Το αβέβαιο μέλλον των Χριστιανών της Συρίας

Σάββατο, 27-Απρ-2013 00:10

Άγνωστες σε πολλούς, οι πανάρχαιες χριστιανικές κοινότητες της Συρίας ήρθαν με δραματικό τρόπο στο επίκεντρο της προσοχής μετά την απαγωγή από άγνωστους ενόπλους των δύο μητροπολιτών του Χαλεπίου, του Ελληνορθόδοξου Boulos (Παύλου) Yaziji, αδελφού του Πατριάρχη Αντιοχείας, και του Συρορθόδοξου Youhanna Ibrahim.

Για την ιστορία, την κοινωνική θέση, την πολιτική συμπεριφορά, αλλά και το αβέβαιο μέλλον αυτών των μειονοτήτων, εν μέσω της αιματηρής σύγκρουσης της Συρίας, το Capital.gr συνομίλησε με τον Παναγιώτη Γέρο, λέκτορα του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Πρόκειται για τον κατεξοχήν κατάλληλο να μας διαφωτίσει, εφόσον ασχολείται με την Εγγύς Ανατολή και έχει εκπονήσει, μετά από επιτόπια έρευνα στη Δαμασκό, διατριβή στο SOAS του Λονδίνου με θέμα το φαινόμενο της παραγωγής του “θρησκευτικού κοινοτισμού” στους Άραβες Χριστιανούς της περιοχής.

Συνέντευξη στον Κώστα Ράπτη

Ποιοι και πόσοι είναι οι Χριστιανοί της Συρίας;


Είναι ασαφές το μέγεθος του χριστιανικού πληθυσμού της Συρίας, εφόσον εδώ και δεκαετίες, με βάση την εκκοσμικευμένη ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος Μπάαθ, η θρησκεία δεν συμπεριλαμβάνεται στα απογραφικά δεδομένα. Οι περισσότεροι τους υπολογίζουν σε 10-11% των 22 εκατ. κατοίκων της Συρίας.

Αυτοί οι Χριστιανοί διαχωρίζονται σε 11 διαφορετικές εκκλησίες, η μεγαλύτερη των οποίων είναι το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας (με έδρα στη Δαμασκό, και δικαιοδοσία επίσης στον Λίβανο, το Ιράκ και τη Διασπορά), που αντιπροσωπεύει κάτι ανάμεσα στο ένα τρίτο και το μισό του συνόλου των Χριστιανών της Συρίας.

Να ξεκαθαρίσουμε, διότι ο όρος “Ελληνορθόδοξος” μπορεί να παραπλανήσει, ότι δεν πρόκειται για Έλληνες, αλλά για γηγενείς Άραβες. Οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως “Ρουμ Ορτοντόκς”, δηλ. με την Αραβική λέξη για τον “Ρωμαίο”, που υποδεικνύει την αναφορά τους στην παράδοση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Από τα τρία Ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής, αυτό της Αντιόχειας είναι το μόνο που έχει αραβοποιηθεί πλήρως από το 1899, οπότε, μετά από εντάσεις, υιοθετήθηκε η αραβική γλώσσα στη λατρεία και, το κυριότερο, ο ελληνικός κλήρος αντικαταστάθηκε από Άραβες. Οι ίδιες εντάσεις, σημειωτέον, επαναλαμβάνονται περισσότερο από έναν αιώνα μετά στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, εν μέρει για παρόμοιους λόγους, που περιπλέκονται από το παλαιστινιακό ζήτημα. Πάντως οι σχέσεις του Πατριαρχείου Αντιοχείας με τις ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι (τώρα πια που δεν υπάρχει θέμα εξωτερικού ελέγχου της εκκλησίας) θερμές: “Αντιοχειανοί” φοιτητές σπουδάζουν με υποτροφία σε ελληνικές θεολογικές σχολές, ανταλλάσσονται επισκέψεις κ.ο.κ.

Το δεύτερο μεγαλύτερο χριστιανικό δόγμα στη Συρία είναι οι Συρορθόδοξοι (γνωστοί και οι Συρο-Ιακωβίτες - αν και όλοι αυτοί οι όροι που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των δογμάτων δεν γίνονται πάντοτε αποδεκτοί από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους). Πρόκειται για μία από τις τοπικές εκκλησίες της Ανατολής (άλλες είναι οι Μαρωνίτες και οι νεστοριανοί Ασσύριοι) που αποσχίσθηκαν από τον ενιαίο κορμό τον 4ο-5ο αι. μ.Χ. με βάση τις διαμάχες που σημάδεψαν τις Οικουμενικές Συνόδους της Εφέσου και της Χαλκηδόνας (μονοφυσιτισμός, μονοθελητισμός κ.ο.κ.). Οι Συρορθόδοξοι έχουν ιδιαίτερο τυπικό και χρησιμοποιούν στη λατρεία μιαν ύστερη μορφή της αραμαϊκής γλώσσας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο απαχθέντες επίσκοποι, προέρχονται ακριβώς από τις δύο μεγαλύτερες Εκκλησίες της Συρίας.

Πώς δημιουργήθηκαν οι υπόλοιπες χριστιανικές εκκλησίες;

Ένα επόμενο κύμα αποσχίσεων προέκυψε μετά τον 17ο αι., όταν διείσδυσαν στην ευρύτερη περιοχή οι Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου να αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και παράλληλα δραστηριοποιήθηκαν μέσω ιεραποστολών, σχολείων και αργότερα πανεπιστημίων (Είναι χαρακτηριστικό ότι το ονομαστό American University of Beirut ιδρύθηκε τον 19ο αι. ως Syrian Protestant College, ενώ και το άλλο μεγάλο πανεπιστήμιο του Λιβάνου, το Saint Joseph δημιουργήθηκε από ρωμαιοκαθολικούς ιεραποστόλους).

Πρωτοπόρος σε αυτή τη διείσδυση υπήρξε η καθολική Γαλλία, της οποίας τα προξενεία προσέφεραν διευκολύνσεις και προνόμια σε όσους ντόπιους Χριστιανούς τα προσέγγιζαν, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος Ορθόδοξων Χριστιανών, ιδίως εμπόρων, να “προσηλυτιστούν” στον Καθολικισμό. Σε αυτό το πλαίσιο προέκυψε, εν μέσω εντάσεων και πάλι, το 1724 η Εκκλησία των “Ρουμ Κατολίκ” ή “Μελχιτών”, ήτοι των Αράβων Ελληνόρυθμων Καθολικών, που διατηρούν το Βυζαντινό τυπικό, αλλά είναι ενωμένοι διοικητικά με τη Ρώμη.

Αντίστοιχες διαιρέσεις υπήρξαν και σε άλλες ανατολικές εκκλησίες, με αποτέλεσμα να προκύψουν Συροκαθολικοί, Αρμενοκαθολικοί κ.ο.κ. Είναι “ουνίτικες” εκκλησίες (αν και ο όρος δεν χρησιμοποιείται στην περιοχή) με δική τους αραβική ιεραρχία και τυπικό, αλλά διοικητική εξάρτηση από τη Ρώμη.

Οι Μαρωνίτες, πάλι, που ποτέ δεν έβλεπαν τον εαυτό τους ως τμήμα του πολιτισμικού πλαισίου της περιοχές και είχαν έντονα “ιδιαιτεροκεντρική” ταυτότητα, προχώρησαν σε ένωση με τη Ρώμη πρώτοι (τον 12ο αι.) και στο σύνολό τους. Είναι παρόντες και στη Συρία, αλλά ο κύριος όγκος τους είναι συγκεντρωμένος στο Όρος του Λιβάνου. Άλλωστε, η δημιουργία του κράτους του Λιβάνου, τη δεκαετία του ΄40, αποτέλεσε ένα “δώρο” των Γάλλων αποικιοκρατών προς τους Μαρωνίτες. Από την ενιαία περιοχή που αποκαλούμε “Ιστορική Συρία” (και περιλαμβάνει και το, τουρκικό σήμερα, σαντζάκι της Αντιόχειας-Αλεξανδρέτας), απέσχισαν το Όρος του Λιβάνου, προσθέτοντάς του για λόγους βιωσιμότητας και τρεις γειτονικές περιοχές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το γνωστό δυσλειτουργικό “μωσαϊκό”.

Υπάρχουν ενδοχριστιανικοί ανταγωνισμοί;

Οι όποιοι ενδοχριστιανικοί ανταγωνισμοί προέρχονται κυρίως από το ότι οι σχετιζόμενες με το Βατικανό εκκλησίες είναι περισσότερο εύρωστες οικονομικά. Σε ένα περιβάλλον ανέχειας αυτό έχει σημασία, διότι τεράστια κοινωνικά στρώματα εξαρτώνται από τις εκκλησίες, οι οποίες σήμερα δρουν περίπου ως ΜΚΟ. Η χριστιανική νεολαία της Συρίας πάντως δεν δίνει πια καμία σημασία στις διαφορές των δογμάτων.

Πόσο “Άραβες” αισθάνονται οι Σύροι Χριστιανοί;

Αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι ότι (πλην των Αρμενίων, οι οποίοι έφθασαν στην περιοχή μετά τη Σφαγή του 1915, και εν μέρει των Μαρωνιτών), δεν υπάρχει από μέρους των χριστιανών της Συρίας διεκδίκηση μιας διαφορετικής εθνοτικής ταυτότητας. Μάλιστα οι χριστιανοί διανοούμενοι από νωρίς έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μορφοποίηση της ιδεολογίας του αραβικού εθνικισμού, διότι φοιτούσαν στα δυτικά σχολεία και άρα ήσαν πιο εκτεθειμένοι στις ιδέες της νεωτερικότητας, μεταξύ των οποίων και αυτή του εθνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συνιδρυτής του Μπάαθ ήταν ο ελληνορθόδοξος Μισέλ Αφλάκ.

Υπήρχε μια σημαντική διαφορά των Χριστιανών της Συρίας από άλλες εθνοθρησκευτικές κοινότητες: δεν ήσαν γεωγραφικά απομονωμένοι (με την εξαίρεση των Μαρωνιτών) και δεν είχαν υποστεί διώξεις από την Οθωμανική Αυτοκρατορία - εν αντιθέσει προς τις μουσουλμανικές μειονότητες (Αλαουίτες, Δρούζους, Ισμαηλίτες), που κατέφευγαν σε ορεινές περιοχές και για τον λόγο αυτό ονομάζονται στην βιβλιογραφία “συμπαγείς μειονότητες”.

Οι Χριστιανοί ζούσαν σε μικτά ή αμιγώς χριστιανικά χωριά στις πεδινές περιοχές, καθώς και στις πόλεις, όπου ήσαν κοινωνικά ενσωματωμένοι, διατηρώντας ομαλές σχέσεις με τη σουνιτική πλειονότητα. Και πάλι τονίζω ότι στην Συρία δεν υπάρχει υπόβαθρο εθνοθρησκευτικής σύγκρουσης, όπως στην Αίγυπτο, όπου εδώ και δεκαετίες αναδύθηκε ο ισλαμισμός, ούτε διάθεση διαχωρισμού, όπως ισχύει π.χ. με τους Κόπτες ή τους Μαρωνίτες που προβάλλουν τη “φαραωνική” ή ΄φοινικική” ταυτότητά τους αντιστοίχως. Οι Άραβες Χριστιανοί της Συρίας επικαλούνται μεν, με έμμεσο τρόπο, την πολιτισμική ανωτερότητά τους (“είμαστε νεωτερικοί και ορθολογιστές”) αλλά όχι τον “αυτοχθονισμό” τους. Αντιθέτως, συχνά. υπενθυμίζουν λ.χ. ότι στις Σταυροφορίες οι ντόπιοι Χριστιανοί πολέμησαν μαζί με τον Σαλαδίνο ενάντια στους Φράγκους.

Ποια η ιδιαίτερη κοινωνικο-οικονομική θέση των Χριστιανών στη Συρία;

Δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερος καταμερισμός εργασίας με βάση τη θρησκευτική ταυτότητα. Στην ύπαιθρο δεν υπήρχε καμία οικονομική διαφοροποίηση. Όμως η αστικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών είναι εντονότερη σε ό,τι αφορά τους Χριστιανούς, με αποτέλεσμα να υπάρχουν για πρώτη φορά στην ιστορία της Δαμασκού χριστιανικά poverty belts. H χριστιανική συνοικία της παλαιάς Δαμασκού, η “Μπαάμπ Τούμα” (Πύλη του Θωμά) έχει παρακμάσει και τα αστικό στοιχείο έχει αντικατασταθεί από υποβαθμισμένα μικροαστικά στρώματα. Αναπτύσσονται όμως κάποια νέα μικροαστικά προάστια με πολυκατοικίες – και σε αυτή την περίπτωση οι Χριστιανοί επιλέγουν κυρίως περιοχές που ζούν μαζί με Δρούζους, δηλ. μια άλλη μουσουλμανική μειονότητα.

Το κυριότερο διακριτικό στοιχείο των Χριστιανών στον επαγγελματικό προσανατολισμό ήταν η στροφή στα ελεύθερα επαγγέλματα, γεγονός σχετιζόμενο με τις καλύτερες προοπτικές απασχόλησης που προσέφερε η καλύτερη μόρφωση στα χριστιανικά σχολεία. Λ.χ. μέχρι και σήμερα ίσως οι περισσότεροι φαρμακοποιοί της Δαμασκού είναι Χριστιανοί. 

Το αντίθετο παράδειγμα αποτελούν οι Αλαουίτες: φτωχοί γεωργοί στα βουνά της Λατάκιας, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου βρήκαν διέξοδο στον στρατό, που τότε τον περιφρονούσαν οι γόνοι των ευκατάστατων σουνιτικών οικογενειών. Μετά την ανεξαρτητοποίηση της Συρίας το 1946, ο στρατός παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο και οι Αλαουίτες βρίσκονται έτσι πρωταγωνιστές των μεταποικιακών εξελίξεων. Γενικά, οι Αλαουίτες και οι Δρούζοι κινήθηκαν στο πολιτικό πεδίο με τη λογική της προώθησης των συλλογικών συμφερόντων της κοινότητάς τους, ενώ οι Χριστιανοί όλων των δογμάτων δεν είχαν ανάγκη να κινηθούν με μια τέτοια στρατηγική. Η συμμετοχή τους στην πολιτική ήταν περιορισμένη και ακόμη και ο ρόλος που έπαιξαν στην εμπέδωση του αραβικού εθνικισμού ήταν σε ατομική βάση. Η παρουσία τους στον κρατικό μηχανισμό ακολουθεί τους όρους όλων των άλλων κοινοτήτων (με την εξαίρεση της υπεραντιπροσώπευσης των Αλαουιτών, οι οποίοι για το λόγο αυτό κινούν την έχθρα του υπόλοιπου πληθυσμού).

To Μπάαθ πώς αντιμετώπισε τους Χριστιανούς; 

Από το 1963 και μετά, με την ανάδυση του μπααθικού καθεστώτος, υπήρξε, σε μια πρώτη ριζοσπαστική περίοδο, εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής, αλλά και των χριστιανικών σχολείων, στο πνεύμα της εποχής που δεν ευνοούσε οποιαδήποτε βάση κοινοτισμού, υπονομευτική της “εθνικής συλλογικότητας”. Από την εποχή εκείνη αρχίζουν να χάνονται τα όποια πλεονεκτήματα είχαν στο κοινωνικό πεδίο οι Χριστιανοί (ως αποτέλεσμα πάντα του «πολιτισμικού κεφαλαίου» και όχι μιας πολιτικής στρατηγικής) και αρχίζει το ειδικό κοινωνικό βάρος τους να υποχωρεί.

Επίσης, η συμμετοχή τους στις μεταναστευτικές εκροές ήταν συγκριτικώς μεγαλύτερη, λόγω καλύτερων εφοδίων, μεταναστευτικών δικτύων (συγγενείς στη Δύση) κ.ο.κ. Εκατομμύρια σημερινών Βορειοαμερικανών και Λατινοαμερικανών κατάγονται από Χριστιανούς που μετανάστευαν, ήδη από τα τέλη του 19ου αι., από την “ιστορική Συρία”.

Μεγάλη ανασφάλεια στους Χριστιανούς της Συρίας προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου (1975-1990), που τον έζησαν από κοντά, αφού πολλοί Λιβανέζοι κατέφευγαν πρώτα σε συγγενείς στη Συρία και μετά στη Δύση.

Τελικά είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα η χριστιανική ταυτότητα στη Συρία;

Η Συρία είναι πολύ διαφορετική κατάσταση από λ.χ. την Αίγυπτο, διότι δεν υπήρξε θρησκευτική καταπίεση και το να είσαι χριστιανός δεν αποτελεί κάτι που σε διαχωρίζει αυτόματα από την πλειονότητα του πληθυσμού. Όμως το καθεστώς (το οποίο από το 1970, με το εσωτερικό πραξικόπημα Assad, μετατράπηκε σε στυγνή στρατιωτική δικτατορία), απέναντι στην αντίδραση προς τον αυταρχισμό του και την διογκούμενη φτώχεια, ήθελε “συμμάχους”, ώστε να υπονομεύσει τη συνένωση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων σε ένα αντιπολιτευτικό μέτωπο. Έτσι, στους Χριστιανούς, σε αντάλλαγμα των προηγούμενων προνομίων που απώλεσαν, παραχώρησε ένα πλήθος άλλων «κοινωνικο-πολιτισμικών» προνομίων. Οι Χριστιανοί είναι η μόνη κοινωνική ομάδα που της επιτρέπεται να έχει δικές της κοινοτικές δομές: ευρύ δίκτυο φιλανθρωπικών οργανώσεων, ομάδων νέων, γυναικών, υποτροφίες κ.ο.κ. Πράγμα παράδοξο σε μία χώρα όπου δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα του συνέρχεσθαι και καμία οργανωμένη κοινωνική ζωή έξω από τον έλεγχο του κράτους.

Βέβαια, το καθεστώς ελέγχει μέσω των μυστικών υπηρεσιών τις χριστιανικές οργανώσεις, ώστε να μην αναπτυχθεί αντιπολιτευτικός λόγος, αλλά αυτό δεν είναι στην πράξη απαραίτητο, αφού η ίδια η εκκλησιαστική ιεραρχία μέχρι πρόσφατα συνέπλεε πλήρως με το καθεστώς, αντιμετωπίζοντας το ως ένα είδος “προστάτη”.

Σημειωτέον ότι τα θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των Χριστιανών επιλύονται όχι από τα κρατικά δικαστήρια, αλλά από κοινοτικά “Πνευματικά Δικαστήρια”, συγκροτούμενα αποκλειστικά από ιερείς, με συνέπεια οι εκκλησίες να ασκούν μεγάλο έλεγχο στη ζωή των χριστιανικών οικογενειών – με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται ιδίως για τις γυναίκες.

Ο μεγαλύτερος επεμβατικός ρόλος της εκκλησίας επίσης συντηρητικοποίησε σε σημαντικό βαθμό τη νεολαία, που πλέον αισθάνεται “περισσότερο χριστιανική”. Ένας εξηντάρης Σύρος φίλος μού έλεγε αστειευόμενος: “εμείς στον καιρό μας τσακωνόμασταν ποιος είναι κομμουνιστής και ποιος μπααθιστής, οι τωρινοί νέοι ποιος είναι χριστιανός και μουσουλμάνος”. Αυτό ακριβώς είναι το φαινόμενο της “παραγωγής του θρησκευτικού κοινοτισμού”.

Πόσο επιρρεπείς είναι οι Χριστιανοί σε μια αντικαθεστωτική τοποθέτηση;

Υπάρχει μια άρρητη συναλλαγή ανοχής με τον κλήρο: συχνά στο κυριακάτικο κήρυγμα οι ιερείς επαινούν τις πολιτικές του καθεστώτος κ.ο.κ. Το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών, πάλι, χαρακτηρίζεται από πολιτικό κομφορμισμό: σε ιδιωτικές συζητήσεις παραδέχονται ότι το καθεστώς είναι καταπιεστικό και διεφθαρμένο, αλλά το αντιμετωπίζουν με τη λογική του “μικρότερου κακού”, φοβούμενοι ότι μια πολιτική αλλαγή θα λειτουργήσει εις βάρος τους. Το καθεστώς, φυσικά, ενίσχυε αυτούς τους φόβους προβάλλοντας τις συγκρούσεις του Λιβάνου, του Ιράκ, της Γιουγκοσλαβίας κτλ.

Η εξέγερση που ξέσπασε το 2011 τί άλλαξε σε όλα αυτά;

Από τα δημοσιεύματα, και όχι βέβαια από επιτόπια έρευνα, διαισθάνομαι ότι στο πλαίσιο της εξέγερσης κάποιοι Χριστιανοί έχουν αρχίσει να δραστηριοποιούνται πολιτικά, λ.χ. ο νέος ηγέτης της εξόριστης αντιπολίτευσης Ζορζ Σάμπρα είναι “Ρουμ Οτοντόκς”. Όσο για την απαγωγή των δύο ιεραρχών ισχύουν δύο τινά: είτε αυτή πραγματοποιήθηκε από μέλη της τζιχαντικής οργάνωσης “αλ Νούσρα”, είτε, όπως επίσης συζητείται, αποτελεί προβοκάτσια του καθεστώτος απέναντι σε κάποια διάθεση αμφισβήτησης που εκδηλώνεται τελευταία, από την πλευρά του κλήρου ή των απλών χριστιανών.

Κανείς δεν ξέρει ποιο σενάριο ισχύει και ποιες ευρύτερες εξελίξεις θα πυροδοτήσει, τη στιγμή που, όπως βλέπουμε, η σύγκρουση επηρεάζει και τον γειτονικό Λίβανο.

Φαίνεται πάντως ότι η Συρία αποτελεί το τρίο κατά σειρά (μετά το Αφγανιστάν και το Ιράκ) πεδίο συγκρότησης του λεγόμενου “νομαδικού τζιχάντ”. Το βέβαιο είναι ότι κάτι τέτοιο δεν έχει καμία σχέση με τους ντόπιους σουνίτες, με τους οποίους δεν υπήρχε ιστορικό θρησκευτικών συγκρούσεων και οι οποίοι ασφαλώς δεν θα επωφελούνταν από μια διάσπαση του μετώπου απέναντι στο καθεστώς.