φιλολογίας τον 2 ο – 3ο αι. μ.Φ. Η βασική μελέτη του
Eitrem (1942, 49 – 79) εστιάζει στα κοινά χαρακτηριστικά της θεουργίας και της
ελληνοαιγυπτιακής μαγείας. Εντούτοις, η θεουργία διαφοροποιείται από τη μαγεία ως
προς τους στόχους της και τον τρόπο «χειρισμού» των θεϊκών δυνάμεων. Θεουργὸς είναι
«αυτός που δουλεύει τους θεούς» (πρβλ. χρυσουργός, λιθουργός), αλλά δεν πρέπει να
αποκλειστεί και η έννοια του «δημιουργού των θεών» βλ. (ό.π., 49). Οι θεουργοί
υπηρετούν ανώτερους πνευματικούς στόχους και θεωρούν τους θεούς ευμενείς και
ευσπλαχνικούς, ενώ διακρίνονται για την ακλόνητη πίστη τους στη θεία πρόνοια (Πρβλ.
Ιαμβλ. Περὶ μυστηρίων, Ι,18: (Οἱ θεοί) ἀγαθοί τε γάρ εἰσιν ἅπαντες καὶ ἀγαθῶν αἴτιοι
ὡσαύτως, πρός ἕν τε ἀγαθὸν ἀποβλέποντες ἑνοειδῶς περιάγονται κατὰ μόνον τὸ καλὸν καί
ἀγαθόν).
20
νεοπλατωνιστών45 η ένωση της ανθρώπινης ψυχής με τη θεϊκή αποτελεί
τον απώτερο στόχο, που πρωθείται χάρη στην κοσμική συμπάθεια που
εκτείνεται πέρα από τον υλικό κόσμο46. ύμφωνα με τον κύριο εκφραστή
μαγεία, που είναι το σύνολο της αγάπης και του μίσους στο σύμπαν, της
45
Σο έργο του Ιαμβλίχου αποτελεί ουσιαστικά απάντηση στην πολεμική του επίσης
νεοπλατωνικού Πορφυρίου. Ο Πορφύριος, όπως και ο Πλωτίνος, πιστεύουν ότι μόνη η
άσκηση της λογικής δύναμης της ψυχής και του νου είναι ικανή να οδηγήσει το
ανθρώπινο ον σε ένωση με το θείο και κατ’ επέκταση σε σωτηρία της ψυχής. Ο Ιάμβλιχος
θεωρεί απαραίτητο και ένα πρόγραμμα μαγικής τελετουργικής δράσης που επιτελείται
από τους θεουργούς. Σο πρόγραμμά του φέρει σημαντικές ομοιότητες με τα
τελετουργικά που αναφέρονται στους Μαγικούς Παπύρους (Για τις διαφορές στις θεωρίες
των νεοπλατωνιστών βλ. Athanassiadi 1993, 117 – 121 και Struck 2009, 210 – 214).
46 OCD.
21
αυτά εντάσσονται στους αφηγηματικούς μηχανισμούς που διεγείρουν την
προβληματιστεί για τον ρόλο του θείου στη ζωή του. Σο αποτέλεσμα
μαγεία, γίνεται λόγος για μαγεία με την κυριολεκτική έννοια του όρου,
την μεταφορική έννοια, όπως για παράδειγμα μαγεία του κάλλους ή του
τρόπο, ανάλογα με τη στόχευσή του και την ιδιαιτερότητα του έργου του.
22
τον Λόγγο δίνεται έμφαση στο υπερφυσικό στοιχείο, στον Αχιλλέα Σάτιο
23
ΜΑΓΕΙΑ, ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΤΠΕΡΥΤΙΚΑ ΥΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΟΝ ΛΟΓΓΟ50.
από τον Λόγγο οφείλεται στο βουκολικό σκηνικό της ιστορίας και στην
όπως σωτηρίες έκθετων βρεφών και θεϊκές επιφάνειες, που εφιστούν την
προσοχή του αναγνώστη στο θέμα της θείας πρόνοιας. την ενότητα της
της μουσικής, ή του κάλλους και του λόγου. O όρος τίθεται εντός
50
Για τον Λόγγο βλ. βασικές εκδόσεις: Edmonds J.M., Daphnis & Chloe, by Longus: The Love
Romances of Parthenius and Other Fragments, Loeb Classical Library, Cambridge,
Massachusetts, Harvard University Press 1916, Dalmeyda G., Longus Pastorales (Daphnis et
Chloé), Collection des Universités de France, Belles Lettres, Paris 19602 , Reeve M.D., Longus,
Daphnis et Chloe, Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, Stuttgart,
Teubner 1982, επίσης ερμηνευτική έκδοση Morgan J.R., Longus Daphnis and Chloe, with an
introduction, translation and notes, Oxford 2004 και τις εξής μελέτες: Chalk H.H.O., «Eros
and the Lesbian pastorals of Longos», JHS 80 (1960), 32-51, Effe B., «Towards a History of
Bucolic and its Function in the Roman Empire», στο Swain S. (επ.), Oxford Readings in the
Ancient Novel, Oxford 1994, 189-209, Haight E. H., Essays on the Greek Romances, Washington,
New York 1965, Hunter R., «Longus; Daphnis and Chloe», στο Schmeling G. (επ.), The Novel in
the Ancient World, Leiden – New York – Köln 1996, 361-386, H~gg T., Σο αρχαίο μυθιστόρημα,
μτφρ. Μαστοράκη Σ., μτφρ. παραθεμάτων Γιατρομανωλάκης Γ., Αθήνα 20002, 59 – 65,
MacQueen B.D., «Longus and the myth of Chloe», ICS 10 (1985), 119-134, McCulloh W.,
Longus, New York 1970, Morgan J.R., «Daphnis and Chloe, Love’ s own sweet story», στο
Morgan J.R. και Stoneman R. (eds.), Greek fiction. The Greek Novel in Context, London, New
York 1994, 64-79, Morgan J.R., «Longus, Daphnis and Chloe: a bibliographical survey 1950-
1999», ANRW 2. 34.3 (1997), 2208-76.
23
Ιδιαίτερες, οιονεί μαγικές ιδιότητες επιδεικνύει η Φλόη, που ασκεί
τους όρους θέλξις και τέρψις (και τις συγγενικές τους) για να περιγράψει
την απήχηση που έχουν στον ακροατή, στον θεατή και στον αναγνώστη51.
αντώνυμη της λέξης ὄν. τον Λόγγο εμφανίζεται άπαξ, ενώ έχει συχνή
των λέξεων και από τον υστερότερο Ηλιόδωρο είναι ενδεικτική του
51Για τους όρους βλ. LSJ9 s.v. και ειδικά για την θέλξιν Marsh 1979, 5, 102.
52
Ενδεικτικά αναφέρουμε: 1.2.5, 5.30.2, 8.10.1, 8.10.2, 9.21.2, 9.21.4, 10.15.1. Βλ. επίσης 4.2.9
σε Ξενοφώντα Εφέσιο και 5.5.9 σε Φαρίτωνα.
24
περίεργα θεάματα53. Επιπλέον, η χρήση του επιθέτου παράδοξος στη
συμπλοκή των ποιμένων με τους νέους της πόλης δείχνει την παραβίαση
σχετικό θέμα είναι βασικό στον Λόγγο. Σο ρήμα θέλγω σημαίνει γοητεύω,
βασικό σημείο αναφοράς αποτελεί η καθ’ ἡμέραν και όχι η καθ΄ ὕπνους
όνειρα του Δρύαντα και του Λάμωνα (στο πρώτο βιβλίο), του Δάφνη (στο
δεύτερο και στο τρίτο βιβλίο), του Βρύαξη (στο δεύτερο βιβλίο) και της
53 Π.χ. Σάτιος 3.2.6, 3.9.2, 3.17.7, Ηλιόδωρος: 2.20.5, 3.4.4, 9.5.6, Φαρίτων: 1.14.8, 3.10.7, 8.4.10,
Ξενοφών Εφέσιος: 1.2.6, 2.6.4, 4.6.4 κ.ά.
54 Σο θέμα του παραδόξου κυρίως στον Φαρίτωνα π.χ. 1.1.4, 2.8.3, 3.3.2, 5.9.8, 8.1.9 κ.α.
55
Όπως τον κεστὸν ἱμάντα της Αφροδίτης (Ἰλιάδα Ξ 214-220), ή τα φίλτρα θελκτήρια στον
Ἰππόλυτο του Ευριπίδη (509).
56 Βλ. Φαρίτων 6.4.4, 6.4.6, Ηλιόδωρος 4.4.3, 5.16.1, 7.9.5, 10.28.3, Σάτιος 1.8.2, 5.22.8, 6.12.2.
57
Για τα όνειρα γενικά, την προέλευση και τους μηχανισμούς τους βλ. Van Lieshout 1980,
Κυρτάτα 1993, Devereux 1976 (για τα όνειρα στην τραγωδία), Ζαμάρου 2006 και ειδικά για
τα όνειρα στα Ποιμενικὰ MacAlister 1996, 172 – 174.
25
Νύμφες, ο Έρωτας και ο Παν. Σα όνειρα στο μυθιστόρημα του Λόγγου
Αχιλλέα Σατίου και του Ηλιοδώρου. Όποια ερμηνεία και αν δεχτούμε για
τα όνειρα, αυτό που έχει σημασία είναι ότι αποτελούν ένα ευέλικτο
την προετοιμασία του για την αίσια έκβαση των περιπετειών και την
26
Α. Τπερφυσικά φαινόμενα
αποτελεί κοινό τόπο στον Λόγγο και στον Ηλιόδωρο και επιβάλλεται από
Φλόης και την ανατροφή τους από μία κατσίκα και μία προβατίνα
πλούτου, της ομορφιάς, της δύναμης και της ευγενικής τους καταγωγής 58.
κατανοητή η συνάφειά της με την ερωτική ιστορία του Δάφνη και της
τον τρόπο που τους αντιμετωπίζουν οι θετοί γονείς τους. Βασικό τους
58
1.2.3: χλανίδιον ἁλουργὲς καὶ πόρπη χρυσ καὶ ξιφίδιον ἐλεφαντόκωπον, 1.5.2: μίτρα
διάχρυσος, ὑποδήματα ἐπίχρυσα, περισκελίδες χρυσaἶ. Σα γνωρίσματα του Δάφνη και της
Φλόης δεν έχουν το χαρακτηριστικό του μαγικού – υπερφυσικού εξοπλισμού που
διακρίνεται στα γνωρίσματα της Φαρίκλειας (βλ. αναλυτικά σ. 222 – 224).
59 Σα σημάδια των έκθετων παιδιών θα μπορούσαν να είναι και σημάδια έκθετων θεών.
Πρβλ. μύθους για Δία, Διόνυσο, Ασκληπιό, Ρωμύλο και Ρέμο, Πάρη, εμίραμη και
άλλους. Ο Winkler (1990, 125) θεωρεί τα έκθετα βρέφη ατυχή αποτελέσματα του βιασμού
ή της αποπλάνησης μίας παρθένου και παραθέτει τα παραδείγματα της Συρώς και της
Αυγής, που βιάστηκαν από τον Ποσειδώνα και τον Ηρακλή αντίστοιχα. Για το θέμα στη
Νέα Κωμωδία βλ. χαρακτηριστικά Περικειρομένη Μενάνδρου (Hunter 1983, 16, 67-68,
Morgan 2004, 152).
60 Πρ. 2 : γυναἶκες ἐπ’ αὐτς τίκτουσαι καὶ ἄλλa σπαργάνοις κοσμοῦσαι, παιδία ἐκκείμενα,
ποίμνια τρέφοντα<Θέματα του πίνακα αποτελούν και άλλα βασικά θέματα του
μυθιστορήματος, όπως οι όρκοι νεαρών και οι ληστρικές επιδρομές.
27
μέλημα αποτελεί η εξασφάλιση για τα παιδιά τους μίας φροντισμένης
ανατροφής που αποτελεί εχέγγυο για έναν καλό γάμο και για μία
ταυτότητας των παιδιών μέσα από μία διπλή αναγνώριση (4.18) και ο
γάμος τους δίνουν τέλος στην περιπέτειά τους με τον πιο ευτυχή τρόπο62.
θαῦμα και τονίζει τον αντίκτυπό της στους θετούς γονείς με τη χρήση των
ότι η εύρεση του Δάφνη λαμβάνει χώρα μεσημβρίας ἀκμαζούσης, ώρα που
προσφέρεται για την εκδήλωση των θεϊκών δυνάμεων και ότι η Φλόη
πρωταγωνιστών αποτελεί όρο sine qua non στο μυθιστόρημα του Λόγγου.
Η αλήθεια για όλα τα θέματα που απασχολούν τον Δάφνη και τη Φλόη
στον δρόμο προς την ωριμότητα64. το τέλος της ιστορίας (4.34.2) ο Λόγγος
γράφει προληπτικά ότι τα παιδιά του Δάφνη και της Φλόης θα τραφούν
61Γι’ αυτό και το θέμα της μεσολάβησης της θείας πρόνοιας για τη σωτηρία των
πρωταγωνιστών επανέρχεται στο τρίτο και στο τέταρτο βιβλίο σε σχέση με το ζήτημα
του γάμου τους 3.25.3: ὡς κρείττων ἐστὶν ἡ παρθένος μνηστήρων γεωργῶν, 3.26.3: μεγάλην
ἐν τοἶς γνωρίσμασιν ἐπαγγελλομένῳ τύχην, 3.32.1: ὡς κηδομένων θεῶν, 4.24.2: σὺ δέ μοι
πρόνοιᾳ θεῶν ἐσώθης, 4.36.1: ὄις προνοίᾳ θεῶν ἀνέθρεψεν, ὡς αἵξ Δάφνιν ἐμοί.
62 Σα Ποιμενικὰ και τα Αἰθιοπικὰ κλείνουν με σκηνές αναγνώρισης πριν από τους γάμους
ἐπιτυγχάνει καὶ εὑρήμασι καὶ θεάμασι , 1.6.1: θεἶον δή τι νομίσας τὸ εὕρημα, 4.30.4: ἰδὼν
ἐθαύμασα καὶ θαυμάσας ἔθρεψα.
64 Για την έννοια της διδαχής στο μυθιστόρημα βλ. τρεπέλια 2005, 394 – 399.
28
από ζώα σε ανάμνηση της τύχης των γονιών τους και προς επιβεβαίωση
κλείνει με κυκλικό σχήμα την ιστορία και δείχνει ότι κατά τη διάρκειά της
Σο θέμα της έκθεσης των βρεφών στον Λόγγο έχει προεκτάσεις, καθώς
ένα αγόρι και ένα κορίτσι από όλους τους βοσκούς, τα σώζει και τα
τα προορίζει για κάτι ανώτερο, όχι μόνο για ανδρόγυνο, αλλά για
σύμβολα ενός κόσμου που και αυτός εξελίσσεται μαζί τους και για
συγγραφέα. Μαζί με τον Δάφνη και τη Φλόη τις ευεργεσίες της θείας
με τον ποιμενικό, που είναι βασική στο μυθιστόρημα και τονίζει την
ενεργό συμμετοχή των ζώων και γενικότερα της φύσης στην ερωτική
ιστορία του Δάφνη και της Φλόης. Η στοργή και η φροντίδα των βρεφών
65Ο Turcan (1963, 186) στα πλαίσια της αντιμετώπισης του μυθιστορήματος ως μυητικού
λογοτεχνικού είδους εκτιμά ότι η ιστορία των έκθετων βρεφών θέλει να αναδείξει τη
θεϊκή πρόνοια και πιο συγκεκριμένα τη μεγαλοψυχία του Διονύσου που αναλαμβάνει να
απελευθερώσει τον εγκαταλελειμμένο πάνω στη γη άνθρωπο. την άποψη αυτή μπορεί
να προβληθεί ως αντεπιχείρημα η άποψη του Morgan (2004, 186) ότι αν η έκθεση των
βρεφών ήταν τελετουργική, τότε θα εγκατέλειπαν τα παιδιά τους και ο Δάφνης με τη
Φλόη.
29
φίλτρο, ενώ δεν είναι αναμενόμενη για τα ζώα. το βουκολικό σκηνικό
στα παιδιά τους πέρα από την πράξη τους καθεαυτή φαίνεται και στον
απολογηθεί για την πράξη του (4.24.1-4). Από την άλλη, οι θετοί γονείς
ως ευνοούμενοι των θεών, ή ακόμα και θεοί, ενώ τα ζώα, που παραδίδουν
ανθρώπους66.
για το παρελθόν του Δάφνη και της Φλόης προδηλώνει την αίσια
γονείς τους και την είσοδό τους στην αστική élite. Παράλληλα, η έκθεση
30
του Δάφνη και της Φλόης είναι επιβεβλημένη από την οικονομία της
έμφαση στη θεία πρόνοια, η οποία στην ουσία είναι ανάδοχος και
διδάσκαλος των παιδιών και στην οποία υπακούν εν τέλει τόσο οι φυσικοί,
31
2) Επιφάνειες θεοτήτων
τύπου από αυτή που είναι γνωστή από τα μυστήρια. υνεπώς, οι θεοί
τους, που τους ακολουθούν σε όλες τους τις περιπέτειες και τους βοηθούν
ανθρώπινη διάνοια.
γενική πίστη στην επικοινωνία των θεών με τους ανθρώπους μέσω των
67
ύμφωνα με τον H~gg (2004, 53, βλ. και σ. 51, 61) το θέμα της θεϊκής επιφάνειας ως
θρησκευτικής εμπειρίας των ηρώων του το εκμεταλλεύεται κατά κόρον ο Φαρίτων στο
παλαιότερο από τα ακέραια ΑΕΜ.
68 H~gg 2004, 58.
32
ομηρικών ενανθρωπήσεων69 και αυτό γιατί θέλουν να κάνουν αισθητή
υποστήριξη.
i. Έρωτα
που είναι ο καταλληλότερος για θεϊκή επιφάνεια: στον κήπο του Υιλητά,
του Δάφνη και της Φλόης. Ο κήπος είναι προϊόν της ανθρώπινης
ανάγεται σε σύμβολο μέσα στο έργο του Λόγγου, στο οποίο επιδεικνύεται
και εκλεκτούς – εν προκειμένω τον Υιλητά – και από εκεί καθοδηγεί τον
Δάφνη και τη Φλόη σε μία αργή, αλλά σταθερή διαδρομή προς την
και τον έρωτα73. Κατά την ώρα αυτή, που προσφέρεται για χαλάρωση και
69
Π.χ. στην Ὀδύσσεια εμφάνιση Αθηνάς με τη μορφή του Μέντη στον Σηλέμαχο (α 165
κ.έξ), με τη μορφή μίας όμορφης γυναίκας που είναι ορατή μόνο από τον Οδυσσέα και
αναγνωρίζεται από σκυλιά (π 173 κ.έξ). Καθαρή μορφή επιφάνειας εντοπίζεται στην
Ἰλιάδα (Α 200 κ.έξ), όταν η Αθηνά παρεμβαίνει με τη δική της μορφή για να αποτρέψει
την επίθεση του Αχιλλέα προς τον Αγαμέμνονα.
70
Βλ. επίσης την περιγραφή του κήπου του Λάμωνα (4.2-4.3). Αναλυτικά για το θέμα των
κήπων βλ. Forehand 1976, 103-112, όπου οι κήποι παρουσιάζονται ως χώροι του
πλατωνικού ἀγαθοῦ.
71 Morgan 2004, 224.
73 Σο μεσημέρι είναι συμβατικά αφιερωμένο στους θεούς, ειδικά τους βουκολικούς και
την ώρα αυτή ευρίσκεται ο ο έκθετος Δάφνης. Ο Έρωτας, όπως και ο Παν στο επεισόδιο
33
ξεκούραση, δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για «κατοχή» από
μία σοφιστική παραλλαγή του θέματος74, που παρόμοιά της δεν απαντά
με τα πλατωνικά έργα Φαἶδρος (238 c-d) και υμπόσιο (196 a-b), με την
Θεογονία του Ησιόδου (120 κ.εξ.), αλλά και με τις ορφικές δοξασίες 76.
εκτενώς ως ένα γυμνό ξανθό σκανδαλιάρικο παιδί, που έχει φτερά και
φέρει τόξα77. Σο χωρίο κλείνει με την αποκάλυψη του ονόματος του θεού
με τους Μηθυμναίους (βλ. σ. 49 – 60), επιλέγουν αυτή την ώρα για να εμφανιστούν στους
ανθρώπους (βλ. Chew 1994, 179, Meiller 1975, 152, Caillois 1937, 143 – 161, Φατζηκώστα
2005, 111). τον Όμηρο η μεσημβρία είναι αφιερωμένη στους νεκρούς, ενώ το πρωινό
είναι το ἱερὸν ἧμαρ, κατά τη διάρκεια του οποίου γίνονται θυσίες στους θεούς. την
Ἀντιγόνη του οφοκλή η ηρωίδα το μεσημέρι προσφέρει χοές στον νεκρό αδελφό της
(415-417) και καταλαμβάνεται από τη θεία νόσο (421). τον πλατωνικό Φαἶδρο (238 c-d)
το μεσημέρι είναι ώρα νυμφοληψίας. τον Θεόκριτο η μεσημβρινή ησυχία εξασφαλίζει
την ανάπαυση σε ανθρώπους και ζώα, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με την εμφάνιση
δαιμόνων (Εἰδ. 1.15, 7.21 – 23). Ψς ώρα προσευχής το βρίσκουμε ακόμα και στους
μουσουλμάνους και σε αρχαίους πολιτισμούς, όπως των Αζτέκων.
74 H~gg 2004, 51, 58.
75 Ο Έρωτας ως μικρό παιδί και ως βρέφος απαντά στην εικόνα της Ευρώπης που
περιγράφει ο Σάτιος (1.1.13 βλ. και 1.2.1), στον Φαρίτωνα (4.7.6) και στον Ηλιόδωρο (4.2.3),
ο οποίος ερμηνεύει τα φτερά του θεού ως σύμβολο για την ευκινησία των ερωτευμένων.
Ο σπάνιος στο ΑΕΜ πληθυντικός Ἔρωτες απαντά στον Σάτιο (1.1.13), τον Ξενοφώντα
Εφέσιο (1.8.1-3) και τον Ηλιόδωρο (4.18.6). Ο Φαρίτων ακολουθεί την πιο διαδεδομένη από
όλες τις παραδόσεις για τον Έρωτα ως γιο της Αφροδίτης (2.2.8, 3.2.5).
76
Ο ορφισμός, μυστηριακή θρησκεία της αρχαιότητας, που επεδίωκε τον εν ζωή
εξαγνισμό του ανθρώπου και θεωρήθηκε πρόδρομος του χριστιανισμού, φαίνεται πως
έχει επηρεάσει τη σκέψη του Λόγγου. Αυτό φαίνεται κυρίως στο θρησκευτικό και ενίοτε
συμβολικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται και στην πληθώρα των διονυσιακών
στοιχείων.
77
Παρόμοια περιγραφή κάνει ο Λόγγος για τον Σίτυρο, τον γιο του Υιλητά στο 2.32.1
(πυρρὸν παιδίον καὶ γλαυκόν, λευκὸν δὲ καὶ ἀγέρωχον). (Με τα ακριβώς αντίθετα
χαρακτηριστικά περιγράφεται ο θεοκρίτειος Σίτυρος στο Εἰδ. 3).
78 2.7.1-2: Θεός ἐστιν, ὦ παἶδες, ὁ Ἔρως, νέος καὶ καλὸς καὶ πετόμενος· Δύναται δὲ τοσοῦτον
ὅσον οὐδὲ ὁ Ζεύς. Κρατεἶ μὲν στοιχείων, κρατεἶ δὲ ἄστρων, κρατεἶ δὲ τῶν ὁμοίων θεῶν.
Αξίζει να σημειωθεί η τριπλή επανάληψη του ρήματος κρατεἶ μαζί με το ρήμα δύναται
34
Ο Έρωτας του Λόγγου διαφέρει από τον βάσκανον θεό των άλλων
την πιο ανθρώπινη πλευρά του Έρωτα, που τον καθιστά και πιο προσιτό 81.
αλήθειες83. Αυτή είναι μία μόνο πλευρά του Έρωτα, που επιλέγει να
τονίσει ο γέροντας βοσκός. Η στάση του απέναντι στον θεό εξηγείται από
από τη διδαχή του Υιλητά είναι ουσιαστικός για την εξέλιξη της ιστορίας
παράδοση για τον Έρωτα στο κατάλληλο σημείο για την εξέλιξή τους
που μυήθηκε με μία απόκρυφη διαδικασία προσωπικά από τον ίδιο τον
προκειμένου να παρουσιαστεί ο θεός ως η κύρια κοσμική δύναμη που ελέγχει όλη την
πλάση.
79 Γενικά στο ΑΕΜ ο θεός είναι πρόξενος δεινών για τους ήρωες, οργίζεται όταν τον
περιφρονούν και τους καταδιώκει. υχνότατο δε μοτίβο είναι αυτό του βάσκανου
δαίμονος – Έρωτος. (Π.χ.: Αχ. Σάτ. 1.2.1, 2.4.5, 2.34.1, 5.27.2, 8.5.7, 8.17.3, Φαρίτ. 1.1.4, 1.2.5, ,
4.4.5, 4.7.6, 8.1.3, Ηλ. 3.17.4, Ξενοφ. Εφ. 1.2.1, 1.2.9, 1.4.5. τον Ξενοφώντα η δράση του θεού
περιγράφεται ακόμα και με πολεμικό λεξιλόγιο).
80 Billault 1996a, 147, Turner 1968, 121. Ο Υιλητάς αναφέρεται στον θεό σε ουδέτερο γένος
(2.4.3: ποικίλον τι χρμα καὶ ἀθήρατον). ύμφωνα με τον Philippides (1980-1981, 197) η
αρνητική πλευρά του Έρωτα παρουσιάζεται στο αἴτιον της Ηχούς.
81 Ο θεός παρουσιάζεται να συμπάσχει με τον Δάφνη και τον Υιλητά στις ερωτικές τους
35
Έρωτα και προτίθεται με τη σειρά του να αναλάβει τον ρόλο του
μυσταγωγού και να καθοδηγήσει μέσω του ιερού του λόγου τον Δάφνη
και τη Φλόη. Έτσι, η ερωτική σχέση του Δάφνη και της Φλόης αποκτά μία
ανάγκη, μετά την αποκάλυψη του Έρωτα φαίνεται ότι υπηρετεί κάποια
τον Λόγγο ένα σημαντικό έργο, γι’ αυτό και στο προοίμιο συναντούμε
πρώτος από την τριάδα των βασικών θεοτήτων, στις οποίες αφιερώνεται
το μυθιστόρημα (πρ. 384). Παρ’ όλα αυτά, ο Έρωτας μένει μία στατική
επεισόδιο στον κήπο του Υιλητά, σε αντίθεση με τον Πάνα και τις Νύμφες
ως μυθοποιός φαίνεται ότι βρίσκεται πίσω από τις ενέργειες των άλλων
υπερφυσικό τρόπο.
επιφαίνεται μαζί με τις Νύμφες στο κοινό όνειρο των θετών πατέρων
84
Ο Έρωτας φανερώνεται και μέσα από τις μετοχές του προλόγου (πρ.5: τὸν ἐρασθέντα
ἀναμνήσει, τὸν οὐκ ἐρασθέντα προπαιδεύσει). τον επίλογο αναφέρεται τελευταίος από
την τριάδα των βασικών θεοτήτων. Με την επιλογή αυτή τονίζεται ότι αυτός έχει τον
πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην ερωτική περιπέτεια των δύο βοσκών.
36
τις Νύμφες για την φροντίδα του Δάφνη και της Φλόης85. Σο γεγονός ότι ο
Λάμων και ο Δρύας αγνοούν ακόμα και το όνομα του Έρωτα δείχνει ότι η
λίγους, τους οποίους έχει επιλέξει ο θεός, όπως ο Υιλητάς και το ζεύγος
και γνώση πνευματικών και ηθικών αξιών, κοινωνικών κωδίκων και των
ιερών παραδόσεων.
παιδική φιγούρα του κήπου. Πίσω από την χαριτωμένη εικόνα του παιδιού
που κόβει τα λουλουδάκια από τον κήπο του γεροβοσκού κρύβεται κάτι
πιο βαθύ, εσωτερικό και απόκρυφο. Ο συγγραφέας ξεκινά από την εικόνα
αυτή και προσθέτει στον θεό τις ιδιότητες του ποιμένα, του διδασκάλου,
έννοια.
καινοτομία του Λόγγου. Ο θεός ποιμὴν καθοδηγεί τον Δάφνη και τη Φλόη
δεν διδάσκει τον Δάφνη και τη Φλόη απλώς πώς θα βόσκουν τὸ αἰπόλιον
και τὸ ποίμνιον (1.7.2), αλλά διαμορφώνει τις εμπειρίες τους έτσι ώστε να
85
1.7.2: παιδίῳ μάλα σοβαρ καὶ καλ, πτερὰ ἐκ τῶν ὤμων ἔχοντι, βέλη σμικρὰ ἅμα
τοξαρίῳ φέροντι· τὸ δὲ ἐφαψάμενον ἀμφοτέρων ἑνὶ βέλει. Παραλλαγή του ονείρου αυτού
βρίσκουμε στο 2.8.4.
86 2004, 9. 2.5.4: νῦν δὲ Δάφνιν ποιμαίνω καὶ Χλόην, 3.12.1: οἸα μείζονι δουλεύοντες ποιμένι.
Οι λέξεις «ποιμήν» και «ποιμαίνω» σύμφωνα με τον Mittelstadt (1966, 162) ανήκουν στον
μυστικιστικό λόγο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Α΄ Λόγος των ερμητικών κειμένων έχει τον
τίτλο Ποιμάνδρης. Πρβλ. και εικόνα Ιησού – ποιμένα.
37
Ο έρωτας μέσα στο μυθιστόρημα επιδρούν με μαγικό και
θέλγει τον Υιλητά και προλαμβάνει μία οργισμένη αντίδρασή του για τις
«αταξίες» που κάνει στον κήπο του (2.4.4: ἔθελγε μηκέτι θυμοῦσθαι). ε
ένα δεύτερο επίπεδο ο θεός επιδρά στις ανθρώπινες ψυχές και τις
του Λόγγου απφούς87, το χορικό της Ἀντιγόνης του οφοκλή (781 κ.εξ),
την ποίηση του Θεοκρίτου (π.χ. Εἰδ. 3.15 – 17) μέχρι τη σύγχρονη
Φλόη, αλλά και στον Υιλητά, στον Δόρκωνα και στον ομοφυλόφιλο
δηλώνει και ο Λόγγος (2.8.2: σχεδὸν τοῦτό ἐστιν ὁ ἔρως). Η μαγεία που
87 Για τις επιρροές από τη απφώ βλ. DiMarco 2006, 486-487, Morgan-Harrison 2008, 223.
88 Ο saevus amor αποτελεί κοινό τόπο στο ΑΕΜ. Όλοι ανεξαιρέτως οι ήρωες έχουν
παρόμοια συμπτώματα, που δεν μπορούν να τα ερμηνεύσουν και τα αποδίδουν σε
κάποια ασθένεια. Για το θέμα του έρωτα ως αρρώστιας και ως φωτιάς που δεν διαχωρίζει
θνητούς και θεούς βλ. Αχιλλέα Σάτιο 1.4.5, 1.5.3, 1.5.7, 1.6.2, 1.6.3, 1.9.1, 1.11.3, 1.17.1, 4.7.4,
6.18.1-2, 6.19.1, 6.19.3-6, 6.20.1, Φαρίτωνα 1.1.7, 1.1.10, 2.4.3, 6.1.7, 6.3.2, 6.4.3-4, 6.4.5, 6.7.2,
8.8.7, Ξενοφώντα Εφέσιο 1.3.1, 1.3.3, 1.3.4, 1.4.1-3, Ηλιόδωρο 3.5.6, 3.7.1, 3.10.4, 5.4.5, 7.9.3.
89 Βλ. συμπτώματα και λεξιλόγιο των χωρίων: Πρ.3: ὃ καὶ νοσοῦντα ἰάσεται,1.13.5, 1.13.6,
1.14.1: νοσῶ<ἀλγῶ<ἕλκος, 1.14.1 – 2, 1.17.2 – 4, 1.18.1: ὦ νόσου καινς, 1.23.2, 1.32.4, 2.7.4 –
5, 2.7.6, 2.8.2: ἀλγοῦσιν<πάσχομεν, 3.13.3, 3.15.5 συναλγήσασα, 4.16.2 – 3, 4.31.1. την
ερωτική συμπτωματολογία περιλαμβάνονται το αίσθημα ντροπής, η ανορεξία, η αϋπνία,
οι πόνοι, οι ταχυπαλμίες, ο κρύος ιδρώτας, η ανατριχίλα, η κυκλοθυμικότητα, η χλομάδα,
τα κλάματα, η καταδυνάστευση του λογικού, η απώλεια του αυτοελέγχου, η αδιαφορία
για εργασία και το παραμιλητό. Η ερωτική παθολογία αποτελεί κυρίως θέμα της λυρικής
ποίησης. Ο Αρχίλοχος (π.χ. 112D, βλ. και 118D) περιγράφει τον έρωτα ως ομίχλη, ενώ η
απφώ (π.χ. 31LP, 130LP) κάνει λόγο για πόνους που τρυπούν τα κόκκαλα, για χλωμάδα,
αϋπνία, απώλεια όρεξης, φωτιά, κρύο ιδρώτα και βοή στα αυτιά.
38
αψεγάδιαστη ομορφιά του κήπου οφείλονται στην θεϊκή επιρροή. Ο
Έρωτας πέρα από μία λογοτεχνική επινόηση που θέτει σε κίνηση την
πλοκή είναι το καλό πνεύμα που διαχέεται σε όλη την πλάση και την
φύλου τους.
προέρχεται από μία τέτοια διαδικασία μαγεύει τον αναγνώστη και τον
Μαζί με τον ρόλο του μάγου ο Λόγγος αποδίδει στον δικό του
Έρωτα τον ρόλο του διδασκάλου. Ο Δάφνης και η Φλόη που ταλανίζονται
από ερωτικό πόθο, αδυνατούν να τον ερμηνεύσουν λόγω της απειρίας και
της αγνότητάς τους, που αγγίζει την υπερβολή. Δεν αφήνονται, όμως,
αβοήθητοι μέσα στην άγνοιά τους. Ο φτερωτός θεός, που αποτελεί την
90
Πρ. 1: ἡ γραφὴ τερπνοτέρα καὶ τέχνην ἔχουσα περιττὴν καὶ τύχην ἐρωτικήν, Πρ.2: Πολλὰ
ἄλλα καὶ πάντα ἐρωτικὰ ἰδόντα μὲ καὶ θαυμάσαντα πόθος ἔσχεν ἀντιγράψαι τῆ γραφῆ. Γι’
αυτόν τον λόγο ο πίνακας που θαυμάζει ο αφηγητής του Λόγγου είναι κάλλιστον θέαμα
(πρ.1), ακριβώς γιατί εξιστορεί μία ερωτική περιπέτεια.
91
Οι αναγνώστες θα μπορέσουν να αντλήσουν από το έργο γνώσεις πανανθρώπινες που
θα μπορούν να εφαρμοστούν στην πραγματικότητα. υνεπώς, με την ανάγνωση του
έργου θα διδαχθούν και θα μυηθούν στην παγκόσμια και διαχρονική εμπειρία του έρωτα
όχι μόνο ο Δάφνης και η Φλόη, αλλά και οι αναγνώστες. Πρβλ. και προλογικό σημείωμα
Ρήγα στο χολεἶον τῶν ντελικάτων ἐραστῶν: οἱ ἐμπεριεχόμενοι τ παρόντι βιβλίῳ ἔρωτες
εἰς ὑπανδρείαν καταντοῦν, ἡ ὁποία εἶναι μυστήριον, καὶ ἅς μὴν πολυλογοῦν<λαμβάνω τὴν
τόλμην νὰ προσφέρω αὐτὴν τὴν ἀπαρχὴν τῶν κόπων μου εἰς ὄλες τὲς αἰσθαντικὲς νέες καὶ
νέους (ὡσὰν ὅπου ὅλον τὸ βιβλίον ἐνάγεται εἰς τὴν νεανικὴν ἡλικίαν), οἱ ὁποἶοι ἐλπίζουν
πὼς θέλουν τὴν δεχθῆ εὐμενῶς.
39
αναλαμβάνοντας τον ρόλο του δασκάλου και καθοδηγητή τους στην
πορεία προς την ερωτική γνώση. τα τέσσερα βιβλία των Ποιμενικῶν
εξέλιξή τους από την αθωώτητα στην γνώση και την ωριμότητα92. Μετά
την επιφάνεια του Έρωτα στον κήπο του Υιλητά στο δεύτερο βιβλίο οι
της και την κατάκτηση μιας θέσης στην ανώτερη κοινωνική τάξη του
νησιού.
δικαιώματα της ιστορίας της Φλόης στον Έρωτα93. Ο έρωτας (το ερωτικό
92 Από το στάδιο της απόλυτης άγνοιας (1.13.5: ὅ,τι μὲν οὖν ἔπασχεν οὐκ ᾔδει, 1.15.1:
τοιαῦτα ἔπασχεν, τοιαῦτα ἔλεγεν, ἐπιζητοῦσα τὸ τοῦ ἔρωτος ὄνομα, 1.21.5: ὑπὸ ἀπειρίας
ἐρωτικῶν τολμημάτων, 1.32.4: ἔτι ἀγνοῶν ἔρωτος λῃστήριον), περνούν στην ερωτική
αφύπνιση, (βλ. 1.15.4: ἔδει γὰρ ἤδη καὶ Δάφνιν γνῶναι τὰ ἔρωτος ἔργα) και μετά το
θεωρητικό μάθημα του Υιλητά (2.8.1: ἀκούσαντες τὸ Ἔρωτος ὄνομα) και το πρακτικό της
Λυκαίνιον στον Δάφνη καταλήγουν ώριμοι άνθρωποι «εἰδότες», έτοιμοι να συνάψουν
γάμο και να δημιουργήσουν οικογένεια (4.40.3: καὶ ἔδρασέ τι Δάφνις ὧν αὐτὸν ἐπαίδευσε
Λυκαίνιον, καὶ τότε Χλόη πρῶτον ἔμαθεν ὅτι τὰ ἐπὶ τς ὕλης γινόμενα ἦν ποιμένων
παίγνια).
93
2.27.2: ἐξ ἧς Ἔρως μῦθον ποισαι θέλει. Η συγγραφική στρατηγική του Λόγγου απαιτεί
ιδιαίτερη προσοχή (βλ. και Fusillo 1996, 284). Με εξαίρεση το προοίμιο που αρχίζει με
πρωτοπρόσωπη αφήγηση από έναν ομοδιηγητικό αφηγητή, η αφήγηση του κειμένου
είναι σε τρίτο πρόσωπο και γίνεται από έναν εξωδιηγητικό (παντογνώστη) αφηγητή, με
μηδενική εστίαση (κατά τον Genette), επομένως από έναν αφηγητή που γνωρίζει ή
μάλλον λέει περισσότερα απ’ όσα ξέρει οποιοσδήποτε από τους ήρωες και κάποιες φορές
κάνει ξεκάθαρα σχόλια ειρωνευόμενος τους χαρακτήρες του. Ομοίως με ειρωνεία και
χιούμορ φαίνεται να αντιμετωπίζει ο Λόγγος τον αφηγητή του, αφού και αυτός αγνοεί
τις συγγραφικές προθέσεις του αληθινού συγγραφέα, του μυθοπλόκου Έρωτα.
40
συναίσθημα) είναι το θέμα της ιστορίας που γράφει ο Έρωτας (ο
συγγραφέας). Ο θεός επιλέγει την πιο άξια μαθήτριά του, την πιο
υπάκουη από το ποίμνιό του, την πιο αθώα από όλες τις βοσκοπούλες,
ιστορία. Ο Λόγγος επινοεί έναν τρίτο συγγραφέα για το έργο του – που
είναι και ο αληθινός – πέρα από τον ίδιο που μένει αμέτοχος και τον
τεχνική δίνει στο έργο μία ειρωνική χροιά και μία παιχνιδιάρικη διάθεση,
που είναι άλλωστε και μέσα στη φύση του φτερωτού θεού. Κατ’ επέκταση
ο θεός που μαγεύει τις ψυχές θεών και ανθρώπων επιτυγχάνει να διδάξει,
41
ii. Νυμφών
εκστατικές καταστάσεις95.
της παρέμβασης των ἀπὸ μηχανς θεῶν της τραγωδίας96. Οι τρεις θεϊκές
94 Σα οποία δηλώνονται με τον όρο ὄναρ (1.7, 4.34.1). Σα όνειρα αυτά περιγράφονται
συνοπτικά, μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο και έχουν την τυπική λειτουργία των
μυθιστορηματικών ονείρων, καθώς προϊδεάζουν τον αναγνώστη για τον ρόλο του Έρωτα
στην ιστορία και τη συμβολή του στην αίσια έκβαση του ερωτικού δράματος.
95 Από την άποψη αυτή μπορούν να συγκριθούν με την εμφάνιση της Άρτεμης σε όνειρο
του ώστρατου (Αχ. Σατ. 7.12.4), με την ταυτόχρονη εμφάνιση της Άρτεμης σε όνειρο της
Λευκίππης και της Αφροδίτης σε όνειρο του Κλειτοφώντα (Αχ. Σατ. 4.1.4), με την
παρουσία της Αφροδίτης σε όνειρο της Καλλιρρόης (Φαριτ. 2.3.5-6) και με την εμφάνιση
του Απόλλωνα και της Άρτεμης στον Καλάσιρη (Ηλ. 3.11.5).
96 Η μόνη μνεία στο συνηθέστατο αυτό θεατρικό ευριπίδειο τέχνασμα στην Ποιητικὴ του
Αριστοτέλη γίνεται στο 1454b1 – 7: καὶ μὴ ὥσπερ ἐν τῆ Μηδείᾳ ἀπὸ μηχανς καὶ ἐν τῆ
Ἰλιάδι τὰ περὶ τὸν ἀπόπλουν, ἀλλὰ μηχανῆ χρηστέον ἐπὶ τὰ ἔξω τοῦ δράματος, ἥ ὅσα πρὸ
τοῦ γέγονεν, ἃ οὐχ οἸόν τε ἄνθρωπον εἰδέναι, ἥ ὅσα ὕστερον, ἃ δεἶται προαγορεύσεως καὶ
ἀγγελίας, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 425d: οἱ τραγωδοποιοί, ἐπειδάν τι ἀπορῶσιν, ἐπὶ τὰς μηχανὰς
καταφεύγουσι θεοὺς αἴροντες. Οι θεότητες που επεμβαίνουν στο ΑΕΜ έχουν ενεργό ρόλο
στην ιστορία και δεν εμφανίζονται στο τέλος για να δώσουν μία αδικαιολόγητη λύση στο
δράμα.
97Με τον όρο «εξωτερικές απειλές» δηλώνονται οι απειλές για τους βασικούς ήρωες της
ιστορίας που προέρχονται έξωθεν του κόσμου της Λέσβου, όπως η επιδρομή των
Υοινίκων πειρατών, η επίθεση των Μηθυμναίων και η «πολιορκία» της Φλόης από τους
αστούς μνηστήρες. Η τελευταία απειλή συνδυάζει και το ερωτικό στοιχείο. Αυτές οι
42
επιφάνειες των θεών που προσωποποιούν τις δημιουργικές δυνάμεις της
διαμορφώνει.
(2.23.1: μεγάλαι γυναἶκες καὶ καλαί, ἡμίγυμνοι καὶ ἀνυπόδετοι, τὰς κόμας
όταν ήταν βρέφος και στη συνέχεια θέτουν το πρόβλημα της ὕβρεως99 των
και προοικονομούν την αίσια έκβαση στο εγγύς και στο απώτερο
τον συσχετισμό των Νυμφών των δύο ονείρων με τις ηρωίδες των μυθολογικών αἰτίων.
99 Πρβλ. το γνωστό από την ομηρική και τραγική ποίηση τριαδικό σχήμα ὕβρις – ἄτη –
νέμεσις. Η ὕβρις των επισκεπτών συνεπάγεται ἄτη, συσκότιση του νου. Αυτή με τη σειρά
της προκαλεί το θεϊκό στοιχείο που θα επιβάλει τελικά τη νέμεσιν, την δικαιοσύνη και το
μέτρο. Όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν τα σύνορα που τους έχουν οριστεί, κλονίζεται η
τάξη του κόσμου και για να αποκατασταθεί θα πρέπει οι ίδιοι να πέσουν θύμα της δικής
τους τύφλωσης (βλ. χαρακτηριστικά την τιμωρία των συντρόφων του Οδυσσέα στην
Ὀδύσσεια, του Κρέοντα στην Ἀντιγόνη, του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία, του
Οιδίποδα (και Ὀρέστεια Αισχύλου) κ.ά. Σο θέμα της ὕβρεως είναι βασικό στον Λόγγο.
Ὕβρις είναι γενικά η παραβίαση των φυσικών νόμων και η άσκηση σωματικής και
ερωτικής βίας (π.χ. η βία του Πανός στους τρεις μύθους, η καταστροφή των λουλουδιών
του κήπου του Λάμωνα στο 4.8.1-2) και πάντα τιμωρείται ακόμα και αν ο υβριστής είναι
ένας παροξυνθεὶς τράγος (1.12.5).
43
μέλλον100. Με έμμεσο τρόπο επιπλήττουν τους δύο νέους για την
προετοιμάζουν για τον ενεργό ρόλο του θεού στη λύση των περιπετειών
τους. Ο λόγος τους κλείνει με μία σειρά προτροπών (κάμνε, ὄφθητι) που
παρουσία των ιερών συμβόλων των Νυμφών, της πίτυος (2.28.2) και του
καταλυτικό τους ρόλο στη σωτηρία της κοπέλας, παρόλο που αυτή
όταν τίθεται το θέμα του γάμου της Φλόης (3.27.2-5). Φάρη στην επέμβασή
του102. Η σύνδεση των δύο ονείρων είναι προφανής (3.27.2: ἐν οἸς καὶ
ἐφίστανται σχήμασιν (3.27.2). Σον λόγο παίρνει η πιο μεγαλόσωμη από τις
τρεις θεές εκφράζοντας τη βούληση και των άλλων δύο. Σα λόγια της
100 2.23.5: Χλόη γάρ σοι τς ἐπιούσης ἀφίξεται<καὶ νεμήσετε κοινῆ καὶ συρίσετε κοινῆ<
ἐκείνη <καὶ> πεδίοις κοινὸν οὐδὲν καὶ τοἶς προβατίοις τοῦ Δρύαντος.
101 Για τον ρόλο των Νυμφών στο συγκεκριμένο επεισόδιο βλ. επίσης 2.20.3, 2.24.1, 2.30.4,
2.30.5, 2.31.2.
102 Πρέπει να συνυπολογισθεί η συμβολή της φύσης. Σα φύκια και το κουφάρι ενός
44
Παρατηρείται το επαναλαμβανόμενο στο ΑΕΜ σχήμα: προσευχή θνητού
Λυκαίνιον για να επέμβει στην ιστορία και να μυήσει τον Δάφνη στο
«μυστήριο» του έρωτα (3.17.1: τοῦτο ἔμαθον ἐγὼ νύκτωρ παρὰ τῶν
θεϊκό σχέδιο για την ένωση του Δάφνη και της Φλόης και αποτελεί
κινητήριο μοχλό της ιστορίας και αφετηρία για εσωτερικές και εξωτερικές
104
Η άποψη για τον χωρισμό του μυθιστορήματος σε 2 μερη ανήκει στον Dalmeyda
(Haight 1965, 132). Σο πρώτο μέρος με θέμα την αναζήτηση του έρωτα λήγει με το
μάθημα της Λυκαίνιον και το δεύτερο με θέμα τον γάμο της Φλόης κλείνει με τον γάμο
στην εξοχή.
105
Με Νύμφη παρομοιάζονται επίσης η Φαρίκλεια του Ηλιοδώρου (2.4.3) και η Καλλιρρόη
του Φαρίτωνα (2.4.8, 3.2.15), ενώ δεν γίνεται καμία μνεία σε αυτές από τον Σάτιο και τον
Ξενοφώντα τον Εφέσιο.
106
την Ὀδύσσεια ο χορός της Ναυσικάς και άλλων νεαρών κοριτσιών παραλληλίζεται
με τον χορό της Άρτεμης και των Νυμφών. Νύμφη ήταν και η Καλυψώ. τον ομηρικό
45
και συμβολισμούς. Η επιλογή του αυτή ευνοείται από το ποιμενικό
εξαίσιο πίνακα, ο τόπος εύρεσης της έκθετης Φλόης και ο τόπος που
πρόνοιας. Από όλες τις θεότητες του μυθιστορήματος είναι αυτές με την
σύνδεση με την εἰκόνος γραφὴ που έκανε λόγο στο προοίμιο και
Ὕμνο στην Ἀφροδίτη η θεά μηχανεύεται ότι είναι Νύμφη που απήχθη από τον Ερμή. Οι
Νύμφες, πνεύματα της βλάστησης, παρουσιάζονται ως τροφοί θεϊκών βρεφών και
ηρώων, όπως ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Παν, ο Ερμής, ο Αινείας κ.ά. Γι’ αυτό και
αναλαμβάνουν την ανατροφή του Δάφνη και της Φλόης. Είναι γνωστή η σύνδεσή τους με
τελετές που είχαν μυητικό χαρακτήρα και επισφράγιζαν την είσοδο των νέων στην
ώριμη ηλικία.
107 Σις Νύμφες επικαλούνται οι χαρακτήρες του Λόγγου (κυρίως οι ποιμενικοί) στις
109 Από την παρουσίαση των ανώνυμων Νυμφών απουσιάζει το στοιχείο του επιθετικού
ερωτισμού σε σχέση με τον θεό Πάνα, που είναι γνωστό από τη μυθολογία και βασικό
στην ιστορία κυρίως της Ηχούς. το μυθιστόρημα η σχέση Νυμφών – Πάνα είναι
46
Νύμφες προκαλώντας τον αναγνώστη να τις δει σαν μικρογραφίες της
ερωτικής ιστορίας του Δάφνη και της Φλόης, που περιέχουν το απόσταγμα
θεότητα και νύφη, όπως στις μέρες μας. Φαρακτηρίζει μόνο μία φορά
συνεργατική και διέπεται από αμοιβαίο σεβασμό. Οι Νύμφες παρουσιάζονται σεμνές και
απροσπέλαστες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να τους προσδώσουμε τα
χαρακτηριστικά μιας παρθενικής θεότητας, όπως της Άρτεμης του Σατίου. Σο ερωτικό
στοιχείο είναι κρυμμένο και μπορεί ο αναγνώστης να το αντιληφθεί παρακολουθώντας
τη σταδιακή ερωτική ωρίμαση της Φλόης. χετικά με τη σύνδεση Νυμφών – Άρτεμης
θυμίζουμε ότι στον Ηλιόδωρο η παρθενική Άρτεμη παρουσιάζεται με ανάλογο τρόπο με
τις Νύμφες (με δάφνινο στεφάνι και χρυσοΰφαντο φόρεμα, Αἰθ. 5.31.1-2), ενώ αποτελεί
και βασική θεότητα στο μυθιστόρημα του Σατίου, ο οποίος παραθέτει και τον μύθο της
ύριγγος. (Για τις άλλες ιδιότητες της Άρτεμης που τη συνδέουν μάλιστα με τον Πάνα
και τις Νύμφες Hatzikosta 2009, 367 – 371). Οι Νύμφες, όπως και ο Έρως και ο Παν, είναι
διφορούμενες θεότητες, προσωποποιούν τις φυσικές δυνάμεις και εμπνέουν μία αίσθηση
άλλοτε διαταραχής και άλλοτε ηρεμίας, γι’ αυτό και δεν είναι καθ’ ολοκληρίαν
ανθρωπόμορφες. Ο Larson (2001, 97-98) τις θεωρεί μαζί με τον Πάνα υπεύθυνες για την
παρουσία του υπερφυσικού στην καθημερινή ζωή και για την επίδραση του τοπίου στον
άνθρωπο.
110 Διαφορετική είναι η άποψη του Harrison (2007, 213), που θεωρεί τον Πάνα θεότητα-
κλειδί στο μυθιστόρημα και τις Νύμφες απλώς στοιχείο της ring-composition.
111 Η «νύμφη» είναι λέξη συνώνυμη με την «κόρη». ημαίνει επίσης νεαρό κορίτσι σε ώρα
γάμου (όπως η Φλόη) ή νιόπαντρη κοπέλα (LSJ9 s.v., Burkert 1993, 367).
47
συγγραφέας παρουσιάζει τη Φλόη ως «νύμφη» με την δεύτερη σημασία
μεταφορές που τονίζουν τον ρόλο της θεϊκής πρόνοιας στην εξέλιξη της
λατρείας τους με τις προσφορές των βοσκών στο ιερό τους. Σο τέλος της
την αλληλεπίδραση της φύσης και της τέχνης113. Η σύνδεσή τους με την
1122.23.5: τὰ δὲ ἄλλα μελήσει περὶ ὑμῶν Ἔρωτι, 3.27.2: γάμου μὲν μέλει τς Χλόης ἄλλῳ
θε (για τη συνεργασία Νυμφών – Έρωτα βλ. και 1.7.2, 4.34.1).
113 Για το θέμα natura versus ars στον Λόγγο βλ. και σ. 70.
114 ύμφωναμε τον Fusillo (1996,304), ο Λόγγος παρουσιάζει το στοιχείο της σεξουαλικής
βίας ως προβληματικό και στρέφει την πολεμική του εναντίον της φαλλοκρατικής και
πατριαρχικής ιδεολογίας. Σέτοιες σκέψεις στηρίζουν τις υποθέσεις ότι το ΑΕΜ γράφτηκε
από γυναίκες συγγραφείς ή απευθύνεται σε γυναικείο κοινό (βλ. σ. 12 – 13).
48
iii. Πανός
φοβερώτερα στο 2.26.1, παράδοξα στο 2.26.2, θαυμασιώτερα στο 2.29.2 και
όνειρο.
49
κατεξοχήν ζώο – σύμβολο του κακού, του αδηφάγου και του επικίνδυνου
115 Π.χ. κίνδυνο επίθεσης λύκων στα κοπάδια (1.11.1, 4.4.3), μεταμφίεση Δόρκωνα σε λύκο
(1.16.2, 1.20.1-1.21.5), ρόλο Λυκαίνιον, ρόλο λύκου σε μύθο Ηχούς (3.23.3). Ο Epstein (72)
θεωρεί ότι ο Δόρκων, η Λυκαίνιον και ο Γνάθων είναι «λυκάνθρωποι», δηλαδή έχουν την
ικανότητα να μεταμορφώνονται σε λύκους-αρπακτικά. Παρά τον φόβο που προκαλούν,
είναι πιο αποτελεσματικοί δάσκαλοι στα ερωτικά θέματα από τα πρόβατα. Λύκοι
σύμφωνα με τον Chalk (1960, 401) είναι και ο Διόνυσος και ο Παν και οι πειρατές. Βλ.
Epstein 1995, 58-73 και Buxton 1987, 60-79.
116 Για παρόμοια γυναικεία φιγούρα με ιδιαίτερο συμβολισμό βλ. Ἀποκάλυψη (ΙΒ΄ 1: Καὶ
σημεἶον μέγα ὤφθη ἐν τ οὐραν, γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον, καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω
τῶν ποδῶν αὐτς, καὶ ἐπὶ τς κεφαλς αὐτς στέφανος ἀστέρων δώδεκα).
117
Αν εξαιρέσουμε τη δράση του υπερφυσικού παράγοντα, η περιγραφή της φυσικής
διαταραχής στη θάλασσα στο επεισόδιο με τους Μηθυμναίους παρουσιάζει ομοιότητες
με την περιγραφή της θαλασσοταραχής που αφηγείται ο Λόγγος στο 2.14.1-3 και του
ναυαγίου που περιγράφει ο Σάτιος στο 3.2.1. Ο συγγραφέας της Λευκίππης δεν δίνει
υπερφυσικές διαστάσεις στο φαινόμενο, αλλά εστιάζει στην πάλη του ανθρώπου με τα
στοιχεία της φύσης. Η σωτηρία από τη συντριβή του πλοίου μόνο των ηρώων αποδίδεται
σε κάποιον ἀγαθὸν δαίμονα (3.5.1) (βλ. 3.1.1: ἀχλὺς περιχεἶται, τς ἡμέρας ἀπωλώλει τὸ
φῶς, 3.2.2: περὶ γὰρ μεσημβρίαν δείλην ὁ μὲν ἥλιος τέλεον ἁρπάζεται, ἑωρῶμεν δὲ ἑαυτοὺς
ὡς ἐν σελήνῃ. Πῦρ μὲν ἀστραπς ἴπταται, μυκται δὲ βροντὴν οὐρανὸς καὶ τὸν ἀέρα γεμίζει
βόμβος, 3.2.3: καὶ ὁ μὲν ἀὴρ εἷχε σάλπιγγος ἦχον, 3.2.8: ἐρρόχθει τὸ κῦμα, ἐπάφλαζε τὸ
πνεῦμα)
118 Σα δελφίνια παρουσιάζονται ως όργανα των θεϊκών δυνάμεων για την προστασία του
Δάφνη και της Φλόης. Βλ. τον ρόλο του δελφινιού στη διαφύλαξη του θησαυρού των
Μηθημναίων που προορίζεται για τον Δάφνη. Ο Λουκιανός (Ἐνάλιοι Διάλογοι, 8.1.)
μεταφέρει την πίστη ότι κάποτε ήταν άνθρωποι. Πρβλ. θαύμα με σωτηρία κιθαρωδού
Αρίωνα (Ἡρόδ. 1.24).
50
φρεσί, ἐταράττοντο, τεθορυβημένος)119. Η μανία είναι η τιμωρία των
βίαιης κατοχής από θεϊκά πνεύματα βρίσκει έρεισμα στη μυθολογία και
του Δάφνη (2.23) προετοιμάζει τον αναγνώστη για την επέμβαση του
119
Οι όροι ανακαλούν συνειρμικά τη γνωστή μανία (οργή, τρέλα) της βακχικής λατρείας,
με την οποία σχετίζεται και η λατρεία του Πανός. Η ανδρική μανία είναι η αιτία των
συμφορών της παρθένου Ηχούς στο τρίτο μυθολογικό αἴτιον (3.23.3). ύμφωνα με τον
Meiller (1975, 122-123) η δύναμη του Πανός προσβάλλει τους Μηθυμναίους όταν
βρίσκονται σε μία κατάσταση χαλάρωσης και συγχρόνως έντονης κούρασης και
προκαλεί ανεξέλεγκτο τρόμο και παραισθήσεις, που μπορούν να συγκριθούν με τις
ονειρικές εμπειρίες που περιγράφει ο Αρτεμίδωρος (Ὀνειροκριτικὸν 2, 9).
120 Για το φαινόμενο της «πανοληψίας», δηλαδή της κατοχής μεμονωμένων ατόμων,
ακόμα και ολόκληρων στρατευμάτων από το πνεύμα του Πανός που οδηγεί σε
παράλογες συμπεριφορές βλ. PK 2003, s.v. Pan. Πέρα από τον Πάνα, η Εκάτη, η Κυβέλη
και οι Κορύβαντες αναφέρονται ως θεότητες που προκαλούν ψυχικές διαταραχές, ενώ ο
Διόνυσος είναι ο κατεξοχήν θεός των μαγικών παραισθήσεων (Dodds 19962, 60 και 70).
Εξάλλου, η παρετυμολογία του όρου πανικός συνδέει την κατάσταση του πανικού με τον
θεό Πάνα.
121 Dodds 19962 .
51
καταλάβει την αποκάλυψή του123. Ο ύπνος του Βρύαξη επιβάλλεται από
αὐτὸς ὁ Πὰν ὤφθη τοιάδε λέγων, πρβλ. 2.4.1: βλέπεται παἶς). Ο Βρύαξης
είναι η ὕβρις των Μηθυμναίων, που αποτελεί την αιτία της διασάλευσης
λατρεία και τον άγραφο ηθικό νόμο (π.χ. βωμῶν, Ἠδέσθητε, ἀνοσιώτατοι,
ἀσεβέστατοι).
διαταραχής (2.26 – 28) και της αποκατάστασης της φυσικής τάξης (2.29)
123 Εξάλλου, μόνο μία μερίδα Μηθυμναίων, οἱ φρονοῦντες, κατανοούν τους τρομερούς
οιωνούς που στέλνονται από τον θεό.
124 Turcan 1963, 178. τις μέρες μας χρησιμοποιείται ο όρος «πνευματιστική καταληψία»,
όταν το ίδιο το υπερκόσμιο πνεύμα κατέρχεται μέσα στο ανθρώπινο (Βλ. και Dodds 1971,
224, και 19962, 119).
125 Είναι χαρακτηριστικές του ύφους του οι προστακτικές (ἀνάστα<ἐκβιβάζε) και οι
υποθετικοί λόγοι του προσδοκωμένου που δεν αφήνουν περιθώρια για διαφορετική
αντίδραση εκ μέρους του Βρύαξη (ὑμς<θήσω<εἰ μὴ ἀποδώσεις). ε ένα καλοδουλεμένο
σχήμα ο ήρεμος λόγος των Νυμφών προετοιμάζει για την ανατροπή της φυσικής τάξης
από το θετικό στο αρνητικό και τη μετάβαση από την ισορροπία στη διαταραχή, ενώ ο
επιθετικός λόγος του Πανός για την αντίστροφη πορεία από το αρνητικό στο θετικό.
126 1) πίτυος ἐστεφανωμένη – πίτυος ἐστεφανωμένη, 2) ἀπὸ τς ὀρθίου πέτρας<σύριγγος
ἦχος – σύριγγος ἦχος<ἐκ τς πέτρας, 3) ἐφόβει – φοβερός, 4) τράγοι, αἷγες, κριοί, ὄιες –
πρόβατα, αἷγες, βουκόλια, 5) ἔθεον – ἐξέτρεχεν, 6) αἱ<ἄγκυραι<ἔμενον – ἀνασπάσαι τάς
ἀγκύρας, 7) δελφἶνες πηδῶντες ἐξ ἁλός – δελφὶν πηδῶν ἐξ ἁλός.
52
Λόγγος τονίζει τη φιγούρα της στεφανωμένης με πεύκο Φλόης, που
προτιμούν άλλες θεότητες για να κατευθύνουν τη ζωή των ηρώων τους 129.
Η ανάθεση στον Πάνα του ρόλου του προστάτη της Φλόης δεν πρέπει να
του μαζί με τον Έρωτα και τις Νύμφες και παρουσιάζει το βιβλίο του ως
ἀνάθημα στις θεότητες αυτές. Από κει και πέρα ο πρωταγωνιστής Δάφνης
αρρενωπότητα αποτελεί αρχέτυπο για τον Δάφνη λόγω της στάσης του
127 ἐνέμοντο τερπόμεναι τ μέλει. Βλ. επίσης τον ρόλο της μουσικής στην επιδρομή
ληστών από την Σύρο. Η μαγεία, το θέμα του υπερκόσμιου ήχου και της κόρης που
εμφανίζεται στη θάλασσα αποτελούν αγαπημένα θέματα της ποίησης του Δ. ολωμού
(Κρητικός, Πόρφυρας).
128 Η κατηγορία που εξαπολύει ο Παν εναντίον των Μηθυμναίων για ανίερη αρπαγή
μυθιστορήματα είναι: η Άρτεμη, ο Ήλιος και η Ίσις στον Ξενοφώντα τον Εφέσιο, η
Αφροδίτη, ο Έρωτας (και δευτερευόντως ο Δίας, ο Ποσειδώνας κ.ά. στον Φαρίτωνα), η
Ίσις, ο Ήλιος, η ελήνη, η Άρτεμη, ο Απόλλων (και ο Διόνυσος, ο Ηρακλής, ο
Ποσειδώνας) στον Ηλιόδωρο και η Ίσις, ο Ήλιος, η Αφροδίτη, ο Έρωτας, η Άρτεμη (και ο
Δίας, ο Ηρακλής, ο Διόνυσος) στον Αχιλλέα Σάτιο. Σο ιερό του Πανός αναφέρεται ως
τόπος κατοικίας των γυμνοσοφιστών στον Ηλιόδωρο. Ο θεός στα Αἰθιοπικὰ λατρεύεται
από τον λαό της Μερόης μαζί με τη Ίσιδα και τον Ηρακλή. Με τα χαρακτηριστικά του
ερωτοπαθούς θεού παρουσιάζεται ο Παν μόνο στο μυθιστόρημα του Σατίου, το οποίο
παρουσιάζει κοινότητα θεμάτων με το μυθιστόρημα του Λόγγου (8.13.2-4: ἀλλὰ τὸν
Πνα<φοβοῦμαι. Θεός ἐστι φιλοπάρθενος, καὶ δέδοικα μὴ δευτέρα καὶ σὺ σῦριγξ γένῃ).
53
στο μυθιστόρημα που χαρακτηρίζεται από την αντιφατικότητα και την
στα τυπικά εξωτερικά γνωρίσματα του θεού (1.16.3, βλ. και 2.24.2), ενώ η
μορφή του κυριαρχεί στο δεύτερο βιβλίο. Από το τρίτο βιβλίο η παρουσία
που μιλούν για τη μεταμόρφωση της Πίτυος (στο πρώτο βιβλίο), της
ύριγγος (στο δεύτερο βιβλίο) και της Ηχούς (στο τρίτο βιβλίο) και
πεύκου, της φλογέρας και του αντίλαλου. τις τρεις ιστορίες ενισχύεται
την ύριγγα και την Ηχώ, ενώ ο Δάφνης αναλαμβάνει τους ρόλους του
Πανός, του Έρωτα και του Διονύσου και ασκεί ερωτική βία στη Φλόη την
πρώτη νύχτα του γάμου τους, όπως ο θεός των αἰτίων131. Η Φλόη
130 τον πρώτο μύθο η φιλονικία των μουσικών βοσκών θέτει υπαινικτικά το θέμα της
βίας. τον δεύτερο μύθο η βία που ασκείται είναι ακούσια (2.34.2: πρὸς βίαν, 2.34.3: Πὰν
τοὺς δόνακας ὀργὴ τεμών). τον τρίτο μύθο η βία κορυφώνεται, καθώς η οργή
μετατρέπεται σε μανία (3.23.3 - 5: Πὰν ὀργίζεται τῆ κόρῃ<καὶ μανίαν ἐμβάλλει τοἶς
ποιμέσι καὶ τοἶς αἰπόλοις<ὁ δὲ ἀκούσας ἀναπηδᾶ καὶ διώκει κατὰ τῶν ὀρῶν, πρβλ. μανία
Μηθυμναίων). Σο θέμα της βίας είναι βασικό στο ΑΕΜ. Όλες οι ηρωίδες ανθίστανται
σθεναρά σε επιθέσεις εχθρών και επίδοξων εραστών και διαφυλάττουν τη αγνότητά
τους και τη σωματική τους ακεραιότητα ακόμα και με θεαματικό τρόπο (π.χ. παντάρβη
Φαρίκλειας). Μέσα από τον θρίαμβό τους πάνω σε αυτή τη βία ενισχύουν τη θέση τους
μέσα στην κοινωνία την οποία ανήκουν. Η βία και το θέαμα αποτελούν κοινά
χαρακτηριστικά των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ηρωίδες του ΑΕΜ και οι γυναίκες –
μάρτυρες του Φριστιανισμού (βλ. και Chew 2003, 132-139). Σο στοιχείο της ερωτικής
κυρίως βίας κρύβεται τεχνηέντως πίσω από τη γαλήνια επιφάνεια του μυθιστορήματος
του Λόγγου, αλλά είναι υπαρκτό, όπως φαίνεται στους τρεις μύθους, στα υπαινικτικά
σχόλια της Λυκαίνιον για την ερωτική πράξη και στην καταληκτική φράση καὶ τότε Χλόη
πρῶτον ἔμαθεν ὅτι τὰ ἐπὶ τς ὕλης γινόμενα ἦν ποιμένων παίγνια.
131 Για τον ανώτερο συμβολισμό των κεντρικών χαρακτήρων του Λόγγου βλ. Chalk 1960,
401.
54
υφιστάμενη τη βία του Δάφνη θα μεταμορφωθεί σε γυναίκα και σύζυγο
απέναντι στον ποιμενικό θεό, μετά την προτροπή των Νυμφών και το
των μιμητικών ρόλων του Πανός και της ύριγγος αντίστοιχα από τον
Δάφνη και τη Φλόη στην παντομίμα του 2.37.1. Υαίνεται ότι βαθμιαία και
132 Βλ. 2.24.2, 2.30.1, 2.30.4, 2.31.2, 2.32.2, 2.38.1, 2.38.3, 2.39.1, 3.4.4, 3.12.2, 4.26.2. Βλ. επίσης
αναφορές άλλων χαρακτήρων στον θεό (2.3.2, 2.7.6, 2.17.1, 2.32.1, 3.16.3, 3.31.1, 3.32.2,
4.18.3, 4.19.3. Η πρόταξη του Πανός έναντι των Νυμφών από τους ανδρικούς χαρακτήρες
έχει ίσως αξιολογικό χαρακτήρα. (Η μνεία τους ως αγροτικών θεών από τον
Διονυσοφάνη μπορεί να δικαιολογηθεί από την αστική καταγωγή του πατέρα του
Δάφνη). Πάντως, η στάση της Φλόης φαίνεται να διαφοροποιείται ελαφρώς από του
Δάφνη. Αν και ο θεός παρενέβη με υπερφυσικό τρόπο για χάρη της, η κοπέλα διατηρεί
επιφυλάξεις για την αξιοπιστία του. Η ρητορική κατηγορία της Φλόης εναντίον του
Πανός, συνήθης στο ΑΕΜ, στοιχειοθετείται από τα θεωρούμενα τυπικά χαρακτηριστικά
του ανδρικού φύλου, όπως για παράδειγμα της απιστίας ή της ροπής προς τις ερωτικές
σχέσεις (2.39.2-3). Με τα λόγια της ηρωίδας στο τέλος του δεύτερου βιβλίου ο Λόγγος
θέλει να προοετοιμάσει τον αναγνώστη για το επεισόδιο της «ερωτικής ατασθαλίας» του
Δάφνη με τη Λυκαίνιον και να δώσει έμφαση στο βουκολικό στοιχείο, καθώς τα ζώα
προτιμώνται από έναν θεό για μάρτυρες στους όρκους. Γενικά ο Δάφνης και η Φλόη
εκφράζουν και αλλού στο μυθιστόρημα παράπονα προς τον Πάνα (και τις Νύμφες) στην
πρώτη δυσκολία, όπως οι ήρωες των άλλων μυθιστορημάτων ελεεινολογούν την κακή ή
βάσκανη τύχη τους, ίσως γιατί νιώθουν τους συγκεκριμένους θεούς πολύ κοντά τους και
δεν φοβούνται την εκδίκηση εκ μέρους τους (π.χ. 4.27.2, 4.28.3 μετά την απαγωγή της
Φλόης από τον Λάμπη).
133 Βλ. και Morgan 2004, 149. Η ταξινόμηση των θεοτήτων από τον αφηγητή του επιλόγου
διαφοροποιείται από την ιεράρχησή τους από τον συγγραφέα, στην οποία προτάσσεται ο
Έρωτας, ο «συγγραφέας» της ιστορίας της Φλόης.
55
Η παρουσίαση του Πανός από τον Λόγγο φέρει το στίγμα όλων των
ομηρικό Ὕμνον εἰς Διόνυσον (ιδίως στ. 32-53), που διηγείται με δραματική
ένταση πώς ο νέος και όμορφος θεός τιμωρεί τους Συρρηνούς κουρσάρους
λέων γένετ’ ἔνδοθι νηός / δεινὸς ἐπ’ ἀκροτάτης μέγα δ’ ἔβραχεν (στ. 44-45)
δείχνει έλεος μόνο για τον κυβερνήτη, στον οποίο αποκαλύπτει και την
134 Σα βασικά χαρακτηριστικά του θεού, όπως η ημιτραγίσια μορφή του, η καταγωγή του
από τον Ερμή και μία Νύμφη, η ιδιαίτερη σχέση του με τον Διόνυσο, η σύνδεσή του με τη
φλογέρα και το φαινόμενο πανικού παρατίθενται στον ομηρικό Ὕμνον εἰς Πάνα (στ.2 – 3,
στ.5 – 6, στ. 14 – 16, βλ. επίσης Αιλ., Περὶ ζῴων 6.42.25 – 27 (πρβλ. και παραδοσιακή εικόνα
Διαβόλου). Για τη σύνδεσή του με το φαινόμενο του πανικού είναι χαρακτηριστική η
μαρτυρία του Ηροδότου (6.105.2 – 3). Μύθοι για τον θεό διασώζονται και από τον
Πλούταρχο (π.χ. Περὶ τῶν ἐκλελοπιότων χρηστηρίων, 419 κ.εξ.). Ο θεός δίνει το «παρών»
και στη Νέα Κωμωδία. τον Δύσκολο του Μενάνδρου εκφωνεί τον πρόλογο και η μητέρα
του ώστρατου οργανώνει μία θρησκευτική γιορτή προς τιμήν του.
135 Πέρα από το επεισόδιο με τους Μηθυμναίους ο Λόγγος συνδέει τις δύο θεότητες στο
θρησκευτικό πανηγύρι για τη σωτηρία της Φλόης (2.32.1). το 2.32.1 αποδίδονται
διονυσιακά χαρακτηριστικά στη λατρεία του Πανός (βότρυς ἐν φύλλοις καὶ
κλήμασι<συνεστεφάνουν τὸν Πνα, τὰ κλήματα τς κόμης<συμπότην ἐποιοῦντο), ενώ στο
2.36.1 ο Υιλητάς παίζει κάποιο διονυσιακὸν μέλος με τη φλογέρα του. (Για τα
παραδοσιακά στοιχεία του θεού που αναφέρονται στην Πάροδο των Βακχῶν, όπως οι
καθαρμοί, τα τύμπανα, η γητεία των φιδιών, τα δέρματα των νεβρών και ο κισσός βλ.
Δημοσθ. Περὶ τοῦ στεφάνου 259 κ.εξ., 260, 284). Σον ναό του Διονύσου στο τέταρτο βιβλίο
κοσμεί η κλασική εικόνα του Πανός συριγκτοῦ μαζί με ζωγραφικές αναπαραστάσεις
διονυσιακών μύθων που θυμίζουν τη βίαιη πλευρά του θεού. Ο Διόνυσος παίζει τον
παραδοσιακό ρόλο του παράξενου θαυματοποιού και του δεξιοτέχνη των φαντασιώσεων
στον ομηρικό Ὕμνο και στις Βάκχες του Ευριπίδη (στ. 604 κ.εξ, βλ. και χαρακτηρισμό γόης
56
ρόλο του Διονύσου γίνεται εκτενώς λόγος στις σ. 61 – 63). Η ανάμιξη
των θεοτήτων είναι έντονες στις επιφάνειες του Πανός και του Έρωτα και
θεός γίνεται δρῶν πρόσωπο και η συμβολή του στην εξέλιξη του
λογοτεχνική παραγωγή και διαγράφει την παρουσία του θεού ως πιο ήπια
και ευεργετική ακολουθώντας την εξέλιξη της επίσημης λατρείας του 138.
εκ τούτου μπορεί να παίξει στο μυθιστόρημα τον ρόλο του θεού – βοηθού.
ἐπῳδὸς στ. 234). Επιπλέον, παρουσιάζεται ως κερασφόρος άνδρας, όπως ο Παν, στο
όραμα του Πενθέα (ό.π. στ. 922). Μερικοί από τους πιστούς του ονομάζονταν βουκόλοι
(Πλουτ., Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος 35).
136
Αποτελεί τυπικό θέμα η παρουσίαση του θεού ως αριστοτέχνη της φλογέρας ή ως
εγγυητή στους όρκους των ποιμένων Εἰδ. 4, 63, Εἰδ.7, 103). Ο Παν χαρακτηρίζεται επίσης
πικρὸς (Εἰδ. 1, 17) και οι βοσκοί φοβούνται να παίξουν φλογέρα μήπως ταράξουν τον
μεσημεριανό του ύπνο. Οι αναλογίες ανάμεσα στα έργα των δύο βουκολικών φαίνονται
κυρίως στις εικόνες της αγροτικής ζωής και της φύσης, π..χ. ιστορία για Δάφνη,
αφιέρωση φλογέρας σε Πάνα, διαγωνισμός τραγουδιού ανάμεσα σε Δάφνη και
Μενάλκα, ερωτική συζήτηση μεταξύ δύο νεαρών βοσκών (βλ. Cresci 1999, Mittelstadt
1970, Hubbard 2006, Di Marco 2006).
137
Morgan 1994a, 65.
138
Όπως παρατηρεί και ο Morgan (2004, 8) τα χρόνια της σύνθεσης του μυθιστορήματος η
λατρεία του έχει χάσει την αρχική γνήσια αγριότητά της και έχει γίνει «bourgeois» και
«καθώς πρέπει».
57
πτυχή που ταιριάζει με το συγκείμενο του πολεμικού επεισοδίου (2.23.4:
επέμβαση του Πανός είναι ενδεικτική του τρόπου που χειρίζεται ο Λόγγος
στο ΑΕΜ στις θεϊκές δυνάμεις που κινούν τα νήματα της ιστορίας και
συμβολισμό, στα οποία εκφράζεται η κύρια θεματική ιδέα του έργου του,
που είναι ότι ο κόσμος των βοσκών απολαμβάνει την προστασία των
139 Η επιλογή του εκδότη να χρησιμοποιήσει κεφαλαία για τα αρχικά γράμματα και Π
των λέξεων τρατιώτης και Ποιμὴν στο πρωτότυπο κείμενο (4.39.2) επιρρωνύει την
άποψη αυτή.
140
Οι Υοίνικες απήγαγαν τον όμορφο και ψηλό Δάφνη επειδή τον θεώρησαν κρείττονα
τς ἐξ ἀγρῶν ἁρπαγς (1.28.2), ενώ το καράβι των Μηθυμναίων λύνεται εξαιτίας κάποιου
βοσκού και των κοπαδιών του Δάφνη. Ο Billault (1996b, 516) θεωρεί ότι η αιτία της
δυστυχίας των Μηθυμναίων είναι η φύση και αντιμετωπίζει τα στοιχεία της (ήχους,
λουλούδια κλπ.) ως φορείς των θαυμάτων που χρησιμοποιεί ο θεός για να φέρει εις
πέρας μία κατάσταση για την οποία ευθύνεται ο αέρας.
141
Effe 1999, 189.
58
την εισαγωγή επιθετικών στοιχείων στον ποιμενικό κόσμο του Λόγγου
σημείο που ο Δάφνης και η Φλόη έχουν αποκτήσει γνώση για τον έρωτα
142 Morgan 1994a, 65. Παρόμοια είναι και η θέση του Lesky (βλ. Lesky 1185). Ο Morgan
χαρακτηρίζει το επεισόδιο «ατροφικό» και θεωρεί ότι μοιάζει με καρικατούρα των
παραδοσιακών ρομαντικών περιπετειών. Η ένταξη στο έργο ενός επεισοδίου που
παραπέμπει στη Νέα Κωμωδία είναι ενδεικτική της κριτικής διάθεσης του συγγραφέα
απέναντι σε ένα επανεμφανιζόμενο στο ΑΕΜ θέμα (ό.π. 186).
143 Βλ. και Wouters 1987, 116. Ο Λόγγος αποκλίνει από το συμβατικό ΑΕΜ και ενισχύει
τον έρωτα των πρωταγωνιστών του κυρίως με εσωτερικά εμπόδια, όπως η άγνοια και η
απειρία τους και όχι με εξωτερικά, όπως οι περιπέτειες και οι χωρισμοί (βλ. και Reardon
1991, 112).
144
1975, 122.
59
παιδιών. Μετά τη θαυμαστή σωτηρία της Φλόης: (ο Δάφνης και η Φλόη)
εισβολή του βίαιου αστικού στοιχείου και την επιφάνεια του Πανός. Ο
μυθιστορηματικά πρόσωπα και εν γένει τις δυνάμεις που δρουν μέσα στο
145Ο Παν επεμβαίνει γιατί ο Δάφνης δεν έχει χρόνο να προστατεύσει τη Φλόη, επειδή
είναι απασχολημένος στα κοπάδια του. Η νωχελικότητα του Δάφνη οφείλεται στην
ανωριμότητά του και ενισχύεται από το σχετικά νωθρό βουκολικό περιβάλλον. Ο ίδιος
ήρωας βάζει τα κλάματα σαν παραπονιάρικο παιδί, όπως και ο Κλειτοφών του ειρωνικού
Αχιλλέα Σατίου. Οι ήρωες αυτοί σύμφωνα με τον Billault (1996a, 147) διαμορφώνουν έναν
νέο τύπο χαρακτήρα στο ΑΕΜ.
60
iv. O ρόλος του Διονύσου
βασίλειο του Βάκχου146, ο θεός δεν είναι «δρῶν» πρόσωπο στα Ποιμενικά.
έναν αδιαόρατο μαγικό τρόπο. Σον καθοδηγητικό ρόλο του θεού στο
Λόγγος αφήνει τον θεό στο παρασκήνιο σαν μία αινιγματική στατική
149 Ο Σάτιος στο 2.3.3 συνδέει τους δύο βίαιους θεούς Έρωτα και Διόνυσο μέσω του
61
τοιχεία διονυσιακά, όπως το αμπέλι, η νεβρίς, ο κισσός, το κρασί, η
μυθιστόρημα και είναι λειτουργικά για την ανάδειξη του ρόλου του θεού.
Ο Δάφνης και η Φλόη αναλαμβάνουν τους ρόλους του Διονύσου και των
μαινάδων αντίστοιχα (1.16.4 και 2.2.2). Πέρα από τις αναφορές σε γιορτή
του Διονύσου (στο 2.2.1), σε θυσίες προς τιμήν του (στο 3.10.1, 3.11.1-2), σε
(4.11.2, 4.16.1, 4.25.2). Έντονη είναι η παρουσία του θεού στο τέταρτο
ναό του θεού και ζωγραφιές από τη ζωή του που συνδέουν τον Διόνυσο με
την τέρψιν του θεατή (2.5.4, 4.7.2). Πρόκειται για δύο ειδυλλιακούς,
των παιδιών από τους φυσικούς γονείς τους. Οι δύο κήποι δέχονται
του Υιλητά υψώνει τον κήπο σε χώρο θεϊκής επιφάνειας, ενώ αντίθετα η
62
μπορούμε να δούμε στους κήπους τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές του
Έρωτα, τη δημιουργία και τη ζωή από τη μία και τη βία και την
καταστροφή από την άλλη, στοιχεία που ενυπάρχουν και στην ερωτική
πράξη.
θυμίσει ότι δεν υπάρχει ομορφιά στη φύση που να μην είναι τρωτή 152.
152
Forehand 1976, 111. Περιγραφή παραδείσιου κήπου υπάρχει και στον Σάτιο (1.15).
63
Β. «Μαγεία» και «Μάγοι»
προκαλεί την τέρψη και σώζει τους ήρωες από αδιέξοδες καταστάσεις. Η
φλογέρας συντελεί στην ερωτική αφύπνιση του Δάφνη και της Φλόης,
καθώς αναδεικνύει το κάλλος του ήρωα (1.13.4: καὶ αὖθις αἰτίαν ἐνόμιζε
τὴν μουσικὴν τοῦ κάλλους)155. τη συνέχεια η διδασκαλία από τον Δάφνη
153 Βλ. αναλυτικά το άρθρο του Maritz (Harare) 1991. Η θεραπευτική δύναμη της μουσικής
αποτελεί λογοτεχνικό τόπο από τα ομηρικά έπη μέχρι σήμερα. Ο Αριστοτέλης (Πολιτικὰ
1341a) και ο Πλάτων (Νόμοι 642a και 700e, Πολιτεία 455e – 456 κ.α.) κάνουν λόγο για τον
ρόλο της μουσικής στην ηθική διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Πρώτος ο
Πυθαγόρας προσέδωσε μαγική διάσταση στη μουσική ισχυριζόμενος ότι ανάμεσα στα
ουράνια σώματα υπάρχουν αριθμητικές αναλογίες, με αποτέλεσμα κατά την περιφορά
τους να διαχέεται μία αρμονική μουσική συμφωνία. την Ὀδύσσεια το τραγούδι των
ειρήνων λειτουργεί ως φορέας μαγικής θέλξης. Η μουσική έχει και θεραπευτικές
ικανότητες (Πλουτ. Περὶ μουσικς 1146b – c). Ο Aullus Gellius μεταφέρει την άποψη του
Θεόφραστου ότι η μουσική της φλογέρας θεραπεύει τους πόνους στη μέση και του
Δημόκριτου ότι θεραπεύει τσιμπήματα φιδιών (Lloyd 1979, 42). Η σύνδεση της μουσικής
με τη μαγεία απασχολεί τους φιλοσόφους της Αναγέννησης, κυριότατα τον Υιτσίνο, που
υποστηρίζει ότι η μουσική ασκεί μία μαγική κυριολεκτικώς επιρροή πάνω στους
ανθρώπους, καθώς εκφράζει την αρμονία του σύμπαντος και έχει τη δύναμη να
μεταφέρει την ευτυχία στις ψυχές των ανθρώπων. Αιώνες μετά ο οπενχάουερ εκφράζει
την άποψη ότι χάρη στη μουσική ο άνθρωπος παύει να αισθάνεται το βάρος της
προσωπικής του ύπαρξης, «ξεχνιέται» και ενώνεται με τις απρόσωπες, διαχρονικές και
αιώνιες ιδέες που εκφράζει ένα μουσικό έργο.
154 Η σύνδεση των βοσκών με την ποίηση και την μουσική είναι πολύ παλιά (βλ. Ἰλιάδα Ε,
313 και , 525). την ιστορία του Αγχίση και της Αφροδίτης (ομηρικός Ὕμνος εἰς
Ἀφροδίτην) συνδυάζεται το ερωτικό με το ποιμενικό στοιχείο (Mittelstadt 1970, 213).
155Σην ίδια επιρροή ασκεί και στον τραχύ παιδόφιλο Γνάθωνα (4.16.3).
64
του συναίσθημα (1.24.4)156. Σα σχετικά χωρία είναι ενδεικτικά της παιδικής
εκδήλωση της δύναμης της φύσης και του έρωτα, που είναι στην
βασίλειο (1.22.2, 2.3.2, βλ. και μύθους της Πίτυος 1.27.2 και της ύριγγος).
Σα ζώα δεν δαμάζονται με βίαιο τρόπο, αλλά δια της μουσικής, γι’ αυτό
που προκύπτει από την άρση των αντιθέσεων, για την οποία έκαναν λόγο
με τη Φλόη.
Η μουσική δεν είναι ένα τυπικό μαγικό μέσο, όπως για παράδειγμα
τα ξόρκια και τα φίλτρα, αλλά ένα δυναμικό στοιχείο της φύσης, μέσω της
156 ε μία ανάλογη σκηνή από το μυθιστόρημα του Αχιλλέα Σατίου (2.7.2 – 7) η Λευκίππη
και ο Κλειτοφών ανταλλάσσουν φιλιά με έμμεσο τρόπο πίνοντας από το ίδιο ποτήρι.
157 Βλ. σχετικό σχόλιο του Morgan (2004, 188).
158 Βλ. και άποψη του Maritz (Harare) (1991, 60). Όπως οι άνθρωποι ελέγχουν τα κοπάδια
τους μέσω της μουσικής, έτσι και οι θεοί ελέγχουν τον ανθρώπινο βίο.
159 Η παράσταση αυτή είναι ανάλογη με αυτή που έδωσε ο Υιλητάς στο 2.35.3. Ανάλογη
σκηνή στον Ηλιόδωρο αποτελεί θέμα μιας ζωγραφιάς πάνω σε αμέθυστο (5.14.2 – 4).
Παρόμοιο βουκολικό τοπίο απαντά και στον Αχιλλέα Σάτιο (1.15). Κατά τον Cresci (1994,
241) ο Λόγγος στην περιγραφή των κινήσεων και της συμπεριφοράς των κοπαδιών
διαφοροποιείται από τους βουκολικούς ποιητές και δίνει «χρώμα» στο κείμενό του.
65
οποίας οι θεϊκές δυνάμεις κυβερνούν τον βουκολικό κόσμο και
φλογέρα που της χάρισε ο επίδοξος εραστής της Δόρκων και κατευθύνει
μπορεί να φανεί αστείος στον αναγνώστη που έχει συνηθίσει σε μία πιο
των ζώων και η μουσική της φλογέρας. ταθερό σημείο αναφοράς σε όλα
των Συρίων ληστών, όπως και στο επεισόδιο με την επίθεση των
160 Βλ. άποψη Turcan σ. 61. Διονυσιακά στοιχεία παρουσιάζει και το επεισόδιο με τους
Μηθυμναίους.
161 ημαντικός είναι ο ρόλος της μουσικής και στην δεύτερη «πολεμική» σύγκρουση του
66
απασχολεί τον συγγραφέα σε όλο το έργο σε μία άλλοτε λανθάνουσα και
163
Η διαφθορά και η ανατροπή της φυσικής τάξης στο μυθιστόρημα προέρχονται από
την πόλη. Σο αστικό στοιχείο θεωρείται φθοροποιό σε σχέση με το ποιμενικό, αλλά χάρη
σε αυτό επιτυγχάνεται το ευτυχές τέλος. Οι Υοίνικες ληστές, οι Μηθυμναίοι, η Λυκαίνιον
και ο Γνάθων αποτελούν μόνο πρόσκαιρη απειλή για τους δύο νέους και η επέμβασή
τους καταλήγει να τους φέρει πιο κοντά (Haight 1965, 132). ύμφωνα με τον Fusillo (1996,
299) η σύνδεση του θέματος της διαλεκτικής φύσης – παιδείας με αυτό της διαλεκτικής
ποιμενικού – αστικού περιβάλλοντος υποκρύπτει την ειρωνική στάση του αστού
συγγραφέα απέναντι στον ποιμενικό κόσμο.
164 1.27.1-4: Ὠδική, Ὠδικός, μελὨδίαν, Ὠδς, μουσικήν, ᾄδουσα, 2.34.1-3: μουσική, συνέπαιζεν,
ᾖδεν, ᾀδούσης, μουσική, 3.23.1-5: μουσικαί, Ὠδήν, συνῆδεν, τς μουσικς, ᾄδοντα, τὴν
μουσικήν. Ο DiMarco (2006, 488) θεωρεί λίγες τις αναφορές αυτές σε σχέση με το
βουκολικό περιεχόμενο του μυθιστορήματος. Σα επίθετα μουσικὸς και Ὠδικὸς
αποδίδονται στα ζώα και σε θεότητες (Νύμφες, Παν) και δηλώνουν την εμπειρία στη
μουσική, την παιδεία και το ευχάριστο άκουσμα. (Σο αντώνυμο επίθετο ἄμουσος δείχνει
έλλειψη καλλιέργειας και ευγένειας και χαρακτηρίζει τους συντοπίτες του Δάφνη και
της Φλόης (2.2.3). Για τη σημασία των όρων βλ. LSJ9 s.v. τον Λόγγο τα επίθετα δηλώνουν
και θεία εύνοια.
165 1.27.1: ἔτερψεν αὐτούς ποτε φάττα βουκολικὸν ἐκ τς ὕλης φθεγξαμένη, 1.27.2:
ἐτέρποντο οἱ βόες αὐτς τῆ μουσικῆ, 1.27.3: ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησεν, 1.28.1:
τοιάσδε τέρψεις αὐτοἶς τὸ θέρος παρεἶχε.
67
μεταμορφώνεται στο τέλος σε ωδικό πτηνό, επειδή η μουσική της
στοιχείο, που κορυφώνονται στην ιστορία της Ηχούς166. τον δεύτερο μύθο
για την απόρριψη του θεού. την τρίτη ιστορία η Ηχώ, που έχει λάβει
μουσική παιδεία από τις προστάτιδες της μουσικής και των άλλων τεχνών
ανώτερο από την φάσσα (μουσικό πουλί χωρίς όμως βούληση) και την
εξασφαλίζει την αθανασία στις μυθικές ηρωίδες και στη Φλόη, που
δίνει λεπτομέρειες για τον τρόπο παραγωγής του αντίλαλου. Αφηγητής αυτής της
σκληρής και συνάμα διδακτικής ιστορίας είναι ο Δάφνης, που έχει ανδρωθεί μετά το
ερωτικό μάθημα της Λυκαίνιον στο τρίτο βιβλίο.
168 Η άποψη αυτή ενισχύεται από το λεξιλόγιο μάθησης και διδαχής. 1.10.2: μέχρι νυκτὸς
συρίττειν ἐμελέτα, 1.22.2: Καίτοι γὲ πεπαίδευντο καὶ φωνῆ πείθεσθαι καὶ σύριγγι
θέλγεσθαι καὶ χειρὸς πλαταγῆ συλλέγεσθαι, 1.24.4: ἐδίδασκεν αὐτὴν καὶ συρίττειν<καὶ
ἐδόκει μὲν διδάσκειν ἁμαρτάνουσαν, 1.29.2: ἐπαίδευσα τὰς βοῦς ἤχῳ σύριγγος
ἀκολουθεἶν<Ὃ Δάφνιν μὲν ἐγώ ποτε ἐδιδαξάμην, σὲ δὲ Δάφνις, 1.31.2: τὸ παίδευμα τῶν
βοῶν, 2.33.1: προσέφερον μεταδοῦναι καὶ αὐτοἶς τς τέχνης, 2.35.4: καὶ πσαν τέχνην
ἐπιδεικνύμενος εὐνομίας μουσικς, 2.37.3: Δάφνιν καταλιπεἶν αὐτὴν ὁμοίῳ διαδόχῳ, 3.23.2:
68
Υιλητάς και ο Δόρκων169 που γίνονται φορείς του θεϊκού στοιχείου, γι’
στάδιο στην πορεία του ήρωα προς την ωριμότητα, αφού ο Δάφνης
Φλόης από τους Σύριους ληστές υπονομεύεται από την έκφραση της
οἷμαι και του αιτιολογικού καθάπερ και τις φράσεις τὸ σύνηθες και
παιδεύεται δὲ ὑπὸ Μουσῶν συρίζειν, 4.14.3: πεποίηκε δὲ αὐτὰς καὶ μουσικάς· σύριγγος γοῦν
ἀκούουσι ποιοῦσι πάντα.
169 Με τον τρόπο αυτό ο αγροίκος ερωτικός αντίπαλος του Δάφνη εξαγιάζεται από τα
ελαττώματά του και αποκαθίσταται στη συνείδηση των ηρώων και των αναγνωστών. Σο
επεισόδιο με τους ληστές από την Σύρο ολοκληρώνεται με θυσία προς τιμήν του και ο
βοσκός μνημονεύεται στο καταληκτικό γαμήλιο γλέντι (4.38.2). Ση φλογέρα χρησιμοποιεί
και η Λυκαίνιον ως δελεαστικό δώρο για να κατακτήσει τον Δάφνη.
170 Για το βουκολικό μοτίβο και τη σχέση του με τον ήρωα του Λόγγου βλ. και Hubbard
2006, 504.
171 Βασικό είναι και το θέμα της ars amatoria, που εξασκείται ύστερα από καθοδήγηση
(πρβλ. το θεωρητικό μάθημα του Υιλητά και το πρακτικό της Λυκαίνιον) και
τελειοποιείται με την εξάσκηση και την απόκτηση πείρας. Οπωσδήποτε, είναι απορίας
69
τρόπος για να «παίξει» ο συγγραφέας με τον αναγνώστη του. Σο τοπίο
των Ποιμενικῶν είναι ένας ιερός χώρος, στον οποίο επενεργούν θείες και
αποτελεί τον σκοπό της ερωτικής ιστορίας, απαιτεί τον συνδυασμό και
την τάση του συγγραφέα για εξιδανίκευση του ποιμενικού στοιχείου και
άξιο πως τα άλογα όντα μόνο με το γενετήσιο ένστικτο φθάνουν στην ερωτική
ολοκλήρωση, ενώ για τον άνθρωπο, που είναι έλλογο ον, η ερωτική ορμή από μόνη της
δεν είναι αρκετή για να τον φθάσει εκεί και απαιτείται εκπαίδευση. Βλ. λεξιλόγιο
διδαχής στα σχετικά επεισόδια: 2.8.1: Φιλητς μὲν τοσαῦτα παιδεύσας αὐτοὺς
ἀπαλλάττεται, 2.9.1: τοῦτο αὐτοἶς γίνεται νυκτερινὸν παιδευτήριον, 3.17.3: τερπνὸν σαυτὸν
μαθητήν<ἐγὼ δὲ χαριζομένη ταἶς Νύμφαις ἐκείνα διδάξω, 3.18.1: ἱκέτευεν ὅτι τάχιστα
διδάξαι τὴν τέχνην, 3.18.3: ἤρχετο παιδεύειν, 3.19.1: ἐρωτικς παιδαγωγίας. ε όλο το
μυθιστόρημα νιώθουμε την πρόθεση του συγγραφέα να γίνει δάσκαλος και να
νουθετήσει όχι μόνο για τα ερωτικά θέματα (Erotics), αλλά και για τα θέματα
συγγραφικής τέχνης (Poetics).
172 Η άποψη αυτή βασίζεται σε παρατήρηση του Morgan (2004, 233). Αντιθέτως, ο Hunter
(1983, 30) εντοπίζει στο χωρίο μία νύξη για τα αποτελέσματα της ορφικής μουσικής πάνω
στα άγρια ζώα.
70
2) Η «μαγεία» του κάλλους
ερωτεύεται τη Φλόη όχι για την αψεγάδιαστη ομορφιά της – χωρίς αυτό να
διακρίνει κάτι απροσδιόριστα θεϊκό πίσω από την παιδική της αφέλεια174.
την πρώτη ματιά λόγω της ομορφιάς, όμως, η ανάδειξη του κάλλους των
κοινό λουτρό της με τον Δάφνη στο 1.32.1 (ἐλούσατο τὸ σῶμα λευκὸν καὶ
καθαρὸν ὑπὸ κάλλους καὶ οὐδὲν λουτρῶν ἐς κάλλος δεόμενον)175. Η θέα του
γυμνού κορμιού της Φλόης προκαλεί τον ερωτικό πόθο στον Δάφνη, που
173 Για την οπτική σύλληψη της ομορφιάς που προκαλεί τον έρωτα βλ. 1.13, 1.17.2, 1.24.1. Η
ιδέα είναι πλατωνική (Φαἶδρος 249d) και ο Morgan (2004, 150) τη χαρακτηρίζει
μυθιστορηματικό «κλισέ». Πρβλ. Ηλιόδ. 3.5.5, Αχ. Σάτ. 1.4.4, 1.9.4, 5.13.4 και Ξενοφ. Εφ.
1.9.6 – 7. Σο θέμα της μαγείας της ομορφιάς αναπτύσσει κυρίως ο Σάτιος (βλ. σ. 135 – 140).
Η απόδοση του έρωτα σε φυσικά αίτια είναι μία επικούρεια προσέγγιση σύμφωνα με την
Chew (1994, 43).
174 Αντίθετα, η εξωτερική εμφάνιση και η σεξουαλική έλξη αποτελεί το μοναδικό κριτήριο
για τους άλλους επίδοξους εραστές των ηρώων, για τον Δόρκωνα (1.15.1), για τη
Λυκαίνιον (3.15.2) και για τον Γνάθωνα (4.16.1 – 4).
175 Παρόμοια αποτελέσματα έχει το λουτρό της Καλλιρρόης, που περιγράφει ο Φαρίτων
στο 2.2.2. Η ανάληψη της πρωτοβουλίας από τη Φλόη να πλύνει τον Δάφνη και να του
αποκαλύψει το γυμνό κορμί της είναι ενδεικτική της προόδου στον ερωτικό τομέα που
σημείωσε η κοπέλα μετά το φιλί του Δόρκωνα.
71
θεωρεί το λουτρό φοβερή απειλή (1.32.4: ἐδόκει τὸ λουτρὸν εἷναι τς
θαλάσσης φοβερώτερον).
εκθειάζει ρητά την ομορφιά του Δάφνη και της Φλόης. Η μαγεία της
μεταμφίεσης της Φλόης (1.23.3 – 1.24.2). τις αρχές του καλοκαιριού, ενώ
της χάρισε ο Δόρκων (1.15.2) και αναμειγνύει κρασί με γάλα για να πιουν
(1.24.1, βλ. και ρήμα ἁλίσκομαι στο 4.17.3) είναι για τη Φλόη ο θαυμασμός
της ομορφιάς του Δάφνη, ενώ για τον Δάφνη η εντύπωση ότι βλέπει
176 Οι μεταμορφώσεις αποτελούν προσφιλές θέμα στον Λόγγο. Πέρα από τους
πρωταγωνιστές και δευτερεύοντες χαρακτήρες υφίστανται τη διαδικασία της
μεταμόρφωσης. Ο Δόρκων και η Λυκαίνιον μεταμορφώνονται περιστασιακά σε λύκους
και επανέρχονται στη φυσιολογική τους κατάσταση, ο Δόρκων του νεαρού βοσκού που
ειδικεύεται στην τέχνη της φλογέρας και η Λυκαίνιον της αστής γυναίκας ελευθερίων
ηθών. Προφανώς ο συγγραφέας έχει επηρεαστεί από τους μύθους για τη μεταμόρφωση
ανθρώπων σε ζώα, φυτά και άψυχα αντικείμενα, που γνωρίζουν μεγάλη διάδοση κατά
τους Αυτοκρατορικούς χρόνους (π.χ. μεταμορφώσεις Δάφνης, Τακίνθου, Πρόκνης,
Υιλομήλας, Σηρέα κ.α. Βλ. επίσης Μεταμορφώσεις Οβιδίου).
72
περιένδυση με νεβρίδα177 και β) στέψη με πίτυν -> «μαγικό» ποτό (οίνος με
ἐτήκετο). Η μεταμορφωτική πορεία της Φλόης είναι πιο σύνθετη από αυτή
του λουτρού.
μαινάδα. Εκτός από την νεβρίδα ιδιαίτερος είναι ο ρόλος της πίτυος στη
177 Σο μεταμορφωτικό αποτέλεσμα της νεβρίδος θυμίζει αυτό του κεστοῦ ἱμάντος που
χαρίζει η Αφροδίτη στην Ήρα (Ἰλ. Ξ 213-217) για να αποπλανήσει τον Δία και του πέπλου
που έδωσε η Αφροδίτη στην Ανδρομάχη (Ἰλ. Φ 469-472). Όλα αυτά τα γυναικεία
«αξεσουάρ» κάνουν τις γυναίκες που τα φορούν να φαίνονται πιο όμορφες και
σεξουαλικά πιο ελκυστικές στους άνδρες. Η Φλόη δεν έχει καμία πρόθεση φορώντας τη
νεβρίδα να εντυπωσιάσει τον Δάφνη (Wathelet 2000, 179, Faraone 2004, 173).
178 Σο δέρμα νεβρού, το παραδοσιακό ένδυμα των μαινάδων στην ποίηση και την
73
αποτέλεσμα. Επιπλέον, η αλλαγή της κοπέλας είναι αποκύημα της
φαντασίας του Δάφνη, μία ψευδαίσθηση. Κατά την πάγια τακτική του ο
εαυτού της ηρωίδας που χαίρει της εύνοιας των θεϊκών δυνάμεων που
λειτουργούν πίσω από την ιστορία και επιτρέπει τη σύνδεσή της με τις
Νύμφες180.
(3.34.2). Αυτή είναι η μοναδική μνεία του Λόγγου στη θεά του έρωτα και
του κάλλους. Αφορμή για την αναλογική παρομοίωση με τη θεά είναι ένα
ατρύγητο μήλο, που ο Δάφνης χαρίζει στη Φλόη ως έπαθλο για την
ομορφιά της, όπως το χρυσό μήλο που ο βοσκός Πάρης έδωσε στην
Ἀφροδίτης κάλλους ἔλαβεν ἆθλον· τοῦτο ἐγὼ σοὶ δίδωμι νικητήριον (3.34.2).
179 Η μεταμφίεση της Φλόης βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη μεταμφίεση του Δόρκωνα στο
1.20.1-1.20.4. Η σκόπιμη, όμως, μεταμφίεση του βοσκού σε λύκο ήταν ανεπιτυχής και
έφερε τα αντίθετα γι’ αυτόν αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα. Ο Σάτιος
εκμεταλλεύεται το θέμα της μεταμφίεσης ως θεατρικής μεταφοράς (2.18, 6.1, 6.16.6).
180 Η Φλόη αναλαμβάνει περιστασιακά τον μιμητικό ρόλο της Νύμφης στην παντομίμα
του 2.37.1-3. Αντίστοιχα, ο Δάφνης υποδύεται τον θεό Πάνα. Σέτοιοι μίμοι αποτελούν
ευχάριστες ανάπαυλες για τους ανθρώπους της υπαίθρου, όμως, ο συγκεκριμένος μετά
την επίθεση των Μηθυμναίων είναι δηλωτικός των ρόλων που παίζουν από την αρχή
μέχρι το τέλος της ιστορίας ο Δάφνης και η Φλόη.
181 Ο Δάφνης προσδίδει στη Φλόη την ομορφιά και την ευωδία του μήλου στο 1.24.3 και
στο 1.25.2. Σο μήλο που δωρίζει ο Δάφνης παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τη Φλόη.
Οι άλλοι τρυγητές φοβήθηκαν να το αγγίξουν γιατί ήταν θαύμα της φύσης, όπως η
74
Μέσω του μήλου η Φλόη παραλληλίζεται με την Αφροδίτη και
Φλόης183. Εξάλλου, η στέψη του Δάφνη με πίτυν μέσα στα πλαίσια των
ποιμενικών παιχνιδιών στο 1.24.2 δεν φέρνει την ίδια μεταβολή στον
τον θεό Απόλλωνα ως προς την εξωτερική εμφάνιση, όταν ζώνεται δέρμα
λάσιον αἰγὸς και φορά πήραν νεορραφ (4.14.1). Η Φλόη προσέχει την
ομορφιά του Δάφνη ύστερα από το λουτρό του 1.13.1 – 2 και την αποδίδει
στη μαγική δράση του ύδατος (1.13.2: τὸ λουτρὸν ἐνόμιζε τοῦ κάλλους
είναι ανάλογη με την δράση της μουσικής για την οποία έγινε λόγος σε
άλλο σημείο της μελέτης (αἰτίαν ἐνόμιζε τὴν μουσικὴν τοῦ κάλλους). Ο
δεν είναι τίποτα άλλο από ἔρωτος ἀρχή ύστερα από ένα δεύτερο λουτρό
Φλόη, που φυλαγόταν από τη θεία πρόνοια (3.34.1) για έναν συγκεκριμένο ερωτευμένο
ποιμένα, τον Δάφνη (3.33.4). Αν ο Δάφνης δεν το έκοβε, θα το πατούσαν τα πρόβατα ή θα
το δηλητηρίαζε κάποιο ερπετό ή θα σάπιζε. Ομοίως, η Φλόη, αν δεν παντρευόταν τον
Δάφνη, θα αφομοιωνόταν από τον κοινωνικό της περίγυρο και θα έμενε μία απλή
βοσκοπούλα ή θα την προσέβαλλε κάποιος άξεστος χωρικός ή δεν θα παντρευόταν. Ο
Mittelstadt (1970, 226) θεωρεί το επεισόδιο συμβολικό για όλη την ιστορία. Σο μήλο
συμβολίζει τη Φλόη (από άποψη ομορφιάς) και την αγνότητά της, που θα διατηρηθεί
μέχρι το τέλος της ιστορίας. Σο μήλο έχει επαναλαμβανόμενη παρουσία στο
μυθιστόρημα (1.15.3, 2.3.4, 2.4.4, 3.25.2, 3.33.3, 4.10.3). Σο μήλο συνδέεται με τον έρωτα και
τον γάμο (βλ.π.χ. επιθαλάμιο απφούς fr. 105LP). Πολλά ερωτικά ξόρκια μνημονεύουν
μήλα, επειδή είναι πολύσπορα σύμβολα γονιμότητας. Η βαλλιστική χρήση μήλων ως
αφροδισιακών ήταν γνωστή πρακτική ερωτικής μαγείας (βλ. και Ηλιόδωρο 3.3.8 και
Faraone 2004, 126-132). Οι βοσκοί του Λόγγου δεν είχαν αυτό κατά νου, όταν στα
παιχνίδια τους μήλοις ἀλλήλους ἔβαλον (1.24.3).
182
Ο Σάτιος συγκρίνει τις δύο βασικές θεότητες στην ιστορία της Λευκίππης (π.χ. 8.5.8,
8.10.6 και στην ιστορία με το ύδωρ της τυγός στο 8.12).
183 Ο έπαινος της θεϊκής ομορφιάς των πρωταγωνιστών και ο παραλληλισμός τους με
γενναίους και όμορφους άνδρες του παρελθόντος είναι συνήθης τακτική των
μυθιστοριογράφων π.χ. Ξεν. Εφ. 1.2.9, 1.3. Ο Θεαγένης του Ηλιοδώρου θεωρείται
απόγονος του Αχιλλέα (2.34), ο Φαιρέας του Φαρίτωνα παρομοιάζεται με τον Αχιλλέα,
τον Νιρέα, τον Ιππόλυτο και τον Αλκιβιάδη (1.1.13).
75
(1.13.4 – 5). Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά τη γνωστή ερωτική
ομορφιάς που αναδεικνύεται ύστερα από το λουτρό είναι βασική για την
ερωτική αφύπνιση της Φλόης και την οδηγεί στην παρατήρηση και τη
Σο λουτρό είναι μία τυπική διαδικασία για την καθαριότητα και τον
σχετικά επεισόδια προδίδουν τη σαρκική πλευρά του έρωτα των δύο νέων,
για την ομορφιά των αγαπημένων τους187. Σο νερό, στοιχείο της φύσης
ανακάλυψη του σώματός τους από τον Δάφνη και τη Φλόη, αναδεικνύει το
καθαριότητα πριν από το γεύμα και μετά τις εργασίες τους (3.33.2) και ακολουθούν
πιστά τον κώδικα καλής συμπεριφοράς των αστών (βλ. και 3.24.2, 3.28.1). Σο πλύσιμο
θεωρείται επιβεβλημένο μετά το τέλος της πολεμικής και της ερωτικής πράξης (βλ. 2.18.1
και 3.19.3). Σα λουτρά προσλαμβάνουν μυστηριακό χαρακτήρα από τη στιγμή που
τοποθετούνται στον ιερό χώρο των Νυμφών (4.32.3). Εξάλλου, ο Έρωτας, όταν
επιφαίνεται στον κήπο του Υιλητά μοιάζει ἄρτι λελουμένος (2.4.1 και 2.5.4). Οι σκηνές
των λουτρών ανακαλούν τα λουτρά εξαγνισμού, τους εναγισμούς και τις μεταμφιέσεις
με δέρματα ζώων των μυστηριακών τελετουργικών (βλ. σ. 73 και Turcan 1989, 182).
187 Από την άποψη αυτή αποστασιοποιείται ο συγγραφέας, όπως δηλώνει η χρήση των
(1.30.6) και των Μηθυμναίων (2.12.5, 2.13.1, 2.15.3, 2.16.3, 2.17.1, 2.26.2) και στην
ανακάλυψη του θησαυρού του Δάφνη (3.27.3 – 4, 3.28.3). Ανάλογη είναι και η λειτουργία
του αέρα, που προκαλεί τρικυμίες ή παράγει μουσικό ήχο (1.2.3, 2.14.1, 2.14.2, 2.21.1, 3.21.1,
3.27.3).
76
σωματικό κάλλος σε συνδυασμό και με τη γυμνότητα του σώματος και
ανθρώπινο ον που μοιάζει να «κατέχεται» από τον οἰκεἶον δαίμονά της, τις
θεότητες μόνο λόγω της εξωτερικής τους εμφάνισης. Η Φλόη, όπως και η
189 Πρβλ. το λουτρό του Οδυσσέα και τις αντιδράσεις της Ναυσικάς στην Ὀδύσσεια (ζ 225
κ.εξ).
190 Ας σημειωθεί ότι η Φλόη εντοπίστηκε, όταν ήταν βρέφος, σε νεραϊδοσπηλιά, ότι
επεμβαίνουν οι θεοί για να διατηρήσουν την αγνότητα και τη σωματική της ακεραιότητα
και ότι αποτελεί την πρωταγωνίστρια μιας ιστορίας που γράφει ο Έρωτας.
191 Dodds 1995, 120 – 123. Γι’ αυτή την αρχή της ὁμοιώσεως γίνεται πρώτη φορά λόγος στον
Πλάτωνα (Θεαίτητος 176b), αλλά στο ΑΕΜ γίνονται μόνο κάποιοι διακριτικοί υπαινιγμοί.
192 O Morgan (2004, 244) θεωρεί κομβικό το σημείο 4.32.1 για την αλλαγή του status της
77
παραλληλισμοί αυτού του τύπου κρίνονται απαραίτητοι προκειμένου να
θεότητες είναι μέρος της μυητικής διαδικασίας στην εμπειρία του έρωτα.
από τις νόρμες του ΑΕΜ, είναι δεσμευτικά και καταπιεστικά για τα
θύματα – θεατές της ομορφιάς του Δάφνη και της Φλόης. το θέμα της
τέταρτο βιβλίο: ἦν οὖν μαθεἶν οἸόν ἐστι τὸ κάλλος, ὅταν κόσμον προσλάβῃ
(4.32.1).
194 Σο μυθιστόρημα του Λόγγου σε αντίθεση με τα άλλα ΑΕΜ περιγράφει μία σχέση
ισορροπίας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, η οποία ύστερα από τη μύηση του
Δάφνη στον έρωτα από τη Λυκαίνιον, ανατρέπεται υπέρ του πρωταγωνιστή.
195 Ο Λόγγος υπονοεί ότι η αστή Λυκαίνιον χρησιμοποίησε τα μέσα αυτά για να
αποπλανήσει τον Δάφνη (3.15.1, βλ. και το σχόλιο του Morgan ό.π., 244).
78
3) Η «μαγεία» του λόγου
απόλαυση που προέρχεται από τον διάλογο είναι τόσο έντονη που μπορεί
τερπνή)199.
196
Η μαγική επίδραση του λόγου αποτελεί θέμα των μελετών της Marsh (1980) και της
Romilly (1975). Η ποίηση ήδη από τον Ησίοδο θεωρείται ότι έχει μία μαγική θεραπευτική
δύναμη. Αιχμαλωτίζει το μυαλό και το απελευθερώνει από αρνητικές σκέψεις
προκαλώντας την τέρψιν. Ο σοφιστής Γοργίας στο Ἑλένης Ἐγκώμιον (8) υποστηρίζει ότι ο
λόγος δύναται<καὶ φόβον παῦσαι καὶ λύπην ἀφελεἶν καὶ χαρὰν ἐνεργάσασθαι καὶ ἔλεον
ἐπαυξσαι, ενώ σε άλλα σημεία του έργου του (10 κ.α.) περιγράφει τα αποτελέσματα της
ποίησης με όρους που προσιδιάζουν στη μαγεία. Η ρητορική τέχνη θεωρείται
περισσότερο επικίνδυνη από την ποίηση λόγω του πρακτικού προσανατολισμού της. Γι’
αυτόν τον λόγο και οι σοφιστές που διακρίνονται για τη ρητορική τους δεινότητα
χαρακτηρίζονται ως μάγοι. Η Romilly αποδίδει τη μαγεία της ποίησης κυρίως σε μία
εσωτερική παρόρμηση που εγείρεται από το ασυνείδητο και όχι τόσο σε θεϊκή έμνευση ή
στην τέχνη (Romilly 1975, 13, 25, 33, 86. Bλ. και Marsh 1979, 115). Ο Lloyd (1979, 96)
συγκρίνει τον επαγγελματία σοφιστή με τον επαγγελματία μάγο ως προς τον διδακτικό
τους ρόλο. Και οι δύο κερδίζουν τα πρὸς τὸ ζν διδάσκοντας ιατρικές πρακτικές και την
τέχνη του λόγου αντίστοιχα. Για τη σημασία των όρων θέλξις και τέρψις στον Λόγγο βλ.
σ.
197 τον Σάτιο είναι συχνότατο το θέμα του Έρωτα ως σοφιστή και μυσταγωγού και της
ερωτικής πράξης ως μυστηρίου (1.9.7, 1.10.1, 1.12.1, 1.18.3, 5.26.3, 5.26.10, 5.27.1, 5.27.3,
5.27.4). Για τα θελτικά αποτελέσματα του λόγου στον Ηλιόδωρο βλ. 1.9.1, 1.23.2, 3.1.1,
5.1.4, 6.2.2, 7.7.7, 7.24.5, 8.7.1 κ.α.
198 Marsh ό.π., 126.
199
Για τη μαγεία των φιλιών βλ. 2.11.1, 3.4.2, 3.20.2. Εξάλλου, τα επιχειρήματα των
μνηστήρων της Φλόης επηρεάζουν τον Δρύαντα ώστε να συνηγορήσει στον γάμο της
θετής του κόρης με κάποιον από αυτούς (1.19.3: ὥστε σμικροῦ δεἶν ὁ Δρύας θελχθείς, τοἶς
δώροις ἐνέπνευσε τὸν γάμον και 3.25.3: ὁ δὲ Δρύας ποτὲ μὲν ἐθέλγετο τοἶς λεγομένοις).
79
Ο θελκτικός λόγος δηλώνεται με τον όρο μῦθος, δηλαδή το πλαστό
δημιούργημα της φαντασίας και διακρίνεται από τον λόγον, την αληθινή
στη διδαχή του Υιλητά περί Έρωτος και στα τρία μυθολογικά αἴτια. Ο
Δάφνης και η Φλόη μαγεύονται από τον λόγο του γέροντα για την
επιφάνεια του θεού Έρωτα στον κήπο του σαν να ακούν παραμύθι (2.7.1:
των δύο νέων. Πέρα από τον Υιλητά και η praecetrix amoris Λυκαίνιον
την αρπαγή της χήνας της από έναν αετό και να τον αποπλανήσει
συνοδεύεται από την ηδονή της ερωτικής πράξης. την ιδιαίτερη αυτή
Πίτυος, της ύριγγος και της Ηχούς, που λειτουργούν σαν ευχάριστα
200 Για την αρνητική σημασία του μύθου στον Λόγγο είναι χαρακτηριστικό το χωρίο 4.20.1,
όπου ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ψευδείς απειλές του Γνάθωνα για
αυτοκτονία, προκειμένου να κερδίσει τον Δάφνη. Η διάκριση του μύθου από τον λόγον
απασχολεί τον Πλάτωνα (Φαίδων 61b: ποιεἶν μύθους, ἀλλ’ οὐ λόγους, Πρωταγόρας 324d:
οὐκέτι μῦθόν σοι ἐρῶ ἀλλὰ λόγον, Γοργίας 523a: ἄκουε δή<μάλα καλοῦ λόγου, ὃν σὺ μὲν
ἡγήσῃ μῦθον< ἐγὼ δὲ λόγον, Σίμαιος 26e, τό τε μὴ πλασθέντα μῦθον ἀλλ’ ἀληθινὸν λόγον
εἷναι παμμέγά που). Σο θέμα εντοπίζεται και στον Αχιλλέα Σάτιο (π.χ. 1.17.3: καὶ μῦθον
ἔλεγον ἅν τὸν λόγον εἴναι, εἰ μὴ καὶ παἶδες ἔλεγον γεωργῶν. ὁ δὲ λόγος). Για τη σχέση του
μύθου με τον λόγον στον Λόγγο βλ. Reardon 1994b , 135 – 147.
201 Π.χ. 180b, 216d, 218e.
80
διαλείμματα για αποκλιμάκωση της έντασης και για την ψυχαγωγία των
όπως η σχέση των δύο φύλων στην καθημερινή ζωή, οι δυσκολίες της
αλλά φανταστική ιστορία, αφού είναι αντιγραφή της γραφς, δηλαδή του
θέλει)204. Σο αποτέλεσμα του μύθου της Φλόης είναι πιο σύνθετο από την
τέρψη, αφού και η ζωγραφιά είναι τερπνοτέρα της φύσης (πρ.1). Ο Λόγγος
202
1.27.1: μυθολογῶν τὰ θρυλούμενα, 2.33.3: ἀφηγήσασθαι μῦθον, 2.35.1: πέπαυτο τοῦ
μυθολογήματος<ὡς εἰπόντα μῦθον, 3.22.4: μυθολογεἶν τὸν μῦθον, 2.23.5: ταῦτα
μυθολογήσαντα. Για τις εγκιβωτισμένες ιστορίες και τον μύθο της Φλόης βλ. MacQueen
1985, 119 – 134, Philippides 1980 – 1 , 193 – 9, Deligiorgis 1974, 2 – 9.
203
Αυτά είναι σύμφωνα με τον Chalk (1960, 401) τα βαθύτερα νοήματα των τριών
αλληγοριών. Εξάλλου, ιστορίες με μία αφηγηματική κίνηση αντίθετη προς την κύρια
ιστορία, δηλαδή με μοιραία κατάληξη, στηρίζουν την κεντρική ιστορία και της δίνουν
ευρύτερη σημασία απ’ ό,τι θα είχε μόνη της. Για τη λειτουργικότητα των αἰτίων στα
πλαίσια μίας κυκλικής ή συμμετρικής κατασκευής βλ. MacQueen 1985 και Frye 1976.
204Ο όρος μῦθος είναι ένας από τους πολλούς αυτοαναφορικούς όρους που
χρησιμοποιούν οι μυθιστοριογράφοι (βλ. σ. 13).
81
επιτυγχάνει να συνταιριάσει «τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου», τον μῦθον
υγχρόνως, καθ’ όλη αυτή την πορεία μέχρι να φθάσει το έργο να γίνει
κτήμα του, μαγεύεται από ένα γοητευτικό κείμενο και μία σαγηνευτική
σώμασι (2.7.7). Σο θέμα απασχολεί και τον Θεόκριτο και τον Καλλίμαχο,
205Η αναζήτηση φαρμάκων που γιατρεύουν τον έρωτα απαντά και στον Φαρίτωνα (6.3.7)
και στον Σάτιο (5.26.2).
206 Θεοκρίτου, Εἰδ. 11, 1-3: Οὐδὲν ποττὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο/ Νικία, οὔτ’
ἔγχριστον, ἐμὶν δοκεἶ, οὔτ’ ἐπίπαστον/ ἥ ταὶ Πιερίδες, Καλλιμάχου, Ἐπ. 46 Pf, στ. 4: ἦ
πανακὲς πάντων φάρμακον ἁ σοφία, στ.9-10: αἱ γὰρ ἐπῳδαί/ οἴκοι τῶ χαλεπῶ τραύματος
ἀμφότεραι (δηλ. ποίηση και πείνα). Βλ. και Κ. Π. Καβάφη, Μελαγχολία Ἰάσονος
Κλεάνδρου·ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῆ· 595μ.Χ., στ.4-7: Εἰς σὲ προστρέχω, Σέχνη τς Ποιήσεως,/
ποὺ κάπως ξέρεις ἀπὸ φάρμακα·/ νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καὶ Λόγῳ. Η
τάση του Λόγγου για εκλογίκευση των βουκολικών μοτίβων φαίνεται και σε άλλα
σημεία της μελέτης. ε αυτό διευκολύνει ο πεζός λόγος, που είναι πιο επεξηγηματικός
από τον ποιητικό λόγο του Θεοκρίτου.
82
(πρ. 3) αίρεται, καθώς η θεραπεία προκύπτει δια των συμβουλών που
83
Γ. υμπέρασμα
με τις μαγικές πρακτικές για την εξέλιξη της πλοκής και για τη
στο ΑΕΜ, όπως οι σωτηρίες των έκθετων βρεφών και οι θεϊκές επιφάνειες.
φύσης με την τέχνη, η διαλεκτική ανάμεσα στον μῦθον και τον λόγον, η
γίνεται έντονη στο δεύτερο βιβλίο με την επιφάνεια του Έρωτα στον κήπο
του Υιλητά, τα όνειρα με τις Νύμφες και τον Πάνα που πλαισιώνουν το
208 Ο Meiller (1975, 128) θεωρεί ότι με εξαίρεση το δεύτερο βιβλίο τα Ποιμενικὰ δίνουν την
εντύπωση ότι παρουσιάζουν τα γεγονότα καθαρώς ρεαλιστικά.
209 Για την αντιμετώπιση του μυθιστορήματος του Λόγγου ως «ιερού» κειμένου βλ. τις
84
τρόπος που αντιμετωπίζει τους θεούς ο Λόγγος παρουσιάζει πρωτοτυπία
και είναι ενδεικτικός της τάσης της εποχής του για συγκρητισμό και
στωικών για τον ρόλο της θείας πρόνοιας στην ατομική ευτυχία, ορφικών
για τον καθοδηγητικό ρόλο του Διονύσου, ακόμα και χριστιανικών για το
θεϊκό ενδιαφέρον για τη σωτηρία του κόσμου και τον ρόλο του ποιμένος
και μυούνται στον έρωτα και τη θρησκεία, όπως οι πιστοί στα μυστήρια.
Λόγγος εκ προοιμίου θεωρεί βασικές, δηλαδή στις Νύμφες, τον Πάνα, τον
ανώνυμους θεούς και αυτές εντοπίζονται μόνο στο τέταρτο βιβλίο210, όπου
Δάφνη και προσφέρονται για τον διαχωρισμό των ρόλων των δύο φύλων,
85
στάδιο του πολιτισμού και την ενσωμάτωσή τους στην πόλη, οι θεοί
μία μόνο ανώτερη δύναμη, που δεν κατονομάζεται και λειτουργεί σαν
μυθιστόρημα από την αρχή μέχρι το τέλος μπορεί να θεωρηθεί ύμνος στη
σχέδιο που καταλήγει στον γάμο του Δάφνη και της Φλόης. Αμφότεροι
πρόνοια δεν συνιστά μία μοιρολατρική στάση απέναντι στη ζωή, αλλά
Σύχης ἄλλα). Εξάλλου, το τυχαίο δεν έχει θέση στο μυθιστόρημα, ακόμα
όπως ο δαίμων ή η Σύχη των άλλων ΑΕΜ, κυρίως όμως για να προκαλέσει
Φλόης και του Υιλητά. Ο επιθέσεις της Λυκαίνιον, του Δόρκωνα, του
211Η λέξη τύχη χρησιμοποιείται με τη σημασία της μοίρας ή της καταγωγής του Δάφνη
(4.18.3, 4.19.5, 4.21.1).
86
Ο ρόλος της μαγείας στο μυθιστόρημα του Λόγγου είναι
έχουν θέση στην «Αρκαδία» του. Από αυτά ανακαλείται μόνο το μοτίβο
επηρεαστεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του που έχει
όπως φαίνεται από τις νύξεις στη μαγεία του κάλλους ή του λόγου. Έτσι,
απέχει από την τεχνική σημασία του όρου και αποδίδεται σε χαρακτήρες
που ασκούν άθελά τους μία παράλογη θελκτική επιρροή. Έτσι, η Φλόη
Αλλά και η Υύση υπερβαίνει τον τυπικό διακοσμητικό της ρόλο και
με τις θεϊκές δυνάμεις τον ρόλο του συνδημιουργού των όντων και του
87
εναλλαγή των εποχών εξαναγκάζει τους ήρωες να ερωτευθούν και να
χαρακτήρων και της φύσης ερμηνεύεται από τη δράση του Έρωτα, του
αναπόδραστο τρόπο και ευθύνεται για τη συγγραφή του μύθου της Φλόης.
ποίησης κυρίως του Θεοκρίτου και τις παραδοσιακές φόρμες του ΑΕΜ και
τους δίνει μία ρεαλιστική χροιά, όπως αποδεικνύεται από τις απόπειρες
απόκρυφες δυνάμεις.
είδος που υπηρετεί διαγράφεται ειρωνική, αν και όχι τόσο ξεκάθαρα όσο
88
τη δράση των ηρώων στον μικρόκοσμο της Λέσβου, από το ενδιαφέρον για
από έναν συγγραφέα που εκθέτει τις απόψεις του, αλλά μιλά και εξ
ονόματος του Μεγάλου υγγραφέα που βρίσκεται πίσω από την ιστορία
της Φλόης, ενός συγγραφέα παιχνιδιάρη και πονηρού, που παίζει με τους
αναγνώστες του, όπως και με τα θύματά του και δεν είναι άλλος από τον
Έρωτα. Η ανάθεση του ρόλου του «συγγραφέα» στον Έρωτα είναι μέρος
αφομοιώνει όλες τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές τάσεις του καιρού του,
ελέγχει τους ήρωες και τις θεϊκές δυνάμεις του μυθιστορήματος, κρύβεται
θέλξει το κοινό του και αποκαλύπτει τις γραμμές που ακολουθεί στη
89
ΜΑΓΕΙΑ, ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΤΠΕΡΥΤΙΚΑ ΥΑΙΝΟΜΕΝΑ
«μαγείας» του κάλλους και του λόγου, που απαντούν στον Λόγγο και
τις παρωδεί, όπως φαίνεται κυρίως στο επεισόδιο του πρώτου πλαστού
το αποδίδει στη δράση κάποιου μαγικού φίλτρου, γι’ αυτό και εντάσσεται
212 Για τον Αχιλλέα Σάτιο βλ. βασικές εκδόσεις: Garnaud J.-Ph., Achille Tatius d’ Alexandrie,
Le Roman de Leucippé et Clitophon, texte établi et traduit par Garnaud J.-Ph. , deuxième tirage
revu et corrigé, Les Belles Lettres, Paris 1955, Gaselee S., Achilles Tatius. With an English
translation by Gaselee S., Loeb Classical Library, London, Cambridge (Mass.) 1917, Plepelits
K., Achilles Tatios: Leucippe and Kleitophon, eingeleitet, übersetzt und erlautert von Plepelits K.,
Stuttgart 1980, Vilborg E., Achilles Tatius, Leucippe and Clitophon, Stockholm 1955,
Γιατρομανωλάκης Γ., Ἀχιλλέως Ἀλεξανδρέως Σατίου, Λευκίππη καὶ Κλειτοφών,
εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Γιατρομανωλάκης Γ., Αθήνα 1990, επίσης τις εξής
μελέτες : Anderson G., «Achilles Tatius: a new Interpretation», στο Beaton R. (επ.), The Greek
Novel A.D. 1-1985, London, New York, Sydney, 1988, 190-193, Bartsch S., Decoding the Ancient
Novel: The Reader and the Role of Description in Heliodorus and Achilles Tatius, Princeton 1989, O’
Sullivan J.N., A Lexicon to Achilles Tatius, Berlin, New York 1980, Vilborg E., Achilles Tatius,
Leucippe and Kleitophon, A commentary by E.Vilborg, Stochholm, Göteborg & Uppsala 1962,
Laplace M., Le roman d’ Achille Tatios, «Discours panégyrique», et imaginaire romanesque,
Sapheneia. Contributions à la philologique classique, Billerbeck M. et Braswell B.K. (eds), v.12,
Berne 2007 και τα αντίστοιχα κεφάλαια από τις μελέτες για το ΑΕΜ: Bowie E.L., «Σο
Ελληνικό Μυθιστόρημα», στο Easterling P.E. – Knox B.M.W., Ιστορία της αρχαίας
ελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα 19942, 892-914, H~gg T., Σο αρχαίο μυθιστόρημα, μτφρ.
Μαστοράκη Σ., μτφρ. παραθεμάτων Γιατρομανωλάκης Γ., Αθήνα 20002, Haight E.H.,
Essays on the Greek Romances, New York 1965, Schmeling G. (επ.), The Novel in the Ancient
World, Leiden – New York – Köln 1996, Swain S. (επ.), Oxford Readings in the Ancient Novel,
Oxford 1994.
213 Η μανία στον Πλάτωνα περιγράφεται ως ένα παράλογο παθολογικό ξέσπασμα, πίσω
90
αλλά διάφορα περίεργα θεάματα ή απροσδόκητες εξελίξεις στην ιστορία
91
Α. Τπερφυσικά φαινόμενα
1) Δοκιμασίες αγνότητας
για την αναπόδραστη δύναμη του έρωτα και την συνακόλουθη ωρίμαση
της γυναίκας μέσα από την ερωτική σχέση και τον γάμο. Οι μυθικές
214 Η δοκιμασία των αρχόντων και η εὔθυνα αποτελούσαν βασικούς θεσμούς για τη
θεμελίωση και διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των κλασικών
χρόνων. Γενικά ήταν εξέταση ιππέων, εφήβων, ρητόρων κ.ά. για να διαπιστωθεί αν
έχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Για τη δοκιμασία χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι
βάσανος και βασανίζειν (Lloyd 1979, 252). Ο Σάτιος χρησιμοποιεί τους όρους πρόκλησις και
κρίσις για να δηλώσει τις δύο δοκιμασίες (8.11.2: προκαλεἶται Θέρσανδρος Μελίτην καὶ
Λευκίππην, 8.11.3: ἐδεξάμεθα τὴν πρόκλησιν<δέχομαι τὴν πρόκλησιν, 8.14.2: ἐπὶ δὲ τὴν
δευτέραν κρίσιν ἐχωροῦμεν). Πρβλ. Αριστοτ., Πολιτικὰ 1292a29: ὁ δὲ ἀσμένως δέχεται τὴν
πρόκλησιν, Δημοσθ., Κατὰ Ἀφόβου 12.5-6: οὐδ’ ὑπὸ μάλης ἡ πρόκλησις γέγονεν, ἀλλ’ ἐν τῆ
ἀγορᾶ μέσῃ πολλῶν παρόντων.
215 Για τη σύγκριση των δοκιμασιών στους δύο συγγραφείς βλ. σ. 168 και Γιατρομανωλάκη
92
κατηγορία -> δοκιμασία -> επιτυχία / θρίαμβος -> ένωση με τον
(8.14.1, βλ. και 8.6.13). Η περιγραφή της δοκιμασίας είναι σύντομη, αλλά ο
ιστορία του Πανός και της ύριγγος, που είναι γνωστή και από τον
216 Η ιστορία του Σατίου είναι πιο λεπτομερής από του Λόγγου. Σο στοιχείο της βίας έχει
ελαχιστοποιηθεί, αφού η μεταμόρφωση της κοπέλας δεν είναι σκόπιμη και ο θεός θρηνεί
και μόνο στη σκέψη ότι διαμέλησε άθελά του την αγαπημένη του. Η εκτενής περιγραφή
του μουσικού οργάνου από τον Σάτιο δικαιολογείται από την τάση του για περιγραφές
και παρεκβάσεις που αναβάλλουν τη λύση των περιπετειών των ηρώων. Πάντως και στα
δύο μυθιστορήματα οι μύθοι που αφηγούνται οι πατέρες των πρωταγωνιστών Λάμων
και ώστρατος έχουν τη μορφή διδαχής. Σα έργα του Λόγγου και του Σατίου,
συντεθειμένα την ίδια περίοδο, παρουσιάζουν κάποια κοινά θέματα πέρα από την
ιστορία της ύριγγος, όπως η φύση του έρωτα, η παρουσία ερωτικών διδασκάλων και
φέρουν έντονα σύμφωνα με την Zeitlin (2008, 100 – 101) τη σφραγίδα της Β΄ οφιστικής.
217 8.13.1: ποδήρης χιτών, ὀθόνης ὁ χιτών, ζώνη κατὰ μέσον τὸν χιτῶνα, ταινία περὶ τὴν
93
αντιδράσεις των θεατών τονίζουν την ιερότητα της δοκιμασίας. Η
ενδυμασία της ηρωίδας είναι ανάλογη με αυτή των Νυμφών και της
σπηλιά εξεικονίζει την αλλαγή της κοινωνικής της θέσης και το πέρασμά
γυναίκας219.
Σο θέμα της παρθενίας που είναι βασικό στο ΑΕΜ220 θίγεται για
πρώτη φορά στο δεύτερο βιβλίο, στις αβάσιμες κατηγορίες της Πάνθειας
δεν είναι επιβεβλημένη στους άνδρες (5.20.5: εἴ τις ἔτι καὶ ἐν ἀνδράσι
218 1.1.7: στέφανοι περὶ τοἶς μετώποις δεδεμένοι· κόμαι κατὰ τῶν ὤμων λελυμέναι· τὸ
σκέλος ἅπαν γεγυμνωμέναι, τὸ μὲν ἄνω τοῦ χιτῶνος, τὸ δὲ κάτω τοῦ πεδίλου· τὸ γὰρ ζῶσμα
μέχρι γόνατος ἀνεἶλκε τὸν χιτῶνα πρβλ. 3.6.5: ποδήρης χιτών, λευκὸς ὁ χιτών· τὸ ὕφασμα
λεπτόν, ἀραχνίων ἐοικὸς πλοκῆ.
219 Η άποψη αυτή βασίζεται στη θέση του Segal, που διαφωνεί με την άποψη του
ούτε το status των νόμιμων παιδιών του, ούτε την επιτυχία του γάμου του, ενώ η
καταδίκη μίας γυναίκας για μοιχεία μπορεί να καταστρέψει τον γάμο της και να
αμφισβητήσει το κληρονομικό δικαίωμα των παιδιών της στην πατρική περιουσία. τον
Ηλιόδωρο το πλήθος απορεί που ο όμορφος νέος που δοκιμάζεται στην πύρινη εσχάρα
είναι αγνός (10.9.1). Η παρθενία του Θεαγένη ισχυροποιεί την υποψηφιότητά του ως
κατάλληλου συζύγου της Φαρίκλειας, αλλά δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση. τον
94
του δικαιολογείται και του αποδίδεται το ελαφρυντικό της φιλανθρωπίας.
μοτίβο της μουσικής, που καταλήγει στο crescendo της δοκιμασίας της
τον ρόλο του δικαστή (8.6.13: δικάζει δὲ ἡ σύριγξ τὴν δίκην<σιωπᾶ μὲν ἡ
αρμονίας (8.6.5: αἴτιον δὲ τς τοιαύτης τάξεως ἡ τς ἁρμονίας διανομή) που
την επίτευξη της κοσμικής τάξης. Όμως, η μουσική δεν επηρεάζει την
ιστορία στον βαθμό που επηρεάζει την ιστορία του Δάφνη και της Φλόης,
μυθιστορήματος.
223 Η καλλιεργημένη Λευκίππη διαθέτει μουσικές γνώσεις και τις επιδεικνύει για να
ύστερα από τη θεϊκή επενέργεια βλ. επιφάνεια Πανός στο επεισόδιο με τους
Μηθυμναίους στον Λόγγο σ. 50.
95
Η εκδοχή του μύθου της ύριγγος στον Σάτιο παρουσιάζει
τον σύγχρονό του Λόγγο, όπως και σε άλλα θέματα (βλ. σ. 128, 143). Η
παράθεση μίας λογικής εξήγησης για τον μελωδικό ήχο, που φαίνεται πιο
225 Όλα τα μυθιστορήματα αρχίζουν και τελειώνουν κοντά σε κάποιο ιερό. το τέλος της
ιστορίας της Λευκίππης γίνεται μνεία και σε ένα δεύτερο ιερό στην Σύρο προς τιμήν του
Ηρακλή. Ο Harrison θεωρεί την παρουσία δύο ιερών στο τέλος της ιστορίας εσκεμμένη
παραποίηση του προτύπου της ring – composition (Harrison 2007, 210).
226 8.6.13: ἤτοι τοῦ τόπου πνεῦμα ἔχοντος μουσικόν<ἥ τάχα καὶ ὁ Πὰν αὐτὸς αὐλεἶ. Βλ. και
96
αποτυχίας και οι φόβοι του Κλειτοφώντα για την αξιοπιστία του Πανός
σαν μία θεατρική σκηνή και εστιάζει στον αντίκτυπο της νίκης της
τους από τον Κλειτοφώντα (8.5.9: κἀγὼ τὸν σὸν ἀμείψομαι μῦθον εἰπών). Ο
ασυνέπειες.
αγνότητά της, αλλά η συζυγική της πίστη. Η δοκιμασία της Μελίτης είναι
227 Η χρήση του όρου μῦθος για να δηλωθεί η ιστορία του θεού και της παρθένου (8.5.9 και
8.6.2) δεν πρέπει να θεωρηθεί μειωτική. Ο όρος χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη
περίπτωση με την έννοια του μυθολογικού παραδείγματος. Άλλωστε, ο Σάτιος δεν είναι
τόσο απόλυτος, όπως για παράδειγμα ο Πλάτων, στη διάκριση των όρων μῦθος – λόγος.
Βλ. και σ. 141, όπως και Hunter 1983, 47 και 114.
228 Ειδικά το χωρίο όπου ο Κλειτοφών εκφράζει τις αμφιβολίες του (άποψη του Wiersma
1990, 109).
97
παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί αποδεικνύει επαγωγικά την «αγνότητα»
του Κλειτοφώντα.
όρκος της είναι αληθής, η στάθμη των υδάτων της τυγός δεν θα
παράπαν μήτε πολίτην μήτε ξένον ᾔκειν εἰς ὁμιλίαν καθ’ ὃν λέγεις καιρόν).
ένα εντυπωσιακό θέαμα (8.14.3: πρὸς ταύτην τὴν θέαν). Ο Σάτιος είναι
είναι ενδεικτική της αυτοπεποίθησής της και της ειρωνικής της διάθεσης
Ευθύνικο και τους λαβώνει με τα βέλη του γιου της Έρωτα προκαλώντας
229
τα νερά της τυγός ορκίζονται οι θεοί. τη Θεογονία του Ησιόδου (793 – 806)
αναφέρεται ότι οι θεοί που παραβαίνουν τον όρκο τους στερούνται για ένα χρόνο την
αμβροσία και το νέκταρ και τιμωρούνται με εννιάχρονη αποβολή από τον όμιλο των
θεων. το ύδωρ της τυγός ορκίζεται στην Ὀδύσσεια η Καλυψώ (ε185-186). Σα ύδατα της
τυγός συνδέθηκαν με τα Ελευσίνια μυστήρια και τις ορφικοπυθαγορικές δοξασίες για
τη μετενσάρκωση.
230 Πρβλ. την παρόμοια διαβεβαίωση της Μελίτης κατ’ ιδίαν στον Θέρσανδρο: οὐδέν μου,
98
το τυπικό στο ΑΕΜ «coup de foudre»232. Ροδόπη και Ευθύνικος διαψεύδουν
από την άλλη, που καλείται να δοκιμαστεί στη μαγική πηγή της Ροδόπης
τη δοκιμασία της Μελίτης, όπως και τον μύθο που αφηγείται ο
232
Για το θέμα του βάσκανου Έρωτα που θεωρεί προσβολή την αδιαφορία για τα ερωτικά
θέματα βλ. Ἱππόλυτο Ευριπίδη και μυθιστόρημα του Ξενοφώντος του Εφεσίου (1.1.5 – 6,
1.2.1).
233
Ο όρος δηλώνει την αναπαραγωγή σε μικρογραφία όλης της ιστορίας, είτε πρόκειται
για λογοτεχνικό κείμενο, είτε για κινηματογραφικό έργο κλπ. μέσα από ένα μικρότερο
στοιχείο, όπως για παράδειγμα μία εικόνα, μία δευτερεύουσα ιστορία, ένα ζωγραφικό
πίνακα (βλ. Maeder 1991, 1-33, D~llenbach 1977).
234
Η περιγραφή παρθένος ἦν εὐειδής, πόδες ταχεἶς, εὔστοχοι χεἶρες, ζώνη καὶ μίτρα καὶ
ἀνεζωσμένος εἰς γόνυ χιτών (8.12.1) θυμίζει την παραδοσιακή εικόνα της Άρτεμης. Σο
κουρεμένο κεφάλι είναι χαρακτηριστικό της Λευκίππης – «Λάκαινας» (5.17.3, 5.19.2,
8.5.4.)
99
Μελίτη235. Η παρουσία του ύδατος στο μυθιστόρημα του Σατίου, όπως και
επιθετικούς θεούς, τον Πάνα και τον Έρωτα. Η ολοκλήρωση της σχέσης
της Λευκίππης και του Κλειτοφώντα απαιτεί τον συνδυασμό των δύο
235 8.12.9: τὸ ὕδωρ ὀργίζεται καὶ ἀναβαίνει μέχρι τς δέρης καὶ τὸ γραμματεἶον ἐκάλυψε.
236 1.1.5, 1.15.6, 6.6.1-6, 1.18.1-2, 2.14.7, 4.2, 4.19, 5.6. Σο λουτρό (και η περιένδυση με καθαρά
ρούχα) αναδεικνύει το κάλλος της Λευκίππης, όπως και στον Λόγγο (5.17.10, 7.15.2,
7.16.4). Ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί στο πλαίσιο του παιχνιδιού ανάμεσα στο
φαίνεσθαι και το εἷναι και ανάμεσα στους δύο ρόλους της Λευκίππης – «Λάκαινας».
237 Η περιγραφή του νερού που πλημμυρίζει κατά τη δοκιμασία μπορεί να παραβληθεί με
τους ψευδείς «θανάτους» του Θέρσανδρου και της Λευκίππης. Για το θέμα του θανάτου
στη θάλασσα βλ. Α.Π. 7.263 – 294, 7.185, 291, 368, 477, 552, 569 και Sourvinou – Inwood 1995,
288.
239 τον Ἱππόλυτο του Ευριπίδη εντοπίζεται το θέμα της φιλονεικίας ανάμεσα στις δύο
θεές για την τάξη τους και την τιμή τους. Η ὕβρις του Ιππόλυτου αφορά τη μονομέρεια
της ύπαρξής του και την εμμονή του στην αγνότητα.
100
Οι δοκιμασίες αποτελούν απαραίτητο στάδιο στην πορεία των
ἐνέβη εἰς αὐτήν). Θεατές και αναγνώστες έχουν την αίσθηση ότι το θείο
περιγράφεται σαν έξοδος από την ιερή πηγή και το ιερό σπήλαιο (8.14.1:
240 Σα ραπίσματα, οι προσβολές και η κουρά που υφίσταται η Λευκίππη είναι συνήθεις
σωματικές ποινές που επιβάλλονται στους μυημένους (Turcan 1963, 175).
241 Η πορεία είσοδος -> εγκλεισμός -> έξοδος (πτώση -> δοκιμασία -> άνοδος)
παρατηρείται και στο θαύμα της Ανάστασης του Ιησού. Ενδιαφέρουσες για τους
χριστιανούς αναγνώστες του Σατίου είναι οι φράσεις οἱ δὲ ἐφείλκυσάν με ἐξ αὐτῶν τῶν
τοῦ θανάτου πυλῶν (5.9.3), τοῦ θανάτου πυλῶν ἀγαγεἶν (6.13.2, σε σχέση με το
στερεοτυπικό θέμα της σωτηρίας από βέβαιο θάνατο), ἀπέκλεισέ μου τοἶς λόγοις τῶν
ὤτων σου τὰς θύρας (6.10.6) που ανακαλούν τις θύρες από τη χριστιανική μυσταγωγία
της Θείας Ευχαριστίας, πρβλ. και Πλάτ., υμπόσιον 218b: πύλας πάνυ μεγάλας τοἶς ὠσὶν
ἐπίθεσθε. (Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Γιατρομανωλάκη 1990, 684).
242 την Άνθια επιβάλλεται η τιμωρία του εγκλεισμού σε τάφρο μαζί με δύο σκυλιά (4.5.1-
5.1.1).
243 Η Λευκίππη θα δοκιμασθεί στο σπήλαιο και εξερχόμενη θα απαλλαγεί από τις
ταλαιπωρίες, θα ωριμάσει, θα αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον πατρικό οίκο και θα
ξεκινήσει μία καινούρια ζωή ως σύζυγος του Κλειτοφώντα. Μαζί με τη Λευκίππη θα
απαλλαγούν από την πλάνη και οι ενδοκειμενικοί θεατές, αφού θα αποδειχθεί το ψεύδος
όλων των κατηγοριών του Θέρσανδρου. Ο Πλάτων μέσω του μύθου (Πολιτεία 514a-521b)
καλεί τους αναγνώστες να αποδεσμευθούν από τις αλυσίδες των ψευδαισθήσεων και να
εμπιστευθούν τη δύναμη του νου τους για να συλλάβουν τα ίδια τα πράγματα. Ο
ορθολογιστής Σάτιος καλεί τους ήρωες, τους θεατές και τους αναγνώστες να
101
Ψς προς το θέμα της δοκιμασίας ο συγγραφέας έχει δεχθεί επιρροές
Πανός, όπως και ενώπιον του Θέρσανδρου (6.21.2) θυμίζει εικόνες των
ενώ των μαρτύρων θείος. Οι δοκιμασίες της Λευκίππης και της Φαρίκλειας
των Αἰθιοπικῶν οδηγούν στον γάμο και την ένωση με τους αγαπημένους
τους, ενώ των μαρτύρων στον θάνατο και την ένωση με τον Θεό245.
που αποτυγχάνει κλείνεται στο σπήλαιο για τρεις μέρες και ύστερα εξαφανίζεται με
μυστηριώδη τρόπο (8.6.13). Αντιθέτως, το στοιχείο της βίας είναι έντονο σε όλο το
μυθιστόρημα και κάποιες περιγραφές είναι τόσο νατουραλιστικές ώστε να θυμίζουν
σκηνές «θρίλερ» (για παράδειγμα οι δύο θυσίες της Λευκίππης στο 3.15 και στο 5.7.1 – 5).
Για τη βία στη Λευκίππη είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του θανάτου του Φαρικλή
(1.12.5-6) και οι σκηνές ναυμαχιών και μαχών (π.χ. 3.13, 3.1-5, 4.13-15). Ο υβριστής
Θέρσανδρος μετέρχεται λεκτική και σωματική βία για να κάμψει τις αντιστάσεις της
Λευκίππης και του Κλειτοφώντα (5.23.6 – 7, 6.5.3 – 4, 6.18.5 – 6, 6.20.1 – 4, 6.21, 8.1.3 – 4). Σα
βασανιστήρια αποτελούν συνήθη τακτική της εποχής στις ανακρίσεις και στον
σωφρονισμό των δούλων (2.26.3, 2.28.1, 6.21.1 – 2, 6.22.4, 7.10.3, 7.11.5, 7.12.1 – 2, 8.8.12 – 13,
8.14.5). Σιμωρία με λιθοβολισμό περιμένει τον Θέρσανδρο μετά τη δικαίωση της
Λευκίππης και της Μελίτης (8.14.4).
245
Chew 2003, 129 – 131. Η Alexiou (2002, 113) επιχειρεί τη σύγκριση ανάμεσα στους
Αγίους της Εκκλησίας και τους ήρωες του ΑΕΜ, οι οποίοι επιλέγονται από τον Θεό και
από τον Έρωτα αντίστοιχα για έναν ανώτερο σκοπό. Η αποστολή τους αποκαλύπτεται
σε αυτούς με σημεἶα σε όνειρα, επιφάνειες, έργα τέχνης. Απαραίτητη είναι η ἀναχώρησις
από τις οικογένειες και η περιπλάνηση. την πορεία αυτή αντιμετωπίζουν εχθρικές
δυνάμεις όπως πειρασμικά όνειρα και δαιμονικές επιθέσεις. Ψς αντιστάθμισμα
επιδεικνύεται η θεία πρόνοια. Οι Άγιοι πεθαίνουν συμβολικά για να ξαναγεννηθούν.
Έναν ανάλογο συμβολισμό φαίνεται να έχουν και οι αλλεπάλληλοι «θάνατοι» της
Λευκίππης.
102
ακεραιότητα, γι’ αυτό και οι απειλές του Θέρσανδρου για μαστιγώσεις και
Θέρσανδρου για μοιχεία εναντίον της Μελίτης, της Λευκίππης και του
την ευσέβεια μία ιερής πράξης. Σο αποτέλεσμα της ἁγνείας πείρας είναι ο
πρότυπο αρετής.
και η τάση του για αμφισβήτηση της ηθικής του ΑΕΜ και των
246
Οι σκηνές δικαστηρίων είναι τυπικές στο ΑΕΜ. Οι μυθιστοριογράφοι περιγράφουν
δίκες ακόμα και αν δεν ταιριάζουν στο περιεχόμενο του έργου τους. Βλ. σκηνή
«βουκολικού» δικαστηρίου σε Λόγγο (2.15.1-2.17.3). Οι αναφορές σε προκλήσεις, οι
λεπτομερείς περιγραφές των διαδικασιών, οι δικανικοί όροι, οι λόγοι των
κατηγορουμένων και των συνηγόρων, η χρήση λογικών και ψυχολογικών
επιχειρημάτων, η ενθύμηση του πρότερου έντιμου βίου (π.χ. απολογία Μελίτης 6.9.2-10),
η διαγραφή του ήθους του ομιλητή και του αντιπάλου, η διέγερση συναισθημάτων
(παθοποιία), δείχνουν ότι ο Σάτιος γνωρίζει τις νομικές διαδικασίες και την τεχνική της
συγκρότησης ενός ρητορικού λόγου.
247 χετικά με την παρωδία στο μυθιστόρημα του Σάτιου η Chew (2000, 57) παρατηρεί ότι
ο Σάτιος παρωδεί τη συμβατική ηθική του ΑΕΜ, ο Durham, πάλι, θεωρεί το μυθιστόρημα
παρωδία του είδους, ενώ ο Heiserman κωμικό μυθιστόρημα. Ο Anderson χρεώνει στον
103
φαίνεται επιεικής απέναντι στη μοιχεία της Μελίτης, γι’ αυτό και η
θεό Έρωτα και για την περιγραφή της επιστρατεύονται ιατρικοί και
ρόλο του Πανός στην πρώτη και το σόφισμα της Μελίτης στη δεύτερη.
χάρη στο όνειρο της μητέρας της Πάνθειας (2.23.4 – 2.24.4) και έτσι η
Σάτιο προσεκτικά υπολογισμένο «νοσηρό» χιούμορ, ενώ ο Rattenbury κάνει λόγο για
«εξανθρωπισμό» του είδους. Σην τελευταία άποψη συμμερίζεται και ο Reardon. (Για τις
σχετικές απόψεις βλ. Reardon 1994a, 92. Για την ειρωνεία της δοκιμασίας αγνότητας βλ.
Chew 2000, 57 και Chew 2003, 135).
104
2) Επιφάνειες θεοτήτων248
i. Άρτεμης
Σάτιος υιοθετεί το γνωστό από τον Φαρίτωνα και τον Ξενοφώντα μοτίβο
ελήνη (1.4.3) που είναι μία από τις τρεις μορφές της Άρτεμης. Η
248 Πέρα από τις επιφάνειες της Άρτεμης και της Αφροδίτης περιγράφεται λεπτομερώς η
επιφάνεια μίας εκφοβιστικής και μη αναγνωρίσιμης γυναικείας μορφής σε όνειρο του
Κλειτοφώντα (1.3.4: ἐφίσταται δή μοι γυνὴ φοβερὰ καὶ μεγάλη, τὸ πρόσωπον ἀγρία·
ὀφθαλμὸς ἐν αἵματι, βλοσυραὶ παρειαί, ὄφεις αἱ κόμαι. ἅρπην ἐκράτει τῆ δεξιᾶ, δᾶδα τῆ
λαιᾶ. ἐπιπεσοῦσα οὖν μοι θυμ). Πρόκειται για το πρώτο από μία σειρά «ονείρων
άγχους», που θίγει το θέμα του διαμελισμού και του βασανισμού του γυναικείου κορμιού
(βλ. Γιατρομανωλάκη 1990, 574). Η περιγραφή της γυναικείας μορφής παρουσιάζει
ομοιότητες με τις περιγραφές της Γοργώς (3.7.8), της Ευρώπης και των παρθένων (1.1.7,
1.1.11). Η γυναίκα δεν μπορεί να ταυτιστεί με καμία από τις θεότητες που δρουν στο
μυθιστόρημα. Παρόμοια ονειρική εμπειρία βιώνει και ο πρωταγωνιστής του Ξενοφώντα
του Εφεσίου (1.12.4: Σ δὲ Ἁβροκόμῃ ἐφίσταται γυνὴ ὀφθναι φοβερά, τὸ μέγεθος ὑπὲρ
ἄνθρωπον, ἐσθτα ἔχουσα φοινικν· ἐπιστσα δέ<)
249 Για την κωμικο-ρεαλιστική προσέγγιση της μυθιστοριογραφίας από τον Σάτιο, που
διαφοροποιεί το έργο του από το ιδεώδες ΑΕΜ βλ. Harrrison 2007, 212 και 217.
250 H~gg 2004, 56. Σο μοτίβο είναι στοιχείο της ερωτικής αφηγηματικής τεχνικής μιας
λογοτεχνικής παράδοσης που φθάνει πίσω μέχρι τα χρόνια του Ομήρου (ό.π. 61).
251 Σο επεισόδιο προσφέρεται και για σύγκριση της Λευκίππης με τη ύριγγα.
105
Δύο φορές στο μυθιστόρημα γίνεται λόγος για επιφάνεια της
του και τον γιο του αδελφού του στην Έφεσο. Σο όνειρο της Λευκίππης
προσθήκη του Ηρακλή, ενός θεού που δεν αναλαμβάνει δράση στο
252 4.1.4: ἡ ἐπιστσα πρῴην κατὰ τοὺς ὕπνους, 7.12.4: ἦν δὲ καὶ ἰδία τ ωστράτῳ νύκτωρ ἡ
θεὸς ἐπιστσα τὸ δὲ ὄναρ.
253 Οι οιωνοί, οι χρησμοί και οι μαντείες αποτελούν βασικά στοιχεία του υπερφυσικού
μηχανισμού στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Σατίου (βλ. 2.12.2-3, 2.14.1, 4.7.5, 4.17.3, 5.3.3,
5.4.1, 5.15.3, 5.16.4, 5.16.6).
254 Επιτακτικό ύφος με χρήση προστακτικών και παρηγορητικό περιεχόμενο με την
αυτοδέσμευση της θεάς για το μέλλον. Σο όνειρο μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία
των θείων ὀνείρων, όπως τα αποκαλεί ο Αίλιος Αριστείδης (Ἱεροὶ Λόγοι 47. 36 – 38, 50. 19,
49, 106, 51. 59), όπου ο άνθρωπος συναντά τον προστάτη του θεό και δέχεται τις
υποδείξεις του. (Να σημειωθεί ότι οι Νύμφες στον Λόγγο δεν παρουσιάζονται στην
προστατευομένη τους Φλόη, αλλά στον Δάφνη).
106
Η Άρτεμη είναι μία από τις βασικές θεότητες στον Σάτιο (8.9.13:
μεγάλη θεός), όπως και στον Ξενοφώντα τον Εφέσιο και τον Ηλιόδωρο255,
την εξέλιξη της σχέσης τους και ανάγεται σε προστάτιδα της παρθένου
λεπτομέρειες για τη λατρεία της θεάς, ενώ παρόντα στην ιστορία είναι και
τα ιερά της σύμβολα, όπως τα τόξα και η δάφνη258. Ο ιερέας πατέρας της
Λευκίππης σπεύδει να βοηθήσει στην πιο κρίσιμη στιγμή σαν θεός ἀπὸ
μηχανς. Η θεά είναι μία γαλήνια δύναμη, που πρεσβεύει την αρετή της
ιδιότητες της Άρτεμης προϊόντος του χρόνου, δεν είναι όμως οι μόνες. Η
255 Η Έφεσος είναι η αφετηρία και ο τελικός προορισμός της Άνθιας και του Αβροκόμη.
τον Ηλιόδωρο η Φαρίκλεια είναι ακόλουθος της θεάς στους Δελφούς και στο τέλος
γίνεται ιέρεια της ελήνης, δίδυμης θεότητας της Άρτεμης.
256 Για παράδειγμα η ιερή πρεσβεία προς την Άρτεμη επιβάλλει εκεχειρία και αναβάλλει
και τον αγαπημένο της και αποδεικνύει την αγνότητά της. Επιπλέον, αποδεικνύει την
αθωότητα του Κλειτοφώντα και της Μελίτης για το «έγκλημα της δολοφονίας» της
Λευκίππης και σώζει τον Κλειτοφώντα από τις άγριες διαθέσεις του Θέρσανδρου.
258Π.χ. 7.12.2, 8.7.6. Σα λαογραφικά σχόλια, όπως για παράδειγμα για τα σκυθικά έθιμα
της ανθρωποθυσίας ταυτίζονται με τις πληροφορίες από την Ἰφιγένεια ἐν Σαύροις του
Ευριπίδη.
107
πορεία της λατρείας της θεάς και η σύνδεσή της με οργιαστικού τύπου
διασφαλίζεται όχι από τη συνειδητή επιλογή της. Έτσι, η διάκριση των δύο
βασικών θεοτήτων του μυθιστορήματος του Σατίου, της Άρτεμης και της
διάθεσης του Σατίου απέναντι στη σύμβαση της αγνότητας και τα θεία.
259 Η Φατζηκώστα συνδέει τις απαρχές της βουκολικής ποίησης με τη λατρεία της
Άρτεμης και συγκεκριμένα με τρεις γιορτές προς τιμήν της θεάς στη Λακωνία, στην
Συνδαρίδα της ικελίας και κυρίως στις υρακούσες. (Για τις ιδιότητες της Άρτεμης βλ.
Φατζηκώστα 2005, xxx και Hatzikosta 2009, 367 – 368).
260 Ο Thornton (1997, 64) παρατηρεί ότι υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην
Άρτεμη και την Αφροδίτη που διαταράσσουν την υποτιθέμενη εχθρότητα των δύο
θεοτήτων.
108
ii. Αφροδίτης
δεν αποτελεί υβριστική πράξη προς την ερωτική θεά, αλλά ένα στάδιο
σημεία του μυθιστορήματος263 και κυρίως στη μυθική ιστορία της Ροδόπης.
Όμως, η Αφροδίτη του Σατίου είναι μία πιο ήπια, συγκαταβατική μορφή
261 4.1.5: προσόμοιον ἰδὼν ἐνύπνιον, 4.1.6: ἐδόκουν<ὁρν, 4.1.7: ἀθυμοῦντι δέ μοι γυναἶκα
ἐκφανναι κατὰ τὸ ἄγαλμα τὴν μορφὴν ἔχουσα). Εκτός από τις θεϊκές επιφάνειες σε
όνειρα των πρωταγωνιστών, ο Σάτιος περιγράφει τα προφητικά όνειρα των γονέων τους
(2.11.1 – 8 και 2.23.5). Σα όνειρα αυτά λειτουργούν παραπληρωματικά με τους χρησμούς
και τους οιωνούς και υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου για
την ιστορία της Λευκίππης και του Κλειτοφώντα. Η παρατήρηση, όμως, της Πάνθειας
ἐπλάνα δέ με καὶ τὰ τῶν ἐνυπνίων φαντάσματα, τὸν δὲ ἀληθέστερον ὄνειρον οὐκ
ἐθεασάμην (2.24.4) συνιστά σχόλιο αυτοκριτικής για την αξιοπιστία των ονείρων. Σα
περισσότερα όνειρα των μυθιστορηματικών χαρακτήρων είναι ψυχολογικά και
προβάλλουν ενδόμυχους φόβους και προαισθήματα ή υπενθυμίζουν τα παρόντα (π.χ.
όνειρα Κλειτοφώντα στα χωρία 1.3.4, 1.6.5 – 6, 1.9.1). την κατηγορία αυτή η MacAlister
(1996, 76) εντάσσει και το όνειρο της Πάνθειας (2.23.5) θεωρώντας ότι αυτό που το
εκπληρώνει και το καθιστά προφητικό είναι η μετέπειτα στάση της μητέρας της
Λευκίππης. Ο συγγραφέας δηλώνει τις ονειρικές εμπειρίες με τους όρους ὄναρ (1.3.4,
4.1.4, 4.1.5, 7.12.4), ἐνύπνιον (1.6.5, 2.11.1, 2.24.4, 3.18.1, 4.1.8, 4.17.3, 7.14.2, 7.14.5), ὄνειρος
(2.23.5, 7.5.1, 7.14.6) και ὄνειρον (4.1.8, 4.10.6) ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για όνειρα
αποκαλυπτικά ή μη. ύμφωνα με τη Ζαμάρου (2006, 31) ο ὄνειρος προδηλώνει τη
μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων, ενώ το ἐνύπνιον απλώς παρουσιάζει την
υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Για τη διάκριση των όρων βλ. και Αρτεμιδ.,
Ὀνειροκριτικὸν 3.9. κ.εξ.
262 Γιατρομανωλάκης 1990, 645. Η έννοια της ὕβρεως όσον αφορά τη θεά Αφροδίτη
διαστρεβλώνεται. Ὕβρις σε αυτή την περίπτωση είναι η αποχή από την ερωτική πράξη, η
εφαρμογή των ηθικών κανόνων και η διατήρηση της παρθενίας.
263 Π.χ. φοβοῦμαι μὴ τὸ τς Ἀρτέμιδος ἱερὸν Ἀφροδίτης πεποιήκατε (8.10.6).
109
σε σχέση με την Αφροδίτη της μυθολογίας. Η συμβουλή της στον ήρωα ἥν
δὲ ὀλίγον ἀναμείνῃς χρόνον, οὐκ ἀνοίξω σοὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἱερέα σὲ ποιήσω
τς θεοῦ (4.1.7), βρίσκονται σε συμφωνία με την εντολή της Άρτεμης στη
υπεύθυνη για τις σχέσεις που έχουν ως κίνητρο την ικανοποίηση του
σαρκικού πόθου, όπως ο έρωτας της Μελίτης για τον Κλειτοφώντα και του
και στη Λευκίππη266. Η σχέση της Λευκίππης και του Κλειτοφώντα, που
264 Για τον κρυφό ρόλο της Αφροδίτης βλ. Haight 1965, 110.
265 Σο όνομα της θεάς (και σε εμπρόθετο προσδιορισμό ή γενική κτητική), ή το
παραγόμενο επίθετο ἀφροδίσιος χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν την ερωτική
σχέση: χάρις Ἀφροδίτης (1.10.3, 7.5.4), συμπλοκὴ Ἀφροδίτης (2.38.4), τὰς ἐν Ἀφροδίτῃ
περιπλοκάς (2.38.4), Ἀφροδίτης ἔργον (4.8.2), εἰς Ἀφροδίτην (8.11.2), τῆ τς Ἀφροδίτης ἀκμῆ
(2.37.8), τς Ἀφροδίτης ὀργίων (4.1.2), γέρων εἰς Ἀφροδίτην τυγχάνειν (2.38.1), Ἀφροδίτην
προξενεἶ (2.1.3), οὐδέν ἐστιν Ἀφροδίτη (5.21.7), ἀφροδίσια (5.16.8), μαρμαρυγὴν Ἀφροδίσιον
(5.13.2). Σο επίθετο ἀναφρόδιτος χρησιμοποιείται για να δηλώσει μία σχέση στην οποία
δεν υπάρχει σωματική επαφή (5.25.5) ή έναν άνθρωπο που περιφρονεί τις σαρκικές
ηδονές (8.12.4) (μυθολογικού περιεχομένου πληροφορίες δίνονται στο 2.11.4 και στο 4.7.5).
266 Βλ. επίσης θέμα έρωτα μυσταγωγού 2.19.1, 2.37.5, 5.15.6, 5.16.3, 8.12.4.
110
Άλλωστε, η Αφροδίτη δεν απέχει πολύ από την Άρτεμη των οργιαστικών
iii. Έρωτα
Σα λόγια του θεού που μεταφέρονται σε ευθύ λόγο από τον ίδιο τον ήρωα
συμβουλές του Έρωτα που καθιστούν τον Κλειτοφώντα πιο μαχητικό στη
(2.3.3, 2.5.1, 4.7.5 βλ. και 5.27.2). Σο χωρίο συνδυάζει τα μοτίβα του
και μεσολαβητή ανάμεσα στο γήινο και στο θεϊκό και παραπέμπουν στην
συγγραφέα που έχει δοκιμαστεί από ερωτικά πάθη. (Για το θέμα του
111
σοφιστή Έρωτα γίνεται λόγος σε σχέση με το θέμα της μαγείας του λόγου
ηλικία και τη φτερωτή φύση του θεού (2.34.1). Με τον τρόπο αυτό
ότι η ερωτική μανία είναι πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων ἀρίστη (Φαἶδρος 249e),
ασθένεια, ως μία μορφή «κατοχής» από τον Έρωτα και την Αφροδίτη (π.χ.
ψυχικής ευφορίας σε έναν θεό «διπρόσωπο» που εκδηλώνει στο ΑΕΜ όλο
269 5.11.5: γυναἶκα γὰρ ἐξέμηνεν, 6.7.3: πρὸς δὲ τὴν λύπην ἐξεμεμήνει, 6.11.3: ἐρᾶ σοῦ καὶ
μαίνεται, 8.1.2: ἐπιμανὴς καὶ μάχλος.
270 Βλ. χαρακτηριστικά 8.1.2: γυναἶκα μάχλον καὶ πρὸς ἄνδρας ἐπιμαν<«ὺ μὲν οὖν»,
ἔφην, «καὶ τρίδουλος καὶ ἐπιμανὴς καὶ μάχλος· αὕτη δὲ καὶ ἐλευθέρα καὶ παρθένος καὶ
ἀξία τς θεοῦ». Αντιθέτως, στον Πλάτωνα η ερωτική μανία επιτρέπει να φανεί η
ανθρώπινη προσωπικότητα σε όλη της την έκταση. Προϋποθέτει τη θεία χάρη και
συνεπάγεται την ένωση του ανθρώπινου στοιχείου με το θεϊκό (υμπόσιο 202e).
271 Και στον Πλάτωνα η ερωτική μανία είναι κάτι δοτό, έργο ενός φοβεροῦ δαίμονος
112
ταυτόχρονα δικαιολογεί την απιστία του Κλειτοφώντα που αναλαμβάνει
τον ρόλο του θεραπευτή της γυναίκας (6.1.1, πρβλ. και 6.7.9).
113
iv. Ο ρόλος της Σύχης και του δαίμονος
Σύχη και τον δαίμονα ως ζεύγος θεϊκών δυνάμεων που ελέγχουν την
προς αυτές είναι φορέας του κωμικού στοιχείου277. Γενικά, η άνευ όρων
παραδόντας ἑαυτοὺς τῆ τύχῃ (2.27.3, 3.2.4) και η απόδοση των ευθυνών των
276 Π.χ. στη μετάφραση του όρου δαίμων στο 5.2.1 και στο 8.4.4.
277 Ο τρόπος που εισάγεται η Σύχη στο μυθιστόρημα, όπως παρατηρεί η Chew (1994, 135 –
114
Ο όρος τύχη είναι αμφίσημος και αποκτά θετική ή αρνητική
σφάλματα της Σύχης, και ειδικά οι μεγαλύτερες απειλές των δύο ηρώων,
θεατρικό τέχνασμα του Μενέλαου και του άτυρου και η χορήγηση του
όμως η διάθεσή της είναι ευμετάβλητη και προκαλεί μετά από λίγο
αρνητικές εξελίξεις283.
278 Ἀγαθὴ τύχη (π.χ. 7.3.2, 8.18.3, 8.19.3) ή κακὴ τύχη (7.3.7). Η τύχη έχει και τη σημασία της
μοίρας (1.13.4, 5.17.5) ή του μοιραίου θανάτου (1.12.5). ε ένα μόνο χωρίο (8.7.1) ταυτίζεται
με την παρθενία της Λευκίππης.
279 1.3.3: ἤρχετο τοῦ δράματος ἡ Σύχη, βλ. και 6.3.1: (ἡ συνήθης Σύχη) ἐπιτίθεται καὶ
282 3.16.3, 4.9.5, 4.9.77.5.2, για παιδιὰν Σύχης βλ. επίσης 5.11.1, 7.2.3. Για τον ρόλο της Σύχης
115
Ο δαίμων284 είναι επίσης μία αμφιλεγόμενη θεότητα, που άλλοτε
παίζει με τους ήρωες, τους εξαπατά και επισσωρεύει στον βίο τους δεινά 285
ενδιαφέρον του, όμως, επικεντρώνεται όχι τόσο στην ατομική ευτυχία των
στον Έρωτα (2.34.1). Πάντως, η δράση του παρουσιάζεται από την οπτική
284 Οι Daremberg – Saglio (DS 131 και 13) ετυμολογούν τον όρο δαίμων από τη ρίζα –da
(dare), που εντοπίζεται και στα δαίνημι, δαίειν, δάσασθαι. Η έννοια του δαίμονος
αντικαθιστά στον Όμηρο την έννοια της Σύχης. Ο δαίμων είναι συνήθως εχθρικός προς
τον άνθρωπο. την Ἰλιάδα επηρεάζει έξωθεν την ιστορία, ενώ στην Ὀδύσσεια επιδρά στη
σκέψη και στο συναίσθημα (Wilford 1965, 217 και 221). Ο Ησίοδος θεωρεί τους δαίμονες
ενδιάμεσα θεϊκά όντα, που ανήκουν σε μία τάξη ανάμεσα στους θεούς και τους ήρωες
(Gasparro 1997, 90, Goldschmidt 1950, 36). τους μεταγενέστερους συγγραφείς ο
προσωπικός δαίμων είναι θεϊκό ον με ευνοϊκή διάθεση προς τον άνθρωπο (Wilford ό.π.).
Περιπτώσεις προσωπικών δαιμόνων αναφέρονται στην ευριπίδεια τραγωδία (π.χ.
Ἀνδρομάχη 98 και Ἄλκηστις 935). Ο Πλάτων θεωρεί ότι μέσω του δαιμονικού στοιχείου
επιτυγχάνεται η επικοινωνία των ανθρώπων με τους θεούς (υμπόσιο 202d13 – 203a6). Ο
προσωπικός δαίμων καθοδηγεί τον άνθρωπο στο ανώτατο, θεϊκό μέρος της ψυχής
(Σίμαιος 90a2 – c8). Η περίπτωση του δαιμονίου του ωκράτη είναι μοναδική. Ο ίδιος
πίστευε ότι μία φωνή ερχόταν από κάποια πηγή έξω από αυτόν που την καλούσε
«δαιμονική», αλλά δεν προσπαθούσε να την προσδιορίσει περισσότερο (Φαἶδρος 242b). Η
ύστερη αρχαιότητα θεωρεί ότι είναι η φωνή ενός προσωπικού δαίμονα που κατοικεί μέσα
στον άνθρωπο, ένα είδος φύλακα – αγγέλου ή πνεύμα οδηγού (Dodds 1971, 221). Οι
δαίμονες έχουν σημαντική θέση στη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Για τον Πρόκλο και τον
Πλωτίνο είναι μεταφυσικές οντότητες που ελέγχουν το σύμπαν (Morgan 1996b, 454), ενώ
ο Πορφύριος και ο Ιάμβλιχος στηρίζουν στην ύπαρξή τους τις θεουργικές πρακτικές και
τα τελετουργικά της ευσεβούς μαγείας (DS ό.π., 17).
285 Βλ. 2.25.1, 3.23.3, 4.9.7, 5.11.1, 7.2.4, 7.5.1.
287 Π.χ. 3.5.1. Η Gasparro (ό.π., 78) θεωρεί ότι ο ἀγαθὸς δαίμων είναι η ευνοϊκή συγκυρία
κατά την οποία επεμβαίνει η θεότητα. το DS s.v. ἀγαθοδαίμων) ο ἀγαθὸς δαίμων είναι
το καλό πνεύμα, ο ευεργετικός θεός που ανταποκρίνεται στη θηλυκή θεότητα που
αποκαλείται ἀγαθὴ τύχη.
116
Λευκίππη στα επεισόδια της κρίσης μανίας και της δοκιμασίας αγνότητας
έκβαση των περιπετειών της. Σο μυθιστόρημα του Σατίου, όπως και του
2881.3.2, 3.21.1. Ο χρηστὸς θεὸς μπορεί να ταυτιστεί με τον ἀγαθὸν δαίμονα (4.19.6, 5.12.1-2,
5.26.13).
117
Β. Μαγεία και μάγοι
σώζονται την τελευταία στιγμή από την παρέμβαση κάποιου φίλου τους,
289 τον Φαρίτωνα πρόκειται για νεκροφάνεια της Καλλιρρόης ύστερα από κλωτσιά που
δέχθηκε στο διάφραγμα από τον Φαιρέα κατά τη διάρκεια σκηνής ζηλοτυπίας (1.4.12-
1.8.1). τον Ξενοφώντα τον Εφέσιο η «ανάσταση» της Ανθίας οφείλεται στην
αντικατάσταση δηλητηρίου από υπνωτικό φάρμακο (3.6.5-3.8.1). Η σωτηρία της για
δεύτερη φορά από θάνατο μέσα σε τάφρο οφείλεται στη φιλανθρωπία του φρουρού της
Αμφίνομου (4.6.3-4). τον Ηλιόδωρο αντί για τη Φαρίκλεια δολοφονείται η Θίσβη (1.29.4-
2.6.3). Ο δεύτερος πλαστός θάνατος της Λευκίππης μοιάζει με τον «θάνατο» της
Φαρίκλειας, αφού στη θέση της αποκεφαλίζεται από τους πειρατές μία ιερόδουλος. Ο
τρίτος «θάνατος» της Λευκίππης όπως και ο «θάνατος» του Φαιρέα στον Φαρίτωνα
(3.9.10) είναι πλαστές ιστορίες άλλων χαρακτήρων. ε αντίθεση με τους άλλους δύο
«θανάτους» της Λευκίππης ο τρίτος δηλώνεται εξ αρχής ως πλαστός. Σο θέμα
εμφανίζεται και στο βυζαντινό μυθιστόρημα του Θεοδώρου Προδρόμου Ῥοδάνθη καὶ
Δοσικλς.
290 Π.χ. Ηλιόδωρος 2.5.4, Ξενοφών Εφέσιος 5.9.5.
291
Οι ψευδείς αναγγελίες θανάτων είναι γνωστές από την τραγωδία π.χ. οφ. Ἠλέκτρα,
Ευρ. Ἴων, Ἑλένη, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Σαύροις, Ἄλκηστις. Ο Molinié (1982, 278 – 294) υποστηρίζει
ότι ρομαντικοί τόποι, όπως οι πλαστοί θάνατοι και οι μεταμφιέσεις, έχουν ως βασική
πηγή τους το ρητορικό σχήμα της συλλήψεως. Ο MacGill (2000, 323) επισημαίνει ότι με
τους πλαστούς θανάτους ο Σάτιος αναβιώνει και μετασχηματίζει ένα θέμα γνωστό από
τα επιτύμβια επιγράμματα.
118
Κλειτοφώντα και μία φορά σε μία εντυπωσιακή περιγραφή στη φυλακή,
από την ἔκφρασιν του διπλού πίνακα της Ανδρομέδας και του Προμηθέα
στο 3.6.3 – 3.8.7. Η σκηνή αποτελεί μέρος ενός τυπικού θυσίας ενός
διαδικασία για την ένταξή τους στη ληστρική ομάδα (3.22.3: πρωτομύστας
μυηθναι296).
292 Η πλαστή ιστορία για τον τρίτο «θάνατο» της Λευκίππης και η ψευδής είδηση για τον
θάνατο του Θέρσανδρου στη θάλασσα (5.23.3 – 4) δείχνουν την οιονεί μαγική δύναμη του
λόγου και την ικανότητά του να υποκαθιστά ακόμα και να διαστρεβλώνει τα γεγονότα.
293 Βλ. Reardon 1994a, 89.
294 Για μία συνοπτική αναφορά στην ερμηνεία του πρώτου πλαστού θανάτου από τους
μελετητές βλ. Γιατρομανωλάκη 1990, 634. Για το θέμα βλ. Αδαμίδη 2005, 386 – 393.
295 Οι ληστές χύνουν σπονδές πάνω στη Λευκίππη και την περιφέρουν γύρω από έναν
βωμό, ενώ ακούγεται μουσική αυλού και ψάλλονται αιγυπτιακοί ύμνοι. Έπειτα δύο
άνδρες τη δένουν σε πασσάλους, ανοίγουν την κοιλιά της, της αφαιρούν τα σπλάχνα, τα
ψήνουν στον βωμό και μετά τα διαμοιράζουν στους υπόλοιπους για να τα φάνε. τη
συνέχεια τοποθετούν το πτώμα της πάνω σε φέρετρο και εξαφανίζονται μαζί με τους
άλλους ληστές (3.15.1-6).
296 Πρβλ. τις μυητικές τελετουργίες των σατανιστών.
119
Ο «θάνατος» της Λευκίππης δεν μπορεί να εξηγηθεί από τη λογική
το ελληνικό. τον Ηλιόδωρο η θυσία της πρώτης λείας του πολέμου, των
τραγωδία297.
παράδοξον (βλ. σχόλιο Μελίτης στο 5.26.4: κατ’ ἐμοῦ γὰρ πάντα καινά·
τέρμα στη ζωή του δίπλα στο φέρετρο της αγαπημένης του (3.17.6: τρόμος
οὖν εὐθὺς ἴσχει με καὶ πρὸς τὸν Μενέλαον ἀπέβλεπον, μάγον εἷναι δοκῶν).
Λευκίππη και την καλεί να βγει από αυτό299. Η κοπέλα απαντά μέσα από
297 Βλ. θυσία δώδεκα Σρώων εφήβων στην πυρά προς τιμήν του Πατρόλου από τον
Αχιλλέα (Ἰλιάδα Χ, 175 – 183), θυσία Πολυξένης στον τύμβο του Αχιλλέα (Ευρ. Σρωάδες),
θυσία Ιφιγένειας από Αγαμέμνονα (Ευρ. Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι). κηνές άγριων
τελετουργικών περιέχουν και τα Εφεσιακὰ του Ξενοφώντα (π.χ. 2.6.1 – 5, 2.13.1 – 3).
Κανιβαλιστικές πράξεις και τελετουργικοί θάνατοι εντοπίζονται στα αποσπάσματα των
Φοινικικῶν του Λολλιανού (βλ. Stephens 1996, 669). Σο θέμα απαντά και στο ρωμαϊκό και
το βυζαντινό μυθιστόρημα (π.χ. Πετρων., ατυρικὸν και Θεοδ. Προδρ., Ῥοδάνθη καὶ
Δοσικλς. Βλ. Reardon 1994a, 83, Burton 1998, 188, Zeitlin 2008, 105).
298 Η αναπάντεχη εμφάνιση του Μενέλαου και του άτυρου είναι ένα άλλο παράλογον
περιστατικό (3.17.2). ε κανένα άλλο σημείο του μυθιστορήματος δεν γίνεται λόγος για
τις μαγικές ικανότητες του Μενέλαου. Αυτό που τον διακρίνει είναι η νηφάλια
αντιμετώπιση των καταστάσεων, η ευστροφία και η επινοητικότητά του, που
αποδεικνύονται απαραίτητα χαρακτηριστικά για την υπερνίκηση των εμποδίων (βλ.
συμβολή του στην αντιμετώπιση του Φαρμίδη και της μανικής κρίσης της Λευκίππης). Ο
Κλειτοφών αναγνωρίζοντας τις αρετές του και την πολύτιμη βοήθειά του τον
χαρακτηρίζει ἄξιον θεῶν (5.15.1).
299 Αυτός ο τρόπος επίκλησης φαντάσματος απαντά και στη σκηνή της νεκρομαντείας με
120
το φέρετρο και όταν αυτό ανοίγει αναδύεται με την κοιλιά της ανοιγμένη
κατάσταση301.
Ηλιόδωρος, που είναι πιο αναλυτικός στην περιγραφή του, προσθέτει το στοιχείο της
νεκρομαντείας και αντιμετωπίζει το επεισόδιο με σοβαρότητα. χετικά με τις λαϊκές
δοξασίες για τα φαντάσματα που μεταφέρονται στο έργο του Σατίου βλ. 2.24.4, 4.10.6,
πρβλ. και 6.4.4. Ο όρος φάντασμα έχει τη σημασία του ονείρου (4.10.6) και της ονειρικής
οπτασίας (2.24.4) ή απλά της οπτασίας (6.4.4). Επιπλέον, οι αναφορές σε φαντάσματα και
εἴδωλα (π.χ. 8.9.12) συνεχίζουν το θέμα της αντίθεσης ανάμεσα στη φαινομενική και την
αληθινή πραγματικότητα. Οι όροι φάντασμα και φαντασμάτιον απαντούν στην Ἑκάβη του
Ευριπίδη (στ.54, 390), στον Φαἶδρο του Πλάτωνα (81d) κ.α. Για τη σχέση ονείρου =-
φαντάσματος βλ. Αριστοτ. Περὶ ἐνυπνίων, 459a.
299
Dodds 1996, 24.
300 Για τη διάκριση «λευκής» - «μαύρης» μαγείας βλ. σ. 184 – 190.
301 Η σκηνή παρουσιάζει ομοιότητες με τη σκηνή της δίκης του Μιθριδάτη για την
απόπειρα απαγωγής της Καλλιρρόης από τον Διονύσιο. Ο Πέρσης παριστάνει τον μάγο
που βρίσκεται σε κατάσταση ένθεης μανίας και καλεί τον ἀγαθὸν δαίμονα για να
«αναστήσει» τον νεκρό Φαιρέα (5.7.10: Ἔνθεν ἑλὼν ὁ Μιθριδάτης φωνὴν ἐπρε καὶ ὥσπερ
ἐπὶ θειασμοῦ<φάνηθι, δαἶμον ἀγαθέ<). Η νίκη του επιτυγχάνεται, όπως του Μενέλαου
στον Σάτιο, χάρη σε μία coup de thé}tre (βλ. σχόλιο του Alvares 2000, 384).
121
της Λευκίππης επιτυγχάνεται και με τη συνδρομή θεϊκών δυνάμεων,
αναγνωστών. Σο στοιχείο της έκπληξης, που είναι κοινό στη θέα όλων
302 Η θεά Εκάτη ταυτίζεται με τη ελήνη, την Άρτεμη (βασική θεά στον Σάτιο) και την
Περσεφόνη. Η Εκάτη είναι θεά με δύο πρόσωπα. Άλλοτε ευεργετική και προστατευτική
και άλλοτε θεά του κάτω κόσμου. Θεωρείται προστάτις των νεκρών σωμάτων που
μένουν άταφα. τη Μήδεια του Ευριπίδη η Εκάτη παρουσιάζεται ως προστάτιδα θεά των
μαγισσών. Η θεότητα συνδέεται με το φεγγάρι και τον πρωτόγονο κόσμο των
φαντασμάτων. Σα τόξα στην αναπαράσταση της θεάς στην πλαστική τέχνη είναι
ενδεικτικά της μαγικής ενέργειάς της που λειτουργεί από μακριά. Η μνεία στη θεά στο
συγκεκριμένο επεισόδιο σε συνδυασμό με την αναφορά του άτυρου στον Ξένιο Δία
(3.17.5), θεό του Ολύμπιου δωδεκάθεου, δείχνει την πρόθεση του συγγραφέα να
αμφισβητήσει τις πρωτόγονες χθόνιες θεότητες που σχετίζονται με τις μαγικές
πρακτικές (βλ. Billault 1986, 10 – 22, Sauzeau 2000, 199 – 221 ).
303 Ο Μενέλαος και ο άτυρος κατασκεύασαν μία πλαστή κοιλιά από λεπτό δέρμα
προβάτου, που τη γέμισαν με σπλάχνα και αίμα ζώων και την επέθεσαν στη Λευκίππη.
Ύστερα, φόρεσαν στην κόρη ένα φόρεμα για να κρύβει το τέχνασμα. Ση στιγμή της
θυσίας με ένα πτυσσόμενο μαχαίρι άνοιξαν την πλαστή κοιλιά της κοπέλας και έτσι
εξαπάτησαν τους βουκόλους. Σα επιθέματα της κοιλιάς της Λευκίππης δηλώνονται με
τον όρο μαγγανεύματα (3.18.3), δηλαδή απατηλά έργα μαγγανείας (για τη σημασία του
όρου βλ. LSJ9, s.v.)
304 3.15.5.-6: τάς ὄψεις ἀπέστρεφον τς θέας, ἐγὼ δὲ ἐκ παράλογου καθήμενος ἐθεώμην. Σὸ
122
μαγικές τελετουργίες και αποτρόπαιες πράξεις305. Ανάλογες αντιδράσεις
του θεάτρου είναι ένα είδος «μαγικής» τέχνης, που χρησιμοποιεί μέσα
επηρεαστεί από τον χριστιανισμό ως προς το θέμα του θανάτου και της
θρησκεία ήταν σκανδαλιστικό για την εποχή του και ήταν φυσικό να
ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι ο νεκρός
305 3.17.7: φοβερὸν θέαμα καὶ φρικωδέστατον, 3.18.4: φοβούμενος (ἀληθῶς γὰρ ᾤμην τὴν
Ἑκάτην παρεἶναι), 3.18.5: ἐκπλαγείς. Πρβλ. την αντίδραση του Καλάσιρη και της
Φαρίκλειας στη σκηνή της νεκρομαντείας στα Αἰθιοπικά (6.14.5).
306
Ο όρος τέχνη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το τέχνασμα του πτυσσόμενου
ξίφους (3.21.5) χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τις μαγικές πρακτικές. Σα επιθέματα
στην κοιλιά της Λευκίππης είναι μαγγανεύματα (3.18.3), δηλαδή έργο μαγγανείας,
απάτη. Σο θέμα της απάτης είναι κοινό στις μαγικές και τις θεατρικές τεχνικές (3.21.3: ὁ
χρησμὸς ἡμἶν εἰς τὸ λαθεἶν χρήσιμος, 3.21.4: οἱ μὲν ὁρῶντες δοκοῦσι<τὸν αὐτὸν τρόπον
τοὺς ὁρῶντας ἀπατᾶ, 3.21.5: δοκεἶ<οὐκ ἅν εἰδεἶεν).
307 Ο Κέλσος χαρακτηρίζει το θέμα της ανάστασης «απεχθές» και «αδύνατο» και ο
Πλωτίνος σίγουρα το έχει κατά νου, όταν γράφει ότι το «αληθινό ξύπνημα της ψυχής
είναι η αληθινή ανάσταση, όχι με το σώμα, αλλά από το σώμα» (3.6.6.71) (Βλ. Dodds 1995,
199). Ο φόβος και ο θαυμασμός είναι οι κυρίαρχες αντιδράσεις στο θαύμα της
ανάστασης. Η κάλυψη του προσώπου είναι αυθόρμητη κίνηση σε περιπτώσεις που
αποκαλύπτεται το θείο (βλ. και ανάλογη κίνηση Κλειτοφώντα). τις ευαγγελικές
περικοπές για την ανάσταση του Ιησού χρησιμοποιούνται τα ρήματα ἐγείρομαι,
ἀνίσταμαι (Κατὰ Ματθ., κγ΄, 7, Κατὰ Μάρκ. ιστ΄, 6 και 9, Κατὰ Λουκ. κδ΄. 7) και ἀναβαίνω
(Κατὰ Ἰωάν. κ΄17), πρβλ. (η Λευκίππη) κάτωθεν ἀνέβαινε (3.17.7). Σο ρήμα ἀναβιῶ
χρησιμοποιείται πέντε φορές για τη Λευκίππη και μία για τον Θέρσανδρο. Όλες τις
φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι η χρήση του ρήματος αυτού ενέχει κάποια χροιά
ειρωνείας (βλ. Γιατρομανωλάκη 1990, 669). Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του όρου
παλιγγενεσία για την ανάσταση της ηρωίδας του Φαρίτωνα (1.8.1). Η χρήση του όρου από
τον Λόγγο (3.4.2) είναι η μοναδική νύξη στο θέμα της ανάστασης στο ποιμενικό
μυθιστόρημα. (Ο όρος κυρίως σε χριστιανούς συγγραφείς π.χ. Κατὰ Ματθ. ιθ΄, 28).
123
μπορεί να επιστρέψει στη ζωή308. Η επιρροή από τον χριστιανισμό
φαίνεται στη διάσταση του σώματος και της ψυχής, που προβληματίζει
του δαίμονος και της Σύχης. τον «τραγικό» του θρήνο ο Κλειτοφών
μέμφεται τον παιγνιώδη ρόλο της Σύχης (3.16.3: τῶν σῶν ἀτυχημάτων
εκφράζει την πίστη του στον ἀγαθὸν δαίμονα και την Σύχη, που συνεργούν
στην αίσια έκβαση της περιπέτειας310. Έτσι, παρά τη λογική ερμηνεία του
δύσκολες στιγμές τους ήρωες και προωθεί την ένωσή τους. Η πίστη στο
θείο τονίζεται από το λεξιλόγιο των ιερών τελετών και των μυστηρίων311.
Η πίστη στη θεία πρόνοια είναι κοινή στα μυθιστορήματα του Σατίου και
του Λόγγου. Φάρη στην ευεργετική της δράση το κιβώτιο με τον θεατρικό
εξοπλισμό φθάνει στα χέρια του Μενέλαου και του άτυρου (3.20.6), όπως
124
εμπιστοσύνη που εκφράζει για τη δύναμη της ανθρώπινης διάνοιας που
στοιχείο.
της εποχής του. Ο Κλειτοφών εκφράζει τη δυσπιστία του για τις μαγικές
ύστερα από την πληροφόρησή του από τον Κλειτοφώντα για την
της Λευκίππης (3.18.3)312. Ο Σάτιος επιτρέπει στον αφηγητή του να πει όχι
μόνο ό,τι είδε ο ίδιος να συμβαίνει, αλλά και ό,τι έμαθε αργότερα. Με τον
τρόπο αυτό προστατεύει τον αναγνώστη του από τις ψευδαισθήσεις και
του δηλώνει ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω από τη «θυσία» της Λευκίππης
και την «ανάστασή» της από τον «μάγο» Μενέλαο. Ο αναγνώστης έχει
αρκετό χρόνο και υλικό για να διαμορφώσει τη δική του αντίδραση στη
σκηνή. Μετά το τέλος του επεισοδίου μπαίνει στη θέση του Κλειτοφώντα
αυτή επιρρωνύεται από τις συμβουλές του Κλεινία προς τον Κλειτοφώντα
μετά την αναγγελία του τρίτου πλαστού θανάτου της Λευκίππης: Σὶς γὰρ
312 Η λεπτομέρεια αυτή συνιστά απόκλιση από την αφηγηματική τεχνική της
πρωτοπρόσωπης αφήγησης, αφού ο Κλειτοφών στο σημείο αυτό δεν είναι δυνατό να
γνωρίζει το τέχνασμα του Μενέλαου και του άτυρου. Για την απόκλιση του Σατίου από
την τεχνική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης με εσωτερική εστίαση βλ. Reardon 1994a, 84.
313 Για τον αφηγηματικό μηχανισμό που προκαλεί το γέλιο στη σκηνή βλ. H~gg 1971, 105.
125
(7.6.1-2). Με τις αλλεπάλληλες νεκραναστάσεις της Λεκίππης ο
126
2) Επωδές και φάρμακα
σκοπούς, όπως για την πρόκληση ερωτικού πόθου, ή για τη λύτρωση από
της επωδής και το πρακτικό της χρήσης του φαρμάκου316. Σο τυπικό αυτό
314 Από το μυθιστόρημα του Λόγγου απουσιάζουν οι αναφορές σε ερωτικά φίλτρα και
ξόρκια. Ο συγγραφέας προτιμά να μιλήσει για ωδές αντί για επωδές και να τονίσει τη
μαγική διάσταση της μουσικής. Εξάλλου, η λέξη Ὠδὴ χρησιμοποιείται εναλλακτικά αντί
της λέξης ἐπῳδή. Ο όρος φάρμακον χρησιμοποιείται με τη σημασία του δηλητηρίου που
προκαλεί ερωτικό πόνο (1.18.2) και με τη σημασία του θεραπευτικού μέσου για την
αντιμετώπιση του πόνου αυτού (1.32.4). Μετά τη γνωμάτευση του Υιλητά για το
remedium amoris (2.7.7) οι ήρωες επιδίδονται σε έναν αγώνα αναζήτησης του φαρμάκου
που θα τους λυτρώσει από τον ερωτικό πόνο (2.8.5, 2.9.1, 2.9.2, 3.14.1, 3.14.3). Επομένως, το
μοτίβο του ερωτικού φίλτρου ανακαλείται μόνο για να απορριφθεί.
315 Βλ. κεφάλαιο με μυθιστόρημα Ηλιοδώρου στη συνέχεια.
316 Και στη θεουργία (βλ. σ. 20 – 21) συνδυάζονται οι τελετές (το δρώμενον) με τον
127
Κλειώ από το τσίμπημα σφήκας. Ο συγγραφέας δεν δίνει πληροφορίες για
το περιεχόμενο και τον τρόπο εφαρμογής της ἐπῳδς, παρά μόνο για τη
μετάδοση της γνώσης στην κοπέλα από κάποια Αιγύπτια318. τη συνέχεια
των ηρώων, αφού αποτελεί την αφορμή για το πρώτο τους φιλί319. Οι
στίχους (ή φράσεις από τον Βιργίλιο και τη Βίβλο, που διακρίνονται για τον ρυθμό τους,
το μέτρο τους και την επανάληψη λέξεων). τη νέα ελληνική χρησιμοποιείται
εναλλακτικά αντί της επωδής η λαϊκή λέξη «ξόρκι» που παραπέμπει στο ρήμα «ξορκίζω
(κάτι)», δηλαδή το διώχνω, το διατάζω να φύγει μακριά. (Για τον όρο επωδή, βλ. LSJ9,
OCD, Hofmann, Chantraine και Faraone 2004, 54, Kotansky 1991, 116, Graf 1997, 41, 46,
Faraone 1996, 95.)
318 Οι μαγικές γνώσεις κληροδοτούνταν από γερόντισσες δια του προφορικού λόγου, ή
Χαρμίδη του Πλάτωνα, όπου εκφωνείται επωδή και ταυτόχρονα χορηγείται φάρμακο σε
μορφή φύλλου για τη θεραπεία πονοκεφάλου. Θεωρεί ότι και τα δύο επεισόδια έχουν
ενσωματωθεί στην αφήγηση ως «τρικ» για να αποπλανηθεί το επιθυμητό πρόσωπο.
ύμφωνα με τη μαρτυρία του Πινδάρου οι επωδές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της
πρακτικής του Ασκληπιού (Πυθ. 3.51 – 53).
320 ε λίγες μόνο αράδες του πρωτότυπου κειμένου επαναλαμβάνονται αρκετές φορές οι
λέξεις ἐπῳδή, ἐπῳδὸς και (κατ)ἐπᾴδω (2.7.2, 2.7.3, 2.7.4, 2.7.5, 2.7.6, 2.7.7).
321 Σα φάρμακα διακρίνονται στα εξωτερικώς επιτιθέμενα (α. χριστά, δηλαδή αλοιφές και
128
να υπνωτίσει τα πρόσωπα που στέκονται εμπόδιο στη σχέση του κυρίου
λογοτεχνική απόγονος της Κίρκης, της Μήδειας και της Υαίδρας323 ζητά τη
γυναίκα μεταφέρει τις φήμες για τις Θεσσαλές γυναίκες που μαγεύουν
322 Ο Θέρσανδρος αποδίδει τον έρωτα της συζύγου του και της Λευκίππης για τον
Κλειτοφώντα σε φαρμακεία, δηλαδή χρήση κάποιου μαγικού ερωτικού φίλτρου (6.16.17).
Ανάλογη κατηγορία για γοητεία εξαπολύει εναντίον της Λευκίππης και του
Κλειτοφώντα η Μελίτη (5.25.3). Για την καταδίκη της φαρμακείας κατά τους κλασικούς
χρόνους βλ.σ. 221.
323 Για τη σύγκριση της Μελίτης με άλλες λογοτεχνικές μάγισσες βλ. Laplace 2007, 561 –
565.
324 Ο Πλούταρχος (Ὑγιεινὰ παραγγέλματα 26a5) περιγράφει Θεσσαλούς μάγους, που
του ρόλου της σκλάβας αντιμετωπίζονται από τη Laplace (1991, 45 – 46 και 2007, 576) ως
τελετουργικό rite de passage και δηλώνουν το τέλος της εφηβείας της πρωταγωνίστριας.
Η προσωρινή μεταμόρφωση της Λευκίππης αποτελεί ένδειξη ότι η ηρωίδα δεν είναι τόσο
αθώα και αγνή όσο φαίνεται. Η σκοτεινή πλευρά της Λευκίππης δηλώνεται
επανειλημμένως στο μυθιστόρημα.
326 Για τη χρήση των βοτάνων στις μαγικές πρακτικές είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο
στην Ὀδύσσεια με τη μεταμόρφωση των συντρόφων του Οδυσσέα από την Κίρκη και η
σωτηρία του ήρωα χάρη στο μῶλυ (κ, 305), το βότανο με το οποίο τον εφοδίασε ο Ερμής.
129
πρακτικές και θυμίζουν τις δύο κατηγορίες επωδών των μαγικών
που στοχεύουν στην εξόντωση των αντιζήλων και τη μείωση του ερωτικού
ένα χάπι ὅσον ὀρόβου μέγεθος που διαλύεται σε λάδι και επαλείφεται στο
327 Βλ. π.χ. δικαιολόγηση της πράξης από την ίδια τη Μελίτη στο 5.26.12.
328 Για παράδειγμα, ο Όμηρος για να εκφράσει το συναίσθημα του ερωτικού
ξεμυαλίσματος χρησιμοποιεί φόρμουλες που περιγράφουν νεκρούς ή πληγωμένους
πολεμιστές. Για τον έρωτα ως νόσον και ἕλκος βλ. και 1.6.3, για τον έρωτα ως φωτιά βλ.
1.11.3, 2.5.2, και Λόγγο 2.8.4.
329 Βλ. επανάληψη των όρων μανία και μαίνομαι στα χωρία: 4.9.2, 4.9.4, 4.9.6, 4.10.6, 4.15.1,
4.15.4, 4.15.6, 4.17.3. Η κοπέλα έχει ακραίες, βίαιες αντιδράσεις. Παλεύει με όποιον την
πλησιάζει και τα μάτια της είναι κατακόκκινα από αίμα. Ακόμα και όταν τη δένουν δεν
ηρεμεί. Ύστερα από ένα διάστημα που παραδίνεται στον ύπνο εξακολουθεί να βγάζει
ακατανόητες κραυγές. Η συμπεριφορά της Λευκίππης θεωρείται ανάρμοστη για τον
χαρακτήρα και την ευγενική της καταγωγή και δείχνει μία από τις πολλές πλευρές της
προσωπικότητάς της (βλ. και Durham 1938, 16). Ανάλογες κρίσεις περνούν οι ηρωίδες του
Ηλιοδώρου (3.7.1 – 4.10.1) και του Ξενοφώντα του Εφεσίου (5.7.2 – 5.7.9). την περίπτωση
της Φαρίκλειας ο Καλάσιρης κάνει λόγο για βασκανία και προσπαθεί να την
αντιμετωπίσει με καθαρά μαγικά μέσα. τα Ἐφεσιακὰ η Άνθια επινοεί μία κρίση
επιληψίας για να αποφύγει την εκπόρνευσή της.
130
φίλτρο που της χορήγησε ένας Αιγύπτιος στρατιώτης ονόματι Γοργίας
στο αντίδοτο που παρασκεύασε από κοινὰ και ἐδώδιμα συστατικά ένας
για τις υπηρεσίες του και δίνει το φάρμακο στη Λευκίππη ύστερα από ένα
330 Σο «καλό» αυτό φάρμακο αντιδιαστέλλεται με το βάρβαρον και ἄγριον φάρμακο που
προκάλεσε την κρίση (4.17.1). Αυτή η διάκριση θυμίζει τη διάκριση λευκής – μαύρης
μαγείας στον Ηλιόδωρο.
331 Και στις σύγχρονες μαγικές πρακτικές τα ξόρκια συνοδεύονται από διάφορες
ικανότητες και εντοπίζει την αιτία της κρίσης της (4.15.1: «Διὰ σὲ μαίνομαι, Γοργία», βλ.
και 4.17.3). Η φρενιτιώδης κατάσταση της Λευκίππης που μιλά εκ μέρους του θεού
μπορεί να παραβληθεί με την κατάσταση της ἐνθέου Πυθίας, που μιλά με γρίφους και
σύμβολα (Φαἶδρος 244a-b). Ο θεἶος δαίμων που εκφράζεται μέσα από το όνειρο της
Λευκίππης είναι η ενδιάμεση δύναμη που προσδιορίζει η Διοτίμα στο υμπόσιο (201 d – e,
βλ. και Φαἶδρο 265a). Σα είδη της μανίας προσδιορίζονται στον Φαἶδρο (265a, βλ. και
Dodds 1996, 59 – 75). Εξάλλου, στους πλατωνικούς Διαλόγους συμμετέχουν σοφιστές που
ονομάζονται Γοργίας και Φαρμίδης. Για τις πλατωνικές απηχήσεις στο επεισόδιο βλ.
Laplace 2007, 469. Για τα προφητικά χαρίσματα επιληπτικών και θεολήπτων ατόμων βλ.
Dodds ό.π., 219 και Dodds 1971, 225 και 228. Σύποι κατοχής «κατόπιν αιτήσεως»
περιγράφονται στους Μαγικούς Παπύρους (π.χ. PGM IV. 850 – 929). Η μανία και
συγγενείς της όροι (μαινόμενος, ἐπιμανής) χρησιμοποιούνται στον Σάτιο για να δηλώσουν
ένα έντονο συναίσθημα που διαταράσσει τη φυσιολογική συνείδηση, κάτι που ο Dodds
(1996, 24) παραλληλίζει με την ομηρική ή τραγική ἄτη (π.χ. 7.9.14, 7.15.4). Για τον όρο με
τη σημασία της οργής και του παραλογισμού βλ. 2.29.2, 6.3.1, 6.9.1.
333 4.10: νοσήματα, θεραπείαν, νοσημάτων φάρμακον, φάρμακον.
131
γνωματεύσεων334. Η αντιπαράθεση των απόψεων απλών αδαών
πίσω από την θεραπεία της Λευκίππης και χρησιμοποιεί σαν εκτελεστικό
τον θρήνο, τη μομφή της Σύχης και την ανάμνηση των περασμένων
334 ύμφωνα με τη δογματική εξήγηση των Αιγυπτίων στρατιωτών, που βασίζεται στο
δόγμα του γιατρού του 3ου αι. π.Φ. Ερασίστρατου του Κείου, η αιτία της μανίας
εντοπίζεται στη ζέση της νεότητας (βλ. αναλυτικά MacLeod 1969, 97 – 105, βλ. επίσης
περιγραφές ανάλογων κρίσεων τρέλας που οφείλονται στην εφηβική ηλικία και οδηγούν
σε αυτοκτονία στο ιπποκρατικό εγχειρίδιο Περὶ παρθενίων του τέλους του 5ου αι. π.Φ.).
Μία δεύτερη εξήγηση δίνεται από τον γιατρό που χορηγεί τα τριών ειδών φάρμακα, ενώ
ο λιγόψυχος και αμφισβητίας Κλειτοφών επιρρίπτει τις ευθύνες στον δαίμονα και την
Σύχη (4.9.7).
335 Βλ. σχόλιο στην παρέκβαση του ελέφαντα (4.4.8: ἀλλ’ ἔστιν ἰατρὸς ἀλαζὼν καὶ τὸν
«τυγχάνεις;», 4.15.3: δαίμων γάρ μοί τις αὐτὸν ἐμήνυσε νύκτωρ· σῦ δὲ διηγητὴς γενοῦ τῶν
θείων μηνυμάτων, 4.15.5: ἔσωσε δὲ αὐτόν, ὡς εἰκός, ὑπὲρ ὑμῶν ἡ Σύχη, 4.15.6: ἀγαθὰ
γένοιτο τς διακονίας, 4.17.6: ὁ γὰρ ὁ άτυρος ἔτυχεν ἔχων ἐζωσμένος.
338 Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι στο μυθιστόρημα του Σάτιου σχετίζονται με τη σωματική
132
υνοψίζοντας τα φάρμακα χρησιμοποιούνται από δευτερεύοντες
339 Οι χαρακτήρες αυτοί, ειδικά ο άτυρος (ή ο Γνάθων στον Λόγγο) θυμίζουν τύπους της
Νέας Κωμωδίας (βλ. και σχετική άποψη των Morgan-Harrison, 2008, 221). Φαρακτήρες με
τα ονόματα Φαιρέας ή Γοργίας απαντούν και στον Δύσκολο του Μενάνδρου. Οι επιρροές
της νέας κωμωδίας στο ΑΕΜ είναι αδιαμφισβήτητες και αποδεικνύονται τόσο από τα
θέματα (έρωτας νέων με αίσια κατάληξη τον γάμο, περιπέτειες, αναγνωρίσεις,
ραδιουργίες, ανταγωνισμοί), όσο και από την παρεμβολή ηθικών γνωμών, από τον
καθοριστικό ρόλο της Σύχης στις εξελίξεις και από την πιστή απόδοση χαρακτήρων από
την καθημερινή ζωή (όπως πονηροί δούλοι επιρρεπείς σε μηχανορραφίες σαν τον
άτυρο ή τον ωσθένη).
340 Βλ. Marsh 1979, 71. την πραγματικότητα η πρόσβαση των γυναικών σε άνδρες
ειδικούς που παρείχαν τις συμβουλές τους και επινοικίαζαν τα μαγικά εγχειρίδιά τους με
αμοιβή δεν ήταν εύκολη λόγω του περιορισμού τους στο πλαίσιο του οἴκου (βλ. Winkler
1979, 91). Για το ποιοι εφάρμοζαν την ερωτική μαγεία στην κλασική αρχαιότητα και την
ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο βλ. αναλυτικά Dickie 2000, 563-583.
341 Περισσότερο εμφανή είναι στο ρωμαϊκό μυθιστόρημα του Απουληίου, που σύμφωνα
με τον Eitrem (1941, 77) θυμίζει σε κάποια σημεία τα παραμύθια νεράιδων. Για τη
σύνδεση της Αιγύπτου με την ιατρική και τη μαγεία βλ. Ηροδ. 2, 84, Ευρ. Ἀνδρομάχη (159
– 160), Θεοκρ. Εἰδ. 2, Ομ. Ὀδύσσεια, δ, 220 – 230.
133
του χρήστη και τον επιδιωκόμενο στόχο. Η διπλή, όμως, υπόσταση της
αφού συμβάλλουν στην υπερνίκηση των εμποδίων και στην εξέλιξη της
μωσαϊκό μιας κοινωνίας που είναι διχασμένη όσον αφορά την υιοθέτηση
περιέχει σε μαγικό φίλτρο (βλ. ενότητα για μαγεία του λόγου σ. 141 – 146).
134
3) Η «μαγεία» του κάλλους
Σο θέμα της μαγικής επιρροής της ομορφιάς είναι γνωστό από τον
όπως και όλοι οι ερωτικοί συγγραφείς εκτός από τον Λόγγο, κάνουν
συχνές αναφορές στην εξωτερική εμφάνιση των ηρωίδων τους και την
ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα. το ιδανικό της Λευκίππης που είναι
342 Για τον παραλληλισμό της Λευκίππης με την Άρτεμη και τον συμβολισμό του βλ. σ. Η
Λευκίππη είναι κατώτερη από τη θεά, όπως δείχνει το σχόλιο «Οὐκ ἄλλην τοιαύτην», ἔφη,
«μετὰ τὴν Ἀρτεμιν εἷδον» (7.15.1-2). Αντίθετα, ο Ηλιόδωρος και ο Ξενοφών ο Εφέσιος
ταυτίζουν τις ηρωίδες τους με την Άρτεμη και ο Φαρίτων με την Αφροδίτη.
343 Βλ. εκτενή περιγραφή της εξωτερικής της εμφάνισης στο 1.4.3 – 4, μεταφορές από τον
φυτικό κόσμο (1.19.1), παρομοιώσεις με κήπο, ρόδο (2.36.2), παγώνι (1.16.2 – 3) και την
Αλεξάνδρεια (5.1.1 – 5.1.5), που αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της ομορφιάς
του είδους τους. Οι κήποι χρησιμοποιούνται στον Όμηρο ως μεταφορές για όμορφες
γυναίκες, όπως η Καλυψώ (Ὀδύσσεια ε, 63 – 75) και η Ναυσικά (Ὀδύσσεια η, 112 – 132). Για
το θέμα βλ. και Hunter 1983, 55.
344 Σο επίθετο καλὸς είναι το συνηθέστερο για την απόδοση της εξωτερικής ομορφιάς π.χ.
5.11.5, βλ. και 2.16.2, 5.13.1, 7.15.1. τους ήρωες της Ἰλιάδας η φυσική ομορφιά
συνοδεύεται από ευγενικό χαρακτήρα, ρητορική δεινότητα και θάρρος. Η επίτευξη του
ιδανικού του καλοῦ κἀγαθοῦ στην Πολιτεία του Πλάτωνα προϋποθέτει άσκηση στη
μουσική, τον χορό και την ποίηση.
135
υπέρμαχοι του γυναικείου και του αρσενικού κάλλους αντίστοιχα345. Η
είναι ενδεικτική της τάσης του Σατίου για αμφισβήτηση του μοτίβου της
προσδίδει μαγικές διαστάσεις μόνο στη γυναικεία ομορφιά και όχι στην
μυθιστορηματικού μοτίβου348.
στη γέννηση του έρωτα. Καταλυτικός είναι ο ρόλος των ματιών, που
μεταφέρουν αρχικά την έκπληξη και τον θαυμασμό στην ψυχή του θεατή
345 Βλ. ανάλογη διάκριση στις δύο εκδοχές της Αφροδίτης στο 2.36.2. ύμφωνα με τον
Κλειτοφώντα το γυναικείο κάλλος δεν φθείρεται γρήγορα και ως προς αυτό το σημείο
πλησιάζει το θεϊκό στοιχείο (2.37.1). Ο Μενέλαος από την άλλη κατηγορεί την ομορφιά
των γυναικών επειδή είναι τεχνητή και οφείλεται σε καλλωπιστικά μέσα, όπως
αρώματα, βαφές, αλοιφές (2.38.2) (για τη σημασία των καλλωπιστικών μέσων στην
ανάδειξη της γυναικείας ομορφιάς βλ. Λόγγο 3.15.1, 4.32.1). Ακόμα, όμως, και ο λάτρης
του ανδρικού κάλλους ομοφυλόφιλος Κλεινίας παραδέχεται ότι η γυναικεία ομορφιά
λειτουργεί ως παυσίλυπο (1.8.8). Για τo θέμα της ερωτικής αγωγής (ars amatoria) και τη
σύγκριση ομόφυλου – ετερόφυλου έρωτα στον Σάτιο βλ. 1.81.10.
346 υμπόσιο 180d, Φαἶδρος 248c, 250c.
348 Η Μελίτη θαυμάζει το αποτέλεσμα της μεταμφίεσης του Κλειτοφώντα στο 6.1.3 και
τον παραλληλίζει με τον Αχιλλέα, όμως πουθενά δεν αναφέρεται ότι τον ερωτεύτηκε για
την εξωτερική του εμφάνιση. Ο Κειτοφών ερωτεύεται τη Λευκίππη με την πρώτη ματιά
(1.4.4, 1.9.4), αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για την πρωταγωνίστρια. Για το θέμα του
κεραυνοβόλου έρωτα στο ΑΕΜ βλ. Ηλιόδωρο 3.5.4, 8.5.6, Φαρίτωνα 1.1.6, Ξενοφώντα
Εφέσιο 1.3.1.
136
αδυνατεί να τιθασσεύσει (1.4.4)349. Η απόσπαση της προσοχής του ματιού
οπτική επαφή με την αγαπημένη του και όταν αυτό δεν είναι δυνατό,
ἁλίσκομαι353.
349Ο Πλάτων δίνει μία μηχανιστική εξήγηση της ερωτικής έλξης λέγοντας ότι ξεκινούν
φυσικές «απορροές» από τα μάτια του ερωτευμένου, που τελικά επιστρέφουν στο σώμα
απ’ όπου προήλθαν (Φαἶδρος 251b, 255c-d) (βλ. και Dodds 1996, 289).
350 Άποψη του Goldhill (1995, 71), ο οποίος υποστηρίζει ότι η ιστορία του ερωτευμένου
ματιού, η φυσιολογία του και η δραστηριότητά του είναι προσθήκη του Σατίου στην
πραγμάτευση των παραδοσιακών στοιχείων της ερωτικής αφήγησης.
351 1.4.4: κάλλος γὰρ ὀξύτερον τιτρώσκει βέλους καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν εἰς τὴν ψυχὴν
353 1.4.4: ὡς δὲ εἷδον, εὐθὺς ἀπωλώλειν, 1.4.5: οἱ δὲ οὐκ ἤθελον, ἀλλ’ ἀνθεἶλκον ἑαυτοὺς ἐκεἶ
τ τοῦ κάλλους ἐλκόμενι πείσματι, καὶ τέλος ἐνίκησαν, 4.6.2: Λευκίππη μὲ ἀπολώλεκε,
2.16.2: ἦν γὰρ ἑαλωκὼς ἐκ τς θέας, 4.3.1: καὶ εὐθὺς ἑαλώκει.
354 2.13.1: Καὶ ἦν ἐξ ἀκος ἐραστής. 6.4.4: μεστὸς γενόμενος ἐκ τῶν εἰρημένων ὡσεὶ κάλλους
φαντάσματος, φύσει καλοῦ, 6.11.4: ἐγὼ γάρ σου πρὸς αὐτὸν περὶ τοῦ κάλλους πολλὰ
ἐτερατευσάμην καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ φαντασίας ἐγέμισα. Ο Φαρίτων σε ανάλογη σκηνή
(6.7) παρουσιάζει τον Έρωτα να ταλαιπωρεί τον Αρταξέρξη θυμίζοντάς του λεπτομέρειες
της εμφάνισης και της συμπεριφοράς της Καλλιρρόης (πρβλ. και Απολ. Ροδ.,
Ἀργοναυτικά, 3.442-58, όπου η Μήδεια εκστασιάζεται με την όψη του Ιάσονα και την
«κρατά μέσα της»).
137
λόγου, η όραση είναι πιο ασφαλής οδηγός από την ακοή στη γέννηση του
του κάλλους και του λόγου είναι δυναμική και αμφίδρομη. Ένα όμορφο
θέαμα εμπνέει για μία τερπνή ιστορία και αντίστροφα ο λόγος προσδίδει
μέσων. Η σύνδεση της ομορφιάς με τις μαγικές πρακτικές και ειδικά με τις
355 Βλ. άποψη Ηλιοδώρου ότι η όραση είναι η πιο κινητική και η πιο θερμή από όλες τις
αισθήσεις, γι’ αυτό γίνεται πιο δεκτική σε καθετί που εκπέμπεται και επιφέρει τη
μετάδοση του έρωτα με τη φλογερή πνοή της (3.7.5).
356 Π.χ. θέα παγωνιού (1.16.2 – 3) ή κήπου (1.15).
357 Βλ. τα αποτελέσματα της ομορφιάς της Λευκίππης στον Κλειτοφώντα (1.4.4), στον
Καλλισθένη (2.16.2), στον Φαρμίδη (4.3.1, 4.6.2) και στον Θέρσανδρο (6.6.3).
358 6.6.3: ἰδὼν δὲ ὁ Θέρσανδρος τὸ κάλλος ἐκ παραδρομς, ὡς ἁρπαζομένης ἀστραπς
(μάλιστα γὰρ ἐν τοἶς ὀφθαλμοἶς κάθηται τὸ κάλλος) ἀφκε τὴν ψυχὴν ἐπ’ αὐτὴν καὶ
εἰστήκει τῆ θέα δεδεμένος, ἐπιτηρῶν πότε αὔθις ἀναβλέψει πρὸς αὐτόν. Ο Θέρσανδρος
«δένεται» από την ομορφιά της Λευκίππης και μετατρέπεται σε δούλο της σκλάβας. Ο
όρος defixio σημαίνει «να δένεις κάτω γρήγορα», «να κρατάς κάτω ακινητοποιημένο»,
δηλαδή «να υποτάσσεις ένα ανθρώπινο πλάσμα στις επιθυμίες σου» (Graf 1997, 120).
Σέτοια ξόρκια χαράσσονταν πάνω σε μολύβδινες πινακίδες και στη συνέχεια θάβονταν
στο έδαφος ή ρίχνονταν σε πηγάδια (Faraone 2004, 290). Για την πρακτική του μαγικού
«δεσίματος» και τα είδη των defixionum (π.χ. iudicariae, amatoriae, agonisticae βλ. Graf
1997, 120 – 121). Ο ρόλος των ματιών για την επιτυχία αυτής της μαγικής πρακτικής είναι
καθοριστικός (βλ. PGM IV, 1265 – 1274).
138
στόχο μαγικών μέσων, όπως οι επωδές, τα φίλτρα και οι αλοιφές. Η
υπερβολική ομορφιά προκαλεί τον φθόνο του βάσκανου ματιού και του
πρόληψη της βασκανίας, όπως το φτερό του παγωνιού (1.16.3), όμως δεν
απέναντι στο θέαμα κυρίως της αγαπημένης του και της Αλεξάνδρειας
359 Σο φτερό του παγωνιού λειτουργεί όπως η ματόχαντα που χρησιμοποιείται ακόμα και
σήμερα για να αποτρέψει το «κακό μάτι». Για το θέμα του βασκάνου κάλλους βλ. 5.25.8. Η
διαφορά Σατίου – Ηλιοδώρου στην αντιμετώπιση του κακού ματιού φαίνεται στις σκηνές
με την κρίση μανίας των πρωταγωνιστριών, την οποία ο Σάτιος αποδίδει σε ερωτικό
φίλτρο, ενώ ο Ηλιόδωρος σε βασκανία.
360
Η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτελεί βασικό άξονα της διδασκαλίας του
Επίκουρου. Μεταξύ των ηδονών περιλαμβάνονται και αυτές της γεύσης, της σάρκας, της
ακοής και της ωραίας μορφής. Ο κυνικός Αντισθένης θεωρεί την ηδονή τον κύριο εχθρό
στη ζωή του ανθρώπου. Σα σύμβολά της, ο Έρωτας και η Αφροδίτη, είναι ολέθριες
συμφορές.
361 Ανάλογη ταύτιση και στον Ηλιόδωρο (5.16.4).
362 1.9.4-5, 1.15.1: ἄλσος ἦν, μέγα τι χρμα πρὸς ὀφθαλμῶν ἡδονήν, 5.1.1: τὸ κάλλος καί μου
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐγέμισεν ἡδονς, 5.1.4: θεατὴς ἀκόρεστος ἤμην καὶ τὸ κάλλος ὅλον οὐκ
ἐξήρκουν ἰδεἶν, 5.1.5: ἐκράτει τὴν θέαν τὰ ὀρώμενα, εἸλκε τὰ προσδοκώμενα<τὴν ὄψιν
δυσερωτιῶν<ὀφθαλμοὶ νενικήμεθα, 5.12.1: τὸ μὲν γὰρ κάλλος ἡδονήν, ὁ δὲ πλοῦτος
τρυφήν, ὁ δὲ ἐρως αἰδῶ προξενεἶ.
363 Ο τολμηρός χαρακτηρισμός voyeur ανήκει στον Konstan (1994, 10).
139
που περιγράφεται ο αντίκτυπος της ομορφιάς της Λευκίππης και της
ερωτευμένων μεταξύ τους και τις σχέσεις των θεατών και των
αντίστοιχα.
364 Βλ. π.χ. φαντάζομαι (1.9.1), κατατραγῳδοῦντος, κάλλους φαντάσματος (6.4.4), φαντασίας
(6.11.4) και έντονη παρουσία ρημάτων όρασης στο χωρίο που περιγράφονται οι
ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Κλειτοφώντα από την Αλεξάνδρεια (5.1.1) (βλ. επίσης
σχόλια H~gg 1971, 104 και Γιατρομανωλάκη 1990, 681).
365 Βλ. Αδαμίδη 2004, 68. Οι Γραμματικοί αναφέρονται στην ηδονή ως χαρακτηριστικό του
ύφους ενός ρητορικού λόγου (π.χ. Διονυσ. Αλικαρν. Περὶ συνθέσεως, 10: Δοκεἶ δέ μοι δύο
ταῦτ’ εἷναι <τὰ> γενικώτατα, ὧν ἐφίεσθαι δεἶ τοὺς συντιθέντας μέτρα καὶ λόγους τε καὶ
λόγους, ἥ τε ἡδονὴ καὶ τὸ καλόν: ἀμφότερα γὰρ ἐπιζητεἶ ἡ ἀκοὴ ὅμοιον τὶ τῆ ὁράσει
πάσχουσα).
140
4) Η «μαγεία» του λόγου
στα Ποιμενικά. Ο Αχιλλέας Σάτιος δεν δείχνει τις προθέσεις του εξαρχής,
λόγος δεν είναι τόσο απόλυτη στον Σάτιο όσο στον Πλάτωνα ή τον
περιεχομένου367.
το έργο του ρήτορα Σατίου ο λόγος βασίζει τη δύναμή του στη
γλώσσα καλούν τον αναγνώστη να σχηματίσει την δική του κρίση, ενώ
στη θέση του ομιλητή και του ακροατή και προβληματίζονται για διάφορα
366 Πρβλ. πλατωνικό ορισμό της ερωτική αφήγησης ως ψυχαγωγίας<διὰ λόγων (Φαἶδρος
261a, 271c).
367 Π.χ. 2.20.3, 2.21.5, 4.6.1, 7.4.2 και χρήση όρων μυθολογία και μυθολογῶ (1.19.3, 2.37.5,
6.13.3, 7.11.1, 8.15.3, 8.17.1). Για την αντιπαράθεση των όρων βλ. 1.17.3 και 1.2.2, 1.2.3.
368 Και οι παράδοξες αφηγήσεις αποτελούν μέρος αγώνων λόγων που αποσκοπούν στον
εντυπωσιασμό του ακροατή (π.χ. 7.3.1: τὴν ἀντίδοσιν ᾔτει τοῦ λόγου τῶν ἀτυχημάτων, βλ.
και 8.5.9, 8.17.1).
369 Για τη λειτουργία του επαναληπτικού υλικού βλ. H~gg 1971, 245 – 303.
370 Π.χ. σύγκριση γυναικείου και ανδρικού κάλλους, ομόφυλου και ετερόφυλου έρωτα
141
με τον ακροατή λειτουργεί ως πρότυπο πάνω στο οποίο θα βασιστεί η
του.
συγγραφέα που έχει συνείδηση του ότι είναι ερωτικός (1.2.1: ἅτε δὲ ὢν
Έρωτα και μοιάζουν με τους κήπους και τους παραδείσους του Λόγγου375.
371 Π.χ. στο σημείο που ο Κλεινίας πληροφορείται την είδηση του φρικτού θανάτου του
Φαρικλή (1.12.2: ὥσπερ τυφῶνι βεβλημένος τ λόγῳ, πρβλ. Ηλιόδωρος 1.12.3, 8.5.8:
ἐκεχήνει, θαυμάζων ἕκαστον τῶν λεγομένων).
372 Ενδεικτικά αναφέρουμε την αλλαγή της στάσης του Φαρμίδη μετά τη διήγηση των
δεινών του Κλειτοφώντα (3.14.3), της Λευκίππης μετά τη θαυμαστή διήγηση του
Κλειτοφώντα (1.19.1) και μετά τις αβάσιμες κατηγορίες της μητέρας της (2.29.1), του
Κλειτοφώντα μετά τις ικεσίες της Μελίτης (5.26.1 – 5.26.13), του Θέρσανδρου μετά τη
συζήτηση με τη Λευκίππη (6.19.1 – 7.1.1) κ.α.
373 Βλ. 1.9.7, 1.10.1, 1.12.1, 5.20.4, 5.27.4. Για την παρουσίαση του έρωτα ως μάγου και
σοφιστή πρβλ. δεινὸς γόης καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής (Πλατ. υμπόσιο 203d).
374 6.18.3, 1.10.1 – 4.
375 Για τον ρόλο του ειδυλλιακού χώρου σε μία τερπνή διήγηση βλ. Πλατ. Φαἶδρος 230b – c.
Για τη λειτουργία του locus amoenus έγινε λόγος στον Λόγγο σε σχέση με τους κήπους
του Υιλητά και του Λάμωνα (σ. 33 και 62).
142
να αποπλανήσει τη Λευκκίππη376. Η διατριβή περί έρωτος του Κλεινία
προέρχεται κυρίως από την ερωτική πράξη379. Η επιλογή του όρου ἡδονὴ
για να δηλωθεί το αποτέλεσμα του λόγου αντί των όρων τέρψις και
δεχθεί ο Σάτιος από την τέχνη του θεάτρου380. Η μαγική επιρροή του
376 1.16.1: βουλόμενος οὖν ἐγὼ εὐάγωγον τὴν κόρην εἰς ἔρωτα παρασκευάσαι (πρβλ.
ανάλογο αποτέλεσμα αφήγησης ώστρατου για θαυμαστὴ μεταβολὴ Καλλισθένη στο
8.17.4: εὐαγωγοτέραν τὴν κόρην αὐτ γενέσθαι παρεσκεύασεν). Η παρουσία ενός
συνομιλητή που διευκολύνει τον βασικό ομιλητή με τις «αφελείς», αλλά σκόπιμες
απορίες του παραπέμπει στους πλατωνικούς Διαλόγους. Η Λευκίππη ανταποκρίνεται
στο υπαινικτικό ερωτικό κάλεσμα του Κλειτοφώντα και επιδεικνύει τις μουσικές της
γνώσεις. Έτσι, ο λόγος και η μουσική παρουσιάζονται ως μέρη του ερωτικού παιχνιδιού
και αναδεικνύουν το πεπαιδευμένο ήθος των πρωταγωνιστών.
377 Οι συμβουλές του Κλεινία και του Υιλητά ως προς τα στάδια της ερωτικής
των συμποσίων είναι επίμεμπτη (βλ. και παρατήρηση Goldhill ό.π., 69).
379 1.10.4: γυναἶκας<εὐφραίνει καὶ τὰ ήματα<ἐκ τς τῶν λόγων ἡδονς ἀκούει, βλ. και
και του φόβου και αποτελεί το τέλος αυτής (Αριστοτ. Ποιητική, 1453b10-14: οὐ γὰρ πσαν
δεἶ ζητεἶν ἡδονὴν ἀπὸ τς τραγωδίας, ἀλλὰ τὴν οἰκείαν. Ἐπεὶ δὲ τὴν ἀπὸ ἐλέου καὶ φόβου
διὰ μιμήσεως δεἶ ἡδονὴν παρασκευάζειν τὸν ποιητήν, φανερὸν ὡς τοῦτο ἐν τοἶς πράγμασιν
ἐμποιητέον).
143
οικειοποιείται θεατρικά στοιχεία (θεατρικότητα αντιδράσεων, ορολογία
ζωηρές οπτικές εντυπώσεις και να επιτύχει τη μέθεξη και την ηδονή του
θέμα της απάτης ή της παιδιάς του δαίμονος και της Σύχης και
συγγραφικής του τέχνης και συμπυκνώνει τις θέσεις του για τη δύναμη
381 Π.χ. εξαπάτηση Θέρσανδρου από φήμες για την ομορφιά της Λευκίππης και
επιτιμητικό σχόλιο για δύναμη λόγου: τοσαύτη γὰρ τοἶς ἀκολάστοις ὕβρις, ὡς καί τοἶς
ὠσὶν εἰς ἔρωτα τρυφν καὶ ταῦτα πάσχειν ἀπὸ ημάτων, ἃ τῆ ψυχῆ τρωθέντες διακονοῦσιν
ὀφθαλμοί (2.13.1). Η απάτη στον Σάτιο είναι μέρος του συγγραφικού παιγνίου. το
μυθιστόρημα γίνονται πολλές αναφορές σε τεχνάσματα, προφάσεις, σοφίσματα, δόλους,
κλοπάς, πλαστές διηγήσεις (4.1.3, 4.14.9, 5.3.2, 5.5.4, 5.6.1, 5.7.1, 5.16.3, 5.21.3, 6.2.4, 6.3.4,
6.4.1, 6.8.4, 7.1.4, 7.1.5, 7.11.2). Η απάτη δηλώνεται με τα ρήματα ἀπατῶ (3.18.5, 4.6.3, 7.3.7)
και προσποιοῦμαι (6.10.1, 7.1.3, 8.1.5). Οι σχετικοί όροι επιτείνουν το παιχνίδι ανάμεσα
στην άγνοια και τη γνώση. Η εξαπάτηση καθίσταται ευκολότερη από την αληθοφάνεια
των σχετικών μέσων. Η Pratt (1993, 74) συνδέει τη θέλξη με την απάτη και την
αντιδιαστέλλει από το ψεύδος. Η έννοια της απάτης συσχετίζεται με την αντίδραση του
κοινού και τον τρόπο που προσλαμβάνει ένα κείμενο σε σημείο που να θεωρείται
κριτήριο για τη διάκριση της μυθοπλασίας από τη μη μυθοπλασία (όπ. 80).
144
ιστορίας αυτής είναι ωραία και ηδονική382. την πορεία το μυθιστόρημα
εκπληρώνει τον ψυχαγωγικό του ρόλο μέσα από τον συνδυασμό του
την αληθοφάνεια και την ενάργεια του έργου και αποσκοπούν στην
382 Ο ερωτικός λόγος πρέπει να διαθέτει όλα εκείνα τα καλολογικά στοιχεία που
επιτρέπουν την παραγωγή ακουστικής ή αναγνωστικής ηδονής και γλυκύτητας (βλ.
Ερμογ., Περὶ ἰδεῶν, 344.13 – 345.2 Rabe). Οι «μύθοι», τα «διηγήματα» και οι «αισθησιακές»
περιγραφές είναι χαρακτηριστικά του ηδονικού λόγου σύμφωνα με τον Γιατρομανωλάκη
(166 βλ. και 162).
383 Π.χ. διήγηση για περίεργους γάμους (1.17.1-1.18.5), για «μυστήρια» (2.14.67-2.14.10),
αισωπικοί μύθοι για κουνούπι και λιοντάρι (2.20.3, 2.21.1 – 2.22.7), ιστορία φοίνικα (3.25.1-
7), περιγραφή ιπποπόταμου (4.2.2-3), ιστορία ελέφαντα (4.4.2-5), περιγραφές Νείλου
(4.11.3 – 4.12.8), κροκόδειλου (4.19.1-6), Αλεξάνδρειας (5.1.1-5.1.6), ιστορίες Πρόκνης και
Σηρέα (5.5.1-5.5.9), σύριγγος (8.6.3-8.6.15), Ροδόπης (8.12.1-8.12.9) κ.ά. ύμφωνα με τον
H~gg (1971, 108) αυτές οι παρεκβάσεις οφείλονται στην «ανοιχτή» μορφή του
μυθιστορήματος και στο ενδιαφέρον του συγγραφέα για πραγματείες φυσικής ιστορίας,
φιλοσοφίας, πολιτικής και για ό,τι άλλο μπορεί να προκαλέσει την προσοχή του κοινού.
384 Π.χ. περιγραφές πίνακα Ευρώπης (1.1.3 – 1.1.12), διπλού πίνακα Ανδρομέδας και
Προμηθέα (3.6.3 – 3.8.7), πίνακα Σηρέα, Υιλομήλας και Πρόκνης (5.3.4 – 5.3.8), όπως και
περιγραφές «συμπληρωματικών» πινάκων, όπως τους αποκαλεί η Laplace (2007, 120 –
131) της ελήνης (1.4.2) και του Αχιλλέα από το έργο του Υιλοστράτου (βλ. σ. 190). Ο
Σάτιος και ο Λόγγος ξεκινούν τα μυθιστορήματά τους με την περιγραφή ενός πίνακα, με
τη διαφορά ότι ο Λόγγος αποκαλύπτει την πρόθεσή του να αντιγράψει τὴν γραφήν (πρ.
1.2), ενώ ο Σάτιος την αποκρύπτει. Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν την ανωτερότητα
της λογοτεχνίας απέναντι στη ζωγραφική, όμως, ο Λόγγος το δηλώνει ξεκάθαρα από το
προοίμιό του, ενώ ο Σάτιος αναπτύσσει σε οκτώ βιβλία τα θέματα που βρίσκονται στις
«μικρογραφίες» των πινάκων του μυθιστορήματος (βλ. ανάλογη εκτίμηση ιμωνίδη που
παρατίθεται από τον Πλούταρχο στα Ἠθικὰ 346f ότι η ζωγραφική είναι ποίησις σιωπῶσα,
ενώ η ποίηση ζωγραφία λαλοῦσα). Η Laplace (2007, 96) θεωρεί ότι κάποιες ἐκφράσεις είναι
ενδεικτικές της αισθητικής του Σατίου, ενώ κάποιες άλλες είναι σημαντικές για το
ξετύλιγμα της πλοκής. Ο Γιατρομανωλάκης (1990, 171) παραβάλλει τον συνδυασμό των
ἐκφράσεων και της «πεζής» αφήγησης με τον συνδυασμό των λυρικών και των επικών
στοιχείων στην τραγωδία.
385 Οι τεχνοκριτικοί Θέων και Νικόλαος θεωρούν την ενάργεια βασικό χαρακτηριστικό
των ἐκφράσεων (βλ. π.χ. Θέων. 2, 118 Spengel: *ἔκφρασίς ἐστι+ λόγος περιηγηματικὸς
ἐναργῶς ὑπ’ ὄψιν ἄγων τὸ δηλούμενον, 2, 1199 Spengel: ἀρεταὶ δὲ ἐκφράσεως αἵδε,
σαφήνεια μὲν μάλιστα καὶ ἐνάργεια τοῦ σχεδὸν ὁρσθαι τὰ ἀπαγγελλόμενα Νικολ. 3, 491
Spengel: Ἔκφρασις δὲ πειρσθαι θεατὰς τοὺς ἀκούοντας ἐργάζεσθαι).
145
αποκαλύπτει αλήθειες για τη δύναμη του Έρωτα, παρέχει οδηγίες για την
ευσέβεια, την πίστη στο θείο, τη συνέπεια. Ο συνδυασμός της ἡδονς και
της ὀνήσεως επιτυγχάνεται μέσα από τη λογική και τη μαγική δύναμη του
αρετές άλλων τεχνών, όπως η ζωγραφική και το θέατρο, και διεκδικεί την
αυτονομία του, την αναγνώρισή του και μία θέση δίπλα στα έργα των
386 Βλ. σχετική άποψη της Laplace (2007, 322). Για τον συνδυασμό της ηδονής με την
ωφέλεια βλ. Πλάτ., Πολιτεία 10, 607d-e, Κρατύλο 419b και Αριστοτ. Ποιητικὴ 1453a35 –
1453b11.
387 Για την υποτίμηση του είδους από τους λογίους της εποχής βλ. σ. 12. Κατά την
146
Γ. Σο Παράδοξο
φαινόμενα, όπως στον Λόγγο και τον Ηλιόδωρο, αλλά και για
ενδιαφέρεται για την αληθοφάνειά τους όχι τόσο για να πείσει τον
αναγνώστη του για την ακρίβεια των γραφομένων, όσο για να τον
φαινόμενα και θεάματα προέρχονται από τον χώρο της Αιγύπτου, έναν
του κοινού.
388 Για παράδειγμα τα έργα του Ευημέρου και του Ιαμβούλου, που σώζονται από τις
περιλήψεις του ιστορικού Διοδώρου του ικελιώτη και από την παρωδία του Λουκιανού,
ή τα Ὑπὲρ Θούλην ἄπιστα του Αντωνίου Διογένη που σώζονται από περίληψη του Υωτίου
(βλ. Rohde 1876, 220 – 242).
389 H~gg 20002, 151.
147
συγχρόνως αντιμετωπίζει με ειρωνική διάθεση τις φυσικές ιστορίες που
βρίσκουμε και σε άλλες πηγές, όπως στον Αιλιανό, τον Οππιανό και τον
Πλίνιο390. Οι γάμοι του μαγνήτη και του σιδήρου, του αρσενικού και του
θηλυκού φοίνικα, του Ηλείου ποταμού και της ικελικής κρήνης και της
προβάλλουν την παντοδυναμία του έρωτα και τη σημασία του θεσμού του
η διήγηση του Υιλητά στον Λόγγο για την επιφάνεια του Έρωτα στον
κήπο του, που διδάσκει για την εμπειρία του έρωτα και επιπρόσθετα για
του με την ιστορία του για το καινὸν θέαμα της Σύρου, πόλεως ἐν θαλάσσῃ
390 Π.χ. για τον έρωτα οχιάς-σμέρνας βλ. Οππ., Ἀλιευτικά, 1.554 – 6, Αιλ., Περὶ τῶν ζῴων
ἰδιότητος, 9.66.1 και 1.50.1 – 6, Πλιν., Nat. Hist. 9.76. Για τον έρωτα μαγνήτη-σιδήρου βλ.
Πλάτ., Ἴων, 533d, Αριστοτ., Περὶ ψυχς, 405a 20 – 21.
391 Η δύναμη του έρωτα τονίζεται και από την πληθώρα των σχημάτων λόγου, όπως τις
148
γεωγραφικής τοποθεσίας της πόλης και θυμίζει την περιγραφή της
Λέσβου από τον Λόγγο (1.1.1: νομίσαις οὐ πόλιν ὁρν ἀλλὰ νσον). Ο
που αναβλύζει νερό μαζί με φωτιά, έναν Ιβηρικό ποταμό που τα νερά του
παράγουν μουσική με την πνοή του ανέμου και μία Λιβυκή λίμνη που
Πανός και της Μελίτης στη μαγική πηγή της Ροδόπης, ενώ στον Λόγγο
παράδοξος, 4.4.6: καινὸς ἐλέφαντος ἱππεὺς ὤν, 4.4.7: εἷδον<θέαμα καινόν. Για την
κυοφορία του ελέφαντα βλ. Αριστοτ. Περὶ τὰ ζα ἱστορίαι 546b11-13, 578a18-19, 596a11-
12. Ο Αιλιανός αναφέρει ότι ο ελέφαντας γοητεύεται από τις ωραίες γυναίκες (Περὶ ζῴων
1.38,4-6). Ο Φαρικλής μπορεί να παραβληθεί με τον ελέφαντα, που έλκεται από το
γυναικείο κάλλος. Για την εφαρμογή συγκεκριμένων θεραπευτικών από τα ζώα βλ.
Zucker 2000, 85 – 89.
149
προσπάθειες θεραπείας της από γιατρούς (4.9 – 4.11). Ανεξάρτητα από τη
εξωτικά στοιχεία394.
κύκλο των παραδόξων που σχετίζονται με τον ποταμό και κλείνει στο
θάλασσας και της ξηράς και στη θεώρηση του Νείλου ως ποταμού, ξηράς,
ασύνδετα σχήματα λόγου τονίζουν από άποψη μορφής τις αντιθέσεις του
αφού η δράση εξελίσσεται στη χώρα του Νείλου397 και λαμβάνουν μέρος
πρωταγωνιστή.
394 Όπως για παράδειγμα την ιστορία για το αρωματικό φυτό από την Ινδία, που αποτελεί
τροφή του ελέφαντα (4.5).
395 Σο θέμα της συνύπαρξης των αντιθέτων ξηράς – θάλασσας και μάλιστα σε πολεμικό
σκηνικό εντοπίζεται και στον Ηλιόδωρο (9.5.5: καινουργὸς δὲ ὢν ἀεί πως ὁ πόλεμος τότε τι
καὶ πλέον καὶ οὐδαμῶς εἰωθὸς ἐθαυματούργει, ναυμάχους τειχομάχοις συμπλέξας καὶ
λιμναίῳ στρατιώτῃ χερσαἶον ἐφοπλίσας). Για τον συγγραφέα των Αἰθιοπικῶν υπεύθυνος
για τα παράδοξα φαινόμενα είναι ο πόλεμος, ενώ για τον Σάτιο μάλλον το εξωτικό –
υπερφυσικό αιγυπτιακό στοιχείο, χωρίς όμως αυτό να δηλώνεται ρητά.
396 4.12.1: ναῦς ὁμοῦ καὶ δίκελλα, κώπη καὶ ἄροτρον, πηδάλιον καὶ δρέπανον, ναυτῶν ὁμοῦ
– 81. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αλεξάνδρεια είναι η μόνη από τους περιγραφόμενους
τόπους στη Λευκίππη (Σύρος, Έφεσος, ιδώνα, Βυζάντιο) που ο Σάτιος γνωρίζει καλά.
Όλες οι άλλες γεωγραφικές περιοχές είναι συμβατικές και εξυπηρετούν το μοτίβο των
περιπλανήσεων των ηρώων.
150
Ο Νείλος θεοποιείται στα Ἐφεσιακά398, μυθιστόρημα που
και της δικαιοσύνης (4.2.4) και τον παρουσιάζει στον αντίποδα του
Πανός για τη σωτηρία της Φλόης από τους Μηθυμναίους στον Λόγγο.401Η
398 Η θεοποίηση του Νείλου στο μυθιστόρημα του Ξενοφώντα σχετίζεται με το γεγονός
ότι στη δράση συμμετέχουν ολοζώντανες οι θεότητες της εποχής του (Εφεσία Άρτεμις,
Ρόδιος Ήλιος, Αιγυπτιακή Ίσις) και δεν εμφανίζονται ως λογοτεχνικές προσωπικότητες
(H~gg 20002, 49). Εξάλλου, στον Φαρίτωνα η πρωταγωνίστρια Καλλιρρόη επικαλείται τον
ποταμό Ευφράτη ως μάρτυρα για την αλήθεια των λόγων της, σαν να πρόκειται για
κάποιον θεό (6.6).
399 Βασική θεότητα στα δύο μυθιστορήματα είναι η Άρτεμη. Η δράση εκτυλίσσεται κατά
κύριο λόγο στην Αίγυπτο. Η Άνθια περνά μία κρίση επιληψίας (5.7.2-9), όπως η
Λευκίππη, με τη διαφορά ότι πρόκειταιγια τέχνασμα για να ξεφύγει από τα χέρια ενός
πορνοβοσκού. Επίσης, σώζεται με «παράλογο» τρόπο από τον εγκλεισμό της σε σπηλιά
(4.5.1-5.1.1). Ο Ξενοφών σε αντίθεση με τον Σάτιο επινοεί μία «φυσική» εξήγηση του
θαύματος. ε όλα αυτά μπορούν να προστεθούν τα αιγυπτιακά – ανατολίτικα στοιχεία
που διαμορφώνουν, όπως και στη Λευκίππη, μία παραμυθική ατμόσφαιρα (π.χ. ο
Αιγύπτιος γιατρός Εύδοξος που δίνει υπνωτικό φάρμακο στην Άνθια (3.5.6-3.5.11), η
αναφορά στην τεχνική της ταρίχευσης με αφορμή το βαλσαμωμένο σώμα της Θελξινόης
(5.1.10-11). Βέβαια, ο πρωιμότερος Ξενοφών είναι πιο απλός στη σκέψη και στο ύφος από
τον Σάτιο και ακολουθεί με αυστηρό τρόπο τη βασική γραμμή του ΑΕΜ. Η τεχνική του
μοιάζει με απλή παράθεση αφηγηματικού υλικού, αν και πρέπει να συνυπολογιστεί η
συμπιληματική μορφή του μυθιστορήματός του.
400 4.2.9: θαῦμα δὲ τὸ γινόμενον τοἶς παροῦσιν ἦν, 4.2.10: ἐθαύμασεν. Για το «θαύμα» της
σωτηρίας από την πυρά βλ. σωτηρία Φαρίκλειας σε Αἰθιοπικά (σ. 247 – 253).
401 4.2.6: ἐμπίπτει δὲ ὁ Ἁβροκόμης τ εύματι καὶ ἐφέρετο οὔτε τοῦ ὕδατος αὐτὸν
ἀδικοῦντος οὔτε τῶν δεσμῶν ἐμποδιζόντων οὔτε τῶν θηρίων παραβλαπτόντων, ἀλλὰ
παραπέμποντος τοῦ εύματος, 4.2.9: κἀνταῦθα κυματοῦται μὲν ὁ Νεἶλος, ἐπιπίπτει δὲ τῆ
πυρᾶ τὸ εῦμα καὶ κατασβέννυσι τὴν φλόγα.
151
συγγραφέα για την παράλογη διάσταση του επεισοδίου402, η νίκη των
ληστών αποδίδεται στη μορφολογία της περιοχής που βρέχεται από τον
Νείλο και σε ένα ευφυές στρατηγικό σχέδιο που συνδυάζει τα στοιχεία της
ως θαύματος για να ενισχύσει μία τυπική στο ΑΕΜ σκηνή μάχης με κατ’
με την εισαγωγική σκηνή των Αἰθιοπικῶν (1.1.1 – 1.6.2) και είναι ενδεικτική
όμως, λόγους403.
της καταγωγής του και στην επίδραση του κάλλους της πόλης σε κάθε
402 4.14.4: πρὸς τὸ ἀδόκητον τεταραγμένους, 4.14.5: οἱ δὲ ὑπ’ ἐκπλήξεως παραλόγου τὸν
θάνατον εἰστήκεσαν περιμένοντες, 4.14.8: καὶ ἦν καινὰ ἀτυχήματα<ἀμφότερα δὲ καινὰ καὶ
παράλογα, ἐν ὕδατι πεζομαχία, καὶ ἐν τῆ γῆ ναυάγια.
403 Οι πειρατές – θεατές της παράξενης σκηνής αντιμετωπίζουν τη Φαρίλεια σαν θεά και
αποδίδουν την πολεμική συμπλοκή στην Σύχη (1.1.6: καὶ μυρίον εἷδος ὁ δαίμων ἐπὶ μικροῦ
τοῦ χωρίου διεσκεύαστο, 1.1.7: οὐδὲ συνιέναι τὴν σκηνὴν ἐδύναντο, 1.2.1: θέαμα προσπίπτει
τῶν προτέρων ἀπορώτερον, 1.2.5: ὑπὸ θαύματος ἅμα καὶ ἐκπλήξεως ὥσπερ ὑπὸ πρηστρος
τς ὄψεως βληθέντες, 1.3.6: τὴν μὲν τοῦ κάλλους καὶ τοῦ φρονήματος ἐθαύμαζον, τὸν δὲ καὶ
τραυματίαν ἐξεπλήττοντο). ύντομη μνεία στην παράνομη δράση των ληστών που
αποκαλούνται ποιμένες κάνει και ο Ξενοφών ο Εφέσιος (3.12.2).
404 Για την αλεξανδρινή καταγωγή του Σάτιου βλ. και μαρτυρία Λεξικού ούδας, αν και
152
την περιγραφή άλλων περίεργων θεαμάτων, όπως ο Υάρος της405,
μετά την περιγραφή της Αλεξάνδρειας και του Υάρου το σχέδιο της
απαγωγής της Λευκίππης από τον Φαιρέα και με αυτόν τον τρόπο
μυαλού και τονίζει τις συνεχείς ανατροπές της ιστορίας από το θετικό στο
αρνητικό.
τον Σάτιο από τους άλλους ερωτικούς συγγραφείς. Παρά την επίμονη
όπως η απαγωγή της Καλλιγόνης από τον Καλλισθένη, που διαλύει τον
405 5.6.2: κατασκευὴν κάτωθεν θαυμασίαν τινὰ καὶ παράλογον. τον Υάρο της
Αλεξάνδρειας αναφέρεται και ο τράβων (Γεωγραφικά, 17.1.9).
406 Π.χ. χρήση δοξαστικού οἷμαι στην αφήγηση για τον ελέφαντα, που περιορίζει τη
153
μυθιστορηματικών προσώπων (του Μενέλαου και του άτυρου, της
Λευκίππης και του Θέρσανδρου βλ. 3.17.2, 4.1.3, 5.23.3), ο έρωτας του
«Μελίτη» (6.2.3) και η συνάντησή του με τον Θέρσανδρο και τον ωσθένη
(8.17.5)408.
154
μπορεί να οφείλονται σε κάποια ανώτερη δύναμη. Παράλογο στη
οι αναγνωρίσεις και συνήθη θέματα στον Σάτιο που προέρχονται από τον
155
Δ. υμπέρασμα
μαγείας καταδεικνύει τον οργανικό τους ρόλο μέσα στο μυθιστόρημα του
του και αφιερώνει μεγάλη έκταση του έργου του σε παράδοξα φαινόμενα
νεωτερικότητας.
διάνοια τονίζει τον δυισμό στην ανθρώπινη ζωή και τον ρόλο των
θυσιάσει την παρθενία της για να συνευρεθεί με τον αγαπημένο της, της
χάρη στις θεατρικές τεχνικές της υπόδυσης ρόλων και της μεταμφίεσης
και δείχνουν τη διάθεση του Σατίου για παρωδία, αλλά και για ρεαλιστική
156
παρουσίαση των χαρακτήρων του. ε κάθε περίπτωση εξεικονίζουν τη
οι ψευδείς θάνατοι. Μετά από αυτές τις περιπέτειες αναδύεται μία νέα
Λευκίππη, ένας άλλος άνθρωπος, πιο αγνός, σώφρων και ώριμος, που έχει
επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του θείου, του οἴκου και του έρωτα στη ζωή
δυνάμεις της ζωής τους, στις οποίες κυρίαρχη θέση έχουν θεότητες που
σχετίζονται με την ερωτική πράξη ή την αποχή από αυτή, όπως η Άρτεμη,
δράματος, ενώ η Άρτεμη για τη λύσιν του. το πρόσωπο της Λευκίππης
θρίαμβος της αγνότητάς της στο τέλος επικυρώνει την εξέχουσα θέση της
δύναμη που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτογνωσία και την κατανόηση
157
των θεϊκών δυνάμεων, χωρίς να παραγνωρίζεται η σαρκική πλευρά του.
αφηρημένες έννοιες, όπως η Υήμη και η Διαβολή και στοιχεία της φύσης,
λατρείες.
στην προαίρεσή τους, αλλά στην Σύχη ή τον δαίμονα, που επεμβαίνουν
δαίμονος από τον Σάτιο αποτελεί μία ειρωνική εκδοχή της θείας πρόνοιας
καθιστούν προσεκτικούς στις κινήσεις τους και στην ερμηνεία των θεϊκών
158
εξαπατήσει τον αναγνώστη, όπως φαίνεται αρχικά, αλλά να τον διδάξει
για τον δυισμό στην ανθρώπινη ζωή μέσα από ένα παιχνίδι ανάμεσα
Σο γνωστό από τον Λόγγο θέμα της «μαγείας» του λόγου φέρει τη
παιχνίδια της Σύχης, στην ερωτική του εμπειρία και στην λογική ανάλυση
από τον Κλειτοφώντα. Σελικά αυτός που «μαγεύει» τον αναγνώστη με τον
412 Για τη διάσταση Sein (εἷναi) – Schein (φαίνεσθαι) στον Σάτιο βλ. Mignona 1995, 22.
159
ηδονικό – από άποψη μορφής και περιεχομένου – λόγο του είναι ο
ακροατές και τους αναγνώστες του μαζί με την ηδονή και μεγάλη
και να του ενισχύσουν την αίσθηση ότι όσα συμβαίνουν στη Λευκίππη και
υπερφυσικές. Ο Σάτιος δίνει την εντύπωση ότι κινείται ανάμεσα στους δύο
160
αντίθετους πόλους, την ανθρώπινη λογική και το θεϊκό – υπερφυσικό
διάθεση του Σατίου απέναντι στη μαγεία, στους θεούς, στο θέατρο, στους
ήρωες, στους αναγνώστες του, ακόμα και στο ίδιο το ΑΕΜ. Ο συγγραφέας
υπηρετεί.
161
ΜΑΓΕΙΑ, ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΤΠΕΡΥΤΙΚΑ ΥΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΟΝ
ΗΛΙΟΔΩΡΟ413
στα Αἰθιοπικὰ και συνδέεται κυρίως με τη δράση του δαίμονος. Η τάση για
413
Για τον Ηλιόδωρο βλ. βασικές εκδόσεις: Rattenbury R.M. – Lump T.W., Héliodore. Les
Έthiopiques, vol. I-III, Les Belles Lettres, Paris 1960, επίσης Γιατρομανωλάκης Γ., Αἰθιοπικά,
εισαγωγή Γιατρομανωλάκης Γ., μετάφραση ιδέρη Α., Αθήνα 1997, Colonna A., Heliodori
Aithiopica, Roma 1938 και τις εξής μελέτες: Chew K., Novel techniques: motivation and causation
in the ancient novels with special reference to Heliodorus’ Aithiopika, Los Angeles 1994, Feuill}tre
Έ., Έtudes sur les Έthiopiques d’ Héliodore. Contribution a la connaissance du roman grec, Paris
1966, Hefti V., Zur Erzählungstechnik in Heliodors Aethiopica, Wien 1950, Hunter R. L. (επ.),
Studies in Heliodorus, Cammbridge 1998, Morgan J. R., «History, Romance and Realism in the
Aithiopika of Heliodoros», ClAnt 1 (1982), 221 – 65, Morgan J.R., «The Aithiopika of Heliodoros,
Narrative as Riddle», στο Morgan J.R. και Stoneman R. (επ.), Greek Fiction. The Greek Novel in
Context, London – New York 1994, 97 – 113, Morgan J. R., «Heliodoros» στο Schmeling G.
(επ.), The Novel in the Ancient World, Leiden – New York – Köln 1996, 417 – 56, Pinheiro
M.P.Futre, «Calasiris’ Story and it’ s Narrative Significance in Heliodorus’ Aithiopica», GCN 4
(1991), 69 – 82, Pinheiro M.P.Futre, «Fonctions du surnaturel dans les Έthiopiques d’
Héliodore», BAGB 4 (1991), 359 – 81, Sandy G.N., Heliodorus, Boston 1982, Sandy G.N.,
«Characterization and Philosophical Décor in Heliodorus’ Aithiopica», TAPhA 112 (1982), 141
– 167, Winkler J.J., «The Mendacity of Kalasiris and it’s Narrative Strategy of Heliodoros
Aithiopika», YClS 27 (1982), 92 – 158. Βλ. ακόμα τα σχετικά κεφάλαια στις μελέτες των
Bartch (1989), H~gg (20002 ), Haight (1965), Tatum (1994).
162
σχετικών θεμάτων φέρει το στίγμα φιλοσοφικών θεωριών, όπως ο
στον χώρο που εκτείνεται από τους Δελφούς και τη Ζάκυνθο μέχρι τη
διάκριση ανάμεσα στην αθώα «λευκή» μαγεία, που είναι ηθικά αποδεκτή
αυτούς εξέχουσα μορφή αποτελεί ο Καλάσιρης, ένας sui generis τύπος που
έπος, η τραγωδία, η Aττική και Nέα Kωμωδία, τα έργα του Θεoκρίτου και
163
Α. Τπερφυσικά φαινόμενα
1) Δοκιμασίες αγνότητας
υπερφυσικό φαινόμενο της ἁγνείας πείρας, γι’ αυτό και υποβάλλει και
πολέμου στους προστάτες θεούς της Αιθιοπίας, τον Ήλιο και τη ελήνη.
414 Άφθονες είναι οι μαρτυρίες για τη δοκιμασία αγνότητας στην οποία υποβάλλονται οι
ιέρειες (βλ. π.χ. Παυσανία 7.25.13). τη δοκιμασία των ιερειών πάνω σε αναμμένα
κάρβουνα αναφέρεται ο τράβων (12.2.7: φασὶ τὰς ἱερείας γυμνοἶς τοἶς ποσὶ δι’ ἀνθρακις
βαδίζειν ἀπαθεἶς). Ο Ηλιόδωρος χρησιμοποιεί για να δηλώσει τη δοκιμασία το ρήμα
ἐλέγχομαι (10.7.7) που χρησιμοποιείται κυρίως για την ανακριτική διαδικασία και για την
απόδειξη με λογικά επιχειρήματα (βλ. LSJ9 ).
415 Βλ. Γιατρομανωλάκη 1990, 706 και αναλυτικά Rattenbury 1926, 59 – 70.
416 Παρόλο που η ανδρική παρθενία είναι ήσσονος σημασίας στο ΑΕΜ (βλ. σ. 129), ο
τετελεσμένης ὥστε πάντα τὸν μὴ καθαρὸν καὶ ἄλλως ἐπιορκοῦντα καταίθειν, τῶν δὲ ἀπ’
ἐναντίας ἀλύπως προσιέσθαι τὴν βάσιν. Για τη θεώρηση της εσχάρας ως μαγικού
αντικειμένου βλ. Morgan 1989b, 311. Γενικά η εσχάρα είναι ένα ιερό σκεύος, απαραίτητο
στις θυσίες. Βλ. παρουσία της στον ναό της Ίσιδας (1.18.4). Η αναφορά σε αυτή στο
συγκεκριμένο χωρίο ολοκληρώνει την περιγραφή του ναού της θεάς και δεν πρέπει να
εκληφθεί ως προοικονομία.
164
παρθενική θεότητα, στον δαίμονα ή ακόμα και στην αρετή της παρθενίας.
τον χιτώνα418 της ιέρειας των Δελφών (χρυσοϋφ τὲ ὄντα καὶ ἀκτἶσι
Ίσιδας και της ελήνης και χάρη σε αυτόν επιτυγχάνεται η σύνδεση της
κεντημένες ακτίνες παραπέμπει στον θεό Ήλιο, από τον οποίο κατάγεται
418Ο χιτὼν της Φαρίκλειας είναι βασικό στοιχείο της εμφάνισής της και γίνονται συχνά
αναφορές σε αυτόν (1.2.5, 1.3.6, 3.4.2, 5.31.2, 8.9.8). Σο ρούχο είναι συμβατό με το ανώτερο
ήθος και την ιδιότητα της ιέρειας Φαρίκλειας. Τπερβαίνει, όμως, σε σημασία το απλό
κουστούμι. Ο χρυσοΰφαντος χιτώνας και το δάφνινο στεφάνι επιτρέπουν
παραλληλισμούς με θεότητες και μυθικές ηρωίδες (Άρτεμη, Ίσις, Ανδρομέδα). Ο
σκηνοθέτης Ηλιόδωρος αλλάζει συχνά ενδυμασία στην πρωταγωνίστριά του και την
παρουσιάζει άλλοτε ως ιέρεια και άλλοτε ως ρακένδυτη ζητιάνα. Ο χιτώνας είναι ένα
ευκολοφόρετο ρούχο που η Φαρίκλεια κρύβει εύκολα στον σάκο της μαζί με τα άλλα
μαγικά αντικείμενα και το φορά όταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Η αλλαγή του
κουστουμιού τονίζει τη διάσταση φαινομενικής και αληθινής πραγματικότητας, καθώς ο
συγγραφέας ανάλογα με τις προθέσεις του άλλοτε αποκρύπτει και άλλοτε αποκαλύπτει
την πραγματική φύση της ηρωίδας. Ο Ηλιόδωρος παρουσιάζει τη Φαρίκλεια με χιτώνα σε
καίρια σημεία της αφήγησης για να τονίσει την εξώκοσμη φύση της, να τονίσει το δράμα
της και να δημιουργήσει ισχυρές αντιθέσεις (για παράδειγμα η παρουσία της
στεφανωμένης με δάφνη κοπέλας στο σκηνικό σφαγής του πρώτου βιβλίου, η εικόνα της
ιέρειας που αμφισβητείται η παρθενία της στο δέκατο βιβλίο, της σεμνής κόρης που
διεκδικούν οι πειρατές Σραχίνος και Πέλωρος στο πέμπτο βιβλίο). Πρβλ. τη σχετική
αμφίεση της Λευκίππης στην αντίστοιχη δοκιμασία (8.12.1).
165
η Φαρίκλεια.419Η μεταμφίεση αναδεικνύει το απαστράπτον κάλλος της
που αποκομίζει η ηρωίδα ύστερα από όλες τις δοκιμασίες που έχει
φωτιά συνδέεται με τη λατρεία του Ήλιου και με το θέμα του φωτός, ενώ
απαντά στον χριστιανισμό (στα μαρτύρια των Αγίων την περίοδο των
διωγμών κατά των αρχαίων χριστιανών422), στη λατρεία της Ίσιδας και του
419 Βλ. επίσης την περιγραφή της παντάρβης (5.12.3: πρῶτον ἡλιακαἶς ἀκτἶσιν
ἐρευθομένῳ).
420 Βλ. αντιδράσεις κοινού: τοῦ θαύματος<κάλλος ὑπεράνθρωπον (10.9.4). Για την
μεταφορά για το ερωτικό πάθος και εμφανίζεται σε ερωτικά ξόρκια που στοχεύουν στην
πρόκληση πυρετού στο πρoσβαλλόμενο θύμα (βλ. LiDonnici 1998, 63 - 98). το
μυθιστόρημα η αντιπαραβολή της νεκρικής πυράς με τις γαμήλιες δάδες (π.χ. 8.9.13)
εισάγει το γνωστό από την Παλατινὴ Ανθολογία θέμα του ἀώρου θανάτου (π.χ. Α.Π. 7,
182, 186, 188, 298, 610, 711, 712. Για το θέμα της mors immatura βλ. Griessmair 1966, 71).
422 Βλ. π.χ. Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου (2.3), Αγίων Κάρπου, Παπύλου και Αγαθονίκης
(4.37). Σο βασανιστήριο με φωτιά συνοδεύεται και από θάνατο σε σταυρό (π.χ. Μαρτύτιον
Αγίου Κάρπου, 21.2).
166
Μίθρα και σε μυστήρια διονυσιακού χαρακτήρα423. Σελικά, η άνοδος και η
παραμονή των ηρώων πάνω στην εσχάρα συμβολίζει την ηθική τους
αντιδράσεις του κοινού. Οι θεατές απορούν που δύο τόσο όμορφοι νέοι
την κατανόησή τους από τους αναγνώστες και την ορθότητα των
423 Η πυροβασία είναι άσκηση των Υακίρηδων, Ινδών ασκητών, των ταχυδακτυλουργών
και των θαυματοποιών. Απηχήσεις της οργιαστικής πυρολατρικής τελετής εντοπίζονται
στα Αναστενάρια, έθιμο που επιβιώνει σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου προς
τιμήν των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
424 10.9.1: Ἐπεὶ δὲ καὶ Θεαγένης καθαρεύων ἐφαίνετο, θαυμασθείς<, 10.9.4: Θάμβος γοῦν
ἅμα πάντας κατέσχε· καὶ βοὴν μίαν ἄσημον μὲν ἄναρθρον δηλωτικὴν δὲ τοῦ θαύματος
ἐπήχησαν<καὶ πλέον ὅτι κάλλος οὕτως ὑπεράνθρωπον<, 10.9.7: τοἶς τε ἄλλοις ἐκ τοῦ
θείου συμβόλοις τεκμαιρομένη καὶ τ περιλάμποντι φωτὶ τοὺς ξένους, ὑπερμαχεἶν τινα
τῶν κρειττόνων διασημαίνοντι. Ανάλογες σκέψεις εκφράζει και ο Τδάσπης (10.7.7). Βλ.
και Αχιλλέα Σάτιο 8.6.14 – 15, 8.7.3 – 5.
167
ιδιότητες της Φαρίκλειας. Η ηρωίδα και στις δύο περιπτώσεις διατηρεί το
θρησκευτικό δέος. Σα κοινά σημεία των δύο σκηνών είναι ενδεικτικά του
ενδιαφέροντος του Ηλιόδωρου για συμμετρία και της τάσης του για
με ρητή δήλωση του συγγραφέα κάποια από τις θεϊκές δυνάμεις που
ενστάσεις του Θεαγένη (10.9.1), του κοινού (10.17.1 – 3) και της Περσίννας
υποχώρηση στη λαϊκή βούληση τον διασώζει από την ὕβριν που διέπραξε
425 Ο Morgan (1998, 60 – 78) τέτοιες σκηνές τις χαρακτηρίζει «narrative doublets».
426 Η εξωτερική εμφάνιση και η στάση των δύο πρωταγωνιστριών κατά τη δοκιμασία
είναι ανάλογες. Η Λευκίππη παρουσιάζεται ψύχραιμη, όπως η Φαρίκλεια, και φορά
χιτώνα, ζώνη, φοινικοβαφή ταινία γύρω από το κεφάλι και είναι ξυπόλυτη (8.13.1). Η
θεατρική διάσταση των σκηνών προβάλλεται με την ζωηρή περιγραφή των αντιδράσεων
του κοινού. Η θεατρική σκηνοθεσία στο επεισόδιο του Ηλιοδώρου καταδεικνύεται και
από την τοποθέτηση της εσχάρας στο κέντρο της συγκέντρωσης και την αλλαγή του
κουστουμιού της Φαρίκλειας. Για τη σύγκριση των δύο σκηνών βλ. Rattenbury 1926, 59 –
70, Goldhill 1995, 121.
427 Βλ. και Morgan 1996b, 434.
168
λόγους ηθικούς και θρησκευτικούς (10.9.6 – 7). Ο ιερέας εκπροσωπεί τη
Θεαγένη και της Φαρίκλειας θίγει υπαινικτικά το θέμα της ισότητας των
428 Ο Θεαγένης παρουσιάζεται ως ένας καθ’ όλα αντάξιος σύζυγος της Φαρίκλειας. Είναι
θαραλλέος, έξυπνος, αυτοκατευθυνόμενoς και επιδεικνύει χαρακτηριστικά που τον
ξεχωρίζουν από τους άλλους πρωταγωνιστές του ΑΕΜ. ε αντίθεση με τον Κλειτοφώντα
είναι αμετακίνητος στην απόφασή του να μην ενδώσει στην Αρσάκη, ενώ ο γάμος του με
τη Φαρίκλεια δεν κινδυνεύει, αφού η Αρσάκη δεν είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει τον
Οροονδάτη. (Για τα ανώτερα χαρακτηριστικά του Θεαγένη σε σύγκριση με των άλλων
πρωταγωνιστών του ΑΕΜ βλ. και Chew 1994, 203 – 204).
429 1) Ο βιολογικός πατέρας Τδάσπης, 2) ο ανάδοχος πατέρας ισιμίθρης, που την
προστατεύει μέχρι τα επτά της χρόνια, 3) ο νομιζόμενος πατὴρ Φαρικλής (από την ηλικία
των επτά μέχρι των δεκαέξι χρόνων), 4) ο Καλάσιρης (που αποκαλείται πατέρας της
Φαρίκλειας τις περισσότερες φορές) (Winkler 1982, 115 – 117).
169
δοκιμασία χάρη στην παρθενία τους. Η αρετή αυτή εξισώνεται με τα
μαγικά αντικείμενα, την ταινία και ειδικά την παντάρβη, που σώζουν
τους ήρωες «ως εκ θαύματος». Πίσω από τον θρίαμβο της αγνότητας της
λειτουργεί ως παιδευτική δοκιμή για τους ήρωες και τους αναγνώστες για
170
2) Επιφάνειες θεοτήτων
430 Η σύγκριση ευνοείται από την αγνότητα της ηρωίδας και το ιερατικό της αξίωμα (βλ.
και 2.33.4, 2.35.3, 3.4.2 – 3, 3.6.1 – 3, 3.18.2, 5.30.3). Αντίθετα, ο Θεαγένης ταυτίζεται με τον
θνητό Αχιλλέα λόγω της ομορφιάς, της αριστοκρατικής θεσσαλικής καταγωγής και του
θάρρους του και μάλιστα τον ξεπερνά (4.5.5).
431 1.7.2: ὑπ’ ἀγροικίας εἴκαζον. Ανάλογη άποψη για την κοινωνική και εθνική
κατωτερότητα των ανθρώπων που ταυτίζουν τα όμορφα άτομα με θεότητες εκφράζει και
ο Ξενοφών ο Εφέσιος (2.2.4: καὶ ἄνθρωποι βάρβαροι μήπω πρότερον τοσαύτην ἰδόντες
εὐμορφίαν θεοὺς ἐνόμιζον εἷναι τοὺς βλεπομένους).
432 υχνές αναφορές γίνονται σε θρησκευτικές γιορτές, όπως τα Μεγάλα Παναθήναια ή
171
μέρη της ιστορίας433. το πάνθεο του Ηλιοδώρου αντανακλάται ο
της επιστροφής των ηρώων στην πατρική χώρα με ενδιάμεσο σταθμό την
ανώτερης δύναμης που ελέγχει την ιστορία, της Μοίρας (οὕτω γὰρ ὁ
σχέδιο στη πλήρωσή του. Οι δύο θεοί εμφανίζονται σε φυσική μορφή και
όχι σε όνειρο. Είναι η μοναδική περίπτωση στο ΑΕΜ που ο θεατής των
433 ύμφωνα με την Bartsch (1989, 37 και 81) οι χαρακτήρες του Σατίου και του Ηλιοδώρου
εκτιμούν την προγνωστική δύναμη των ονείρων και των επιφανειών περισσότερο από
των πινάκων ή των άλλων έργων τέχνης, γι’ αυτό και προσπαθούν να τα ερμηνεύσουν
χωρίς καθυστέρηση. Εξάλλου, οι πίνακες και τα άλλα έργα τέχνης είναι πιο δύσκολο να
αποκωδικοποιηθούν. Σις περισσότερες φορές το δύσκολο αυτό έργο αφήνεται στον
αναγνώστη.
434 υγκεκριμένα γίνεται λόγος για τους: Απόλλωνα, Άρτεμη, Αφροδίτη, Δία, Ποσειδώνα,
Δήμητρα, Ερμή, Διόνυσο, Έρωτα, Πάνα, Ηρακλή, Ερινύες, Ήλιο, ελήνη, Ίσιδα. ε αυτόν
τον συνδυασμό θεοτήτων ο Maillon (1960, LXXXVI) διακρίνει την πρόθεση του Ηλιοδώρου
να απλοποιήσει την μυθολογία και να επαναφέρει τη θρησκεία στις ανατολικές ρίζες
της. Ο συνδυασμός ετερόκλητων θεών οφείλεται στον θρησκευτικό συγκρητισμό της
εποχής και στην τάση του Ηλιοδώρου για διαγραφή «δίδυμων» ή «διπλών» θεοτήτων.
172
για ὕπαρ435. Αυτή την ιδιαιτερότητα της ονειρικής εμπειρίας επισημαίνει
το σχόλιο του Καλάσιρη: ἤδη δὲ μεσούσης τς νυκτὸς ὁρῶ τὸν Ἀπόλλω καὶ
ρεαλιστικό και εύληπτο κίνητρο, η εντολή από την Περσίννα στον ιερέα
του στον Κνήμωνα σχετικά με την αυτοπρόσωπη παρουσία των θεών στα
435 3.12.1: οἱ μὲν ἀπεχώρησαν ὅτι μὴ ὄναρ ἦν ἡ ὄψις ἀλλ’ ὕπαρ ἐνδειξάμενοι<ἀλλὰ τίνα δὴ
τρόπον ἔφασκες ἐνδεδεἶχθαι σοι τοὺς θεοὺς ὅτι μὴ ἐνύπνιον ἦλθον. Βλ. Λεντάκη 1993, 183.
Η Ζαμάρου (2006, 22) υποστηρίζει ότι το ὕπαρ είναι μάλλον ένα όραμα που μπορεί να δει
κάποιος στη διάρκεια της ημέρας και οι πιθανότητες να βγει αληθινό είναι μεγάλες. (για
το ὕπαρ βλ. Αρτεμιδ. Ὀνειροκριτικὸν 5.3, για τη διάκριση ὕπαρ – ὄναρ βλ. Πλατ. Πολιτεία
520c – d). Εξάλλου, ο Καλάσιρης τονίζει ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο όνειρο,
αλλά για μία οπτασία (ἐφάνησαν ἐναργῶς, 3.12.1), που είναι ικανοί να αναγνωρίσουν και
να εκτιμήσουν μόνο οι σοφοί. Η ενάργεια των ονείρων, σύμφωνα με τον Dodds (1971, 214
– 215) αποτελεί βασικό κριτήριο, μαζί με την επανεμφάνισή τους για την ταξινόμησή
τους στην κατηγορία των θεόσταλτων – προγνωστικών ονείρων. Η ἐνάγεια αποτελεί
βασικό χαρακτηριστικό των ἐκφράσεων και των τερπνών διηγήσεων του Αχιλλέα Σατίου.
Η δημιουργία ζωηρών εντυπώσεων εξυπηρετεί τον διπλό στόχο των συγγραφέων, την
τέρψη και τη διδαχή των αναγνωστών.
436 Οι Νύμφες στην περίπτωση του Λόγγου εκτελούν τις εντολές του συγγραφέα –
Έρωτα. Κοινό και στα δύο χωρία το επιτακτικό ύφος με τις τρεις προστακτικές ἔξιθι, ἄγε,
παράπεμπε.
437 Βλ. σχετική άποψη της Pinheiro (1991b, 79).
173
αιγυπτιακής σοφίας438. Η σύγκριση με τις ομηρικές επιφάνειες439εισάγει
του Ομήρου (3.14.2 – 3.14.4) και υπενθυμίζει τις ομηρικές καταβολές των
Αἰθιοπικῶν.
Πυθίας στο 2.35.5. Η προφητεία θα φωτιστεί πλήρως μόνο στη λύση του
Ήλιο441 και της ελήνη. Η αλλαγή είναι μόνο εξωτερική, από άποψη
έκθετης κόρης της η Περσίννα (4.8.2 – 3, βλ. και 10.6.3). τη συνέχεια
(2.23.1, 2.33.3, 2.33.7, 3.18.1, 4.7.9, 4.18.6), αναφορά στα σύμβολα, στην προφητική
ικανότητά του και σε λεπτομέρειες για το ιερό του του (4.15.1, 4.19.8, 5.5.4). Η επιλογή των
ψευδωνύμων Πυθιὰς και Πυθικὸς από τον Θεαγένη και τη Φαρίκλεια (5.5.1, 7.7.7)
επισημαίνει τον καθοριστικό ρόλο του δελφικού θεού στην ιστορία.
441 Βλ. ταύτιση του Ήλιου με τον Απόλλωνα στο 10.36.3.
174
θεούς της Αιθιοπίας442. Σο μυθιστόρημα παρουσιάζει την πολιτική
και της θρησκευτικής εξουσίας στο πρόσωπο των βασιλέων της Αιθιοπίας,
συγγραφέα στην ηλιολατρία εξηγεί την εμμονή του στο θέμα της λάμψης
και της φωτιάς που κυριαρχεί στη δοκιμασία της πυρακτωμένης εσχάρας
και στο θαύμα της σωτηρίας από την πυρά443. Ο Ηλιόδωρος δεν συνδέει
την αποκατάστασή τους στον βασιλικό θρόνο της Αιθιοπίας και την
παράδοση των μιτρών – συμβόλων της ιεροσύνης από τον Τδάσπη και την
442 Ο Ήλιος, η ελήνη και ο Διόνυσος μνημονεύονται συχνά μόνοι τους ή όλοι μαζί
(10.2.2, 10.3.3, 10.4.1, 10.6.5, 10.28.2). Για τη συνήθεια της θυσίας πρώτης λείας του
πολέμου στους προστάτες θεούς ενώπιον των ιερέων - βασιλέων βλ. 10.7.1 κ.εξ., 10.9.1.,
10.19.2, 10.21.2, 10.22.3.
443 Είναι γνωστή η άποψη ότι το μυθιστόρημα του Ηλιόδωρου αντανακλά τα μυστήρια
του Ήλιου. Ο ίδιος ο Ηλιόδωρος είναι απόγονος του Ήλιου, όπως μαρτυρεί το όνομά του
και όπως δηλώνεται στη σφραγίδα του μυθιστορήματος (10.41.4). Σο όνομα του
συγγραφέα θεωρείται παραλλαγή ενός συριακού θεοφορικού ονόματος. Η πατρίδα του,
η Έμεσα της υρίας, αποτελούσε γνωστό κέντρο ηλιολατρίας την αυτοκρατορική εποχή
(βλ. Haight 1965, 87 και Morgan 1996b, 417). Εύλογα προκύπτει ο προβληματισμός μήπως
πρόκειται για ένα λογοτεχνικό ψευδώνυμο ή έστω για έναν υπαινιγμό στις κρυφές
«μαγικές» ιδιότητες του συγγραφέα, που παρασύρει και «μαγεύει» το κοινό του με τον
μυθιστορηματικό του λόγο.
444 Η μαγεία του Ήλιου είναι επιβλαβής και παρασύρει την ψυχή με μία υπερφυσική και
πλαστή λάμψη. ε αυτή ο Πλάτων αντιδιαστέλλει την ευεργετική δύναμη του Έρωτα.
τους αιγυπτιακούς μύθους ο Ήλιος και ο Έρωτας εξομοιώνονται (Frazier 2000, 56).
175
Περσίνα (10.41.3) είναι το επιστέγασμα μιας μακράς μυητικής
διαδικασίας, μιας πορείας από την άγνοια στη γνώση, που διευκολύνεται
από τον Ήλιο445. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την απώλεια της αγνότητάς
αιθιοπικό και εκπροσωπείται από τον Καλάσιρη και τη θεά Ίσιδα, δρα ως
σταθμό της Αίγυπτο. Η ιστορία του Θεαγένη και της Φαρίκλειας δίνει ένα
176
ii) Ίσιδος
ρόλο στα μυθιστορήματα του Ξενοφώντα του Εφεσίου και του Απουληίου,
εμφανίζεται σε όνειρο του ιερέα της Θύαμη με τον τυπικό στο ΑΕΜ τρόπο
(1.18.3: ὄναρ αὐτ θεἶον ἔρχεται τοιόνδε). Μιλά σε ευθύ λόγο και του
περιεχόμενο του χρησμού προκαλεί την αμηχανία του ληστή – ιερέα και
449 Βλ. απόψεις Kytzler 1996, 352 και Harrison 2007, 214 – 217. τα Ἐφεσιακὰ είναι επίσης
σημαντικός ο ρόλος της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Ο έρωτας της Άνθιας και του
Αβροκόμη γεννιέται σε θρησκευτική γιορτή στον ναό της Εφεσίας Άρτεμης (1.3.1) και
ολοκληρώνεται στον ίδιο τόπο με την αφιέρωση ευχαριστήριας επιγραφής από τους
ήρωες (5.15.2 - 4). Η πλοκή τίθεται σε κίνηση από έναν χρησμό από το ιερό του
Απόλλωνα στην Κολοφώνα (1.6.2).
450 1.18.4: «ὦ Θύαμι, τήνδε σοι τὴν παρθένον ἐγὼ παραδίδωμι, σὺ δὲ ἔχων οὔχ ἕξεις, ἀλλ’
4.15.1).
452 1.18.4: τὸν νεὼν τς Ἴσιδος ἐπερχόμενος λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι.
453 Οι δύο διαφορετικές αναφορές στην Άρτεμη ή την Ίσιδα δεν κρύβουν την πρόθεση του
συγγραφέα για εξομοίωση των δύο θεοτήτων. ύμφωνα με τους σχολιαστές (βλ.
Γιατρομανωλάκη 1997, 94) εξηγούνται από τη διαφορετική καταγωγή των ληστών και
την τάση τους να ταυτίζουν τη Φαρίκλεια με την πιο γνώριμη θεότητα. τον Σάτιο
προβάλλονται επίσης δύο θεότητες, η Άρτεμη και η Αφροδίτη, οι οποίες όμως είναι
φαινομενικά αντίθετες και αντικατοπτρίζουν τις δύο πλευρές του χαρακτήρα της
Λευκίππης. Η προβολή στον Ηλιόδωρο δύο θεοτήτων με διαφορετική ονομασία αλλά ίδια
χαρακτηριστικά δείχνει, όπως προαναφέρθηκε, την προσπάθεια του συγγραφέα για το
αρμονικό συνταίριασμα του ελληνικού στοιχείου με το ανατολίτικο.
177
ρόλο για την εξέλιξη της πλοκής και δεν επιστρατεύεται μόνο για τη
από έναν αμφιλεγόμενο Αιγύπτιο ιερέα της Ίσιδας455, που διακρίνεται για
των ιερέων της θεάς, που παραβάλλονται με τους γυμνοσοφιστές και τους
πυθαγορείους456. Όμως, και πριν από την εμφάνιση του Καλάσιρη γίνεται
μνεία στην Ίσιδα. Η παράδοση της Φαρίκλειας στον Φαρικλή από τον
ισιμίθρη στο ιερό της Ίσιδας επισημαίνει τη σχέση των θετών πατέρων
της Ίσιδας για την αναζήτηση του νεκρού συζύγυ της Όσιρη458.
454 Για τη σημασία του αιγυπτιακού στοιχείου στα έργα του Ηλιοδώρου και του Σατίου βλ.
Anderson 1984, 4 – 5.
455 2.25.2. Για τη συνδρομή της θεάς στην αίσια έκβαση των προβλημάτων του ιερέα βλ.
3.11.1, 7.8.7.
456 Βλ. ομοιότητες εξωτερικής εμφάνισης και αποχή από το κρέας, όπως περιγράφονται
459 Ο συγγραφέας προτιμά τους όρους ὄναρ και ὄνειρον από τον όρο ἐνύπνιον που έχει
υποτιμητική σημασία βλ. χαρακτηριστικά 2.16.7: ἐνύπνια μὲν καὶ φαντασίας ἐξετάζοντες.
(ὄναρ: 1.18.3, 1.19.1, 2.16.1, 2.16.3, 2.16.5, 3.18.2, 4.15.1, 8.11.2, 8.11.7, 8.16.7, 9.25.1, κ.ά.,
ὄνειρον: 3.18.2, 4.14.2, 7.11.2, 10.3.1 κ.α., ἐνύπνιον: 2.16.4, 4.15.1, 10.3.1 κ.α.). Για τον ρόλο των
ονείρων στα Αιθιοπικὰ βλ. Λεντάκη 1993, 179 – 208, Bartsch 1989, 94 – 108.
178
αναγνώρισης. Πέρα από το όραμα του Καλάσιρη στο μυθιστόρημα
των ηρώων.460Σο όνειρο του Καλάσιρη με τον Οδυσσέα (5.22.1), που δεν
στον ύπνο του Θεαγένη και της Φαρίκλειας για να ερμηνεύσει το μυστήριο
και αναλαμβάνει τον ρόλο του εγγυητή της αίσιας έκβασης, ρόλο που
460 Π.χ. το όνειρο της Φαρίκλειας (2.16.1), τα άσχημα όνειρα του Φαρικλή (3.18.2) και τα
όνειρα της Αρσάκης (7.11.2). Η προγνωστική δύναμη κάποιων ονείρων, όπως του
προαναφερθέντος της Φαρίκλειας, του Τδάσπη (9.25.1) και της Περσίννας (10.3.1)
επαληθεύεται αργότερα.
461 Βλ. Ζαμάρου 2006, 138, Sandy 1982b, 48.
462 Βλ. π.χ. τις φράσεις ἐναργῶς ὀφθείς (8.11.2) και πεφοίτηκεν καὶ λέγειν ἐδόκει τοιάδε
179
iii) Ο ρόλος της Σύχης και του δαίμονος
στο μυθιστόρημα ξεχωριστή θέση έχουν, όπως και στο μυθιστόρημα του
ρόλο και είναι υπεύθυνη για τα παθήματα των ηρώων, που έχουν
σαν βασική ιδιότητά της την αστάθεια, που γνωρίζουν καλά οι πολύπαθοι
βολές της Σύχης, ούτε να τις αποφύγουν, ακόμα και αν τις προβλέπουν
στωική φιλοσοφία. Η συγγραφέας θεωρεί ότι η Σύχη δεν έχει τόσο ξεκάθαρη παρουσία
στο μυθιστόρημα του Ηλιοδώρου όσο δηλώνουν οι συχνές αναφορές του ονόματός της
(ό.π. 68). ε πιο πρόσφατο άρθρο της (2007, 280 – 281) υπογραμμίζει τη διάσταση των
απόψεων σχετικά με το θείο των μυθιστορηματικών χαρακτήρων και του συγγραφέα.
την πραγματικότητα η παντοδυναμία των θεών που πρεσβεύουν οι ήρωες
υπονομεύεται από την αφηγηματική πράξη. Η Σύχη μνημονεύεται συχνά στο
μυθιστόρημα του Φαρίτωνα (π.χ. 1.1.16, 2.2.17). Για τον ρόλο της Σύχης και του δαίμονος
στον Ξενοφώντα τον Εφέσιο βλ. χαρατηριστικά 1.5.7, 3.2.4. Για τον ρόλο της Σύχης στο
ΑΕΜ βλ. Rohde 1876, (296 κ.εξ.) και ειδικά στα μυθιστορήματα του Ηλιοδώρου και του
Φαρίτωνα Robiano 1984, 543 – 549.
465 Βλ. επίσης επαναλαμβανόμενη χρήση της στερεοτυπικής φράσης ἄν οὕτω τύχῃ (1.26.5,
Η Σύχη χρησιμοποιείται και με τη σημασία της μοίρας ή του μέλλοντος (1.19.2, 2.24.6,
4.11.4, 5.2.10, 7.14.2, 9.6.3, 10.12.4, 10.16.6) και στο 10.9.2 δηλώνει την ταυτότητα της
Φαρίκλειας.
467 1.13.2, 1.22.6, 2.23.2, 6.11.2, 7.17.2, 8.6.4, 8.17.3, 9.2.1, 9.26.1.
468 Βλ. χαρακτηριστικά: τύχης ἀμφιβολίᾳ (2.31.1), ἐκ τς τύχης ἀμφίβολον (4.8.6), ἄστατον
180
και γι’ αυτό την αντιμετωπίζουν με φόβο και δέος. Η δίκαιη αγανάκτησή
θέλησή της. Ο Ηλιόδωρος αποδίδει στην Σύχη, όπως και στον δαίμονα,
ελληνιστικών χρόνων ότι η ζωή είναι ένα θέατρο, στο οποίο το άτομο
αδυνατεί να αυτοπροσδιοριστεί471.
γυναικείων, όπως της Ροδόπης (2.25.3), της Θίσβης (6.1.3, 6.1.4) ή της
σύγχυση τόσο για τις προθέσεις του, όσο και για τη φύση των
από την αμφιλεγόμενη συμπεριφορά τους και την ικανότητά τους για
181
Γενικά ο δαίμων προκαλεί δυσάρεστες εξελίξεις στην ιστορία,
επισσωρεύει δεινά στον βίο των πρωταγωνιστών και τους οδηγεί εἰς τὰ
αντιθέσεων, που είναι απαραίτητες για την επίτευξη της αρμονίας. Όπως
Παραπλανά τους θνητούς και τους αφήνει για λίγο να νιώσουν τη χαρά
Φαρίκλεια εκφράζει την πίστη της στον δαίμονα που έχει ταχθεί από τη
473 1.13.3, 2.1.3, 2.4.4, 2.17.2, 4.8.8, 4.18.5, 5.6.2, 5.7.1, 5.20.1, 5.29.6, 6.12.1, 6.13.3, 7.14.6, 7.21.3,
7.25.7.
474 Για τον εἰληχότα δαίμονα βλ. 2.25.3, 5.2.7, 6.8.3, 6.12.1 (πρβλ. 1.26.4).
475 Για φιλονεικία δαίμονος βλ. 4.19.8, 7.14.5, για βασκανία δαίμονος βλ. 2.33.2, για παιδιὰν
θεία<ἐσκηνογράφησεν (10.38.3).
182
επιείκεια και επιτελεί θαύματα που σώζουν τους πρωταγωνιστές. Η
183
Β. Μαγεία και μάγοι
για την κατανόηση των μαγικών μέσων και πρακτικών μέσα στο
τους. το τρίτο βιβλίο ο Καλάσιρης διακρίνει δύο είδη αιγυπτιακής σοφίας
(3.16.3 – 5). Η αφορμή δίνεται όταν ο Θεαγένης αναζητεί τον ιερέα για να
προσδοκά ότι ο Καλάσιρης θα βρει λύση στο πρόβλημά του χάρη στις
477
3.16.2: ἐτεκμαιρόμην γὰρ ὅτι με παρὰ τὸ συμπόσιον Αἰγύπτιον καὶ προφήτην ἀκηκοὼς
ἥκει συνεργὸν πρὸς τὸν ἔρωτα ληψόμενος, πάσχων οἷμαι τὸ τῶν πολλῶν πάθος οἳ τὴν
Αἰγυπτίων σοφίαν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἠπάντηται κακῶς εἰδότες.
478
Η διχοτόμηση της μαγείας στον μυθιστοριογράφο στηρίζεται σε διαφορετική βάση απ’
ό,τι στη σύγχρονη μαγική πρακτική. Η λευκή μαγεία, όπως αποτυπώνεται στους
Μαγικούς Παπύρους, περιλαμβάνει πρακτικές που αποσκοπούν στην ωφέλεια του
ατόμου, όπως για παράδειγμα στη θεραπεία ασθενειών, ενώ αντίθετα η μαύρη μαγεία
αναφέρεται στα μαγικά τεχνάσματα που στοχεύουν στην πρόκληση βλάβης (Faraone
2004, 63). Ο όρος μαγεία ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται για τη λευκή μαγεία, ενώ για
184
Σα δύο είδη διακρίνονται ως προς το πεδίο δράσης, τους
κατορθώματά της είναι στην ουσία λυπρὰ και γλίσχρα. Η «μαύρη» μαγεία
185
«μαύρης» μαγείας είναι ακόλαστη481. Ο ορισμός κλείνει εμφατικά με το
αποτελεί προνόμιο της κάστας των ιερέων και των προφητών, στην οποία
βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη της αιγυπτιακής σοφίας είναι η
χρησιμοποίηση υλικών ή άϋλων μέσων για την επίτευξη των στόχων τους.
Ο Winkler (1989, 129) θεωρεί ότι η πιο σημαντική έννοια του ορισμού είναι αυτή της
481
ακόλαστης ηδονής που αντιδιαστέλλεται προς την άρρητη και μυστική. την έννοια
αυτή επιμένει και η Jones (2004, 81) η οποία υποστηρίζει ότι ο Ηλιόδωρος έχει επηρεαστεί
από την πλατωνική αλληγορία του υμποσίου και τη διάκριση ανάμεσα στον επίγειο
έρωτα και τον επουράνιο. Ο πρώτος αντιπροσωπεύεται στο μυθιστόρημα από τον έρωτα
της Δημαινέτης για τον Κνήμωνα και προσφέρει εφήμερη απόλαυση. Ο δεύτερος
βασίζεται στην αμοιβαιότητα των συναισθημάτων και την αλληλεξάρτηση των ψυχών,
όπως ο έρωτας που νιώθει ο Θεαγένης και η Φαρίκλεια. Μέσω αυτού επιτυγχάνεται η
καλλιέργεια της αρετής και η εξομοίωση με το θεϊκό στοιχείο. το επεισόδιο με την
Αρσάκη προτείνεται η χρήση επωδών και βοτάνων για ερωτικούς σκοπούς, προς
επίτευξιν της πρόσκαιρης και ακόλαστης ηδονής.
186
σε τυπικά της ευσεβούς μαγείας συνεπάγεται ηθική εξύψωση,
αποτίμηση της σοφίας του Καλάσιρη από τον Θεαγένη ανατρέπεται από
ανάμεσα στον Καλάσιρη και τον Θεαγένη (3.17). Όλα αυτά δείχνουν ότι
των γιών του και αποτέλεσε την αιτία της ξαφνικής φυγής του από την
πατρίδα του483. την ουσία ο Καλάσιρης, όπως ο Θεαγένης και όσοι τον
482
Π.χ. δημώδης – ἱερεἶς καὶ προφητικὸν γένος, χαμαί – ἄνω, λυπρὰ και
γλίσχρα<κατορθοῦσα – μελλόντων πρόγνωσιν κερδαίνουσα, πρὸς οὐδὲν ἀγαθὸν τέλος –
πρὸς τὸ καλὸν καί<τὸ ὠφέλιμον, πρὸς τὰ οὐράνια – τῶν μὲν γηίνων.
483
Για το δρμα του Καλάσιρη βλ. Αδαμίδη 2004, 240 – 256. Η Chew (2007, 291) παρατηρεί
ότι η οπτική του Καλάσιρη έχει ενταχθεί μέσα στην προοπτική του αφηγητή. Η αφήγηση
είναι αυτή που συγκαλύπτει ή μάλλον μπερδεύει τα σύνορα ανάμεσα στο ανθρώπινο και
το θεϊκό.
187
γνωρίζουν, έπεσε και ο ίδιος θύμα της στερεότυπης αντίληψης για τους
του ιερατικού του θώκου όχι μόνο δεν απέτρεψε τη σύγκρουση του Θύαμη
και του Πετόσιρη, αλλά αποτέλεσε και την αιτία γι’ αυτήν. Η προφητική
σοφία του Καλάσιρη είναι ένα εύρημα του Ηλιόδωρου που εξασφαλίζει τη
του στόχου του ιερέα να φέρει κοντά τον Θεαγένη και τη Φαρίκλεια.
διάκριση και χρησιμοποιεί τους όρους γόητες και ψευδόσοφοι για τους
484
Ο όρος κρείττονες που χαρακτηρίζει τους θεούς σύμφωνα με τον Maillon (1960, 85)
προέρχεται από τους νεοπυθαγορείους.
485
Βίος Ἀπολλωνίου 5.12.4 – 10: Οἱ γόητες, ἡγοῦμαι δ’ αὐτοὺς ἐγὼ κακοδαιμονεστάτους
ἀνθρώπων, οἱ μὲν ἐς βασάνους εἰδώλων χωροῦντες, οἱ δ’ ἐς θυσίας βαρβάρους, οἱ δ’ ἐς τὸ
ἐπᾶσαί τι ἥ ἀλεἶψαι μεταποιεἶν φασι τὰ εἰμαρμένα, καὶ πολλοὶ τούτων κατηγορίαις
ὑπαχθέντες τὰ τοιαῦθ’ ὡμολόγησαν σοφοὶ εἷναι. Ὁ δ’ εἵπετο μὲν τοἶς ἐκ Μοιρῶν, προὔλεγε
δ’ ὡς ἀνάγκη γενέσθαι αὐτά. Προὐγίγνωσκε δ’ οὐ γοητεύων, ἀλλ’ ἐξ ὧν οἱ θεοὶ ἔφαινον,
ό.π. 8.7.130 – 133: Ἔστι δέ τι, ὦ βασιλεῦ, ψευδόσοφοί τε καὶ ἀγείροντες, ὃ μὴ μαντικὴν
ὑπολάβῃς, πολλοῦ μὲν γὰρ ἀξία, ἥν ἀληθεύη, εἰ δ’ ἐστὶ τέχνη οὔπω οἷδα, ἀλλὰ τοὺς γόητας
ψευδοσόφους φημί.
486
Περὶ μυστηρίων 3.29.31 – 33: Εἰ δὲ καὶ ὡς θεοἶς (ἡ θαυματοποιία) προσέχει τοἶς εἰδώλοις
τούτοις, οὔτε λόγῳ ητὸν οὔτε ἔργῳ φορητὸν ἔσται τὸ ἄτοπον, 3.28.16 – 18: Σὶ οὖν ἀγαθὸν ἅν
ὕλης βλαστάνον καὶ τῶν περὶ τὴν ὕλην καὶ ἐν τοἶς σώμασιν ὑλικῶν καὶ σωματοειδῶν
δυνάμεων; 3.27.48 – 54: Σὸ γὰρ λίθους καὶ βοτάνας φέρειν τοὺς καλουμένους, δεσμεἶν τε
ἱεροὺς τινας δεσμοὺς καὶ λύειν τούτους<πάντα δὴ ταῦτα ἔξωθεν τὴν ἐπίπνοιαν γίγνεσθαι
διασημαίνει. 3.29.34– 39: Οὔτε ἔχειν χώραν εἰς ἣν δέξεται αὐτὴν τὰ κατεχόμενα ὑπὸ τῶν
σκιοειδῶν φαντασμάτων, σκιαἶς οὖν συνέσται πολλαἶς ἀπὸ τς ἀληθείας ἡ τοιάδε τῶν
φαντασμάτων θαυματουργία.
188
νεοπλατωνικός διαφοροποιείται από τον μυθιστοριογράφο, αφού θεωρεί
και την πρόγνωση του μέλλοντος με βάση την κίνηση των άστρων
προγραμματική δήλωση, που δίνεται από τον συγγραφέα in medias res και
όχι στη σωστή χρονολογική σειρά, κατά την πάγια τακτική του. Πρόθεση
αναγνώστη του κάνοντας από την αρχή του μυθιστορήματος νύξεις για
ακυρώνει τις σκέψεις του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αποδέκτης των λόγων του
ιερέα, όπως και ολόκληρης της μακράς ενδοδιήγησης, είναι ο Κνήμων που
(5.1.4).
189
παρουσιάζεται από το 2.24. – 4.21487. Σο αναγνωστικό ενδιαφέρον
αποκλείει την αρνητική της πλευρά από την κοσμοθεωρία του, υπό τους
των μαγικών μέσων να γνωρίζει τους κινδύνους που αυτά περικλείουν και
ανάμεσα στο «λευκό» και το «μαύρο», το φως και το σκοτάδι, το καλό και
το κακό.
Βλ. και σχετική άποψη του Winkler (1982, 129). Για το θέμα της ψευδολογίας του
487
Καλάσιρη γίνεται λόγος και σε άλλο σημείο της μελέτης (σ. 234 – 236).
190
2) Ανώτερη αιγυπτιακή σοφία: αστρολογία και αριθμολογία
και η μελέτη των άστρων και των πλανητών είναι στοιχείο της αληθινής
αναζητεί αιτιώδεις σχέσεις στα προσωπικά του δεινά και τα αποδίδει στην
φωστήρων εἱμαρμένη περίοδος τρέπει τὰ καθ’ ἡμς καὶ ὄμμα Κρόνιον εἰς
488
Είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα η έναρξη και η λήξη των αγροτικών εργασιών
βασιζόταν στη μελέτη των ουράνιων σωμάτων. Η αστρολογία, ως επιστήμη που μελετά
συστηματικά τις κινήσεις των πλανητών με σκοπό να αποκαλύψει στοιχεία για τη ζωή
και τον χαρακτήρα των ανθρώπων και να προβλέψει το μέλλον, ανακαλύφθηκε στη
Βαβυλώνα και διαδόθηκε στην Αίγυπτο, όπου μάλλον τη συνάντησε ο Ηρόδοτος (2.81.1)
(Dodds 1996, 155). Εγχειρίδια αστρολογίας εμφανίζονται μετά τις κατακτήσεις του Μ.
Αλεξάνδρου και φέρνουν τους Έλληνες σε επαφή με τις πρακτικές της Ανατολής (π.χ.
Carmen Astrologicum Δωροθέου του 50 μ.Φ., έργα Κλαυδίου Πτολεμαίου του 2 ου αιώνα μ.Φ.,
το λατινικό Astronomica του Μανιλίου). Η αστρολογία απασχολεί και τους
νεοπλατωνικούς Ιάμβλιχο και Πλωτίνο. Οι χριστιανοί Ψριγένης και Αυγουστίνος
αρνήθηκαν τη δύναμή της (Dodds 1995, 38 – 39). την αρχαιότητα η αστρολογία είναι μία
φυσική επιστήμη, ενώ αντίθετα στις σύγχρονες κοινωνίες, ως μορφή αποκρυφισμού, έχει
προσλάβει υπερφυσικές διαστάσεις. Εξάλλου, ο ρεαλισμός ήταν βασικό χαρακτηριστικό
του ελληνιστικού αποκρυφισμού (Gordon 1997, 133).
489 Βλ. Graf 1997, 205 και Gordon 1997, 140 – 141.
490
Η αστρολογία θεωρούσε τον πλανήτη Κρόνο πνεύμα κακοποιό, υπεύθυνο για ψυχικές
και σωματικές ασθένειες, θανάτους και φυσικές καταστροφές. Σο στρογγυλό σχήμα του
πλανήτη σε συνδυασμό με το εντυπωσιακό σύστημα δακτυλίων που τον περιβάλλει
ευνοούν τον παραλληλισμό του με το ανθρώπινο μάτι και τον συσχετισμό του με το
θέμα του βασκάνου ὄμματος. Η απόδοση επιβλαβούς δραστηριότητας στον Κρόνο (στα
λατινικά Saturnus) όπως και στον Άρη οφείλεται στην πολεμική φύση των δύο θεών. Ο
ηγέτης των Σιτάνων ήταν γνωστός από τη μυθολογία επειδή κατάπινε τα παιδιά του.
Αντίθετα, αγαθοποιός δράση αποδίδεται στον Δία και την Αφροδίτη (Κλαυδίου
Πτολεμαίου, Ἀποτελεσματικόν, 1.5., σ.26 Hübner: τοὺς μὲν δύο τῶν πλανητῶν (τόν τε τοῦ
Διὸς καὶ τὸν τς Ἀφροδίτης καὶ ἐτι τὴν σελήνην) ὡς ἀγαθοποιοὺς οἱ παλαιοὶ παρειλήφασι,
191
ιερέας στην αρχή της μακράς διήγησης, οφείλεται για τον έρωτα της
ιερωμένων.
της συζύγου του. τη βαρύτητα που δίνει ο Καλάσιρης στον έρωτα της
ιστορία του Θεαγένη και της Φαρίκλειας. Ο ιερέας δίνει έμφαση στον
έρωτα της Ροδόπης, επειδή τον εξαναγκάζει σε φυγή από την πατρική
υπονομεύεται από την αναφορά στο Κρόνιον ὄμμα και την αναζήτηση
ευτυχία. Η κίνηση του Κρόνου δεν καθορίζεται από τους νόμους της
διὰ τὸ εὔκρατον καὶ τὸ πλεἶον ἔχειν ἐν τ θερμ καὶ τ ὑγρ· τὸν δὲ τοῦ Κρόνου καὶ τὸν
τοῦ Ἄρεως ὡς τς ἐναντίας φύσεως ποιητικούς, τὸν μὲν τς ἄγαν ψύξεως ἕνεκεν, τὸν δὲ τς
ἄγαν ξηρότητος). Η κακόβουλη επίδραση του Κρόνου πάνω στον σοφό Καλάσιρη
επιβεβαιώνει την άποψη της Bouché – Leclercq (1963, 94) ότι ο πλανήτης βλάπτει κυρίως
όσους διαθέτουν πνευματικά προσόντα.
491 Ο οδηγός του Δωροθέου προσφέρει αστρολογικές προβλέψεις για προσωπικά,
192
Η ικανότητα της πρόγνωσης του μέλλοντος εντάσσει τον
και τη χρήση ειδώλων, σωμάτων νεκρών, βοτάνων και επωδών (3.16.3 – 4).
περιπέτειες των ηρώων του, δηλαδή την έκπληξη, την ταραχή και την
απορία.
Παρά την προφητική του σοφία και την ικανότητά του να επιλύει
μὲν διαδρναι δὲ οὐκ ἔδωκε, τοὺς γὰρ μοιρῶν ἀτρέπτους ὅρους προϊδεἶν μὲν
193
θεατρικές μεταφορές493. Και όμως, όλα θα ήταν διαφορετικά, αν η Ροδόπη
δεν ήταν το προσωπείο του εἰληχότος δαίμονος (2.25.3) που καταδιώκει και
προβλέψεις είναι ένας συγγραφικός δόλος πίσω από τον οποίο κρύβεται η
απορρίπτεται από τον Ιάμβλιχο, επειδή δεν έχει μερίδιο στο θεϊκό
στοιχείο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν φθάνει στα επίπεδα της θέωσης
493
2.24.6: ἐπὶ τὸ χεἶρον ἐπάγον μεταβολήν, 2.25.3: ὡς τῶν πεπρωμένων ἐστὶν ὑπόκρισις καὶ
ὡς ὁ τότε εἰληχὼς δαίμων οἰονεὶ προσωπεἶον αὐτὴν ὑπλθε.
494 Για τον συγγραφικό δόλο βλ. Αδαμίδη 2004, 245.
495 Οι αστρολόγοι υποστήριξαν ότι η άποψη αυτή προκάλεσε την εκδικητικότητα των
μέλλοντος πρόγνωσις, ἥτις ἄμοιρός ἐστι παντάπασι καὶ θεοῦ καὶ δαίμονος; ὥστε εἰδέναι
μὲν χρὴ καὶ ταύτην τὴν θαυματουργίαν τίνα ἔχει φύσιν, χρσθαι δὲ ἥ πιστεύειν αὐτῆ
μηδαμῶς, ό.π. 9.3.32 – 35: δύναται δὲ ἡ θεία μαντικὴ διδάσκειν ἡμς περὶ τῶν ἄστρων κατ’
αὐτὸ τὸ ἀληθέστατον. Καὶ οὐ πάντως δεόμεθα τς τῶν κανόνων διαριθμήσεως ἥ τς
μαντικς τέχνης.
497 Η θεουργία και η αστρολογία βασίζονται στην αρχή της συμπαθείας και
προϋποθέτουν άσκηση του νου – η θεουργία και της ψυχής. τόχο του αστρολόγου
αποτελεί η πρόγνωση του μέλλοντος που έρχεται μέσα από την ανασύσταση του υλικού
κόσμου και τη συνένωση των στοιχείων του. Ο θεουργός δεν ενδιαφέρεται τόσο για
πρακτικά θέματα, όπως η πρόβλεψη των μελλόντων, όσο για την ένωση με το θεἶον μέσα
από τη σύνδεση του υλικού κόσμου με τον άϋλο και υπερβατικό.
194
Η άποψη του Καλάσιρη στο 9.22.2 ότι ο Νείλος είναι το ίδιο το έτος,
επειδή το άθροισμα των ψηφίων του ονόματός του είναι 365 μονάδες
με τους αριθμούς, ειδικά με το δέκα και το επτά, που είναι σημαντικοί για
498 Η αριθμολογία βασίζεται στη θυμοσοφία του Πυθαγόρα που πίστευε ότι τα πάντα
είναι αριθμοί και υποστήριζε ότι οι αριθμοί από το ένα μέχρι το εννέα συμβολίζουν και
αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικά, ικανότητες και γεγονότα.
499 ύμφωνα με τον βυζαντινό λόγιο Υίλιππο τον Υιλόσοφο το άθροισμα των ψηφίων του
ονόματος της Φαρίκλειας είναι 777. Σις «μαγικές» ικανότητες της Φαρίκλειας αναλύει η
Jones (2004, 90 – 97).
500 Η Schimmel (1993, 129) χαρακτηρίζει το επτά ως πυλώνα της σοφίας και υποστηρίζει
ότι η δύναμή του προέρχεται από την παρατήρηση ότι το φεγγάρι αλλάζει κάθε επτά
μέρες. Σο δέκα είναι το σύνολο της Σετρακτύος και συμβολίζει την ολοκλήρωση και την
τελειότητα (ό.π. 180 – 189).
501Οι βασιλείς της Αιθιοπίας μένουν άτεκνοι για δέκα χρόνια (4.8.4), ενώ ο Καλάσιρης
συναντά τους γιους του ύστερα από δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια μεσολαβούν από την
παράδοση της Φαρίκλειας στον ισιμίθρη μέχρι τη συνάντησή της με τον Θεαγένη. Για
τα πολλαπλάσια του δέκα βλ. χωρίο με τις προσφορές του Θύαμη προς τους Βησσαείς
(7.8.4: βοῦς μὲν ἑκατὸν χίλια δὲ πρόβατα καὶ δραχμὰς ἑκάστῳ δέκα). Όσον αφορά τη
σημασία του αριθμού επτά, πρέπει να σημειωθεί ότι η Φαρίκλεια παραδόθηκε στον
ισιμίθρη στην ηλικία των επτά ετών.
502
Η ακμή της αστρολογίας κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους αποτελεί τον βασικό
λόγο για την κρίση των ελληνικών μαντείων. Από την ίδια περίοδο προέρχονται πολλές
γραπτές αποκαλύψεις του μέλλοντος, όπως οι ιβυλλικοί χρησμοί και οι πολυάριθμες
χριστιανικές και γνωστικές αποκαλύψεις (βλ. και Dodds 1995, 95). Για τον
195
αποτελούν ένα σκοτεινό και γι’ αυτό συναρπαστικό πεδίο για τον
εποχής και προτείνει έναν τρόπο θέασης του κόσμου που βασίζεται τόσο
ευθύνη.
196
3) Θεραπευτική μαγεία
στον Ηλιόδωρο, όπως και στον Σάτιο για θεραπευτικούς σκοπούς και
θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων και επιθέτει μία πόα503 στις πληγές
του συναιχμαλώτου του Θεαγένη (1.27.1, βλ. και 1.8.5.: τοιαύτην σοὶ
503 Ο όρος πόα εμφανίζεται σπανίως στο ΑΕΜ ως εναλλακτικός τύπος του όρου βοτάνη.
Σο ουσιαστικό πόα χρησιμοποιείται μία φορά από τον Σάτιο. Η συχνή του χρήση στο
μυθιστόρημα του Λόγγου δικαιολογείται από το ποιμενικό σκηνικό και δεν σχετίζεται με
μαγικές πρακτικές, όπως για παράδειγμα στον Ηλιόδωρο (8.14.3). Ο όρος βοτάνη
(χορτάρι) στον ενικό ή στον πληθυντικό αριθμό (όπως στον Σάτιο στο 5.22.7 και 5.26.12)
είναι πιο συγκεκριμένος από τους όρους φάρμακον και ἐπωδή και πληροφορεί για το
βασικό συστατικό του χρησιμοποιούμενου μαγικού μέσου (μόνο σε αυτούς τους δύο
μυθιστοριογράφους χρησιμοποιείται η λέξη και μάλιστα με την ίδια σημασία). τα νέα
ελληνικά οι όροι «βοτάνι» και «βότανο» σημαίνουν φυτά, στα οποία η λαϊκή αντίληψη
αποδίδει μαγικές η φαρμακευτικές ιδιότητες. (Για τους όρους βοτάνη και πόα βλ. LSJ9 και
Hofmann s.v.).
504 Η χρήση του «μαγικού» αριθμού τρία, στερεοτυπική στη λογοτεχνία από τον Όμηρο
197
Σο επεισόδιο της θεραπείας του Θεαγένη με βότανο ολοκληρώνει
την περιπέτεια του τραυματισμού του και προετοιμάζει για την επίθεση
φιγούρα. Αν και ο βασικός του ρόλος στο μυθιστόρημα είναι αυτός του
από την ιστορία από το έκτο βιβλίο, είναι ένας χαρακτήρας που ξεχωρίζει,
γιατί παίζει τον ρόλο του συμπαραστάτη σε όλες τις δυσκολίες του
του. Όπως και στην περίπτωση της Λευκίππης στον Αχιλλέα Σάτιο (2.7.2 –
αντίθεση με τον Σάτιο δεν αμφισβητεί την ιατρική επιστήμη της εποχής
506 Για παράδειγμα στο 2.3.4 ο Κνήμων αποτρέπει την αυτοκτονία του Θεαγένη, όπως ο
Πολύχαρμος του Φαιρέα.
507 Η εξοικείωση με τα φάρμακα και γενικότερα τα μαγικά μέσα δεν συνάδει με την
198
χαρακτήρες ευγενικής καταγωγής να χρησιμοποιούν μαγικά λόγια για
μυθιστορήματος με την πρόθεσή του να θυσιάσει ακόμα και την ίδια του
510 Νικν γὰρ καλὸν τοὺς ἐχθροὺς ἐστῶτας μὲν ταἶς μάχαις πεπτωκότας δὲ ταἶς εὐποιίας.
199
4) Νεκρομαντεία
μαγείας στο μυθιστόρημα και ασκείται από μία Αιγύπτια γερόντισσα στη
με γητείες και ξόρκια τον νεκρό γιο της512. Έπειτα σκάβει λάκκο, ανάβει
φωτιά, τελεί σπονδές από μέλι, γάλα και κρασί και στεφανώνει με δάφνη
511 Η νεκρομαντεία έχαιρε δημοτικότητας κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους λόγω της
ισχυρής λογοτεχνικής παράδοσης και λόγω του πνεύματος της εποχής. υχνά οι
νεκρομαντείες παρείχαν τα θέματά τους και σε ασκήσεις ρητορικών σχολών, ενώ ήταν
συνήθεις στους κύκλους των νεοπυθαγορείων (βλ. Eitrem 1941, 76). Από την παραφθορά
του όρου νεκρομαντεία προέκυψε κατά τον Μεσαίωνα ο όρος nigromancy, δηλαδή
«μαύρη τέχνη» (Dodds 1971, 235).
512 6.14.4: ἄλλα τε ἄττα τερατευσαμένη πρὸς τούτοις ἐπὶ τὸν νεκρὸν τοῦ παιδὸς
προσκύψασα καί τινα πρὸς τὸ οὖς ἐπᾴδουσα ἐξήγειρέ τε καὶ ὀρθὸν ἑστάναι τῆ μαγγανείᾳ
κατηνάγκαζεν. ύμφωνα με τον Slater (2007, 61) οι επωδές αποτελούν μέρος μίας
τυπολογίας για τις διαπραγματεύσεις με νεκρούς. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η
παρουσία ενός νεκρομάντη, η επιθυμία για πληροφόρηση από τον νεκρό και η
επιβεβαίωση της προφητείας του. Για το θέμα του «ανακαλέματος» του νεκρού από τη
μητέρα του βλ. τη γνωστή νεοελληνική παραλογή «Σου νεκρού αδελφού»: στ. 26: «το
τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;» στ. 30: «η γης αναταράχτηκε κι ο
Κωνσταντής εβγήκε».
513 Βλ. ανάλογες πράξεις Οδυσσέα (Ὀδύσσεια λ, 24 – 28: ἐγὼ δ’ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ
μηροῦ / βόθρον ὄρυξ’ ὄσσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα, / ἀμφ’ αὐτ δὲ χοὴν χεόμην πσιν
νεκύεσσι, / πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ, / τὸ τρίτον αὖθ’ ὕδατι· ἐπὶ δ’ ἄλφιτα
λευκὰ πάλυνον, βλ. και Ὀδύσσεια λ, 35 – 37, 48 – 50). Σο τυπικό απαντά και στον Οράτιο
(Sermones 1.8.26 – 30): scalpere terram / unguibus et pullam direllere mordicus agnam / coeperunt;
cruor in fossam confusus, ut inde / manis elicerent, animas responsas daturas / lanea et effiegies erat,
altera cerea. Σις νεκρομαντικές τελετές ειρωνεύεται ο Λουκιανός (Φιλοψευδὴς 14 – 18). Για
το τυπικό της επίκλησης φαντάσματος που εξελίσσεται την πανσέληνο και
200
Σο πρώτο μέρος του μαγικού τελετουργικού δεν φέρνει
προς τη φωτιά και τον λάκκο σε κατάσταση φρενήρη και κάνει επίμονες
δεύτερου γιου της και τον δικό της (6.15.3), όπως και την ευτυχή κατάληξη
αυτό το είδος της κίβδηλης και χυδαίας τέχνης με τη μαντική τέχνη των
Ο νεκρός γιος στηλιτεύει την εκβιαστική τακτική της μητέρας του που
παραβιάζει την ανθρώπινη φύση και εμποδίζει την ανάπαυση της ψυχής
γριάς μάγισσας με θάνατο από πτώση στο ξίφος της επιβάλλεται από τη
θεία Δίκη για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης (6.15.5: οὕτω παρὰ
πρακτική των θεουργών (Περὶ μυστ. 3.29.32: Εἰ δὲ καὶ ὡς θεοἶς [sc. Θαυματοποιία+
προσέχει τοἶς εἰδώλοις τούτοις, οὔτε λόγῳ ητὸν οὔτε ἔργῳ φορητόν ἔσται τὸ ἄτοπον.)
515 Για τη σημασία του ενταφιασμού στην ανάπαυση της ψυχής βλ. 2.5.2 σχετικά με τον
τον ψευδή θάνατο της Φαρίκλειας. Πρβλ. Ὀδύσσεια λ, 72 – 73: μή μ’ ἄκλαυτον ἄθαπτον
ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν / νοσφισθείς, μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι.
201
αποτελεσματική, εφόσον ο νεκρός προμαντεύει με ακρίβεια όσα
εκπλήρωση του χρησμού σχετικά με τους γιους του Καλάσιρη και μέχρι το
516 Βλ. π.χ. PGM 2: 98 – 102: ἔγερσις σώματος νεκροῦ· || «ὁρκίζω σε, πνεῦμα ἐν ἀέρι
φοιτώμενον, εἴσελθε, ἐνπν | ευμάτωσον, δυνάμωσον, διαέγειρον τῆ δυνάμει | τοῦ αἰωνίου
θεοῦ τόδε τὸ σῶμα, καὶ περιπατείτω ἐπὶ τόν |δε τὸν τόπον.
517 Οι κούκλες «βουντού» αναφέρονται από τον Faraone (1991, 7 – 8) ως «συμπαθητικά»
και «ομοιοπαθητικά» τελετουργικά στα οποία ο μάγος βλάπτει ένα ανθρώπινο ομοιώμα
για να προκαλέσει βλάβη εξ αποστάσεως στο ανθρώπινο θύμα του. Βλ. συνταγή
φιλτροκαταδέσμου θαυμαστοῦ PGM 1: 83 – 87, όπου ο μάγος πρέπει να κατασκευάσει δύο
κούκλες, που να παριστάνουν τον εαυτό του και τη γυναίκα που ποθεί. Η δεύτερη
κούκλα πρέπει να τρυπηθεί με δεκατρείς καρφίτσες και να ειπωθούν οι κατάλληλες
μαγικές φόρμουλες. Ένα τέτοιο μικρό αγαλματίδιο από τερακότα βρίσκεται στο μουσείο
του Λούβρου (Winkler 1991, 230). Για τον παραλληλισμό του ομοιώματος του Ηλιοδώρου
με τις κούκλες «βουντού» βλ. και Ogden 2002, 201.
518 Οι φράσεις αυτές προέρχονται συνήθως από κάποια ξένη γλώσσα, όπως η εβραϊκή ή η
αιγυπτιακή. (Για τις voces magicae βλ. Faraone 2004, 293 και Struck 2004, 206).
519 Εκτός από τη ελήνη οι νεκρομάντεις επικαλούνται την Περσεφόνη και την Εκάτη,
που σύμφωνα με τον Ησίοδο (Θεογονία, 404 – 452) εξελίσσεται σε χθόνια θεότητα των
νυχτερινών ξορκιών. Για τον ρόλο την Εκάτης βλ. τη σκηνή της «ανάστασης» της
Λευκίππης από τον Μενέλαο.
202
διακείμενο του επεισοδίου είναι η Νέκυια της Ὀδύσσειας520. Ο Ηλιόδωρος
προφήτη Καλάσιρη και την ιέρεια Φαρίκλεια απειλεί την ηθική τους
Ψστόσο, η μύηση στα άδυτα της «μαύρης μαγείας» είναι απαραίτητη για
520 Βλ. Haight 1965, 78 και Ogden 2002, 180 – 201. Παράλληλα του επεισοδίου του
Ηλιοδώρου θεωρούνται το επεισόδιο με την Εριχθώ στα Pharsalia του Λουκανού (6.588-
830) και με τον Ζάτχλα και τον Θελύφρονα στον Απουλήιο (Χρυσός γάιδαρος, 2.28-30).
Και στα τρία επεισόδια παρατηρείται η σύνδεση της νεκρομαντείας με το αιγυπτιακό
στοιχείο, το όρθιο στήσιμο του νεκρού σώματος, η χρήση βοτάνων και η ενόχληση του
νεκρού. Σο θέμα της επικοινωνίας με τους νεκρούς απαντά ακόμα και στον χριστιανισμό
(εἰς ᾌδου κάθοδος του Ιησού).
521 Βλ. αντίδραση Φαρίκλειας: Ἡ Χαρίκλεια οὖν οὐδὲ τὰ πρῶτα ἀδεῶς κατοπτεύουσα τότε
δὴ καὶ ὑπέφριττε καὶ πρὸς τῶν γινομένων ἀήθων ἐκδειματωθεἶσα (6.14.5). Πρβλ.
φορμουλαϊκή αντίδραση Οδυσσέα (Ὀδύσσεια λ, 43 και 633: ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει) Βλ.
και Eitrem 1941, 79.
203
5) Η «ανάσταση» της Φαρίκλειας και ο ρόλος της «μάγισσας»
Θίσβης
μητρυιάς του Κνήμωνα Δημαινέτης, που έπαιξε ρόλο στην εξορία του
Κνήμωνα από την πατρίδα του. το επεισόδιο συνδυάζονται απόψεις για
τον ρόλο του υπερφυσικού στοιχείου, όπως η δράση του δαίμονος και για
522 Η απειλή της σωματικής ακεραιότητας δεν είναι τόσο σημαντική στα Αἰθιοπικὰ όσο
στη Λευκίππη και υπολείπεται έναντι της απειλής της αγνότητας και της ηθικής
ακεραιότητας.
523
Ο υποψιασμένος αναγνώστης προετοιμάζεται ίσως από τον εγκλεισμό της Φαρίκλειας
σε σπήλαιο που αποτελεί απειλή για θάνατο και τη δυσοίωνη φράση ζῶσαν εἴη
καταθάψας (1.29.4). Αρχικά ο Θεαγένης πιστεύει ότι η Φαρίκλεια βρίσκει τον θάνατο στο
νησί που φλέγεται κατά τη συμπλοκή των ληστρικών ομάδων. Ο Κνήμων εξηγεί ότι η
Φαρίκλεια δεν κάηκε, γιατί ο ίδιος την έκρυψε σε σπήλαιο για να τη σώσει ύστερα από
εντολή του ληστή Θύαμη (1.28.1, 1.28.2). Όμως, οι ελπίδες τους να ξαναδούν τη Φαρίκλεια
αποδεικνύονται φρούδες, όταν οι ήρωες βρίσκουν στη σπηλιά ένα άψυχο γυναικείο σώμα
που θεωρούν ότι ανήκει στη Φαρίκλεια. Σελικά αποδεικνύεται ότι η Φαρίκλεια ζει και ότι
η νεκρή είναι η Θίσβη. Ση Θίσβη κρατούσε αιχμάλωτη στην ίδια σπηλιά με τη Φαρίκλεια
ο Θέρμουθης, που την ερωτεύτηκε και θέλησε να την προστατεύσει από τη σφαγή. Σο
έγκλημα διαπράχθηκε από τον Θύαμη που κινήθηκε από το παράφορο πάθος του για τη
Φαρίκλεια και σκότωσε στη θέση της την υπηρέτρια.
204
Ο Ηλιόδωρος ακολουθεί τον Αχιλλέα Σάτιο στην παρουσίαση του
μοτίβου από άποψη λεξιλογίου και δομής524, αλλά δεν ενδιαφέρεται τόσο
όσο για τον αντίκτυπο του θανάτου στους ενδοκειμενικούς θεατές. Γι’
524
Σα ρήματα οἴχομαι (2.1.2), ἀναιροῦμαι (2.3.3, 2.9.5), κεἶμαι (2.4.2, 2.12.4)
χρησιμοποιούνται για τη δήλωση του «θανάτου». Σο ρήμα ἀπόλλυμαι χρησιμοποιείται με
με τη μεταφορική έννοια, για να επισημάνει το μέγεθος της απώλειας για τον Θεαγένη
και τον Κνήμωνα (2.1.2, 2.3.3). Ο «θάνατος» της πρωταγωνίστριας ακολουθείται από τον
θρήνο του ήρωα (2.1.2 – 3, 2.4.1 – 4), τη μομφή του δαίμονος και της Σύχης (2.1.3, 2.4.1), την
απειλή αυτοκτονίας (2.2.1, 2.4.4 – 2.5.1) και την παρεμπόδισή της από πιστό φίλο (2.2.1,
2.5.1, 2.3.4). Οι θρήνοι του Θεαγένη συνοδεύονται από τις τυπικές τελετουργικές κινήσεις
του χτυπήματος του κεφαλιού και του τραβήγματος των μαλλιών (βλ. και Alexiou 2002,
35). Η αντίθεση γάμος – θάνατος, γνωστή και από την τραγωδία (βλ. ενδεικτικά θρήνο
Αντιγόνης στην ομώνυμη τραγωδία του οφοκλή στ. 810 – 816 και 891) επιτείνει την
τραγικότητα της κατάστασης. Η απατηλή υπόσταση αυτής της τραγικής περιπέτειας
αποκαλύπτεται σε μία συγκινητική σκηνή αναγνώρισης (2.6.3).
525
1) Ο Θύαμης πιστεύει ότι σκότωσε τη Φαρίκλεια 2) Ο Κνήμων ξέρει ότι η Φαρίκλεια δεν
κάηκε, αλλά αλλάζει άποψη όταν αντικρίζει το νεκρό σώμα. 3) Ο Θύαμης θεωρεί ότι η
Φαρίκλεια κάηκε ζωντανή. Η εξήγηση του Κνήμωνα αναζωπυρώνει τις ελπίδες του,
όμως ο ληστής απογοητεύεται εκ νέου. υνακόλουθα ο αναγνώστης σχηματίζει
λανθασμένες εκτιμήσεις. 4) Νομίζει ότι ο Θύαμης σκότωσε τη Φαρίκλεια. Όλοι αγνοούν
τη βασική λεπτομέρεια για τη σχέση του Θέρμουθη και της Θίσβης. Η συναρμολόγηση
των θραυσμάτων της ιστορίας επιτυγχάνεται χάρη στις πληροφορίες που προέρχονται
από έξι διαφορετικές πηγές, τον Κνήμωνα, τον Φαρία, τον Αντικλή, το γράμμα της
Θίσβης, τον Θέρμουθη και τον Θύαμη (βλ. Lowe 2000, 251).
526 Η σκηνή θυμίζει την αντίστοιχη εμφάνιση της Λευκίππης μετά τον πρώτο «θάνατό»
205
δύο φίλοι θρηνούν, ακούγεται μία φωνή από το βάθος του σπηλαίου που
καλεί τον Θεαγένη. Μέσα στη σύγχυσή του ο ήρωας νομίζει ότι του μιλά η
ψυχή της αγαπημένης του (2.5.2, 2.5.3). Ακόμα πιο παράλογη εξέλιξη είναι
ξεπερνά την αρχική της αμηχανία και αφηγείται το επεισόδιο από τη δική
τύποι του ρήματος ἀπατῶ (2.5.4) και η φράση οὐδὲν κοινωνοῦντα τοῦ
αιτιάσεις του Θεαγένη και του Κνήμωνα για εξαπάτηση είναι δηλωτικές
μάγισσα Θίσβη, που πετάγεται ως δια μαγείας από την Αθήνα στην
527Ο όρος γοητεία αναφέρεται σε μία απροσδιόριστη δύναμη της Θίσβης και όχι σε
κάποια συγκεκριμένη πρακτική. Αν και η Θίσβη κατηγορείται για μαγεία, στην
πραγματικότητα διαθέτει μόνο επιδεξιότητα στις δολοπλοκίες. Η απόδοση μαγικών
ικανοτήτων στη Θίσβη είναι μία εύκολη και απλοϊκή λύση στο αίνιγμα του «θανάτου»
της Φαρίκλειας. Η κοπέλα σύμφωνα με τα στερεότυπα για τις μάγισσες είναι ταπεινής
καταγωγής και έχει μουσικές γνώσεις. Αν και αναφέρονται αρκετοί εραστές της
(Θέρμουθης, Φαρίας, Κνήμων), δεν γίνεται λόγος για την ομορφιά της πέρα από τα
λακωνικά σχόλια του Κνήμωνα (1.11.3: οὐκ ἄωρος τὴν ὄψιν) και του Θέρμουθη (2.14.3: ὡς
ἠράσθη μανικῶς).
206
ερμηνεία εντοπίζεται η γνωστή τακτική του Ηλιόδωρου να απογοητεύει
μάγισσα, αλλά άλλο ένα τραγικό πρόσωπο της ιστορίας και ένα από τα
ακούει την ψυχή της Φαρίκλειας που δεν μπορεί να αποχωριστεί το σώμα
της, επειδή πέθανε άδικα και με βίαιο τρόπο, ή επειδή έμεινε άταφη και
υπόσταση κάθε εμβίου όντος που κατοικεί μέσα στο υλικό και φθαρτό
σώμα και μετά τον θάνατο αποδεσμεύεται από αυτό είναι γνωστή ήδη
528
Η δυιστική αντίληψη του Πλάτωνα σε ό,τι αφορά τη σχέση του σώματος με την ψυχή
έχει τις ρίζες της στην παλιά ορφική παράδοση που διακρίνει δύο διαφορετικές
υποστάσεις στην ανθρώπινη ύπαρξη, την άφθαρτη ψυχή και το φθαρτό σώμα (Φαίδων,
Κρατύλος 399d2). Η ψυχή των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να αποδεσμευτούν από το
σώμα τους γίνεται ύστερα από τον θάνατό τους ένα φάντασμα. Αντίθετα, σύμφωνα με
τη μονιστική άποψη του Αριστοτέλη ο άνθρωπος αποτελεί μία αδιάσπαστη ενότητα. Η
ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος που έχει τη δυνατότητα της ζωής
και επίσης έχει μέσα του την αρχή της κίνησης και της στάσης. (Περὶ ψυχς 432 a12– 14,
403a 6 – 10). Οι Επικούρειοι διαμόρφωσαν μία υλιστική αντίληψη για την ψυχή, σύμφωνα
με την οποία η ψυχή είναι άθροισμα σωματιδίων, ενώ οι τωικοί υποστηρίζουν την
αμοιβαία επίδραση μεταξύ σώματος και ψυχής. Σο θέμα θίγει και ο Σάτιος (5.16.1 – 3,
6.5.5).
529
Βλ. και σχετική άποψη στο 9.10.2. Πρβλ. Ιαμβλ. Περὶ μυστηρίων 3.29.37 – 38.: Οὔτε ἔχειν
χώραν εἰς ἣν δέξεται αὐτὴν τὰ κατεχόμενα ὑπό τῶν σκιοειδῶν φαντασμάτων, σκιαἶς οὖν
συνέσται πολλαἶς ἀπὸ τς ἀληθείας ἡ τοιάδε τῶν φαντασμάτων θαυματουργία. Παρόμοια
άποψη για τις σκιές των νεκρών εκφράζεται και στο 2.7.3 (Ὥσπερ ἐπὶ σκηνς δαίμονας
ἀπεδίδρασκες). Η χρήση του όρου δαίμονας αντί ψυχή απηχεί τις απόψεις του Εμπεδοκλή
που χρησιμοποιεί τον όρο δαίμονας για το απόκρυφο εγώ που αντέχει μέσα στις
διαδοχικές μετενσαρκώσεις (βλ. Dodds 1996, 110).
530
Π.χ. 1.3.1, 2.11.3, 4.14.2, 7.7.3, 9.25.2 – 3.
207
από τον Όμηρο, από τον οποίο ο Ηλιόδωρος έχει δεχθεί επιρροές σε
531 Για τις ομηρικές καταβολές των Αἰθιοπικῶν βλ. την αναδρομική αφήγηση του
Καλάσιρη, το θέμα του νόστου, τη συνομιλία με νεκρό, τη σχέση του Καλάσιρη με τον
Οδυσσέα και επιμέρους θέματα, όπως για παράδειγμα τη μονομαχία Θύαμη – Πετόσιρη
στα τείχη της Μέμφιδας που θυμίζει τη μονομαχία Έκτορα – Αχιλλέα, τα
ανδραγαθήματα του Θεαγένη που παραπέμπουν στα αντίστοιχα του Οδυσσέα, την ουλή
του Θεαγένη, τη «συζυγική» πίστη της Φαρίκλειας. Να σημειωθεί η παρέκβαση για την
αιγυπτιακή καταγωγή του Ομήρου (για το θέμα βλ. Morgan – Harrison 2008, 224). Για το
θέμα της ψυχής και των φαντασμάτων στα έπη βλ. και Ἰλιάδα Χ, 65 κ.εξ., Ὀδύσσεια δ, 795
κ.εξ. Για τα είδωλα των βροτων που μοιάζουν με σκιές βλ. Ὀδύσσεια λ, 83, 207, 476. Για
την απόδοση τιμών στους νεκρούς βλ. Ἰλιάδα Χ, 71 κ.εξ. Πρβλ. Ηλιόδωρο 2.5.2, 6.15.2,
Αχιλλέας Σάτιο 5.16.1 – 2.
532 Βλ. εμφάνιση φαντάσματος Δαρείου και της Κλυταιμνήστρας στους Πέρσες και τις
Εὐμενίδες του Αισχύλου αντίστοιχα και του Πολύδωρου στην Ἑκάβη του Ευριπίδη.
533
Η εικόνα του λιπόψυχου Θεαγένη απέχει πολύ από την εξιδανικευμένη εικόνα του
που δίνεται στο μυθιστόρημα. Ο Θύαμης παρουσιάζεται σαν μία διχασμένη
προσωπικότητα. Ο σεμνός ιερέας που αδικείται από τον αδελφό του και διεκδικεί τα
κεκτημένα, χαρακτηρίζεται από ζηλοτυπία και αρρωστημένο πάθος για τη Φαρίκλεια,
που προσιδιάζει σε βαρβάρους.
208
ρόλο του πυρός και παραπέμπουν στις δοκιμασίες των μυημένων, στην
Φαρίκλειας ύστερα από την «κάθοδο» και την πτώση στα άδυτα του
αντικατάσταση της Φαρίκλειας από ένα πρόσωπο που έχει ενεργό ρόλο
του Ναυσικλή για να ξεφύγει από τον Μιτράνη. Οι δύο «θάνατοι» της
αναγνώρισης.
534Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες στο ΑΕΜ, κυρίως δούλοι, επιτελούν μία διακοσμητική
λειτουργία. Ο Ηλιόδωρος κάνει τη Θίσβη δρῶν πρόσωπο σε δύο επίπεδα της αφήγησης,
στην προϊστορία και την ιστορία του «δράματος» του Θεαγένη και της Φαρίκλειας. Η
εμφάνισή της είναι περιοδική στα έξι πρώτα βιβλία. Η γυναίκα που είναι υπεύθυνη για
την εξορία του Κνήμωνα παίζει ρόλο και στην ιστορία των πρωταγωνιστών. Είναι
υπεύθυνη για τη συνάντηση του Κνήμωνα με τον Θεαγένη και τη Φαρίκλεια και τον
συνεπακόλουθο χωρισμό τους, όπως και για τη συνάντηση του Κνήμωνα με τον
Καλάσιρη και την ένωση του ζεύγους. Η Θίσβη και η Λυκαίνιον στον Λόγγο είναι
αυτοκατευθυνόμενες, όμως το μοναδικό κίνητρο των πράξεων της αστής γυναίκας των
Ποιμενικῶν είναι η ικανοποίηση των σεξουαλικών της ενστίκτων (για τον ρόλο της
Θίσβης βλ. και Chew 1994, 206).
209
Η αντικατάσταση της Φαρίκλειας από τη Θίσβη και αντίστροφα
μηχανς όπως στο πρώτο βιβλίο για να μεταστρέψει την ιστορία προς το
αρνητικό. Η επιλογή της Θίσβης δεν είναι τυχαία, αλλά αποτελεί μέρος
δεν την αλλοτριώνει, αφού διατηρεί το ψυχικό και ηθικό της μεγαλείο.
Φαρίκλειας που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή. Ύστερα από την επαφή
ιδιότυπη μορφή «μαγείας» με τη δύναμη της ομορφιάς και του μυαλού της
210
τους σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας ενός
στοιχείο σε στοιχείο ἀπὸ μηχανς, που είναι γνωστό από το θέατρο, για να
δαιμονική βούληση.
σοβαρότητα και αμφισβητεί συναφείς απόψεις για εἴδωλα, όπως και την
σχόλιο του Κνήμωνα για την «ανάσταση» που είναι αποτέλεσμα πλάνης
της παιγνιώδους δράσης του δαίμονος που επισσωρεύει δεινά στον βίο των
536 Σους Αιγυπτίους τους απασχόλησε το θέμα της μετά θάνατον ζωής και της
μετεμψύχωσης, γι’ αυτό και φρόντιζαν για τη διατήρηση των σωμάτων των νεκρών με
την τεχνική της ταρίχευσης. Αυτό ήταν γνωστό στους μυθιστοριογράφους βλ. και
Ξενοφώντα Εφέσιο (5.1.10 – 11).
537 1.1.3: τοιαύτας ἐπί σοι λαμπάδας ἀντὶ τῶν νυμφικῶν τοῦ δαίμονος ἅψαντος, 2.1.3: ὢ τς
ὠμότητος καὶ τς ἀρρήτου τοῦ δαίμονος βασκανίας, 2.4.1: ὢ συμφορς θεηλάτου. Σὶς οὕτως
ἀκόρεστος Ἐρινὺς τοἶς ἡμετέροις κακοἶς, 2.5.4: ὢ δαίμονες τεράστιοι, 2.6.2: εἰ μή τις ἡμς
παίζει καὶ νυνὶ δαίμων, 2.7.3: Ἐπεὶ δὲ ἀπάτην ἐκεἶνα θεῶν τις εὖ γε ποιῶν ἔδειξεν, 5.4.1:
Ἔπαιζε δὲ ἄρα τι τὸν Κνήμωνα δαιμόνιον, ὃ καὶ τὰ ἄλλα χλεύην ὡς ἐπίπαν τὰ ἀνθρώπινα
211
μυθιστορηματικά πρόσωπα βιώνουν πολλαπλές και αλλεπάλληλες
απόκρυψης της αλήθειας από τους αναγνώστες και τους χαρακτήρες του
που δεν έχουν ακόμα κατανοήσει τη δύναμη και τον ρόλο του
του Κνήμωνα (2.5.3) ή του Καλάσιρη (5.2.5) που είναι κάτοχος της
και εναλλαγές χαράς και λύπης οι ήρωες εναποθέτουν τις ελπίδες τους
ανθρώπινα.
καὶ παιδιὰν πεποίηται, καὶ οὐδὲ τῶν ἡδίστων ἀλύπως μετέχειν ἐπέτρεπεν ἀλλ’ ὅτι μετ’
ὀλίγον ἡσθήσεσθαι ἔμελλεν ἤδη τὸ ἀλγεινὸν ἐπέπλεκε, τάχα μὲν οὕτως ἔθος ὅν αὐτ καὶ
νῦν ἐπιδεικνύμενον, τάχα δέ που καὶ τς ἀνθρώπων φύσεως ἀμιγὲς καὶ καθαρὸν τὸ χαἶρον
οὐκ ἐπιδεχομένης. Βλ. επίσης 2.8.1 και 2.6.4: τς ἡδονς τὸ ἄμετρον ἐπίσπαστον λύπην
ἐγέννησεν. Ὣς δὴ κἀκεἶνοι παρ’ ἐλπίδα σωθέντες ἐκινδύνευον.
538 Αντίθετα στον Σάτιο κάποιος χαρακτήρας γνωρίζει την αλήθεια, για παράδειγμα ο
περισσότερες λεπτομέρειες, γι’ αυτό και διαφωτίζει τον Θεαγένη, αργότερα, όμως, επειδή
στερείται γνώσεων, χάνει την ψυχραιμία του και καταλήγει να εκφράζει την πίστη σε
εἴδωλα. Η εναλλαγή των ρόλων του ψύχραιμου – ρεαλιστή και του λιπόψυχου ήρωα που
πιστεύει στη μαγεία είναι ενδεικτική του παιγνιώδους τρόπου που ο συγγραφέας
χειρίζεται τους ήρωές του. το επεισόδιο του πλαστού θανάτου της Φαρίκλειας η σχέση
του με τον Θεαγένη σε γνωστικό επίπεδο μπορεί να παραβληθεί με τη σχέση Καλάσιρη –
Κνήμωνα στο επεισόδιο της «ανάστασης» της Θίσβης. Η υπεροχή του δεν οφείλεται σε
θεϊκή αποκάλυψη, αλλά στη γνώση των γεγονότων. Με την επανεμφάνιση της Θίσβης
δικαιολογείται η προηγηθείσα αναδρομή στο παρελθόν του. Η οπτική του αναγνώστη
ταυτίζεται με αυτή του Κνήμωνα, όμως διαφοροποιείται στις σκηνές που ξεχειλίζει η
ρομαντική του ευαισθησία. Επιπλέον, η ιστορία του Κνήμωνα είναι μία μικρογραφία της
ιστορίας του Θεαγένη και της Φαρίκλειας· ξεκινά από το ερωτικό πάθος και τον φθόνο
μιας γυναίκας, είναι γεμάτη ταξίδια και χωρισμούς και καταλήγει σε αίσιο τέλος, στον
γάμο του με την κόρη του Ναυσικλή. Εκεί τελειώνει και ο ρόλος του και ο χαρακτήρας
εγκαταλείπει το ζεύγος των πρωταγωνιστών. Η ιστορία του Κνήμωνα μπορεί να
θεωρηθεί παράδειγμα κανονικής αφήγησης που αποτελεί τον κανόνα στο προ-
ηλιοδώρειο μυθιστόρημα (για τη λειτουργία της ιστορίας του Κνήμωνα στο μυθιστόρημα
βλ. Pinheiro 1991b, 76).
212
6) Ερωτική μαγεία
στοιχεία οικεία και καθημερινά από τον χώρο της κωμωδίας και της
καθημερινής ζωής542.
540 Π.χ. στην περίπτωση της Αρσάκης (7.3.2). Βλ. και καλλωπιστικά μέσα Λυκαίνιον στον
Λόγγο και Μελίτης στον Σάτιο (σ. 136).
541 Ruiz – Montero 2007, 43. τους Μαγικούς Παπύρους και στον Απουλήιο οι μαγικές
πρακτικές χρησιμοποιούνται κυρίως από άνδρες. ύμφωνα με τον Dickie (2000, 564 – 568)
οι άνδρες συγγραφείς αποδοκιμάζουν τις μαγικές πρακτικές που χρησιμοποιούν οι
άνδρες για να επιτύχουν έναν επιτυχημένο από οικονομική και κοινωνική άποψη γάμο,
γι’ αυτό και επινοούν ιστορίες για γυναίκες που εξασκούν ερωτική μαγεία.
542 Η ερωτική μαγεία είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τις εταίρες και τις κακόφημες
γυναίκες, οι οποίες δεν έχουν θέση στο ιδεώδες μυθιστόρημα (βλ. Faraone 2004, 18 και
Dickie 2000, 581).
213
Η Δημαινέτη ειδικεύεται στην τέχνη της σαγήνης, ενώ η Ροδόπη και
της ερωτικής σαγήνης είναι ακόμα και ο Καλάσιρης που παρ’ ολίγον να
παραβιάσει τους κανόνες της εγκρατούς ζωής των ιερωμένων για χάρη
αίσια λύση και καταλήγουν σε γάμο. Ο έρωτας της Φαρίκλειας και του
543 1.9.2: δεινὴ δέ, εἴπερ τις γυναικῶν, ἐφ’ ἑαυτὴν ἐκμναι καὶ τέχνην τὴν ἐπαγωγὸν
ἐκτόπως ἠκριβωμένη<οἸς ἅπασιν ὁ πατήρ μου σαγηνευθεὶς ὅλην ἐκείνην καὶ ἔπνει καὶ
ἔβλεπεν, 2.25.1: οὐ γὰρ ἦν ἐντυχόντα μὴ ἡλωκέναι, οὕτως ἄφυκτόν τινα καὶ ἀπρόσμαχον
ἑταιρίας σαγήνην ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἐπεσύρετο, 8.5.7: Ὀφθείη μοι μόνον
Ὀροονδάτης<μεγάλην εἰς πειθὼ κέκτηται πρὸς ἄνδρας ἴυγγα τὰ γυναικεἶα καὶ σύνοικα
βλέμματα.
544 2.25.2: ἐνίκα τὴν διὰ βίου μοι μελετηθεἶσαν ἐγκράτειαν, ἐπὶ πολύ τε τοἶς σώματος
ὀφθαλμοἶς τοὺς ψυχὴν ἀντιστήσας ἀπλθον τὸ τελευταἶον ἡττηθεὶς καὶ πάθος ἐρωτικὸν
ἐπιφορτισάμενος.
545 Π.χ. όροι σαγηνευθεὶς (1.9.2), ἐπαγωγὸν (1.9.2), ἐπαγωγοἶς (1.9.4), ἴυγγα (8.5.7). Σο ρήμα
οδηγεί και δηλώνει μία ποικιλία τεχνικών που χρησιμοποιούνται για να αναγκάσουν
νέες γυναίκες να πάνε μακριά από τα σπίτια τους. Ο όρος είναι δάνειο από το λεξιλόγιο
του γάμου. Θυμίζει την πομπή της νεόνυμφης από το σπίτι του πατέρα της στο σπίτι του
συζύγου της και τις τελετές μύησης που αναγκάζουν τους νέους και τις νέες να
απομακρυνθούν από την προστασία του πατρικού οίκου (βλ. Faraone 2004, 56 και
Borgeaud 1988, 32). Η σκηνή όπου οι γυναίες του λαού ραίνουν με μήλα και άνθη τον
όμορφο Θεαγένη, προκειμένου να τον κατακτήσουν ανακαλεί την ερωτική μαγική
πρακτική της μηλοβολίας (3.3.8)
214
«αθηναϊκό» έρωτα της Δημαινέτης για τον Κνήμωνα.
Καλάσιρη από την Αίγυπτο, που συνοδεύεται από ένα υπερφυσικό – θεϊκό
την ιστορία της Μελίτης και του Κλειτοφώντα στον Αχιλλέα Σάτιο548. Μία
του Σατίου έχει και το ελαφρυντικό ότι ο άνδρας της θεωρείται νεκρός. Η
215
παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή του ευάλωτο στην ερωτική πρόκληση της
Μελίτης.
είναι πιο κυνική από την ευριπίδεια ηρωίδα, που προσπαθεί να αντισταθεί
στη μαγική δύναμη του έρωτα552. Εξάλλου, οι ήρωες των τραγωδιών παρά
μέσα της Δημαινέτης δικαιολογείται από την περσική της καταγωγή και η
550 Για τη σχέση των τριών γυναικών βλ. Haight 1965, 85 και Morgan 1989a, 283.
551 Π.χ. 1.10.2: νέον Ἱππόλυτον, βλ. και ομοιότητες ανάμεσα σε Αἰθιοπικὰ 8.15.2 και
Ἱππόλυτο 802.
552
Η διαφορά αυτή σύμφωνα με τη Haight (1965, 85) οφείλεται στις επιρροές που έχει
δεχθεί ο Ηλιόδωρος στη διαγραφή των χαρακτήρων από τη Νέα Κωμωδία.
553 Οι χαρακτήρες του Ηλιόδωρου περισσότερο από των άλλων μυθιστοριογράφων
σχέση της με την τροφό και ο επικουρικός ρόλος της τελευταίας στα ερωτικά σχέδια της
κυρίας της. Εκτός αυτού, η Κυβέλη σε αρχικό στάδιο διαγράφεται ως μητρική φιγούρα
για την κυρία της, ενώ στη σχέση Δημαινέτης – Θίσβης υπάρχει το στοιχείο της διαβολής
και του ανταγωνισμού. Για τη σχέση Αρσάκης – Κυβέλης είναι χαρακτηριστικές οι
προσφωνήσεις ὦ μτερ (7.10.1), ὦ μητέριον και ὦ φιλτάτη (7.10.3), μαμμίδιον (7.10.5),
Κυβέλιον φίλτατον (7.10.6). Σα υποκοριστικά δείχνουν ιδιαίτερη τρυφερότητα.
216
χαρακτηρίζεται με τον υποτιμητικό όρο γύναιον ἀστεἶον (1.9.1)555. Η
Ροδόπη είναι εταίρα από τη Θράκη και πιθανώς αποτελεί δάνειο από τον
της Δημαινέτης και της Ροδόπης είναι η αιτία για την εξορία του Κνήμωνα
και του Καλάσιρη αντίστοιχα. Η Αρσάκη είναι η πιο επικίνδυνη από τις
Κυβέλη θέτει τα θέλγητρα559 και τις ἴυγγας560 στην υπηρεσία του άνομου
555 Πρβλ. τον χαρακτηρισμό της Λυκαίνιον στον Λόγγο γύναιον ἐξ ἄστεως ἐπακτόν
(3.15.2). Η Λυκαίνιον αντιπροσωπεύει το αστικό στοιχείο, που απειλεί το ειδυλλιακό
βουκολικό περιβάλλον. Σο επίθετο ἀστεἶος στον Ηλιόδωρο δείχνει κομψότητα στη
συμπεριφορά.
556 2.134 – 135. Αντίθετα, στον Σάτιο η Ροδόπη είναι παρθένος που αντιστέκεται στον
έρωτα προκαλώντας την οργή της Αφροδίτης και τελικά ερωτεύεται τον Ευθύνικο.
557 Η διανοητική κατωτερότητα των βαρβάρων έναντι των Ελλήνων προβάλλεται συχνά
στο ΑΕΜ (βλ. π.χ. Φαρίτωνα 5.3.2,6.4.10,6.5.5 και Ξενοφώντα Εφέσιο 3.11.4 κ.α.). Για αυτή
τη διαδεδομένη άποψη στο ΑΕΜ βλ. κυρίως Scarcella 1996, αλλά και Haight 1965, 77.
558 Π.χ. 1.10.2, 1.14.6, 1.15.2, 7.23.1, 8.9.1.
559 Σο θέλγητρον σημαίνει μαγικό μέσο, φίλτρο (LSJ9, s.v.). Ο Hoffman το ετυμολογεί από
Ηλιόδωρος χαρακτηρίζεται από την ίδια σύγχυση που διακρίνει και άλλους συγγραφείς
και σχολιαστές για τον προσδιορισμό του όρου ἴυγξ. Ο Θεόκριτος (Εἰδ. 2.26) χρησιμοποιεί
τον όρο για να δηλώσει ένα πουλί, έναν τροχό ή γενικότερα μία επωδή. Ο Βιργίλιος στην
8η Εκλογή που μιμείται το ποίημα του Θεοκρίτου, θεωρεί την ἴυγγα ταυτόσημη με την
επωδή και αντικαθιστά τον όρο με την έκφραση mea carmina. τον Αιλιανό (Περὶ φύσεως
ζῴων 15.21 – 26) ο όρος σημαίνει βότανο. (Για τη σημασία του όρου βλ. και Ogden 2002,
240). τη μαγική ορολογία ο όρος δηλώνει ένα λάγνο πουλί και έναν τύπο ξορκιού
αγωγής που περιέχει ένα συμπαθητικό ή πειστικό τελετουργικό, στο οποίο ένα πουλί
προσδένεται σ’ έναν τροχό. υχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου όμβος, ενός
217
έρωτα της κυρίας της για τον Θεαγένη (7.10.3: ὥρα δέ σοι κινεἶν πσαν
μηχανὴν πσα πρεσβυτικὴν ἴυγγα καὶ αἱμυλίαν, βλ. και 7.9.5). Η χρήση των
από τη Βήσσα), την εμπειρία και την καταγωγή από τη Λέσβο, γενέτειρα
της Ακαδημίας, επειδή δεν μπορεί να αντέξει το όνειδος και τον οριστικό
μηχανήματος που στροβιλίζεται γύρω από σπάγγο και χρησιμοποιείται στη λατρεία της
Ρέας και του Διονύσου και στα ερωτικά ξόρκια (Βλ. και Πινδ. Πυθιόνικος 4.213 – 219. (Για
της σχέση της ἴυγγος με τον όμβον βλ. και Faraone 2004, 290 – 291). Η πρόθεση του
συγγραφέα δεν είναι να δώσει ακριβή στοιχεία γι’ αυτό το μαγικό τέχνασμα, αλλά να
προσδώσει αληθοφάνεια στις αντίστοιχες «μαγικές» σκηνές.
561
Οι στίχοι της λυρικής ποιήτριας έχουν έντονο το στοιχείο του εκβιασμού π.χ. fr. 2 L-P,
στ. 21-24: καὶ γὰρ φεύγει, ταχέως διώξει / αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ’ , ἀλλὰ δώσει / αἰ δὲ μὴ
φίλει, ταχέως φιλήσει / κωὐκ ἐθέλοισα.
218
τιμωρία της Δημαινέτης επιβάλλεται από τους κανόνες συγγραφής μίας
της δηλητηρίασης της Κυβέλης – από αυτές που συνηθίζει και για άλλα
υπηρέτριας.
562 8.15.2: Δίκην ὑμἶν ἐπέσχεν ἡ πολεμία, πρβλ. 1.14.3: ἔχεις παρὰ τς πολεμίας τὴν δίκην,
1.14.4: ἡ δίκη<ὡς δὴ καὶ τὴν ἀλιτήριον μετλθε Δημαινέτην.
563 Η φαρμακεία στον καθημερινό βίο και τη λογοτεχνία είναι αξιόποινη πράξη. O
Πλάτων στους Νόμους (933a-d) χωρίζει τους νόμους για φαρμακεία σε δύο κατηγορίες: σε
αυτούς που αναφέρονται στη χρήση φαρμάκων ή ναρκωτικών που επιδρούν στο σώμα
και σε αυτούς που αναφέρονται στη χρήση μαγγανειῶν, ἐπωδῶν ή καταδέσεων που
επηρεάζουν το πνεύμα. Δίκες για φαρμακεία είναι συνηθισμένες τον 4ο αι. π.Φ. Οι ένοχοι,
γυναίκες ως επί το πλείστον, καταδικάζονται και τιμωρούνται υποδειγματικά, ακόμα και
με θάνατο. Οι λόγοι των αττικών ρητόρων αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα
(π.χ. Αντιφ., Φαρμακείας κατὰ τς μητρυις, Δημοσθ., Κατὰ Ἀριστογείτονος, 79). τις
αυστηρότατες ποινές των Περσών, όπως γδάρσιμο ή συνριβή του κεφαλιού με
χτυπήματα πέτρας αναφέρεται ο Πλούταρχος (Ἀρταξέρξης 19). Για την καταδίκη της
φαρμακείας στον Πλάτωνα βλ. ενδεικτικά Νόμοι, 649a, 909a-d. Για το θέμα βλ.
Fowler1995, 5, Romilly 1975, 27, Eitrem 1941, 51, 56.
564 Κατά τον Γιατρομανωλάκη (1997, 343) ο Ηλιόδωρος προσφέρει δύο ειδών εξηγήσεις:
μία «σωκρατική» και μία υπερφυσική – θρησκευτική (βλ. και Chew 2007, 281). Η τάση του
συγγραφέα για διττές ερμηνείες φαίνεται στα επεισόδια της βασκανίας και της
«νεκρανάστασης» της Φαρίκλειας (βλ. και σχετική άποψη του Winkler 1982, 128).
219
7) Προστατευτική – συμπαθητική μαγεία
δαχτυλίδι με την πέτρα που διώχνει τη φωτιά και την ὁμιλοῦσα ταινία με
κάνει λόγο για πρώτη φορά ο Καλάσιρης στην ερμηνεία της ανεξήγητης
ένα πρόσχημα του ιερέα, χάρη στο οποίο καταφέρνει να αποσπάσει την
Φλόης του Λόγγου (βλ. σ. 73) και ο χιτὼν της Λευκίππης του Σατίου (βλ. σ.
93 – 94). Όμως, η ταινία στη συνέχεια αποκτά μαγικές διαστάσεις που την
565 Η Jones θεωρεί ότι η ταινία αποτελεί τεκμήριο της έμφυτης μαγείας ή της ἀληθοῦς
αιγυπτιακής σοφίας της Φαρίκλειας (2004, 95).
566
Βλ. Hilton 1998, 81.
220
ανάγνωσή της προορίζεται μόνο για τους ιερείς και απαιτεί
και του Διοδώρου του ικελιώτη (3.3 – 4) για τα δύο είδη της αιγυπτιακής
λεγόμενα «γραπτά μυστήρια» του 3ου και 4ου μεταχριστιανικού αιώνα που
αναγνωστών του.
Πέρα από την παντάρβη και την ταινία, η μητρῴα φύσις λειτουργεί
σαν φίλτρο που προστατεύει τη Φαρίκλεια από τη θυσία της στη ελήνη
567 Επίσης, ο Απουλήιος στις Μεταμορφώσεις (11.22) κάνει λόγο για libros litteris
ignorabilibus praenotatos. Η έκθεση της ιστορίας της βασίλισσας της Αιθιοπίας πάνω σε
ένα ρούχο θυμίζει την περίπτωση της Υιλομήλας, ενώ και η ηρωίδα του Φαρίτωνα
επιλέγει τον γραπτό λόγο για να γνωστοποιήσει το παρελθόν της στον Διονύσιο (8.4.4).
(Βλ. και Hilton 1998, 81 – 83).
568 Η τεχνική αυτή προέρχεται από τα prosopopoeic, όπως τα χαρακτηρίζει ο Hilton (1998,
221
απέναντι στη θεά ελήνη (10.7.4 – 5, 10.7.8, 10.9.5). τη συνέχεια
αναλαμβάνει τον παραδοσιακό ρόλο της μάνας που στερήθηκε όλα αυτά
δύναμη ανάλογη με αυτή της παντάρβης, που είναι προσιτή μόνο σε όσες
είναι μία απόκρυφη δύναμη που διατρέχει την ιστορία από την αρχή μέχρι
το βασιλικό καθήκον απέναντι στον θεό Ήλιο και στον λαό του σε σχέση
πάλι, εγκαταλείπει τον ιερατικό του θώκο για να μη δει τους γιους του να
μεταμορφωτική δύναμη πάνω στον Θύαμη και τον Πετόσιρη και τελικά
μεγάλη σημασία στη γονεϊκή φύση και την προβάλλει με τις κατάλληλες
λεκτικές επιλογές570.
222
8) Ο «τσαρλατάνος μάγος» Καλάσιρης
αξιοπιστία των λόγων του στη διάκριση των δύο ειδών της αιγυπτιακής
σοφίας. Ενώ εντάσσει τον εαυτό του στους λειτουργούς της ἀληθοῦς
σοφίας, στο προφητικὸν γένος, εκμεταλλεύεται την ιδιότητά του αυτή για
571 Πέρα από τον Ηλιόδωρο ο Αιλιανός και ο Λουκιανός παραλληλίζουν την κίβδηλη
μαγεία με τον τσαρλατανισμό (βλ. και Zucker 2000, 92). Ο ιερέας – μάγος που εκπροσωπεί
το πρώτο είδος της αιγυπτιακής σοφίας διαχωρίζεται τελείως από τον γόητα, τον
εκπρόσωπο της χυδαίας μαγείας. Μορφές, όπως ο Καλάσιρης ή ο νεοπυθαγόρειος
Απολλώνιος ο Συανεύς είναι συγχρόνως και ιερείς και μάγοι. Σα πρώτα μεταχριστιανικά
χρόνια, όπως παρατηρεί ο Sandy (1982b, 41), οι παγανιστές άγιοι θεωρούνται
τσαρλατάνοι.
572 Ο Θεαγένης αρνείται τον έρωτα, κοιτάζει στο κενό, αναστενάζει, χασμουριέται,
223
μέσα στην άλλη και παρουσιάζονται με ένα κυκλικό σχήμα574. Σο θέμα
του βασκανίας συνδέεται με τον ρόλο των ματιών στο ΑΕΜ, που
Ηλιόδωρος και ο Σάτιος κάνουν συχνές αναφορές στον ρόλο των ματιών
μάτια της ψυχής του και να το αντιμετωπίσει σαν ένα «γραπτό θέαμα»575.
επιστημονικό κύρος, γι’ αυτό επικαλείται τις μαρτυρίες των ιερών βιβλίων
των Αιγυπτίων και τις ζωολογικές του γνώσεις για τον χαραδριό και τον
574Αδιαθεσία Φαρίκλειας -> έκκληση Φαρικλή για βοήθεια -> πόρισμα Καλάσιρη:
βασκανία. Η λύση αναβάλλεται, αφού η σκηνή διακόπτεται από την αδιαθεσία του
Θεαγένη. Ακολουθείται η γνωστή πορεία: αδιαθεσία -> πόρισμα Φαρικλή: βασκανία ->
έκκληση Θεαγένη για βοήθεια-> «θεραπεία» Θεαγένη. Έκκληση Φαρίκλειας για βοήθεια
-> «θεραπεία» Φαρίκλειας.
575 Ο Ηλιόδωρος επιμένει περισσότερο από τον Σάτιο στο θέμα των ματιών και κάνει μία
παρέκβαση για τη λειτουργία τους ως διόδων του φθόνου. Επίσης, αναφέρεται σε κάποια
ασθένεια των ματιών, που ονομάζεται οφθαλμία. Σα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής
της Φαρίκλειας (για τη δύναμη του βλέμματος της πρωταγωνίστριας βλ. σ. 237). Ο
Ηλιόδωρος υποστηρίζει ότι η όραση είναι η πιο κινητική και η πιο θερμή από όλες τις
αισθήσεις, γι’ αυτό γίνεται πιο δεκτική σε καθετί που εκπέμπεται και επιφέρει τη
μετάδοση του έρωτα με τη φλογερή πνοή της (3.7.5: πολυκίνητον<οὖσα ἡ ὄψις<τ κατ’
αὐτὴν ἐμπύρῳ). ύμφωνα με τον Γιατρομανωλάκη (1997, 180 – 181) ο Ηλιόδωρος μιμείται
τον Πλούταρχο ή τουλάχιστον και οι δύο μιμούνται μία κοινή πηγή, όπως τον Δημόκριτο
(αναλυτικά για την άποψη του Δημοκρίτου βλ. Dodds 1971, 194 – 195). Σο χωρίο 681a από
τα Ἠθικὰ του Πλουτάρχου παρουσιάζει εμφανείς ομοιότητες με το χωρίο 3.7.5 του
Ηλιοδώρου: Πολυκίνητος γὰρ ἡ ὄψις οὖσα μετὰ πνεύματος αὐγὴν ἀφιέντος πυρώδη
θαυμαστήν τινα διασπείρει δύναμιν.
576 Robiano 1984, 545. Βλ. και παράπονα Φαρίκλειας και Φαρικλή για τον ρόλο του δαίμονος
(2.1.3 και 2.33.2). Είναι πιθανό ο βάσκανος θεός που κρύβεται πίσω από την ασθένεια των
πρωταγωνιστών, ειδικά της Φαρίκλειας, να είναι ο Έρως ή η Αφροδίτη που εξοργίζονται
με την ηρωίδα επειδή τους περιφρονεί (2.33.5), όπως συμβαίνει με τον Ιππόλυτο του
Ευριπίδη, τον Αβροκόμη του Ξενοφώντα του Εφεσίου ή τη Ροδόπη και τον Ευθύνικο στον
μύθο του Αχιλλέα Σατίου.
577 Για το θέμα του «κακού ματιού» (evil eye) βλ. Γιατρομανωλάκη 1988, 194 – 204, Dickie
1991, 17 – 29.
224
Η κατάσταση των πρωταγωνιστών ερμηνεύεται με ρεαλιστικούς
ιατρικής επιστήμης για τη θεραπεία της (3.7.3, 4.5.2, 4.5.4, 4.5.6, 4.6.2, 4.10.2
– 3)578. Ψς προς αυτό το σημείο η σκηνή της θεραπείας της Φαρίκλειας από
του βλέμματος (3.7.2, 3.7.3, 3.8.2, 3.11.1, 3.19.2, 4.5.4, 4.5.6, 4.7.10), στη
το έργο του δικαιολογεί την αποτυχία των μεθόδων του και έρχεται σε
κατέπεμψα καὶ τούτων οὐκ ἐλαχίστων, ἀλλ’ ἃς εἰκὸς ἦν ἐκείνην ἃ μήτε ἐπεφύκει μήτε
ἐβούλετο καταναγκσαι πράττειν, 4.7.13: Ἀλλά μοι ἀντίθεός τις ἔοικεν ἐμποδίζειν τὴν
πρξιν καὶ διαμάχεσθαι πρὸς τοὺς ἐμοὺς ὑπηρέτας. Ο Καλάσιρης πέτυχε να εμφυσήσει
ερωτικό πόθο στη Φαρίκλεια, όπως υποσχέθηκε στον Φαρικλή, όχι όμως για τον
225
ἀλλόκοτον και το ἄτοπον στη συμπεριφορά της Φαρίκλειας είναι
πνευμάτων582.
Αλκαμένη. Και στον Ξενοφώντα τον Εφέσιο οι δαίμονες ευθύνονται για ερωτικές
ασθένειες (1.5.7).
581 Οι δαιμονῶντες είναι δαιμονικές προσωπικότητες μέσω των οποίων μιλούν τα
διατάσσεται από τον εξορκιστή να εξέλθει από το κατεχόμενο θύμα του. Ύστερα από
απειλές, κατά τις οποίες χρησιμοποιείται το όνομα του ολομώντα, του Μωυσή και του
Ιησού, αναγκάζεται να ομολογήσει την ταυτότητά του. Εξερχόμενος από το θύμα του
γίνεται αντιληπτός από το σπάσιμο αντικειμένων που χτυπά ή από την εμφάνιση μίας
σκοτεινής φιγούρας. Ο «εξορκισμός» της Φαρίκλειας δεν περιγράφεται με τέτοιες
λεπτομέρειες.
583
3.31.17 – 18: οὗτοι τοἶς κακοἶς πνεύμασι συνάπτονται, πληρούμενοί τε ἀπ’ αὐτῶν τς
κακίστης ἐπιπνοίας πονηροί τε καὶ ἀνόσιοι γίγνονται, ἡδονῶν μὲν ἀκολάστων
πλήρεις<παραπλήσιοι τοἶς πονηροἶς δαίμοσι γιγνόμενοι μεθ’ ὧν συμφύονται (πρβλ.
ἀκολάστων ἡδονῶν ὑπηρέτις στον ορισμό της «μαύρης» μαγείας). Οι πρακτικές του
Καλάσιρη μπορούν επίσης να παραβληθούν με τις θαυματοποιίες του Απολλωνίου του
Συανέως, ή τα ταχυδακτυλουργικά του Περεγρίνου, που περιγράφει με κυνική ματιά ο
Λουκιανός. Άλλωστε, ο ασκητικός τρόπος ζωής του θυμίζει τη νεοπλατωνική εκδοχή του
Πυθαγόρα που παραθέτουν ο Πορφύριος και ο Ιάμβλιχος. Είναι χορτοφάγος και απέχει
σθεναρά από τις απολαύσεις της σάρκας. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την εξωτερική του
εμφάνιση, τα άσπρα μαλλιά και το μακριά του γένια αποτελούν χαρακτηριστικά μάλλον
των νεοπλατωνικών φιλοσόφων παρά των ιερέων της Ίσιδας (βλ. Dodds 1995, 65 και
Λεντάκη 1993, 191). Εξάλλου, η ετυμολογία του ονόματός του παραπέμπει στον
νεοπυθαγορισμό, αφού καλασίρεις ονομάζονταν οι λινοί, θυσανωτοί χιτώνες που
φορούσαν όσοι επρόκειτο να μυηθούν στα αιγυπτιακά μυστήρια και οι νεοπυθαγόρειοι
(Ηρόδοτος 2. 81.1, βλ. Γιατρομανωλάκη 1996, 25).
226
εξωκειμενικούς θεατές για τον μυστηριακό χαρακτήρα των πράξεών του
νεκρομαντικό τυπικό του έκτου βιβλίου και στις σεπτές προσφορές στον
τη Ναύκρατη της Αιγύπτου, που έχει ερωτευθεί τη Θίσβη και κρατά κοντά
έμπορο και του υπόσχεται πλούσια λύτρα για την απελευθέρωση της
στην ερμηνεία της βασκανίας. Η σκηνή εκτυλίσσεται στον ναό του Ερμή,
227
προστάτη της αγοράς και του εμπορίου και προσωπικού προστάτη του
αλλά και λυπηρά. Έπειτα, αγγίζει το βωμό και μουρμουρίζει κάτι. το
δαχτυλίδι με αμέθυστο που είχε κρυμμένο μέσα στην παλάμη του και το
παρουσιάζει ως θείο δώρο (5.13.2), που γίνεται δεκτό από τον έμπορο με
καταγωγή του Ομήρου και τη διάκριση των δύο ειδών της αιγυπτιακής
585 5.13.2: οἱ θεοὶ δι’ ἡμῶν προσάγουσι, 5.15.2: θεῶν ἐρικυδέα δῶρα, θεόπεμπτον<λίθον,
Ἑρμοῦ τοῦ καλλίστου καὶ ἀγαθωτάτου τῶν θεῶν ἥκειν μοι συνήθως καὶ τόδε τὸ εὕρημα διὰ
τοῦ πυρός σοι τ ὄντι τὸ δῶρον διακονήσαντος.
586 5.15.1: ἐκπλαγείς τε ἅμα πρὸς τὸ παράδοξον καὶ πλέον ἡσθεὶς πρὸς τὸ πολύτιμον.
587
Σο ρήμα αἰγυπτιάζω (LSJ9 s.v.) σημαίνει «φέρομαι ως Αιγύπτιος», «μιμούμαι τους
Αιγυπτίους» και «είμαι δόλιος, πανούργος». Η σύνδεση της μαγείας με την Αίγυπτο είναι
γνωστή. Ο Ηλιόδωρος εκφράζει αντιφατικές απόψεις για την Αίγυπτο και τους
Αιγυπτίους. Η χώρα του Νείλου δεν αντιπροσωπεύει μόνο το καλό και τη σοφία, αλλά
συνδέεται και με αρνητικές προκαταλήψεις. Η καταγωγή από την Αίγυπτο μπορεί να
είναι δηλωτική ύπουλου και κατεργάρη χαρακτήρα (βλ. και Sandy 1982a, 146). Και ο
Αχιλλέας Σάτιος αναφέρεται στις δύο πλευρές του αιγυπτιακού στοιχείου και περιγράφει
την Αίγυπτο σαν έναν μαγικό τόπο γεμάτο αντιφάσεις. το μυθιστόρημα το αιγυπτιακό
228
την έννοια του Αιγύπτιου προφήτη και προσεγγίζουν τον Καλάσιρη για
τον Καλάσιρη από την ηθική ευθύνη των πράξεών του. Και των τριών
ανδρών οι ενέργειες είναι ιδιοτελείς και καταπιεστικές και γι’ αυτό δεν
πρώτος, τον ίδιο ο δεύτερος, περιέχει το στοιχείο του εκβιασμού που είναι
στοιχείο είναι εξωτικό, ευεργετικό και εντυπωσιακό, αλλά συγχρόνως απατηλό και
επικίνδυνο (π.χ. δράση Νείλου, μαγικά φίλτρα Γοργία και Φαιρέα, τελετουργικό
ανθρωποθυσίας).
588 Βλ. τη σχετική άποψη του Winkler (1982, 129). Για τη γνώμη των τριών ανδρών για
τους προφήτες βλ. 3.11.2 – 3, 3.18.3: προφήταις καὶ τὰ μέγιστα κατορθοῦν οὐκ ἀδύνατον,
3.19.3: δυνατὸς δὲ ὁ ἀνὴρ ἄριστος ὢν εἴπερ τὶς ἄλλος τὴν θείαν τέχνην, ἅτε προφητικὸς τὸν
βίον καὶ ἱεροἶς ἐκ παίδων ἀνακείμενος, 5.12.2: δώσεις με πιστεύειν δύνασθαί σε καθάπερ ἐκ
μηχανς ἀθρόον πλουτεἶν. Ο Φαρικλής παρακαλεί τον Καλάσιρη να χρησιμοποιήσει
σοφίαν τινὰ καὶ ἴυγγα<Αἰγυπτίαν (2.33.6). Η φράση πεἶσον ἥ λόγοις ἥ ἔργοις γνωρίσαι τὴν
ἑαυτς φύσιν καὶ ὅτι γυνὴ γέγονεν εἰδέναι λειτουργεί επεξηγηματικά στους όρους σοφία
και ἴυγξ που είναι ασύμβατοι και προετοιμάζει το έδαφος για τη διάκριση «λευκής» και
«μαύρης» μαγείας του τρίτου βιβλίου. Ο Ηλιόδωρος γνωρίζει το ειδικό λεξιλόγιο των
πρακτικών μάγων. Για τον όρο ἴυγξ βλ. και σ. 217.
589 Winkler 1982, 131 και 136. Σα αποτελέσματα της ερωτικής μαγείας που θέλουν να
(3.17.2 – 3). Ακόμα και ο Φαρικλής, που αρχικά θεωρεί δεισιδαιμονική την ερμηνεία της
της βασκανίας της Φαρίκλειας (3.7.2), αργότερα αντιμετωπίζει τον Καλάσιρη ως σωτήρα
και θεό του (4.7.8). Ο Ναυσικλής πάλι, παραπλανάται, αποπροσανατολίζεται από τον
229
σαν το θηλυκό αντίστοιχο του Καλάσιρη και είναι προικισμένη με το
έμφυτο χάρισμα της οξύνοιας, ειρωνεύεται τις ικανότητες, τις τεχνικές και
τις κρίσεις του μάγου (4.5.4, 4.6.1)591. Αλλά και ο ίδιος ο Καλάσιρης σε
δόλο και την πλεκτάνη που ο Καλάσιρης στήνει για τους άλλους
χαρακτήρες.
πρέπει να προσεχθεί ότι ο ρόλος του τσαρλατάνου μάγου είναι ένας μετα
– ρόλος που υποδύεται συνειδητά ο Καλάσιρης μέσα στον βασικό του ρόλο
592 Π.χ. υποτιμητική χρήση των όρων γραῶδες και λρον (4.5.3).
593 το 6.11.3 - 4 ο Καλάσιρης μεταμφιέζεται σε αγύρτη – ζητιάνο. Η αλλαγή αυτή είναι
230
τριτοπρόσωπου αφηγητή594. Σα προαναφερθέντα χωρία, όπως και οι
ούτε του συγγραφέα. Όλα τελούνται υπό την προστασία του θεϊκού
και της διπλής επιφάνειας του Απόλλωνα και της Άρτεμης (3.11.5). Γι’
και της Φαρίκλειας, της διαφυγής τους με προορισμό τη Μέμφιδα και της
ρόλος του «σκηνοθέτη» είναι ένας άλλος μετα-ρόλος που του ανατίθεται
από τον πραγματικό «σκηνοθέτη» που κρύβεται πίσω από όλες τις
Ο Καλάσιρης, όπως φαίνεται από τις τρεις σκηνές είναι ένα πολύ
594 5.12.1: Θαρσήσας οὖν πρὸς ταῦτα ὁ Καλάσιρις δεδιὼς δὲ μή τινα λάβοι τῶν ὄντων ὁ
Ναυσικλς ὑπόνοιαν καὶ ὧν ἐπεφέρετο ἡ Χαρίκλεια.
595
Ομοίως, οι όροι διάνοια και μεταβολή, που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των
συμπτωμάτων του Θεαγένη στο 3.10.4 αποτελούν θεατρικά δάνεια και υπαινίσσονται
την τάση του Ηλιοδώρου να αντιμετωπίζει το μυθιστόρημα ως μεταποιημένο δράμα. Η
θεατρική μεταφορά της ανθρώπινης ζωής υπάρχει στους κυνικούς (βλ. Robiano 1984,
548). Οι θεατρικές αναφορές μεταβάλλουν τη σχέση του αναγνώστη με το κείμενο σε
σχέση θεατή με θέαμα, επισημαίνουν την τραγική κατάσταση των ηρώων και
λειτουργούν αυτοαναφορικά για τη θεατρική – καλλιτεχνική φύση του μυθιστορήματος
(βλ. Morgan 1996b, 437 – 441. Γενικά για το θέμα Αδαμίδη 2004).
596 Άποψη της Pinheiro (1991b, 79).
231
προφήτης και ο αγύρτης μάγος είναι δύο ιδιότητες του ίδιου και του αυτού
καλύψει ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, όπως την ανάγκη για έρωτα
ή για πλουτισμό. Όταν συμμετέχει στο θεϊκό στοιχείο, γίνεται φορέας και
αποδείξει ότι διατηρεί την ηθική του ακεραιότητα και ότι μένει
προσηλωμένος στην ιερή αποστολή που του έχει ανατεθεί, την επιστροφή
597 Βλ. άποψη της Pinheiro (1991b, 80). Ο Winkler (1982, 136) κάνει λόγο για έναν «διπλό»
χαρακτήρα. Σο δίλημμα αν ο Καλάσιρης είναι προφήτης ή μάγος αίρεται, καθώς η
δεύτερη ιδιότητά του υπηρετεί την πρώτη. Ο «διπλασιασμός» (duality) είναι μία ηθική
στάση με την έννοια του προσεκτικού υπολογισμού των εναλλακτικών χειρισμών και
του σεβασμού της θέλησης όλων των χαρακτήρων. Η πληθώρα των βιβλιογραφικών
αναφορών για την αντιφατικότητα του Καλάσιρη είναι ενδεικτική του προβληματισμού
που προκάλεσε ο χαρακτήρας σε αναγνώστες και σχολιαστές. Βλ. κυρίως Sandy 1982a,
141 – 167, Winkler 1982, 93 – 158 και Jones 1004, 80.
598 Για τη σύγκριση των δύο μυθιστορηματικών χαρακτήρων βλ. Sandy 1982a, 166, Chew
232
για την αντιφατικότητα ως στοιχείο της ποιητικής του Ηλιοδώρου. Ειδικά
στα επεισόδια της θεραπείας της βασκανίας του Θεαγένη και της
θετού της πατέρα και του μελλοντικού της συζύγου και της παρέχει τη
599Γι’ αυτή τη likemindedness κάνει λόγο η Jones (2004, 81). Βλ. και αντίδραση Φαρίκλειας
στην παράσταση του Καλάσιρη. Αργότερα, η Φαρίκλεια που μαθήτευεσε δίπλα στον
Καλάσιρη καταλαβαίνει ότι ο Κνήμων είναι ερωτευμένος με την κόρη του Ναυσικλή
(6.7.8). Η Chew (2007, 294 – 295) παρατηρεί ότι σε αντίθεση με τους άλλους χαρακτήρες
που δηλώνουν τυφλή υποταγή στη θεϊκή δύναμη, ο Καλάσιρης και η Φαρίκλεια είναι οι
μόνοι που αμφισβητούν, ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια και χρησιμοποιούν το θεϊκό για
να χειραγωγήσουν άλλους χαρακτήρες, ακόμα και για να τους εξαπατήσουν. Ο
Καλάσιρης χειραγωγεί τον Φαρικλή, τον Ναυσικλή, τον Σραχίνο, τον Κνήμωνα, ενώ η
Φαρίκλεια με τη σειρά της τον Θύαμη, τον Σραχίνο και τον Τδάσπη. Η συμπεριφορά τους
μοιάζει θεϊκή, επειδή ασκούν έλεγχο πάνω στους θνητούς, γι’ αυτό και τους αποδίδεται
θεϊκό status.
233
9) Η «μαγεία» του κάλλους - Οι «μαγικές» ιδιότητες της Φαρίκλειας
ομορφιά της και το βλέμμα της. Σο ίδιο το όνομά της έχει μαγική δύναμη
που βασίζεται στο άθροισμα των ψηφίων του (βλ. σ. 195). Η σύλληψή της
από τους ληστές στο πρώτο βιβλίο601. Οι ληστές μένουν έκθαμβοι στη θέα
αντιμετωπίζουν σαν θεά. Λόγω της ομορφιάς της και της ενδυμασίας της
Άρτεμη (βλ. επίσης 5.31.1), την εγχώρια Ίσιδα, τον δαίμονα (1.2.6, 1.2.7) ή
234
κάποια Νύμφη (2.4.3)602. Η απόδοση των σχετικών κρίσεων σε άτομα
αποκάλυψη του ονόματος στο 1.8.4 βοηθά την ταύτιση της κοπέλας με την
για την εξαίσια φύση της Φαρίκλειας γίνεται στην αρχή του
σκηνή θέτει εξαρχής ένα από τα πολλά αινίγματα που καλείται να λύσει
υπαινίσσονται τις βασικές θεϊκές δυνάμεις που κρύβονται πίσω από την
235
αδιέξοδες καταστάσεις605. Η ομορφιά έχει τη μαγική δύναμη να
(1.2.3) και αποτελεί βάλσαμο της ψυχής για τον πόνο που προκαλεί ο
δύναμη του μυαλού της και συγκαλύπτει την ικανότητά της για δόλο.
236
Ηλιόδωρος ακολουθώντας το παράδειγμα του Σατίου επιμένει στη
ομορφιά, όμως, έλκει και τον βάσκανο οφθαλμό και αποτελεί πηγή
κοσμική συμπάθεια αποδίδει στο βλέμμα της ηρωίδας του την ικανότητα
του θεού Ήλιου, υπό το βλέμμα του οποίου ξετυλίγεται όλη η δράση του
δύναμης του βλέμματός της μπορεί να ενταχθεί τρόπον τινά στη χορεία
608 Η άποψη που διατυπώνεται στο 3.5.4 ότι η ψυχή αναγνωρίζει με το βλέμμα την
αντάξιά της ψυχή υπαινίσσεται την πλατωνική θεωρία της ανάμνησης.
609 Η κατηγορία της ομορφιάς ως υπαιτίου των συμφορών των πρωταγωνιστών
επανέρχεται συχνά στο ΑΕΜ (βλ. π.χ. ἐπίβουλον κάλλος σε Ξενοφώντα Εφέσιο 2.11.4,
5.5.5., 5.7.1 – 2 και Αχιλλέα Σάτιο 5.28.5).
610 Άποψη του Γιατρομανωλάκη (1988, 199).
611 Π.χ. οἸον νέφους αὐγὴ σεληναίας στο 5.8.5, βλ. και 3.6.3, 5.8.5, 8.9.13. Εξάλλου, η ελήνη,
613 Κυρίως στις περιγραφές της Λευκίππης, της Μελίτης και της Αλεξάνδρειας (1.4.2:
τον Κρητικό χάλκινο γίγαντα Σάλω (για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Gaggadis 2000,
237
ικανότητων στην Φαρίκλεια, δεν μπορεί να αναιρεθεί το γεγονός ότι η
τα όρια της συνήθους αισθητικής εμπειρίας που προέρχεται από ένα έργο
τέχνης. Οι ερωτικοί συγγραφείς δείχνουν μία εμμονή στα έργα τέχνης 617.
θεάς, 1.7.2, 2.33.3) που γεννήθηκε κατ’ επίδρασιν της τέχνης. Έτσι, η
30, Ogden 2002, 222 – 225). Η μαγεία του Ήλιου είναι επιβλαβής και παρασύρει την ψυχή
με μία υπερφυσική και πλαστή λάμψη. ε αυτή ο Πλάτων αντιδιαστέλλει την ευεργετική
δύναμη του Έρωτα. τους αιγυπτιακούς μύθους ο Ήλιος και ο Έρωτας εξομοιώνονται
(βλ. Frazier 2000, 56).
615
Ο Εμπεδοκλής υποστηρίζει ότι η θέα αγαλμάτων την ώρα της σύλληψης οδηγεί στη
παιδιών που μοιάζουν με τα αγάλματα (Laplace 1992, 215). ύμφωνα με τον Γαληνό και
τον ωρανό όμορφα παιδιά μπορούν να γεννηθούν από άσχημους γονείς ή ακόμα και
πίθηκοι από ανθρώπους. τον Αριστοτέλη, τον Πλίνιο και τον Πλούταρχο αναφέρονται
περιπτώσεις λευκών παιδιών που γεννιούνται από γονείς μικτού χρώματος. Σα
παραδείγματα δείχνουν τις απόπειρες ερμηνείας των μυστηρίων της κληρονομικότητας
σε μία εποχή όπου η γενετική επιστήμη είναι ανύπαρκτη (βλ. αναλυτικά Hilton 1998, 85 –
86).
616
το 10.14.7 η Ανδρομέδα παρουσιάζεται ως ἀρχέτυπον της Φαρίκλειας. Για την
ομοιότητα των δύο γυναικείων μορφών βλ. 10.15. Η μυθική ηρωίδα είναι ἡδεἶα<ὅτι λευκὴ
ἐν Αἰθιοπίᾳ (Υιλοστρ., Εἰκόνες, 1.29.3). (Ο πίνακας της Ανδρομέδας περιγράφεται και
στον Αχιλλέα Σάτιο και λειτουργεί ως προσήμανση για τη θυσία και τον διαμελισμό της
Λευκίππης). Για τη σχέση συμπαθείας ανάμεσα στο αγαλμα και το πρωτότυπο βλ. Πλωτ.
Ἐννεάδες 4.3.11: Καί μοι δοκοῦσιν οἱ πάλαι σοφοί, ὅσοι ἐβουλήθησαν θεοὺς αὐτοἶς παρεἶναι,
ἱερὰ καί ἀγάλματα ποιησάμενοι, εἰς τὴν τοῦ παντὸς φύσιν ἀπιδόντες ἐν τ λαβεἶν, ὡς
πανταχοῦ μὲν εὐαγωγὸν ψυχς φύσις, δέξασθαί γε μὴν ᾶστον ἄν εἴη ἁπάντων, εἴ τις
προσπαθές τι τεκτήναιτο ὑποδέξασθαι δυνάμενον μοἶραν τινα αὐτς.
617 Η σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα απασχολεί τον Λόγγο.
238
επιφανειακή ομορφιά της φθαρτής φύσης στο πνευματικό κάλλος της
Αρσάκη και ο Τδάσπης εναντίον της Φαρίκλειας για μαγεία δεν είναι
του δαίμονος που προστατεύει την ηρωίδα και αναθέτει στον εκάστοτε
«κόρη» του στοιχεία του δικού του χαρακτήρα, όπως η διπλοπροσωπία και
618 Για παράδειγμα τον Θύαμη, τον Μιτράνη, τον Σραχίνο, τον Τδάσπη, την Αρσάκη
(1.21.3, 1.22.6 – 7, 5.26.3).
619 3.4.1: ἡ καλὴ καὶ σοφὴ Χαρίκλεια, 5.26.2: ἔστι γὰρ χρμα σοφώτατον, 6.9.7: τὶ οὐχὶ καὶ
μηχανήν τινα πρὸς περιγραφὴν τῶν φοβούντων ἐπινοεἶς; δεινὴ δέ τις ἔοικας εἷναι
σοφιστεῦσαι κατὰ τῶν ἐπιχειρούντων διαδόσεις τε καὶ ὑπερθέσεις. Ο ασκητισμός της
Φαρίκλειας, σύμφωνα με τον Lateiner (1997, 428) είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό που
ευνοεί τη σύγκρισή της με τον Καλάσιρη. Η ίδια ικανότητα διακρίνει και την Άνθια του
Ξενοφώντα του Εφεσίου, η οποία με τις πλαστές δικαιολογίες αναβάλλει τους γάμους με
τον Περίλαο (2.13.8) και τον Χάμμη (3.11.5), ενώ υποδύεται την επιληπτική για να
αποφύγει την εκπόρνευσή της από τον προαγωγό ιδιοκτήτη της.
239
επιχειρήματά της είναι πειστικά και αληθοφανή και συνδυάζονται με μία
συνείδηση του ρόλου της, συμμετέχει ενεργά στο δράμα της και σε κάποιο
συνδέεται με αυτή λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης, της ποιότητας του
σεβασμό στο πρόσωπό της. Η συνύπαρξη της ιερατικής ιδιότητας και των
620ύμφωνα με την Chew (2007, 293) η Φαρίκλεια διακρίνεται από την τριπλή ιδιότητα της
ιέρειας, της θεάς και της μάγισσας. Η δράση του Καλάσιρη, από την άλλη, περιορίζεται
μόνο στο ανθρώπινο πεδίο δράσης, αφού ο γέροντας αναλαμβάνει τους ρόλους του ιερέα
και του μάγου – ταχυδακτυλουργού. Με την ιερατική ιδιότητα της Φαρίκλειας σχετίζεται
η μαντική ικανότητα που αποδίδει στη Φαρίκλεια ο Θεαγένης (π.χ. 2.4.3: τὸ μαντικὸν
ἐκεἶνο καὶ θεηγόρον στόμα σιγὴ κατέχει), που όμως δεν επαληθεύεται από την ιστορία.
Προφανώς ο ήρωας αποδίδει στη Φαρίκλεια τυπικές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τους
μάντεις ιερείς, όπως δηλώνεται στον ορισμό της ανώτερης αιγυπτιακής σοφίας.
240
με την απόδοση σε αυτήν του ιερατικού αξιώματος της ελήνης. Αυτό
καταδεικνύει ότι παρά τις διακυμάνσεις στη συμπεριφορά της και τους
εναλλασσόμενους ρόλους της η Φαρίκλεια μένει πιστή στις αρχές που έχει
ιερείς πατέρες της Φαρίκλειας, τον Τδάσπη, τον ισιμίθρη, τον Φαρικλή
και τον Καλάσιρη. Σο ιερατικό αξίωμα δεν είναι κάτι δεδομένο, αλλά
δυνάμεων.
και οφείλεται στην «κατοχή» της από δαιμονικές δυνάμεις (6.8.3, 6.9.2,
τη διάρκεια του γλεντιού για τον γάμο του Κνήμωνα με την κόρη του
Ναυσικλή (6.8.3 – 6), που μπορεί να παραβληθεί με την κρίση μανίας της
621
6.8.3: βακχιόν τι οἰστρηθεἶσα, 6.9.2: ἐμμανές, 7.7.5: ὥσπερ οἰστρηθεἶσα ὑπὸ ὄψεως
ἐμμανὴς ἐπ’ αὐτὸν ἵεται, 10.38.1: βάκχιόν τι καὶ ἐμμανὲς ἐφέρετο. Είναι κοινότατη η άποψη
την εποχή της δημιουργίας του ΑΕΜ ότι ο έρωτας διαταράζει τα νόμια (βλ.
Γιατρομανωλάκη 1990, 139). Ο πλατωνικός χαρακτηρισμός του έρωτα ως μανίας
προερχόμενης από τους θεούς (Φαἶδρος 265b) επιρρωνύει την άποψη αυτή. το
μυθιστόρημα απαντούν όλα τα είδη της μανίας, βακχική, πολεμική (7.4.3, 7.7.2), ερωτική
(4.2.3). Βλ. επίσης μανία Αιγύπτιας μάγισσας στη Βήσσα, ιερή μανία στη δοκιμασία της
αγνότητας, μανία Κνήμωνα όταν μαθαίνει ότι η Θίσβη είναι ζωντανή (5.2.2).
241
Λευκίππης. Ο ξέφρενος χορός της Φαρίκλειας θυμίζει τους μιμητικούς
τελετουργική μανία για την οποία μιλά ο Πλάτων, που επιδρά λυτρωτικά
ξέσπασμα της άλλογης ορμής, που οφείλεται στην οργή της για τις
περιπέτειες που άδικα υφίσταται και την απαλλάσσει από το άγχος της
για το μέλλον. Ο χορός συνδυάζεται με θρήνο και μομφή της τύχης (6.8.5)
λειτουργικότητά της στην ιστορία δείχνουν ότι δεν πρόκειται για τυχαίο
κατοχή της από τον εἰληχότα δαίμονα (6.8.3), στην οποία έχει μέχρι
φαρμακείας που δεν διέπραξε και η γενικότερη στάση της στο επεισόδιο
της πυράς αποτελούν καινὸν τοἶς ὁρῶσι θέαμα (8.8.3). Ανεξήγητη είναι η
622
Scarcella 1993, 133 – 144. Οι θεατρικές αναφορές (π.χ. 6.8.3: δρωμένων, 6.8.5: δρμα,
σκηνήν) συνδέουν την κατάσταση με το δράμα, ποιητικό είδος με διονυσιακές καταβολές.
(6.9.2).
623 Ο ρόλος του Διονύσου ως θεού των μαγικών παραισθήσεων φαίνεται στον ομηρικό
Ὕμνο στον θεό, από τον οποίο σαφέστατα επηρεάστηκε και ο Λόγγος (βλ. και Dodds
1996, 69 – 70).
624 Οι λεκτικές αντιθέσεις του θρήνου (ἀνύμφευτον – νυμφίου, γαμεἶ – ἀλητεύει,
242
μὲν ἀπροσδόκητον ἀλλὰ παράφρονα και τα λόγια της ἀλλόκοτα625. Η
«κατοχή» από κάποιον θεό (10.22.4: ὑπό του θεῶν τοἶς ἱερείοις
τακτική του Ηλιοδώρου από μία ορθολογική ότι «τρελάθηκε» από τη χαρά
της Φαρίκλειας κορυφώνεται στη σκηνή της αναγνώρισης από τους γονείς
της. τη λύση από τον Τδάσπη του διπλού αινίγματος σχετικά με το
λευκό χρώμα της κόρης και την αναπάντεχη εμφάνισή της στην Αιθιοπία
τονίζουν την ανεξήγητη και «ως δια μαγείας» εμφάνιση της Φαρίκλειας
625
Η Φαρίκλεια ενώ δεν γνωρίζει τον Θεαγένη, τον παρουσιάζει για αδελφό της. Έπειτα
παρακαλεί να σωθεί ο Θεαγένης και όταν της το αρνούνται, ζητεί να τον σκοτώσει με τα
ίδια της τα χέρια. Σέλος, δηλώνει ότι έχει σύζυγο, ενώ απέδειξε δημοσίως την παρθενία
της. Ο όρος ἀλλόκοτα ήματα, που δηλώνει τις αντιφάσεις και τους φαινομενικούς
παραλογισμούς της Φαρίκλειας, μπορεί να συσχετισθεί με τις voces magicae.
626 Η ίδια η Φαρίκλεια γνωρίζει τον κίνδυνο να μην γίνει πιστευτή και να αποδοθεί σε
θεατρικό τέχνασμα η εμφάνισή της, γι’ αυτό και προτείνει στον Θεαγένη να μην
αποκαλύψουν αμέσως τα αποδεικτικά στοιχεία της καταγωγής της (9.24.6: πεπλασμένοι
καὶ ἀπίθανοι καθάπερ ἐκ μηχανς).
627
Βλ. σχετική άποψη για τη Φαρίκλεια στην εναρκτήρια σκηνή (1.2.7).
243
στη σκηνή της Μερόης628. Σο στοιχείο της τραγικής ειρωνείας είναι
προκαλεί η εμφάνισή της και την εύνοια του δαίμονος. Ψς προς αυτό το
αλλοτριώνεται από τους ρόλους που υποδύεται, αφού αυτό γίνεται για
628
9.25.4: ἀπὸ τς Ἑλλάδος κατὰ μέσην Μερόην τοὺς φύντας ἀναπεμφθήσεσθαι
φανταζομένη, 10.12.2: θυγατέρα ἐμὴν ὥσπερ ἐπὶ σκηνς ἐξ ἀπόρων ἑαυτὴν καὶ οἸον ἐκ
μηχανς ἀναφαίνουσα πρβλ. 10.9.5: ἔκ τινος μηχανς περισωθεἶσαν, 10.39.2: καθάπερ ἐκ
μηχανς (βλ. και 9.24.6).
629
10.16.6: αὖθις δὲ θαυματουργοῦντες, 10.18.1: τὸ τῶν θεῶν εὐμενὲς πρὸ πάντων
ἀνέδειξεν, 10.38.3: ἥ τάχα καὶ ἐξ ὁρμς θείας σύμπαντα ταῦτα ἐσκηνογράφησεν 10.39.3:
τοῦ θείου θαυματουργήσαντος.
244
10) Η παντάρβη και η «ως εκ θαύματος» σωτηρία της
περίπτωση της σωτηρίας της Φαρίκλειας από την πυρά η σαφής δήλωση
σεβασμό στη θεία πρόνοια και στο λαϊκό αίτημα. Σο θαῦμα είναι ένα
245
χρησιμοποιεί εν αγνοία της. Η μαγεία δεν αναιρεί τη θεϊκή επιθυμία,
αναλύει την ἀπόρρητον δύναμιν της λίθου και τη θεωρεί έκφανση της
θεϊκής δύναμης (8.11.8: παρ’ ἧς εἰκάζω δύναμίν τινα ἥκειν τῆ λίθῳ πυρὸς
γνώση της ἀπορρήτου δύναμης της πέτρας προορίζεται μόνο για τους
632 Από αυτό φαίνεται η τάση του Ηλιοδώρου να αποκρύπτει εσκεμμένα πληροφορίες για
να προκαλεί έκπληξη και προβληματισμό στον αναγνώστη και να τον παροτρύνει να
ακολουθήσει σύμφωνα με τη φράση του Eco «inferential walks». Σο όνειρο θα μπορούσε
να λύσει τον γρίφο της παντάρβης, αν είχε γνωστοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. Η
δικαιολογία της Φαρίκλειας ότι το ξέχασε σύμφωνα με τον Morgan (1994b, 104) είναι
παιδαριώδης και δεν πείθει.
633 Με βάση την ετυμολογία «παντάρβη» σημαίνει να «φοβάσαι τα πάντα» (< πάντα και
246
πράξεις των μυστηρίων635. Η χρήση του όρου ἀπορρήτως από τη Φαρίκλεια
ωριμότητάς της που επιτεύχθηκε ύστερα από τη μαθητεία της πλάι στον
από όλες τις περιπέτειες ωριμάζουν και αποκτούν την ικανότητα της
ερμηνείας του θεϊκού σχεδίου. Η ευσέβειά τους μαζί με τις άλλες αρετές
635 Η χρήση μυστηριακής γλώσσας σε μαγικά συγκείμενα οφείλεται στη σύνδεση της
μαγείας με τα μυστήρια κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους. Οι μαγικές πρακτικές και
τα μυστήρια απαιτούν μυστικότητα και αποσκοπούν σε μία άμεση επαφή με το θείο
μέσω πολύπλοκων τελετουργικών μύησης. Ο όρος μυστήριον χρησιμοποιείται για να
δηλώσει μαγικά αντικείμενα ή εργαλεία και μέσα της τέχνης των μάγων, όπως για
παράδειγμα αλοιφές. ύμφωνα με τις μαρτυρίες των μαγικών παπύρων ένα μαγικό
δαχτυλίδι ονομάζεται μεγαλομυστήριον (βλ. Graf 1997, 97 – 98).
636 Βλ. π.χ. παράπονα Φαρίκλειας στο 8.10, 8.11.
637 Η αναζήτηση λίθων με μαγικές ιδιότητες και η ανακάλυψη της «φιλοσοφικής λίθου»
αποτελεί στόχο της εναγώνιας προσπάθειας των αλχημιστών του Μεσαίωνα. Φάρη σε
μία ιδανική ουσία ευτελή μέταλλα μεταστοιχειώνονται σε πολύτιμα και συντελούν στην
παρασκευή του ελιξιρίου της ζωής που μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο για πάντα νέο
και υγιή. Βέβαια, στο κείμενο δεν δίνεται καμία πληροφορία για την κατασκευή της
παντάρβης, ούτε ο Τδάσπης και η Περσίννα εμπλέχθηκαν σε αυτή.
638 Ο Υιλόστρατος (Σὰ εἰς Συανέα Ἀπολλώνιον 3.46) αναφέρει ότι η παντάρβη έχει τη
δύναμη όταν βυθιστεί στο νερό να έλκει όλες τις πέτρες και να απορροφά όλα τα
πράγματα. Η ιδιότητα αυτή σχετίζεται με την αρχή του νεοπυθαγορισμού για την
εναρμόνιση των αντιθέσεων, από την οποία έχουν επηρεαστεί όλοι οι μυθιστοριογράφοι
και ιδιαίτερα ο Ηλιόδωρος. Ο μυθιστοριογράφος, αν και φαίνεται ότι γνωρίζει τη σχετική
πηγή, επιλέγει να συνδέσει τη μαγική πέτρα με τη φωτιά που είναι βασική στην πλοκή
247
Σα δαχτυλίδια είναι κοσμήματα που ασκούν ακατανίκητη έλξη στις
γυναίκες (4.15.2: ἀπαραίτητον ἔχει πρὸς γυναἶκα ἴυγγα χρυσὸς καὶ λίθος)639.
παντάρβης είναι πιο σύνθετη από αυτή των τυπικών γνωρισμάτων των
Η άγνοια της ηρωίδας για τις ιδιότητες του δαχτυλιδιού είναι προσποιητή
ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και χρησιμοποιούνται κυρίως για ερωτικούς σκοπούς.
Σα δαχτυλίδια χρησιμοποιούνται στην προστατευτική μαγεία. (Για τα μέσα της
προστατευτικής μαγείας βλ. Faraone 2004, 40 και 183). Ο Αριστοφάνης (Πλοῦτος, 883 –
885) παρωδεί επιγραφές που βρέθηκαν πάνω σε δαχτυλίδια – φυλαχτά. την Πολιτεία
του Πλάτωνα (2.359d – 360a) γίνεται λόγος για το χρυσό δαχτυλίδι που με μαγικό τρόπο
έκανε «αόρατο» τον Λυδό σφετεριστή Γύγη και του επέτρεψε να μπει στο βασιλικό
παλάτι αβλαβής, να ξελογιάσει τη βασίλισσα και να σκοτώσει τον Βασιλιά.
641 Σα φυλαχτά (φυλακτήρια, amuleta) φοριούνταν γύρω από τον λαιμό, το κεφάλι ή το
μπράτσο ή τοποθετούνταν σε διάφορα μέρη του σπιτιού. Είχαν ισχυρή μαγική δύναμη
ικανή να αποσοβήσει το κακό (βλ. Betz 1987, 94).
248
αυξάνει τις πιθανότητες για την επιβίωση της έκθετης κόρης της και την
την αναγνώρισή της πρώτα από τη μητέρα της και ύστερα από τον
άλλες άγνωστες ιδιότητές του. Η πέτρα του είναι από αιθιοπικό αμέθυστο
συγγραφείς, ιδιαίτερα τον Λόγγο και τον Αχιλλέα Σάτιο644. Η εύρεση του
παντάρβη λειτουργεί για άλλη μία φορά σαν φυλαχτό για τη Φαρίκλεια.
642
Η αναγνώριση της Φαρίκλειας από τον Τδάσπη θυμίζει τις επικές αναγνωρίσεις. Η
ταυτότητα της Φαρίκλειας αποκαλύπτεται σταδιακά μέσω των αναγνωριστικών
σημαδιών, της ταινίας, των περιδέραιων, της παντάρβης, της δήλωσης του ισιμίθρη και
της ουλής της Φαρίκλειας.
643 Η δανεισμένη από το θέατρο παροιμιακή φράση είναι συνώνυμη της έκφρασης «ως
δια μαγείας» (βλ. και νεοελληνική μετάφραση Α. ιδέρη). Η μαγεία και η μηχανή, το
θεατρικό τέχνασμα, όπως φαίνεται και στις σκηνές των δύο πλαστών θανάτων της
Λευκίππης στον Σάτιο, οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα.
644
Ποιμενικὰ 1.9.1, 4.2 – 3, Λευκίππη 1.15. Σο σχόλιο ἡ δὲ ἦν πέτρα τ ὄντι καὶ οὐχὶ μίμημα,
τῶν γὰρ ἄκρων τς λίθου μέρος εἰς τοῦτο περιγράψας ὁ τεχνίτης ἔδειξεν ἐκ τς ἀληθείας
ὃ εβούλετο, περίεργον ἡγησάμενος λίθον ἐν λίθῳ σοφίζεσθαι (5.14.4) αποτυπώνει τον
προβληματισμό του συγγραφέα για τη σχέση της τέχνης με τη ζωή και το θέμα natura
versus ars, που είναι κεφαλαιώδες στον Λόγγο.
249
τη συνέχεια ο όρος παντάρβη γίνεται ταυτόσημος με κάθε σωτήριο μέσο
νηφαλιότητα και απάθεια, όπως και η ηρωίδα του Σατίου στη δοκιμασία
της αγνότητάς της (8.9.13: ἐπὶ πλεἶστον ἀπαθὴς εἰστήκει, πρβλ. και 8.11.8:
διατηρήσει την αταραξία που εξασφαλίζει την αρετή και την ευδαιμονία
απόψεις για την οργάνωση του κόσμου από ένα σύνολο αντίρροπων
ηρωίδα που ετοιμάζεται να τιμωρηθεί για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε
θαῦμα και τα μαγικά μέσα, που όμως έχουν κοινή υπερρεαλιστική βάση.
645 Ἐκ δὲ τῶν εἰς αὔριον κινδύνων ποία τις ἄρα παντάρβη ἄλλη ἐξαιρήσεται;
«Θάρσει»<«παντάρβην ἑτέραν ἔχομεν τὰ μεμαντευμένα καὶ θεοἶς ἐπανέχοντες
σωζοίμεθά τε ἅν ἥδιον καί, εἰ δέοι, πάσχοιμεν ὀσιώτερον».
646 Βλ. π.χ. Αιλιαν., Ποικίλη Ἱστορία 5.6, ακόμα και σωτηρία τριῶν παίδων ἐν καμίνῳ και
250
Η ικανότητα αυτή εκπορεύεται και επιβάλλεται από την ιδιότυπη φύση
στο ευμετάβλητο της ανθρώπινης ζωής και συνδυάζει τον έρωτα με τον
θάνατο, την αγάπη με τον δόλο, τον γάμο με τον πόλεμο, τον χωρισμό με
δαίμων που κατατρέχει τους ήρωες σε όλο το μυθιστόρημα και τους οδηγεί
όλο τον κόσμο, όπως η παντάρβη του Υιλοστράτου. Η θεία πρόνοια είναι
η μόνη δύναμη που μπορεί να βάλει σε τάξη τον χαώδη κόσμο του
251
11) Η «μαγεία» του λόγου
Σο θέμα της μαγικής επιρροής του λόγου είναι κοινό στα τρία
επιρροή της τέχνης του θεάτρου, από την οποία ο συγγραφέας δανείζεται
μύθου από τον λόγο. Σον Ηλιόδωρο δεν τον απασχολεί το θέμα, αντίθετα
και ἀκροατής, δείχνει ότι ακολουθεί τη γραμμή των ομοτέχνων του στην
πρώτο μισό του μυθιστορήματος και όσο έχει ενεργό ρόλο στην ιστορία ο
Βλ. ενδεικτικά παραψυχὴν τὴν τῶν ὁμοίων ἀκοήν (1.9.1) και ἐπικουφίζων (6.2.2). Η ιδέα
647
απαντά και στον Ησίοδο (Θεογονία 98 – 103). Για την ψυχαγωγική διάσταση της
αφήγησης στον Ηλιόδωρο βλ. και Hunter 1998, 40 – 42.
252
ευγλωττία648. Η σοφιστική αντιμετώπιση του λόγου ως μαγικού φίλτρου
Σο όνομα της Θίσβης λειτουργεί σαν μορμολυκεἶον (6.2.1), φόβητρο για τον
6482.23.5: ὁ Διόνυσος<χαίρει μύθοις καὶ κωμῳδίας φιλεἶ· κἀμὲ δὴ οὖν τὰ νῦν εἰσῳκισμένος
ἀνίησι πρὸς τὴν ἀκρόασιν, 5.16.4: Καί μοι δοκεἶς καὶ τοῦ δαιμονίου κάλλιστα συνιέναι τὸν
Ἑρμν τ Διονύσῳ συγκαθιδρύων καὶ λόγων ἥδυσμα τ πότῳ συναναχέων. Για τη σύνδεση
του Ερμή με την ευγλωττία βλ. Βλ. Λουκιαν. Ἀπολογία 2. Η αναφορά στον Διόνυσο
σχετίζεται με τον ρόλο του θεού στα συμπόσια που ενδείκνυνται για συζητήσεις. Η
ηδονή με τη μεταφορική σημασία της συναισθηματικής μέθης ταυτίζεται με την εὐωχία.
649 1.23.2: ὥσπερ τινὸς σειρνος κεκηλημένος καὶ πρὸς τὸ πείθεσθαι κατηναγκασμένος,
5.1.4: οὕτως ἀκόρεστόν τι καὶ σειρήνειον τὸ κατ’ αὐτήν, 1.9.4: τὰ καλὰ τῶν ὀνομάτων τοἶς
ἐπαγωγοἶς παραμιγνῦσα. Για τους όρους ἴυγξ και ἐπαγωγὸν βλ. σ. 214 και 217. Για την
αδυναμία αντίστασης στη δύναμη του λόγου βλ. ἡττημένος τς ἀκροάσεως (3.1.1),
ἅρπαγμα τὸ ηθὲν ἐποιήσατο (8.7.1) και την παρομοίωση του λόγου με βέλος βλ. 7.7.7 και
7.24.5 (πρβλ. Αχιλλέα Σάτιο 1.12.2). Σο ρήμα βάλλομαι χρησιμοποιείται και για τη
λειτουργία της ομορφιάς της Φαρίκλειας (1.2.5).
650 Σον συσχετισμό αυτό προτείνει η Laplace (1992, 199 – 230). Σα Αἰθιοπικὰ
αντιμετωπίζονται σαν πανηγυρικός λόγος για τον έρωτα, αφού η ιστορία του Θεαγένη
και της Φαρίκλειας βασίζεται στον μύθο του ανδρόγυνου του Πλάτωνα (υμπόσιο 193a –
d) και καθορίζεται από δύο πανηγύρεις, μία στους Δελφούς, όπου γεννιέται ο έρωτάς
τους και μία στη Μερόη, όπου βραβεύονται για την αρετή τους (ό.π. 202 και 227 – 230).
253
και ξεκούραση.651Όσον αφορά τον κατάλληλο τόπο των συζητήσεων δεν
ολοκληρώνεται και να φθάνει εἰς τέλος (3.4.10, βλ. και 1.14.2), γιατί μόνο
651Βλ. 2.22.5, 4.4.2, 5.1.3, 5.1.4. Η ζεστή ώρα του μεσημεριού είναι ακατάλληλη περίοδος για
διηγήσεις. Επίσης, οι συνομιλητές πρέπει να έχουν αρκετό ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή
τους (1.8.7, 1.18.1).
652 Βλ. 2.21.6, 2.26.1, 3.1.1, 3.10.3, 3.19.1, 5.22.6.
653 2.24.5: εὔτακτόν σοι καὶ προσεχ τῶν ἑξς παρασκευάζων τὴν ἀκρόασιν.
654 Βλ. π.χ. ἐμὲ γοῦν οὔπω θεατὴν ὁ σὸς ἐπέστησε λόγος ἀλλ’ εἰς πσαν ὑπερβολὴν
ἡττημένον τς ἀκροάσεως καὶ αὐτοπτσαι σπεύδοντα τὴν πανήγυριν ὥσπερ κατόπιν
ἑορτς ἥκοντα, τὸ τοῦ λόγου, παρατρέχεις ὁμοῦ τε ἀνοίξας καὶ λύσας τὸ θέατρον (3.1.1),
καὶ ὥρα σοι τὸ δρμα καθάπερ ἐπὶ σκηνς τ λόγῳ διασκευάζειν (2.23.5), ἐκ παρόδου
θεωρόν (3.1.2). Σο σχόλιο του Κνήμωνα στο 3.2.3 (ὥσπερ θεατὴν με μόνον τῶν κατὰ τὴν
πομπὴν ἀλλ’ οὐχὶ καὶ ἀκροατὴν καθίσας) δίνει το προβάδισμα στο συναισθηματικό
αποτέλεσμα που προέρχεται από την ακρόαση σε σχέση με την παρακολούθηση μιας
θεατρικής παράστασης. Ο Σάτιος και ο Ηλιόδωρος εκμεταλλεύονται στο έπακρον τις
υποκριτικές ικανότητες των χαρακτήρων τους για την επίτευξη της παραστατικότητας.
655 Σὸ Ἠνιγμένον τε καὶ ἡδονῆ πάσῃ σύγκρατον (3.15.1) είναι αιγυπτιακό στοιχείο που
254
Ο Καλάσιρης είναι ο βασικός αφηγητής για το μεγαλύτερο μέρος
του αναθέτει το έργο της αφήγησης της ιστορίας του Θεαγένη και της
Φαρίκλειας656. τα μυθιστορήματα του Λόγγου και του Σατίου τον ρόλο
τους είναι ερωτικές μυήσεις. Η ιστορία του Καλάσιρη δεν είναι μόνο μία
ερωτική ιστορία, αλλά μιλά για τον ρόλο των θεϊκών δυνάμεων στην
ξεφύγει από το πεπρωμένο του. Είναι ακόμα ένας κριτικός λόγος της
που οδηγεί στην αποκάλυψη σημαντικών αληθειών για την ιστορία του
656 Ο ιερέας είναι αντιφατικός και σαν αφηγητής. Ενώ αποδοκιμάζει τις άσκοπες
λεπτομέρειες, υποχωρώντας στην παράκληση του Κνήμωνα (3.1.1) περιγράφει
αναλυτικά την γιορτή στην οποία συναντήθηκαν ο Θεαγένης και η Φαρίκλεια και κάνει
μία παρέκβαση για την αιγυπτιακή καταγωγή του Ομήρου (3.14.1). Εξάλλου, τα σχόλια
για την τήρηση της χρονικής σειράς των γεγονότων και την αποφυγή των επαναλήψεων
αντιφάσκουν με την τεχνική του in medias res και των ανακεφαλαιώσεων. Ο Ηλιόδωρος
παίζει ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη, όπως και με τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες
και τον καλεί να προβληματιστεί για τις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί για να
τον κρατήσει σε κατάσταση αγωνίας.
657 Βλ. χρήση ρηματικών τύπων μεμύηκας (3.14.1) και μυηθναι τὴν ἀφήγησιν (5.23.6) από
Κνήμωνα και πραγμάτων δέ μυστικῶν ὡς ἀληθῶς καί ἡδονῆ θείᾳ τ ὄντι συγκράτων
φιληκόως ἔχεις (5.16.3).
658 Ο Κνήμων αρχικά αναλαμβάνει ρόλο ανάλογο με αυτόν του interlocutor του ωκράτη
στους πλατωνικούς Διαλόγους και στη συνέχεια τον υπερβαίνει ενεργώντας ως reacting
και interacting αφηγητής (βλ. Morgan 1991, 96 – 98). Ο ήρωας είναι ο ιδανικός ακροατής
για τον Καλάσιρη, καθώς είναι φιλήκοος καὶ καλῶν ἀκουσμάτων ἀκόρεστος (3.4.11).
255
του γραπτού κειμένου στη θεώρηση του έργου του. την ιστορία του
για τη σημασία του λόγου δείχνουν ότι πρόκειται για έναν συγγραφέα
που έχει συνείδηση του ρόλου του και της διαχρονικής αξίας του έργου
659 Επιστολές Θίσβης (2.11.2), Μιτράνη σε Οροονδάτη (5.9.2), Οροονδάτη σε Περσίννα και
Βαγώα (8.5.1), σε Τδάσπη (9.5.2 και 10.34.1), Τδάσπη σε Περσίννα (10.2.2 και 10.4.4) και
γυμνοσοφιστές (10.2.1). Ο γραπτός λογος ενισχύει τη δύναμη του προφορικού, π.χ. οι
ἔγγραφοι πίστεις και οι ἐκ μαρτύρων βεβαιώσεις είναι οι αποδείξεις για την καταγωγή
της Φαρίκλειας (10.12.4).
660
Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες έχουν διαφορετική εθνικότητα και μιλούν άλλοι
ελληνικά, άλλοι αιγυπτιακά και άλλοι αιθιοπικά (π.χ. 8.17.2). Σα ελληνικά είναι γλώσσα
ανώτερη από τις άλλες, που τη μελετούν οι γυμνοσοφιστές και οι Αιθίοπες βασιλείς
(9.25.3). Η αιθιοπική γλώσσα διακρίνεται στη δημοτική και τη βασιλική (4.8.1), η οποία
ταυτίζεται με τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά.
256
Γ. Σο παράδοξο
έργα, κυρίως από το μυθιστόρημα του Αχιλλέα Σατίου (βλ. σ. 147 – 155).
τους662.
ερωτική ιστορία ξετυλίγεται γύρω από ένα βασικό παράδοξο – θαῦμα, της
γέννησης λευκής κόρης από Αιθίοπες γονείς και κλείνει με το θαῦμα της
661 Σο επίθετο χρησιμοποιείται για γεγονότα που συμβαίνουν από μόνα τους χωρίς
εξωτερική υποστήριξη, ή οφείλονται σε απλή σύμπτωση (βλ. Αριστοτ., Φυσικὰ 195b31 –
198a11 και κυρίως 195b31 – 35: λέγεται δέ καὶ ἡ τύχη καὶ τὸ αὐτόματον καὶ πολλὰ καὶ εἷναι
καὶ γίγνεσθαι διὰ τύχην καὶ διὰ τὸ αὐτόματον).
662 Βλ. άποψη της Bartsch (1989, 138).
663 Σο θαῦμα στην αρχική του σημασία είναι το θαυμάσιο πράγμα (π.χ. Ὀδύσσεια, ι, 190:
257
Περσίννας. Σο θαῦμα δηλώνεται συχνά με θεατρικούς όρους (π.χ. ἀπὸ
ιστό της ιστορίας από την αρχή μέχρι το τέλος της. Η συχνή χρήση του
θεάματα (όπως ζώα και έργα τέχνης) και επινοήσεις του ανθρώπινου
μυαλού (για την παντάρβη και την αναγνωριστική ταινία της Φαρίκλειας
εξελίξεις και περιπέτειες που αλλάζουν τη φυσική ροή της ιστορίας, όπως
664 Ας σημειωθεί η συχνότατη χρήση των λέξεων εὐαγγελίζομαι και εὐαγγέλιον, που κατά
τους μεταχριστιανικούς χρόνους απέκτησε τη βασική σημασία του χαρμόσυνου
μηνύματος της σωτηρίας του ανθρώπου και της βασιλείας του Θεού. Οι όροι
εμφανίζονται μόνο στον Ηλιόδωρο από όλους τους μυθιστοριογράφους για να δηλώσουν
την αγγελία ευχάριστων ειδήσεων και σχετίζονται με τη δράση του δαινομικού στοιχείου
(1.14.4, 2.10.1, 5.22.3, 6.6.3, 10.2.1, 10.3.1). Πέραν τούτου, οι απόψεις για τον οφθαλμό της
Δίκης που ελέγχει τα πάντα και φωτίζει τα πιο απόκρυφα εγκλήματα (8.13.4), για την
τιμωρία του κακού και τον θρίαμβο της αγνότητας, ή η καταδίκη της ανθρωποθυσίας, σε
συνδυασμό με την πληροφορία ότι ο Ηλιόδωρος έγινε επίσκοπος Σρίκκης επιβεβαιώνουν
τις επιδράσεις της χριστιανικής ιδεολογίας που αρχίζει να εδραιώνεται την εποχή του
Ηλιοδώρου. (Βλ. H~gg 20002 , 27-28 και 82, Haight 1965, 61, Lesky 118, Morgan 1996b, 418,
Zeitlin 2008, 94.)
665 ε κάποια σημεία οι όροι λειτουργούν ως σχήμα λόγου (π.χ. 5.29.1: ἀτοπώτατον), ή
προσδίδουν γνωμικό χαρακτήρα στις απόψεις των ηρώων (π.χ. 5.29.4: εὐημερία
παράλογος ὕβρεως ἔργα προκαλεἶσθαι) και δεν χρήζουν περισσότερης ανάλυσης.
258
εξέχουσα θέση666. Η παράδοξη και δυσερμήνευτη εικόνα αποτελεί το
ανάμιξη της χαράς με τη λύπη αποτελεί την πεμπτουσία της ιστορίας του
αἰφνίδιον τοῦ κακοῦ (όπως και στο 1.30.3) προκαλεί έκπληξη και απαιτεί
ερμηνεύσει.
666 Βλ. επίσης ἀπροσδόκητον έναρξη της σύγκρουσης Περσών – Αιθιόπων (8.16.3),
αντιμετώπιση της τακτικής των ληστών ως θαύματος (1.32.1), παράδοξο συνδυασμό της
πεζομαχίας με τη ναυμαχία (1.30.3 και 9.5.5), θαυματουργία του πολέμου (9.21.4),
παράδοξον τακτική των Βλεμμύων (9.18.2). Η σκηνοθετική θαυματουργία επιδεικνύεται
κυρίως στη μονομαχία του Θύαμη και του Πετόσιρη στα τείχη της Μέμφιδας (7.7.7).
667 Η αφηγηματική τεχνική του Ηλιοδώρου παραπέμπει σε τεχνικές του nouveau roman.
Η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι η récit (κατά τον ορισμό των φορμαλιστών κριτικών,
δηλαδή η «κειμενική επιφάνεια») συνειδητά παραλείπει ή αναβάλλει σημαντικές πτυχές
της histoire (της ιστορίας όπως ακριβώς έγινε) και θέτει αινίγματα στον αναγνώστη. Σο
συγκινησιακό αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή την τεχνική είναι πιο σύνθετο από
την κατάσταση της αγωνίας (suspense) ή της έκπληξης (surprise) που προκαλείται στα
άλλα μυθιστορήματα. Ο αναγνώστης του Ηλιοδώρου βιώνει μία κατάσταση «ατελούς
γνώσης» (incomplete cognition), έναν συνδυασμό του θαυμάζειν και του ἀπορεἶν (βλ.
Morgan 1994b, 100 – 108, Winkler 1982, 94 – 100, Sandy 1982b, 167).
668 Βλ. σχετική άποψη του H~gg (20002, 80).
259
θέματος από τη λογοτεχνική παρακαταθήκη669. Πέραν τούτων, τα
δίνουν ξεχωριστή γοητεία στη αφήγηση και εντείνουν την αγωνία του
προωθεί την ένωση του Θεαγένη και της Φαρίκλειας παρά τις συνεχείς
(5.14.1 – 4)670. την περιγραφή του δισυπόστατου ζώου που θέτει ένα
669 Για τους ίδιους λόγους περιγράφονται στο μυθιστόρημα τρικυμίες και ακραία καιρικά
φαινόμενα (π.χ. 5.27.1: ἡ θάλασσα δέ αἰφνίδιον ἐτραχύνετο, 5.27.2: ἀπροσδοκήτου θορύβου
τούς λῃστὰς ἐνεπεπλήκει).
670 10.27.1: ζῴου τινὸς εἷδος ἀλλοκότου τε ἅμα καὶ θαυμασίου τὴν φύσιν, 10.28.2: ξένου δὲ καὶ
ἀήθους καὶ τότε πρῶτον ἀλλοκότου ζῴου φανέντος οἰονεὶ πρὸς φάσμα διαταραχθέντες,
5.15.1: Ὅ δε Ναυσικλς ἐκπλαγείς τε ἅμα πρὸς τὸ παράδοξον.
671 Σο όνομα του ζώου που δίνεται στο τέλος της περιγραφής (10.27.4) είναι επινόηση των
260
που περιγράφουν επίσης ο Λόγγος και ο Σάτιος672, η διαφορά του
Ηλιοδώρου έγκειται στο ενδιαφέρον του για τη μορφή της πέτρας που
Σατίου και του Ξενοφώντα του Εφεσίου καταδεικνύει τον «διάλογο» των
αναπάντεχες εξελίξεις677.
672 Οι ομοιότητες των χωρίων των τριών μυθιστοριογράφων είναι εμφανείς. Βλ. Ηλιόδωρο
5.14.2 – 3, Λόγγο 4.15.2 (πρβλ. και 1.9.1, 1.9.2), Σάτιο 1.15. Η πολύτιμη πέτρα είναι ένα
αριστούργημα της μικροτεχνίας (θαῦμα), που δείχνει με λεπτομέρειες πάνω στη μικρή
πέτρα μία εικόνα από αυτές που περιγράφουν με εύγλωττο και διεξοδικό τρόπο ο
Λόγγος και ο Σάτιος.
673 9.22.2: εἴ τι θαύματος ἡ θεάματος ἄξιον κατὰ τὴν πόλιν ἐπιδεικνύναι ἔχουσιν.
674 Για το νειλομέτριο βλ. τράβωνα 17.1.48, Διόδωρο ικελιώτη 1.36, για τα ευεργετήματα
του με βάση την αριθμολογία. Η έριδα του Αλεξανρινού Σατίου και του Εμεσηνού
Ηλιοδώρου σχετικά με την καταγωγή του ποταμού δείχνει την υποκειμενικότητα των
κρίσεων και την τοπικιστική διάθεση των συγγραφέων.
676 Π.χ. έκπληξη (5.15.1, 10.27.4), ταραχή (10.28.2), ἡδονήν, τέρψιν και γέλωτα (10.28.3).
Θεαγένη, ενώ η βουκολική εικόνα είναι το «αθώο περιτύλιγμα» του μαγικού δαχτυλιδιού,
που εξαπατά τον Ναυσικλή.
261
Σα επίθετα παράδοξον, παράλογον, ἀπροσδόκητον, προσδιορίζουν
τύχης τους. Η απόδοσή τους στον δαίμονα ή την τύχη δείχνει ότι σε τελική
για ό,τι τους συμβαίνει κρύβεται μία βαθιά γνώση των κανόνων της
Π.χ. τη φυγή του Καλάσιρη και του Θύαμη από την Αίγυπτο (7.4.1), την εμφάνιση των
678
Υοινίκων στη Ζάκυνθο (5.18.2), την εμφάνιση του Θέρμουθη στο επεισόδιο του ψευδούς
θανάτου της Φαρίκλειας (2.13.2), την άφιξη του Αχαιμένη στον Οροονδάτη (8.1.4), την
εμφάνιση του Φαρικλή στην τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος (10.39.2) (πρβλ. και
παρ’ ἐλπίδα θάνατο Καλάσιρη στο 7.12.1).
262
Δ) ΤΜΠΕΡΑΜΑ
γιορτές, θυσίες και λατρευτικές συνήθειες. Ο έρωτας του Θεαγένη και της
Ήλιο της Έμεσας και της Μερόης. Βασική είναι μία τριάδα που
αποτελείται από μία γυναικεία και δύο ανδρικές θεότητες, εκ των οποίων
263
η μία είναι διφορούμενη, δηλαδή η ελήνη, ο Ήλιος και ο Διόνυσος, ή η
αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες και τους θεούς του έργου του σαν
αλλά να προβληματίσει τον αναγνώστη για τον ρόλο του θείου μέσα από
679 Σριάδα αποτελούν και οι τοπικοί ήρωες και γενάρχες της Αιθιοπίας Ανδρομέδα,
Περσέας και Μέμνων.
680 1984, 83.
264
απροσπέλαστο, αλλά προσεγγίζεται με τις ιερές μεθόδους της θεουργίας,
που αποτελεί ανώτερη μορφή μαγείας και είναι προνόμιο της τάξης των
εξουσία του.
αιτία και μία φυσική. Αν και οι περιπέτειες των ηρώων αποδίδονται στην
για τον Ηλιόδωρο τη δική της νομοτέλεια που επιτρέπει ακόμα και την
μαγείας, τον αφήνει σε μία κατάσταση «ατελούς γνώσης» και τον καλεί
Ο Morgan και ο Winkler είναι οι πρώτοι που παρατήρησαν ότι τα κίνητρα της δράσης
681
παραμένουν σε ανθρώπινο επίπεδο. Με την άποψη αυτή συντάσσονται και η Chew (1994,
187, 2007, 283), η Pinheiro (1991a, 380) και ο Sandy (1982b, 55).
265
αποτελεί περισσότερο στοιχείο αφηγηματικής τεχνικής παρά εσωτερική
της μαγείας του κάλλους και του λόγου ο Ηλιόδωρος ακολουθεί τον
Λόγγο και τον Σάτιο. Εκτός αυτών, η πλούσια μαγική ορολογία του
Ηλιόδωρο είναι ένα κράμα συναισθημάτων και ευνοείται από τις λεκτικές
αντιθέσεις, τις «δίδυμες» σκηνές, τον διπολισμό των λειτουργιών και των
μέσα στον βασικό του ρόλο του Αιγύπτιου ιερέα. Αμφιλεγόμενη είναι και
266
Φλόη και τη Λευκίππη, που διακρίνονται επίσης για τις υπερφυσικές και
τις οιονεί μαγικές τους ικανότητες, έχει συνείδηση του ρόλου της και τον
υπηρετεί με συνέπεια.
τοποθέτησή του απέναντι στη μαγεία είναι πιο σαφής από αυτή των
στο έργο του να ικανοποιήσει τη λαχτάρα τους για θαύματα, περίεργα και
267
Καλάσιρη και τον δαίμονα κρύβεται ο Ηλιόδωρος, που «παίζει» με τον
αναγνώστη του, τον «μαγεύει» με την εκφραστική δύναμη του έργου του
268
Επίλογος
του θέματος από τους τρεις συγγραφείς φαίνονται οι επιρροές τους από
αναγνώστη, που ελπίζει ότι και οι δικές του περιπέτειες θα λυθούν «ως
υπηρετούν τον διπλό στόχο των συγγραφέων, την τέρψη και τη διδαχή
εξέλιξη της σκέψης σε μία εποχή που το ΑΕΜ τελειοποιείται ως είδος και
Λόγγος και δίνει έμφαση στις κυριολεκτικές μορφές της μαγείας, που
περίπτωση του Λόγγου ο αναγνώστης πρέπει να δει πίσω και πέρα από
και το εἷναι και στα Αἰθιοπικὰ να λύσει τα αινίγματα που έχει θέσει ο
αποσπασματικές πληροφορίες.
269
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ
Alexiou M., 2002. After Antiquity, Greek Language, Myth and Metaphor, Ithaca
and London.
Anderson Gr., 1984. Ancient Fiction. The Novel in the Greco-Roman World,
London & Sydney.
Arnott W.G., 1994. «Longus, Natural History and Realism» στο Tatum J.,
(επ.), The Search for the Ancient Novel, London, 199 – 211.
Bartsch S., 1989. Decoding the Ancient Novel: The Reader and the Role of
Description in Heliodorus and Achilles Tatius, Princeton.
Baslez M.F., Hoffmann P., Trédé M., 1992. Le monde du roman grec, Atti del
colloquio di Parigi, École normale supérieure, 17 – 19 dicembre 1987, Paris.
Beck R., 1996. « Mystery Religions, Aretology and the Ancient Novel », στο
Schmeling G. (ed.),The Novel in the Ancient World, Leiden – New York – Köln,
131-150.
__________, 1991. «Magic and Mystery in the Greek Magical Papyri», στο
Faraone C.A., Obbink D. (ed.), Magika Hiera, Ancient Greek Magic and Religion,
New York, Oxford, 244 – 259.
270
__________, 1996a. Characterization in the Ancient Novel» στο Schmeling G.
(επ.), The Novel in the Ancient World, Leiden – New York – Köln, 142 – 147.
__________, 1996b. «La nature dans Daphnis et Chloé», REG 109. v.2, 506 – 526.
Borgeaud P., 1988. The Cult of Pan in Ancient Greece, μτφρ. Atlass K., Redfield
J., Chicago.
Bowie E.L., 1994. «Σο Ελληνικό Μυθιστόρημα», στο Easterling E.P. – Knox
B.M.W., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Κονομή Ν.,
Γριμπά Φρ., Κονομή Μ., Αθήνα, 892 – 914.
__________, 2002. «The Chronology of the Earlier Greek Novels since B.E.
Perry: Revisions and Precisions», AncNarr 2, 47 – 63.
Brown P., 1971. «The Rise and Function of the Holy Man in Late Antiquity»,
JRS 61, 80 – 101.
Burkert W., 1993. Αρχαια Ελληνική Θρησκεία, Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή,
μτφρ. Μπεζαντάκος Ν.– Αβαγιανού Α., επ. Μπεζαντάκος Ν., Αθήνα.
Burton J.B., 1998. «Reviving the Pagan Greek Novel in a Christian World»,
GRBS 39, 179 – 216.
Caillois R., 1937. «Les démons de midi», RHR 115, 1-3, 142 – 173.
Chalk, H. H. O., 1960. «Eros and The Lesbian pastorals of Logos», JHS 80, 32 -
51.
Chew K., 1994. Novel techniques: motivation and causation in the ancient novels
with special reference to Heliodorus’ Aithiopika, Los Angeles (Calif.).
271
__________, 2000. «Achilles Tatius and Parody», CJ 96, v. 1, 57-70.
Connors C., 2008. «Politics and Spectacles» στο Whitmarsh T. (ed.), The
Cambridge Companion to the Greek and Roman Novel, Cambridge, 39 – 48.
Cresci L. R., 1994. «The Novel of Longus the Sophist and the Pastoral
Tradition», στο Swain S. (επ.), Oxford Readings in the Ancient Novel, Oxford,
210-242.
Cauderlier P., 1992. «Réalités égyptiennes chez Héliodore» στο Baslez M.F.,
Hoffmann P., Trédé M., Le monde du roman grec, Atti del colloquio di Parigi, École
normale supérieure, 17 – 19 decembre 1987, Paris, 25 – 28.
D~llenbach L., 1977. Le récit spéculaire. Essai sur la mise en abyme, Paris.
Deligiorgis S., 1974. «Longus’ Art in Brief Lives», PhQ 53, 2-9.
Dickie M. W., 1991. «Heliodorus and Plutarch on the evil eye», CPh 86. n.1, 17
– 29.
DiMarco M., 2006. «The Pastoral Novel and the Bucolic Tradition», στο
Fantuzzi M., Papanghelis Th. (eds.), Brill’ s Companion to Greek and Latin
Pastoral, Brill, Leiden, Boston, 479 – 497.
Dodds E. R., 1947. «Theurgy and its relationship to neoplatonism», JRS 37, 55 -
69.
272
___________, 1971. «Supernormal phenomena in Classical Antiquity»,
Proceedings of the Society for Psychical Research 55, p. 203, 189 – 237.
__________, 1995. Εθνικοί και Χριστιανοί σε μία εποχή αγωνίας, όψεις της
θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Κωνσταντίνο,
μτφρ. Αντύπας Κ., Αθήνα.
Durkheim E., 2009. Sociology and Philosophy, Pocock D.F. (transl.), with an
introduction by Peristiany J.G., London, New York.
Dyck A.R., 1986. Michael Psellus. The Essays on Euripides and George pf Pisidia
and on Heliodorus and Achilles Tatius. Wien.
Effe B., 1999. «Towards a History of Bucolic and its Function in the Roman
Empire», στο Swain S. (επ.), Oxford Readings in the Greek Novel, Oxford, 189 -
209.
Egger B., 1994. «Women and Marriage in the Greek Novels: the Boundaries of
Romance», στο Tatum J. (επ.), The Search for the Ancient Novel, London, 260 –
274.
Eitrem S., 1941. «La magie comme motif litteraire chez les Grecs et les
Romains», SO 21, 39 - 83.
__________, 1942. «La theurgie chez les neo-platoniciens et dans les papyrus
magiques», SO 22, 49 – 79.
Faraone C.A., 1991. «The Agonistic Context of Early Greek Binding Spells»,
στο Faraone C.A., Obbink D. (eds.), Magika Hiera, Ancient Greek Magic and
Religion, New York, Oxford, 3 – 32.
273
__________, 1996. «Taking the ‘Nestor’ s Cup Inscription’ Seriously: Erotic
Magic and Conditional Curses in the Earlierst Inscribed Hexameters», ClAnt
15. v.1, 77 – 112.
__________, 2006. «Magic, Medicine and Eros in the Prologue to Theocritus Id.
II», στο Brill’s Companion to Greek and Latin Pastoral, Fantuzzi M., Papanghelis
Th. (eds.), Brill, Leiden, Boston, 75 – 90.
Forehand W., 1976. «Symbolic Gardens in Longus’ Daphnis and Chloe», Eranos
74, 103-112.
Fowler R. I., 1995. «Greek Magic, Greek Religion», ICS 20, 1 – 22.
Frazier F., 2000. «L’ }me ensorcelée. Magie des muses et magie de l’amour
selon Plutarque», στο La magie, Actes du colloque international de Montpellier, 25
- 27 mars 1999, t.II, La magie dans l' antiquité grecque tardive et les mythes,
Séminaire d' étude des mentalités antiques, Montpellier, 37 – 58.
Frye N., 1976. The Secular Scripture. A Study of the Structure of Romance,
Cambridge – London.
Freyburger – Galland M. L., 2000. «La magie chez Dion Cassius», στο La
magie, Actes du colloque international de Montpellier, 25 - 27 mars 1999, t.II, La
magie dans l' antiquité grecque tardive et les mythes, Séminaire d' étude des
mentalités antiques, Montpellier, 95 – 113.
Fusillo M., 1988. «Textual Patterns and Narrative Situations in the Greek
Novel», GCN 1, 17 – 29.
__________, 1996. «Modern critical theories and the ancient novel: The Reader
Response Criticism», στο Schmeling G. (ed.), The Novel in the Ancient World,
Leiden – New York – Köln, 277-305.
274
Gaggadis – Robin V., 2000. «Κούρη Αἰήτεω πολυφάρμακος: les images de
Médée magicienne», στο La magie, Actes du colloque international de Montpellier,
25 - 27 mars 1999, t.II, La magie dans l' antiquité grecque tardive et les mythes,
Séminaire d' étude des mentalités antiques, Montpellier, 289 – 320.
Garcia Gual C., 1992. «L’ initiation de Daphnis et Chloé», στο L’ initiation.
Actes du colloque international, Moreau (επ.), Montpellier, 157-166.
Gasparro Sfameni G., 1997. «Daimôn and Tychê in the Hellenistic Religious
Experience», στο Bilde P., Engberg – Pedersen T., Hannestad L. (eds),
Conventional Values of the Hellenistic Greeks, Studies in Hellenistic Civilization 8,
Copenhagen, 159 – 176.
Giangrande G., 1962. «On the origins of the Greek Romance: the birth of a
literary form», Eranos 60, 132 – 159.
Gill Chr. – Wiseman T.P. (eds.), 1993. Lies and Fiction in the Ancient World,
Exeter.
Goldhill S., 1995. Foucault’ s Virginity. Ancient Erotic Fiction and the History of
Sexuality, Cambridge.
Graf F., 1991. «Prayer in Magic and Religious Ritual», στο Faraone C.A.,
Obbink D. (eds.), Magika Hiera, Ancient Greek Magic and Religion, New York,
Oxford, 188 – 213.
Griessmair, E., 1966. Das Motiv des Mors Immatura in der griechischen metrischen
Grabinschriften, Innsbruck.
275
H~gg T., 1971. Narrative Technique in Ancient Greek Romances, Stockholm.
Haight E.H., 1965. Essays on the Greek Romances, Washington, New York.
Hatzikosta St., 2009. «Artemis and the Origins of Bucolic Poetry», στο
Ἀντιφίλησις, Studies on Classical, Byzantine and Modern Greek Literature and
Culture In Honour of Papademetriou J. – Th. A., Karamalengou E., Makrygianni
E. (eds.), Stuttgart, 367 – 372.
Hefti V., Zur Erzählungstechnik in Heliodors Aethiopica, Wien 1950.
Hilton J., 1998. «An Ethiopian Paradox: Heliodorus, Aithiopika 4.8», στο
Hunter R.L. (επ.), Studies in Heliodorus, Cambridge, 79 – 92.
Holzberg N., 1995. The Ancient Novel: an Introduction, μτφρ. Jackson C.,
Holzberg N., London.
___________, 1996. «The Genre: Novels Proper and the Fridge», στο στο
Schmeling G. (ed.), The Novel in the Ancient World, Leiden – New York – Köln,
11 – 28.
Hubbard, Th. K., 2001. The Pipes of Pan. Intertextuality and Literary Filiation in
the Pastoral tradition from Theocritus to Milton, Michigan.
___________, 2006. «Virgil, Longus and the Pipes of Pan», στο Fantuzzi M.,
Papanghelis Th. (eds.), Brill’ s Companion to Greek and Latin Pastoral, Brill,
Leiden, Boston, 499 – 512.
276
Hunter R. L., 1983. A study of Daphnis & Chloe, London, New York, New
Rochelle, Melbourne, Sydney.
___________, 1996. «Longus, Daphnis and Chloe», στο Schmeling G. (ed.), the
Novel in the Ancient World, Leiden – New York – Köln, 361 – 386.
Johne R., 1996. «Women in the Ancient Novel», στο Schmeling G. (επ.), The
Novel in the Ancient World, Leiden, 189-214.
Johnston S. I., 2000. «Le sacrifice dans les papyrus magiques grecs», στο La
magie, Actes du colloque international de Montpellier, 25 - 27 mars 1999, t.II, La
magie dans l' antiquité grecque tardive et les mythes, Séminaire d' étude des
mentalités antiques, Montpellier, 19 – 36.
Jones M., 2004. «The Wisdom of Egypt: Base and Heavenly Magic in
Heliodoros’ Aithiopika», AncNarr 4, 79 – 98.
Kestner J., 1972 – 1974. «Ekphrasis as frame in Longus’ Daphnis and Chloe»,
CW 67, 166 – 171.
Κönig J., 2008. «Body and text» στο Whitmarsh T. (ed.), The Cambridge
Companion to the Greek and Roman Novel, Cambridge, 31 – 38.
Konstan D., 1994. Sexual Symmetry: Love in the Ancient Novel and Related Genres,
Princeton.
__________, 1997. «The Evidence from Astrology», στο Bilde P., Engberg –
277
Pedersen T., Hannestad L. (eds), Conventional Values of the Hellenistic Greeks,
Studies in Hellenistic Civilization 8, Copenhagen, 159 – 176.
Kotansky R., 1991. «Incantations and Prayers for Salvation on Inscribed Greek
Amulets», στο Faraone C.A., Obbink D. (eds.), Magika Hiera, Ancient Greek
Magic and Religion, New York, Oxford, 107 – 137.
Laird A., 1993. «Fiction, Bewitchment and Story Worlds: The Implication of
Claims to Truth in Apuleius», στο Gill Chr. – Wiseman T.P. (eds.), Lies and
Fiction in the Ancient World, Exeter, 147 – 174.
Laplace M., 1991. «Achilles Tatius, Leykippé et Clitophon : des fables au roman
de formation», GCN 4, 35 – 36.
Lavagnini B., 1921. «Le Origini del Romanzo Greco», στο Annali della Scuola
Normale Superiore di Pisa, 28, Pisa.
Levin D.N., 1977. «The Pivotal Role of Lycaenion in Longus’ Pastorals», RSC
25, 5 – 17.
Lévi – Strauss C., 1962. The Savage Mind, Pitt – Rivers J. – Gellner E. (eds.,
tranls.), London.
LiDonnici L., 1998. «Burning for it: Erotic Spells for Fever and Compulsion in
the Ancient Mediterranean World», GRBS 39, 63 – 98.
Lloyd G.E.R., 1979. Magic, Reason and Experience. Studies in the Origins and
Development of Greek Science, Cambridge.
Lowe N.J., 2000. The Classical Plot and the Invention of Western Narrative,
London.
278
Luck G., 1996. Η μαγεία στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, μτφρ. Ρήσος Δ.,
Αθήνα.
MacAlister S., 1996. Dreams and Suicides, The Greek Novel from Antiquity to the
Byzantine Empire, London & New York, 172 – 174.
MacGill S., 2000. «The Literary Life of a Scheintod», CQ 50, 323 – 326.
MacQueen, B. D., 1985. «Longus and the Myth of Chloe», ICS 10, 119- 134.
Maeder D., 1991. «Au Seuil des Romans Grecs: Effets de réel et effets de
création», GCN 4, 1 – 33.
Maritz (Harare) J., 1991. «The Role of Music in Daphnis and Chloe», GCN 4,
Groningen, 57 – 67.
Meiller C., 1975. «L’ épiphanie du dieu Pan au livre II de Daphnis et Chloé»,
REG 88, 121 – 132.
Merkelbach R., 1962. Roman und Mysterium in der Antike, München, Berlin.
Mignona E., 1994. «Roman und paradoxon: Die Metamorphosen der Metapher
in Achilleus Tatios’ Leukippe und Kleitophon», GCN 6, 21 – 35.
279
Mittelstadt M.C., 1966. «Longus: Daphnis and Chloe and the Pastoral
Tradition», C&M 27, 162-177.
Morales H., 2008. «The history of sexuality» στο Whitmarsh T. (ed.), The
Cambridge Companion to the Greek and Roman Novel, Cambridge, 7 – 15.
Morgan J.R., 1989a. «The Story of Knemon in Heliodoros’ Aithiopika», JHS 109,
99-113.
__________, 1994a. «Daphnis and Chloe. Love’s own sweet story», στο J.R.
Morgan J.R. and Stoneman R. (eds.), Greek fiction. The Greek Novel in Context,
London, New York, 64 – 79.
280
__________, 1998. «Narrative Doublets in Heliodorus’ Aithiopika», στο Hunter
R.L. (επ.), Studies in Heliodorus, Cambridge, 60 – 78.
Ogden D., 2002. Magic, Witchcraft and Ghosts in the Greek and Roman Worlds: A
Sourcebook, Oxford and New York.
Pandiri Th.Α, 1976. «Daphnis and Chloe: the Art of Pastoral Play», Ramus 14,
116 – 141.
Philippides M., 1980 – 1981. «The ‘digressive’ aitia in Longus», CW 74, 193- 9.
Pinheiro M.P. Futre, 1991a. «Fonctions du surnaturel dans les Ethiopiques d'
Héliodore», BAGB 4, 359 - 381.
Plepelits K., 1996. «Achilles Tatius», στο G. Schmeling (επ.), The Novel in the
Ancient World, Leiden – New York – Köln, 387 – 415.
Pratt L.H., 1993. Lying and Poetry from Homer to Pindar. Falsehood and Deception
in Archaic Greek Poetics, Michigan.
281
Rattenbury R.M., 1926. «Chastity and Chastity Ordeals in the Ancient Greek
Romances», Proceedings of the Leeds Philosophical and Literary Society, Literary
and Historical Section 1, 59 – 70.
Readon, B. P., 1969. «The Greek Novel», Phoenix 23, 291- 309.
___________, 1994a. «Achilles Tatius and ego – narrative», στο Morgan J.R.,
Stoneman R., (επ.), Greek Fiction. The Greek Novel in Context, London, New
York, 80 – 96.
___________, 1994b. «Μῦθος οὐ λόγος: Longus’ s Lesbian Pastorals» στο
Tatum J., The Search for the Ancient Novel, London, 135 – 147.
Robiano P., 1984. «La notion de tychè chez Chariton et chez Héliodore», RΕG
97, 543 – 549.
Rohde E., 1876. Der griechische Roman uns seine Vorläufer, Leipsig.
Ruiz-Montero C., 1996. «The Rise of the Greek Novel», στο Schmeling G.
(επ.), The Novel in the Ancient World, Leiden, 29-85.
Scarborough J., 1991. «The Pharmacology of Sacred Plants, Herbs, and Roots»,
282
στο Faraone C.A., Obbink D. (eds.), Magika Hiera, Ancient Greek Magic and
Religion, New York, Oxford, 138 – 172.
Scarcella A. M., 1992. «La polemologie des romans» στο Baslez M.F.,
Hoffmann P., Trédé M., Le monde du roman grec, Atti del colloquio di Parigi, École
normale supérieure, 17 – 19 decembre 1987, Paris, 29 – 34.
Schmeling G. (επ.), 1996. The Novel in the Ancient World, Leiden – New York –
Köln.
Schwartz E., 1896. Fünf Vorträge über den griechischen Roman, Berlin.
Segal Ch., 1984. «The Trials at the End of Achilles Tatius’ Clitophon and
Leukippe: Doublets and Complementaries», SIFC 2, 83 – 91.
Selden D.L., 1994. «Genre of Genre», στο Tatum J., (επ.), The Search for the
Ancient Novel, London, 39 – 51.
Slater N. W., 2007. «Posthumous Parleys: Chatting Up the Dead in the Ancient
Novels», στο Paschalis M., Frangoulidis St., Harrison St., Zimmerman M.,
(eds.) The Greek and the Roman Novel, Parallel Readings, Groningen, 57 – 69.
Sourvinou-Inwood C., 1996. «Reading» Greek Death, to the End of the Classical
Period, Oxford.
Stephen S., 2008. «Cultural identity» στο Whitmarsh T. (ed.), The Cambridge
Companion to the Greek and Roman Novel, Cambridge, 16 – 25.
283
Stephens S.A, 1994. «Who Read Ancient Novels?», στο Tatum J. (επ.), The
Search for the Ancient Novel, London, 405 – 418.
Stephens S.A. – Winkler J.J. (επ.), 1995. Ancient Greek Novels. The Fragments.
Introduction, text, translation and commentary, Princeton, New Jersey.
Struck P. T., 2004. Birth of the Symbol, Ancient readers at the limits of their texts,
Princeton and Oxford, 204 – 226.
Symonds J. – Crawley A., 1958. The Magic of Aleister Crawley, (with Plates,
Including Portraits), London.
Tatum J., (επ.), 1994. The Search for the Ancient Novel, London.
Thornton B.S., 1997. Eros: the Myth of Ancient Greek Sexuality, Colorado,
Oxford.
Turcan R., 1963. «Le roman initiatique», A propos d’ un livre récent», RHR
163 – 164, 149 – 199.
Turner P., 1937. «Daphnis and Chloe an interpretation», G&R 7, 117 – 123.
Tylor E.B., 1871. Primitive Culture: Researches into the Development of Mythology,
Philosophy, Religion, Art and Custom, vol. 2, London 1871.
Van Liefferinge C., 2000. «Magie et théurgie chez Jamblique», στο La magie,
Actes du colloque international de Montpellier, 25 - 27 mars 1999, t.II, La magie dans
l' antiquité grecque tardive et les mythes, Séminaire d' étude des mentalités
antiques, Montpellier, 115 – 125.
284
Vessey D.W.T., 1991 – 1993. «Thoughts on the ‚ancient novel‛ or what
ancients? What novels?», BICS 38, 144 – 161.
Wesseling B., 1988. «The Audience of the Ancient Novels», στο GCN 1, 67-77.
Whitmarsh T. (επ.), 2008. The Cambridge Companion to the Greek and Roman
Novel, Cambridge.
Wiersma S., 1990. «The Ancient Greek Novel and its Heroines: a female
Paradox», Mnemosyne 43, v. 1-2, 109 – 123.
Winkler J.J., 1982. «The Mendacity of Kalasiris and the Narrative Strategy of
Heliodoros’ Aithiopika», YClS 27, 93-158.
285
Wouters A., 1987. «Irony in Daphnis and Chloe’s Love Lessons», QUCC 26,
111 - 118
Yatromanolakis Y., 1988. «Baskanos Eros»: Love and the Evil – Eye in
Heliodorus’ ‚Aithiopica‛ in the Greek Novel AD 1 – 1985, στο Beaton R. (ed.),
The Greek Novel AD 1 – 1985, London, 194 – 204.
Zeitlin F.I., 1990. «The Poetics of Eros: Nature, Art and Imitation in Longus’
Daphnis and Chloe», στο Halperins D.M., Winkler J.J., Zeitlin F.I., (επ.), Before
Sexuality: The construction of Erotic Experience in the Ancinet Greek World,
Princeton.
Zucker A., 2000. «Élien et la magie naturelle des animaux», στο La magie, Actes
du colloque international de Montpellier, 25 - 27 mars 1999, t.II, La magie dans l'
antiquité grecque tardive et les mythes, Séminaire d' étude des mentalités
antiques, Montpellier, 79 – 93.
Αδαμίδη Υ., 2004. Πρόσληψη και χρήση δραματικών στοιχείων στο Αρχαίο
Ελληνικό Μυθιστόρημα με έμφαση στον Ηλιόδωρο και τον Αχιλλέα Σάτιο,
διδακτορική διατριβή, Αθήνα.
___________, 2005. «Σο θέμα των πλαστών θανάτων στο Αρχαίο Ελληνικό
Μυθιστόρημα: Ο πρώτος πλαστός θάνατος της Λευκίππης στο
μυθιστόρημα του Αχιλλέα Σατίου», Πρακτικά της 2ης υνάντησης Εργασίας
μεταπτυχιακών φοιτητών (14 – 16 Μαρτίου 2003), Αθήνα, 386 – 393.
286
Ζαμάρου Ρ., 2006. Όνειρα Λογοτεχνικά, Η διερεύνηση ενός τόπου από τον
Ησίοδο ως τον Αρτεμίδωρο, Αθήνα.
Κοραής Α., 1833. υλλογὴ τῶν εἰς τὴν ἑλληνικὴν βιβλιοθήκην, καὶ τὰ
πάρεργα Προλεγομένων, καί τινων συγγραμματίων. Σόμος 1. Ἐν Παρισίοις
(Υωτογραφική ανατύπωση, με πρόλογο Δημαρά Κ.Θ. 1986).
Κυρτάτας Δ.Ι. (επ.), 1993. Ὄψις Ἐνυπνίου. Η χρήση των ονείρων στην
ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, Ηράκλειο.
Λεντάκης Β., 1993. «Οι αγγελιαφόροι των θεών, τα όνειρα στα Αιθιοπικά
του Ηλιόδωρου», στο Κυρτάτας Δ.Ι. (επ.), Ὄψις Ἐνυπνίου. Η χρήση των
ονείρων στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, Ηράκλειο, 179 - 208.
287