Google
×
μεγαλειότης, -ητος θηλυκό. (ελληνιστική κοινή). η μεγαλοπρέπεια (όπως στίχου, κτιρίου, ανθρώπου); (ως τιμητικός τίτλος). ἡ σὴ μεγαλειότης (1ος κε αιώνας ...
Η Αυτού Μεγαλειότητα του, θεωρεί ότι ένας άνθρωπος τόσο νέος και τόσο όμορφος ανήκει στο πεδίο της μάχης. OpenSubtitles2018.v3. ΤΗΣ ...
Ετυμολογία. επεξεργασία. μεγαλειότητα < (ελληνιστική κοινή) μεγαλειότης < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική majesté. Προφορά. επεξεργασία · ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ti.ta ...
Η Αυτής Μεγαλειότης η Βασίλισσα επικύρωσε τη Συνθήκη. ... Her Majesty the Queen has ratified the Treaty. ... Από το 1975 στέφεται κάθε έτος η «βασίλισσα σπαραγγιού ...
“Αυτοκρατορικό Κοινοβούλιο” ή “Κοινοβούλιο”, σημαίνει το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου. “Αυτού Μεγαλειότης” ή “Αυτής Μεγαλειότης”, “ο Βασιλεύς” ή “η ...
Οι Her Majesty, His Majesty είναι οι κορυφαίες μεταφράσεις του "Αυτού Μεγαλειότης" σε Αγγλικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: Βλέπετε, η Αυτού Μεγαλειότης θέλει ...
Αυτής Μεγαλειότης {αντωνυμία θηλυκού γένους} ... Her Majesty {αντων.} Αυτής Μεγαλειότης. Περισσότερα.
μεγαλειότης η· μεγαλειότητα. α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα: της ουρανίου μεγαλειότητος του Θεού ( Χριστ. διδασκ. 333 )·. β) ανωτερότητα, υπεροχή: τώρα όλες ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. majesty n, (grandeur, splendor), μεγαλοπρέπεια ουσ θηλ. μεγαλείο ουσ ουδ. επιβλητικότητα ουσ θηλ.
Η προσφώνηση είναι ένας επίσημος, συχνά νομικά κατοχυρωμένος τίτλος. Παραδοσιακά χρησιμοποιείται για άτομα που κατέχουν πολιτικά, θρησκευτικά, ...