Tip: Search for English results only. You can specify your search language in Preferences
See results about
πηγή θηλυκό. (γεωγραφία) φυσικό άνοιγμα στη γη από το οποίο αναβλύζει νερό. ⮡ θερμές πηγές, ιαματικές πηγές, μεταλλικές πηγές.
Definition: a source, spring, fountain, Jas. 3:11, 12; a well, Jn. 4:6; an issue, flux, flow, Mk. 5:29; met. Jn. 4:14
What does πηγή (pi̱gí̱) mean in Greek? ; κρήνη, συντριβάνι ; origin noun ; προέλευση, καταγωγή, αρχή, προσδιοριστικό σημείο ; well noun ; πηγάδι, φρέαρ.
πτώσεις, ενικός · πληθυντικός · ονομαστική · η, Πηγή, οι · Πηγές · γενική · της · Πηγής · των · Πηγών · αιτιατική · την, Πηγή, τις · Πηγές.
Υδάτινη πηγή, σημείο του εδάφους όπου αναβλύζει νερό · Πηγή τάσης, όρος της ηλεκτροτεχνίας; Πηγή ρεύματος, όρος της ηλεκτροτεχνίας; Πηγή δεδομένων, όρος της ...
Οι Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή ιδρύθηκαν το 2010 με στόχο την έκδοση μοναδικών βιβλίων (φυσικών και ψηφιακών), υψηλής ποιότητας και ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που να ...
πηγή η [pijí] Ο29 : 1. το μέρος, το άνοιγμα από όπου (μέσα από τη γη) αναβλύζει, βγαίνει φυσικό νερό: Kρύα / κρυστάλλινη / δροσερή / γάργα ρη ~.
πηγή ; (κατά λέξη), πηγή νερού φρ ως ουσ θηλ ; credit line n, (text showing source of material) (κειμένου, πληροφορίας), πηγή ουσ θηλ ; headwater n, usually plural ...
Η Πηγή ή και Πηγές ήταν συνοικία της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης εκτός των τειχών της πόλης, έξω από την Πύλη της πηγής (ή πηγών) ή Σηλυβρίας όπου εκεί ...
Aug 24, 2021 · The noun πηγη (pege) primarily describes flowing water (or "living" water in the Hebrew vernacular), as opposed to pools of stagnant water, ...