Αλχημεία – Χυμευτική. Η χώρα της ΚΕΜ

«Ψάξτε να βρείτε την Πρώτη Ύλην…» (Ερμητικό ρητό)

 

«… ο άνθρωπος πρέπει να φέρει το καθετί σε τελειότητα. Αυτή η εργασία, το να φέρνει κανείς τα πράγματα στην τελειότητά τους, ονομάζεται Αλχημεία.»

 (Παράκελσος)

 

Η λέξη Αλχημεία συναντάται μόλις τον 5ο αι., οπότε έχουμε και τους πρώτους καταλόγους αλχημιστών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται σχεδόν όλοι οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι από τον Αναξίμανδρο έως τον Αρχέλαο, ενώ οι αλχημιστές του 4ου αι. υποστήριζαν πως είναι οι νέοι ερμηνευτές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Παράλληλα το όνομα της Χημικής Φιλοσοφίας δεν αναφέρεται πουθενά κι αυτό επειδή με άλλες επιστήμες αποτέλεσε μέρος αυτού που παραδοσιακά ήταν η Φυσική Φιλοσοφία, ως προσπάθεια ερμηνείας των αρχών-Νόμων που διέπουν την εξέλιξη του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου. Ωστόσο είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι υπάρχει αραβικό κείμενο, το οποίο θεωρείται μετάφραση μιας μονογραφίας του Αριστοτέλη, υπό τον τύπο επιστολής προς τον Μέγα Αλέξανδρο, με τίτλο Περί Χυμευτικής στα ελληνικά και Περί Αλχημείας στα αραβικά.

Πρόκειται για μια «θεία, ιερά και μυστηριακή Τέχνη» με βασικό σκοπό να οδηγήσει την ψυχή στο αρχέγονο στοιχείο της, στην πρωταρχική της ουσία και απαρχή, στην επιδίωξη συνεπώς της πνευματικής και υλικής τελειότητας. Αναζητείται η Πρώτη Αρχή, η πρώτη αιτία, η Μία Αρχή, η Αρχή Μία… η Αρχημία, πρόγονος και γεννήτορας της λέξης Αλχημία. Υπήρχε η βεβαιότητα για την ύπαρξη μέσα στη φύση μιας πρώτης και μοναδικής ύλης, της Πρώτης Αρχής ή Αρχής Μίας, που κρυβόταν στο «ορυκτό σπέρμα» της γης, το οποίο ήταν προς ανακάλυψη και αξιοποίηση.

Με βάση τα παραπάνω είναι μεγάλη η πιθανότητα η πραγματική ετυμολογική σημασία της λέξης Αλχημεία, της οποίας η αρχική γραφή ήταν Αλχημεία, να προέρχεται από την σύνθεση του Αρχή + μία. Την πληροφορία αυτή μας παρέχει ο Παράκελσος βασιζόμενος σε αλχημιστικά συγγράμματα Αρχαίων Ελλήνων που κατείχε και τα οποία έφεραν τον τίτλο Αρχημία, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει ο G.Vossius στην Ετυμολογία της λατινικής γλώσσας (Νάπολη 1762), όπου παρατηρεί ότι ο όρος «Alchimia» είναι παραφθαρμένος τύπος της λέξης «Αρχημία».

Βέβαια η τέχνη της μετατροπής των αγενών μετάλλων σε ευγενή, όπως ο χρυσός, ονομαζόταν «χυμευτική», από το χρυσοφόρο μετάλλευμα το οποίο καλούταν «χύμα». Χημεία, η πάλαι ποτέ χυμεία. Ο Αθ. Σταγειρίτης στην Ωγυγίαν την ονομάζει Χυμικήν, χύμευσιν, συγχώνευση. Σχετίζεται με τους χυμούς των σωμάτων που, στην πλήρη ευκρασία τους, καθιστούν αυτά τα σώματα γόνιμα και υγιή παρέχοντάς τους αιώνια ζωή και μακροημέρευση. Χύμευση λοιπόν είναι η μίξη που προκαλεί ευκρασία οδηγώντας σε μια υγιή ιδιοσυγκρασία. Άλλωστε όταν μιλάμε για κράση μιλάμε για κράμα, για μίξη, για ένωση ουσιών.

Εδώ στηρίζεται το γεγονός πως πολλοί θεωρούν την ονομασία Κεμ ή αλχημεία συνώνυμες της σοφίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως και η σοφία ως έννοια ετυμολογείται και σχετίζεται άμεσα με τους χυμούς, τους οπούς της γνώσης, της παιδείας, της πνευματικής υγείας εν γένει. Η ανεμπόδιστη ροή των χυμών, της ουσίας της ζωής που εμπλουτίζει με δυνάμεις και δυνατότητες την προσωπικότητα. Σοφία: χυμός της ζωής και της γνώσης.

Το ρήμα χέω χρησιμοποιείται για καθετί που μπορεί να χυθεί, χαρακτηρίζοντας την εργασία που πρέπει να υποστεί ένα υλικό, για να γίνει ρευστό. Πρόδηλα λοιπόν παίρνει και τη σημασία του τήκω, λιώνω, ρευστοποιώ κυρίως μέταλλα. Έχουμε συνεπώς χύση-σύγχυση (=ανάμειξη), συγχώνευση με ό,τι αυτό σημαίνει ως προς την αναμενόμενη αταξία ή τυχαία κατάταξη που παίρνει το χεύμα κατά την όλη διεργασία.

Η προτεραιότητα της έννοιας του χέειν και του χάους στην αλχημεία είναι αξιοσημείωτη, τόσο ως πρωταρχική χαώδης κατάσταση, όσο και ως ροή, έκχυση άτακτης, άμορφης ύλης που με ειδική επεξεργασία θα καταστεί εύτακτη… ευγενική, αρμονικά δομημένη και εναργής, διαχέοντας από μέσα της το φως που κυοφορεί σε λανθάνουσα και σπερματική κατάσταση, όπως η ευγένεια που κρύβει μια ψυχή και ποτέ δεν θα αποκαλύψει αν δεν υποστεί την ανάλογη διαμόρφωση, σε όσο σκληρές δοκιμασίες κι αν χρειαστεί να υποβληθεί, στην υψικάμινο, στον αλχημικό φούρνο της ένσαρκης ζωής της!

Η αλχημεία σχετίζεται τόσο με το υγρό όσο και το στοιχείο της γης (ειδικά στην περίπτωση της άμμου), εφόσον αμφότερα χέονται, χύνονται και αυξομοιώνονται κατά τη διαρροή τους. Και στις δυο περιπτώσεις έχει αξιολογηθεί το στοιχείο της διάχυσης. Δεν είναι τυχαίο πως το χέω έχει εννοιολογική συγγένεια με το ρέω, παραπέμποντας στους σχηματισμούς > χους-ρους, χύσις-ρύσις, χοή-ροή, χεύμα-ρεύμα, χύμα-ρύμα.

Η ανάλυση του χέω à χύνω à χώνω à χωνεύω, επίσης υποδηλώνει εργαστηριακή δραστηριότητα ανάλογη της αλχημικής με τα ανάλογα λειτουργικά σκεύη.

Η χοή όπως και η ροή για να υπάρξει, προϋποθέτει διαφορά δυναμικού, διαφορετικά επίπεδα. Κάτι από πιο πάνω που πέφτει και χύνεται προς κάτι χαμηλότερο. Απαραίτητο επίσης είναι και το δοχείο (εκ του δα = γη + χέω, που σε συνδυασμό μάς δίνει το ρήμα δέχομαι, υπονοώντας τη γη στην οποία χέονται τα πάντα όσα στοργικά τα δέχεται στους κόλπους της), που θα δεχθεί το χεόμενο υλικό. Εδώ έρχεται το ρήμα χώνω, με την παλαιότερη μορφή του, ως χώννυμι, ή χωννύω που έχει τη σημασία του κρύπτω, αποκρύπτω, σκεπάζω, ακόμα και θάπτω. Συνέκδοχα προκύπτει το χάνω, εκ του χάους της χοάνης, του χωνιού, του χωνευτηρίου, όπου συντελείται η πρόσμιξη ποικίλων υλικών προκαλώντας την απορρόφησή τους ή τη μετατροπή τους σε νέες μορφές. Το χωνεύω μάς μιλά για εργασίες τήξης μετάλλων, εφόσον προϋποθέτει την ύπαρξη χοάνων για την ασφαλή χοή-ροή των λιωμένων υλικών. Έτσι συντελείται η χύτευση ή χώνευση στα χυτήρια.

Ας μην ξεχνάμε πως η λέξη χουμός, ο πρόγονος του χυμού σήμαινε χυλός και εξ αυτής προέκυψε και η λέξη HUMUS που δηλώνει το χώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση οργανικών ουσιών. Στην Κρήτη η λέξη χουμάς δηλώνει τον ορό του γάλακτος που χέεται, σουρώνει, αποβάλλεται, μετά τη συλλογή της τυρόμαζας και δίνεται σε τροφή στους χοίρους. Η λέξη χύμα εντάσσεται στην ίδια ομάδα με τη χυμεία, ή τη χημεία, τη χύτευση που προαναφέραμε, λιωμένων μετάλλων για παραγωγή χρυσού με καταλύτη τη Λυδία Λίθο. Άλλωστε HUMEO σημαίνει υγραίνω στα λατινικά και με τη λέξη HUMOR δηλώνεται ο υγρός, εξ ου και ο χυμός, το χιούμορ ή το χεύμα που σχετίζονται με τη χύμευση των υγρών της ψυχικής διάθεσης.

Ας μην ξεχνάμε πως στην αρχαιότητα Χημία αναφέρεται η «μέλαινα χώρα», η Αίγυπτος, η χώρα της Κεμ, όπου κυρίως ασκούταν η τέχνη της μετατροπής των μετάλλων σε χρυσό από εσωτερική άποψη. ΚΕΜ, όπως HOME, όπως HOMO, όπως ΧΩΜΑ, όπως Γη, όπως Γαία, όπως Αιγηίς, όπως Αίγυπτος.

Δεν είναι τυχαίο πως η Αίγυπτος γειτνιάζει και σχεδόν συνυπάρχει με την Αιθιοπία, καθώς και την Αιθιοπική φυλή. Τη γνωστή χώρα της Αφρικής που περιελάμβανε την Αβησσυνία και τα βορειότερα της Αιγύπτου μέρη, τα γειτνιάζοντα με την Ερυθρά.

Η λέξη Αιθιοπία στην ελληνική σημαίνει τον μελαψό, τον ηλιοκαμένο και παράγεται εκ του αίθω (= καίω, θερμαίνω) + όψη, μορφή εξ και ο Αιθίωψ. Έτσι ονομάζονταν οι πρωτοσημιτικοί λαοί (Χαμίται), των οποίων γενάρχης θεωρείτο ο Χαμ, αδερφός του Σημ (γενάρχη των Σημιτών) και έτερος αδερφός του Ιάφεθ στην Εβραϊκή μυθολογία.

Η λέξη ΧΑΜ που αποδίδεται με τον συμφωνικό τύπο (χ.μ), εφόσον έχει να κάνει με συμφωνική αραβο-σημιτική προέλευση, σημαίνει ως ρήμα θερμαίνω και μαυρίζω και ως επίθετο τον ηλιοκαή, υπομέλανα-μελαψό, με μελανή – σκούρα όψη. Επίσης στην ίδια ομογλωσσία H.M a, που προφέρεται ως (χαμά – χουμά) σημαίνει την ιλύν, τον πηλό, τη λάσπη, το μαύρο χώμα και οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι αυτοαποκαλούνταν h.m.t ή QH. M. T (χαμτού ή qhέμτου) και η χώρα τους καλείται επίσης ΧΑΜΤΟΥ ή ΚΕΜΠΤΟΥ, είτε ως η χώρα των μελαψών ανθρώπων είτε ως η χώρα της μελαίνης-μελανής γης, εκ της ιλύος-«λάσπης» των προσχώσεων του Νείλου, γι’ αυτό και ο Ηρόδοτος την ονομάζει ΜΕΛΑΓΓΑΙΟΝ = ΜΕΛΑΝΑ ΓΑΙΑΝ.

H ονομασία H.M πιθανότατα σχετίζεται με την τέχνη της χημείας μα και της εσωτερικής αλ-χημ-ικής μετάλλαξης, ως η τέχνη των Χαμιτών ή Χεμιτών, δηλαδή των Αιγυπτίων.

Και το λατινικό ΗΟΜΟ, άνθρωπος, κοινό νοηματικό περιεχόμενο έχει με τη ρίζα h.m (χαμ) που σηματοδοτεί τον άνθρωπο ως χώμα «μαυρισμένη ιλύν (βλ. ύλη) – πηλό» (h.m.a.) δηλαδή ψημένο υπό του ηλίου, γι αυτό και η καταγωγή του ανάγεται εις τους Αιθίοπες ή Χαμίτες, τους απογόνους του ΧΑΜ .

Άλλωστε σύμφωνα με τον Όμηρο οι Αιθίοπες ήταν λαός ενάρετος ευσεβής και γι’ αυτό πολύ αγαπητοί στους Ολύμπιους θεούς, οι οποίοι συχνά τους επισκέπτονταν τερπόμενοι με τη συναναστροφή τους. Επίσης ο Διόδωρος θεωρεί του Αιθίοπες ως πρώτους ανθρώπους απάντων…

Προς επίρρωση των παραπάνω ταυτοσημειών αναφέρουμε και τα εξής:

 Χώμα > γη ανασκαφείσα εκ του χέω, εφόσον το χώμα χέεται και διαφεύγει όπως οι κόκκοι άμμου. Παράγωγα: χαμαί (χάμω), χαμ-ηλός, «χαμ-αλός» (χάμαι + άλς, αλός). Δηλαδή το χαμηλά αναφέρεται σε επιφάνειες που δεν υψώνονται υπεράνω της επιφάνειας της αλός, δηλαδή της θάλασσας. Παρεμφερής έννοια ο ομαλός, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τη θάλασσα.

ΚΕΜ όπως Χάσμα > εκ του χαίνω, κάθε ρήγμα γης που μας παραπέμπει στα γεωφυσικά μα και ψυχικά χάσματα προς γεφύρωση στην αρχέγονη μυστηριακή χώρα της συνεχούς βελτιστοποίησης.

Οι παραπάνω ετυμολογικές ερμηνείες και προσεγγίσεις επιβεβαιώνονται επίσης σε μεγάλο βαθμό από τη μελέτη της Κοπτικής γλώσσας και της Κοπτικής Αιγύπτου εν γένει, όπου βλέπουμε να επιβιώνει το αρχαιο-αιγυπτικό στοιχείο ακόμα και γλωσσολογικά, έστω και μετασχηματισμένο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι Κόπτες ονόμαζαν την πατρίδα τους Kami (Κάμι) και με αυτή την ονομασία είναι καταχωρημένη στις διάφορες πηγές.

Βέβαια βάση και λίκνο του Κοπτικού στοιχείου είναι κυρίως η Άνω Αίγυπτος και όσον αφορά τη γλώσσα είναι η τελευταία μορφή της Αιγυπτιακής γραφής, μετά τα ιερογλυφικά, τα ιερατικά και τα δημοτικά με την συνεπικουρία του ελληνικού αλφαβήτου και 7 συμφώνων της Δημοτικής κι αυτό γιατί σχετίζεται με την έντονη παρουσία των Ελλήνων στη Νειλοχώρα, ιδίως από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Συνεπώς η αρχαία Κοπτική γλώσσα περιελάμβανε αποτυπώσεις λέξεων της φαραωνικής γλώσσας με χρήση ελληνικών γραμμάτων.

Μεταξύ αυτών των λέξεων που δεν έχουν υποστεί αλλοιώσεις στην γραφή ή την προφορά είναι και η λέξη KAME (kame) (κάμι) που σημαίνει μαύρος, εκ του ρήματος καίω. Συνεπώς ΚΑΜΙ (Κami) ονομάζεται η ΑΙΓΥΠΤΟΣ και γράφεται Κήμι. Έτσι σημαίνεται η υπό του ηλίου και των καμάτων του (εγκαυμάτων του) φαιά στο χρώμα έρημος γη. Άρα η ΚΕΚΑΥΜΕΝΗ, εξ ου και η αρχαία ονομασία της Κεμ που ωστόσο ανάγεται σε πολύ παλαιές εποχές, πολύ προ της Κοπτικής και της κλασικής Ελληνικής καθώς και στις μυστηριώδεις σχέσεις Αιγυπτιακών ιερογλυφικών και πρωτοελληνικών.

Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν παρά να παραπέμπουν στις τρεις φάσεις του αλχημικού έργου όπου επικρατεί το μαύρο χρώμα, η θέρμανση, η τήξη το κάμα, τα καύμα… το θερμαινόμενο πυρ, η αλλαγή χρωματισμού, βαθμού εμπύρωσης, εξέλιξης και ανέλιξης εν γένει των φυσικών και ψυχικών μετάλλων.

Έτερος σταθμός του ταξιδιού της λέξης προκύπτει κατά την μετανάστευσή της στην Αραβία. Στα Αραβικά ο όρος Al-kimiya προκύπτει από την συνένωση του άρθρου Al με την λέξη kimiya που δηλώνει τη φιλοσοφική λίθο (στέρεη ουσία μέσω της οποίας μετατρέπονται ευτελή μέταλλα σε χρυσό). Άλλωστε και το Ελιξήριο στην αραβική εκφορά μετά του άρθρου «αλ» οφείλει την ονομασία του. Πρόκειται για ελληνιστικό αντιδάνειο «Al iksir” à «Αλ ξηρίον» à ελιξήριον. Το ελληνιστικό ξηρίον είναι η αποξηραντική κόνις για θεραπεία, ξήρανση των ελκών και επούλωση των τραυμάτων. Συνεπώς μιλάμε για ξηρά σκόνη ιαματικής επίδρασης αναλύοντας ετυμολογικά τον όρο που έγινε συνώνυμο της διαιώνισης και μακροημέρευσης, της αιώνιας νιότης ή και της φιλοσοφικής λίθου.

Επίσης η Λυδία λίθος (είδος πυριτόλιθου που πρώτη φορά βρέθηκε στη Λυδία) χρησιμοποιείται προς δοκιμασία του χρυσού, για να φανερώσει εάν είναι ανόθευτος. Αλλιώς ονομάζεται Βασανίτης λίθος εξ ου και η βάσανος ή το βάσανο, η κακοπάθεια, η δοκιμασία προκειμένου να αποδείξει κανείς την αξία του, το ανόθευτο ποιόν του. Η λέξη προκύπτει από το ρήμα φαίνω που σημαίνει φανερώνω. Φάσιςàεμφάνισις, ίχνος. Βάσανος είναι η «φάσανος» που φαίνει, φανερώνει, εμφανίζει διά της τριβής (χρυσόν τριβόμενον βασάνω) την πραγματική αξία, τον βαθμό γνησιότητας του χρυσού ή … του ανθρώπου αντίστοιχα!

 “Vetus Verbus

Βιβλιογραφία:

  1.  Περιοδικό «Αρχαιολογία & Τέχνες», τεύχος 106 (Μάρτιος 2008)
  2. Έλλην Λόγος- πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο Λόγο,
  3. Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου, Εκδ. Γεωργιάδη
  4. Ο εν τη λέξει λόγος, Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου, Εκδ. Γεωργιάδη
  5. Το παράδειγμα
  6. Αλέξανδρος Τζένος, Εκδ. Παπαζήση
  7. Γένεση & οργάνωση της γλώσσας και της σκέψης των Ελλήνων
  8. (Μελετώντας την Ελληνική γλώσσα πλαισιωμένη από τις άλλες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες), Αλέξανδρος Τζένος, Εκδ. Τροχαλία
  9. Ιστορικό λεξικό Ελληνικών επωνύμων, Δ.Βαγιακάκος, Εκδ. Οργ. Πάπυρος
  10. Αναγνώριση του ανθρώπου μέσα από το δίκαιο και τη γλώσσα, Α.Τζένος, Εκδ. Τροχαλία
  11. Ιστορία γενέσεως της Ελληνικής γλώσσας, Ηλ.Τσατσόμοιρος, Εκδ. Δαυλός
  12. Υδατική Λεξιγραφία, Στ.Δωρικού – Κ.Χατζηγιαννάκη, Εκδ. Ελεύθερη Σκέψις
  13. Ελληνική γλωσσογένεσις, Κώστα Δούκα, Εκδ. Ελεύθερη σκέψις
  14. Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας, LIDDELL & SCOTT, Εκδ. Πελεκάνος
  15. Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, Β.Π.Βλάχου, Εκδ. Gutenberg
  16. Νέον Επίτομο λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης, Δ.Δημητράκου, Εκδ. Γιοβάνη
  17. Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής, Γ.Μαρκαντωνάτος – Θ.Μοσχόπουλος – Ε. Χωραφάς, Εκδ. GUTENBRG
  18. Κρατύλος, Πλάτων, Εκδ. Φέξη
  19. Επιστολαί και όροι, Πλάτων, Εκδ. Φέξη
  20. Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Στεφ.Κουμανούδη, Εκδ. Γρηγόρη
  21. Concordia – Οι ρίζες της Ευρωπαϊκής σκέψης, S.Hill, Εκδ. Εκάτη
  22. Η γλώσσα των Ελλήνων είναι η γλώσσα που ομιλεί η φύση, Γιάννης Χ. Πρινιανάκης
  23. Γλώσσα Ελληνική, η γλώσσα των γλωσσών, Γιάννης Χ.Πρινιανάκης, Εκδ. Παπαζήση
  24.  Τραγωδία – Αριστοτελική Κάθαρσις, Α.Τζ. Ευσταθίου, Εκδ. Γεωργιάδη
  25. Θέλεις να μάθεις, ρώτησε τις λέξεις, Ιάσων Ευαγγέλου, Εκδ. Δωδώνη
  26. Ετυμολογικές & σημασιολογικές ανιχνεύσεις, Απ.Μ. Τζαφερόπουλος, Εκδ. Γεωργιάδη
  27.  Πελασγική Ελλάς – Οι Προέλληνες, Ν.Π.Ελευθεριάδου, Εκδ. Δαμιανός
  28. Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση, Γ.Μπαμπινιώτης – Δ.Νανόπουλος, Εκδ. Καστανιώτη
  29. Ο Εκκλησιασμός του Ελληνισμού, Μ.Μπέγζος, Εκδ. Γρηγόρη
Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

×