See results about
μία ενέργεια που ασκείται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα/κατάσταση και οι μεταβολές που προκαλεί · η ενέργεια που ασκείται σε έναν δημιουργό ή στα έργα του από έργα ...
influence n, (effect), επίδραση ουσ θηλ ; The influence of the immigrants can be seen in the culture. ; Η επίδραση των μεταναστών φαίνεται στον πολιτισμό. ; impact ...
επίδραση η [epíδrasi] Ο33 : ενέργεια, συνήθ. αργή και ανεπαίσθητη, που ασκείται σε κπ. ή σε κτ. με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η διαμόρφωση, η λειτουργία ή η ...
Noun. edit. επίδραση • (epídrasi) f (plural επιδράσεις). effect · impact (a ... References. edit. ^ επίδραση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of ...
Ανεξάρτητος Όμιλος ΕπιΔραση, Επισκοπή Λεμεσού (χωριό). Αρέσει σε 2.175 · 42 μιλούν γι' αυτή τη Σελίδα. Σκοπός του ομίλου είναι η δημιουργία νέων...
effect,impact,influence,influence,impact, kick(caffeine,alcohol). Learning Greek? Use the LingQ Reader App to make a breakthrough.
Οι effect, influence, impact είναι οι κορυφαίες μεταφράσεις του "επίδραση" σε Αγγλικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: Θα παρακολουθήσουμε τώρα προσεκτικά τι ...
επίδραση (επιρροή): επίδραση. Einfluss αρσ. η επίδραση του φωτός πάνω στο δέρμα · der Einfluss des Lichtes auf die Haut · έχω καλή/κακή επίδραση (πάνω) σε ...
[ενέργεια που ασκείται σε κάποιον ή κάτι με τις επακόλουθες μεταβολές που επιφέρει]. επίδραση: η επίδραση του ανθρώπου στο περιβάλλον ‖ η επίδραση της ...