Ετυμολογία. επεξεργασία. ευφυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐφυΐα. Προφορά. επεξεργασία · ΔΦΑ : /e.fiˈi.a/: τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φυ‐ΐ‐α ...
ευφυΐα η [efiía] Ο25α : 1.(χωρίς πληθ.) η ικανότητα ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται με ταχύτητα, να κρίνει σωστά και να ενεργεί αποτελεσματικά· εξυπνάδα: Ο ...
Ετυμολογία. επεξεργασία. εὐφυΐα < εὐφυής + -ία. Ουσιαστικό. επεξεργασία. εὐφυΐα θηλυκό. καλή φυσική ανάπτυξη · εξυπνάδα · ευφορία · κατάλληλη στρατηγική θέση.
και σήμ.] [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]. ευφυής -ής -ές [efiís] Ε10 : ΣYN έξυπνος. 1α. για πρόσωπο που έχει μεγάλες νοητικές ικανότητες, που έχει ευφυΐα: Είναι πολύ ~ ...
... Ετυμολογία. Η ονομασία "Ευφυία" σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη "φύση". Εισαγωγή. η αναπτυγμένη νοημοσύνη, η ευχέρεια αντίληψης, η ιδιαίτερη εξυπνάδα; η ...
ευφυΐα - Σημαίνει Σημασία Συνώνυμα Λεξικό Αντώνυμα Αντίθετα ...
www.lexigram.gr › lex › enni › ευφυΐα
Ουσ. 792. άνθρωπος με εξαιρετική ευφυΐα, πάνω από τα κοινά μέτρα (είναι ευφυΐα στα μαθηματικά) (Έχει αντίθετα πεδίου) Φράσεις
... ευφυΐα - ομόρριζα, παράγωγα και ετυμολογία αρχαίας και νέας. Διαφήμιση. Λέξη: ευφυΐα (Λεξικό ομορρίζων - παραγώγων Νέας & Αρχαίας) Δείτε και: Κλίση Αρχαίας ...
ευφυΐα ; νοημοσύνη ουσ θηλ ; (καθομιλουμένη), εξυπνάδα ουσ θηλ ; Ben has a lot of intelligence, but that doesn't mean he has good priorities. ; Ο Μπεν έχει μεγάλη ...
Missing: ετυμολογια | Show results with:ετυμολογια
ευστροφία, ευφυΐα, οξύνοια, σπιρτάδα. ΑΝΤ. αμβλύνοια, ανοησία (1), βλακεία (1), ηλιθιότητα (1) 2. {συχνά στον πληθ.} (προφ.-ειρων.) ανόητο αστείο ή ενέργεια ...
Missing: Ευφυια | Show results with:Ευφυια