Συνεπιμέλεια: Οι αλλαγές, οι “γκρίζες ζώνες” και οι σφοδρές αντιδράσεις

Συνεπιμέλεια: Οι αλλαγές, οι “γκρίζες ζώνες” και οι σφοδρές αντιδράσεις
Μητέρα με το παιδί της Shutterstock

Στην Ολομέλεια της Βουλής συζητείται σήμερα το Σχέδιο Νόμου του υπουργείο Δικαιοσύνης για την Συνεπιμέλεια. Το NEWS 24/7 επιχειρεί να εξηγήσει τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου που προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και δύο πρώην υπουργών της ΝΔ, Μαριέττας Γιαννάκου και Όλγας Κεφαλογιάννη.

Τις “ευαίσθητες πτυχές” του Οικογενειακού Δικαίου έρχεται να ταρακουνήσει το Νομοσχέδιο για τη Συνεπιμέλεια, το οποίο πρόκειται να συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής σήμερα. Η απόφαση του υπουργείου Δικαιοσύνης να προχωρήσει σε θεμελιώδεις αλλαγές γύρω από το ζήτημα της γονικής μέριμνας και της ανατροφής των παιδιών μετά το χωρισμό, έφερε στο προσκήνιο επαίνους, αλλά και επικρίσεις, ως προς την ουσία των αλλαγών που καλείται να θεσμοθετήσει η Βουλή.

Αντιδράσεις οι οποίες έρχονται τόσο από την αντιπολίτευση -με το ΣΥΡΙΖΑ και τον Θ. Ξανθόπουλο ως εισηγητή της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πρωτοστατεί- όσο και από τους κόλπους της κυβέρνησης, καθώς οι πρώην υπουργοί, Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, ζήτησαν συγκεκριμένες τροποποιήσεις επί βασικών άρθρων του νομοσχεδίου.

“Οι εμβαλωματικές, αντιφατικές, επιμέρους ρυθμίσεις που φέρνει η κυβέρνηση στο οικογενειακό όσον αφορά τις σχέσεις γονέων-τέκνων, βρίσκουν αντίθετο ένα μεγάλο μέρος του κοινοβουλίου και της κοινωνίας” ανέφερε χαρακτηριστικά στην ομιλία του ο βουλευτής Δράμας, Θ. Ξανθόπουλος, επισημαίνοντας, ότι “το συμφέρον του παιδιού είναι το σημαντικότερο και μοναδικό κριτήριο και δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται με άνωθεν εντολές και να συμψηφίζεται με τις εκατέρωθεν απαιτήσεις των γονέων”. Μάλιστα, υπογράμμισε ότι το οικογενειακό νομοσχέδιο μετατρέπεται από παιδοκεντρικό σε γονεοκεντρικό, “γιατί κατά την αντίληψή σας, το παιδί αποτελεί παράρτημα των γονέων και όχι αυθύπαρκτη προσωπικότητα όπως προσδιορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του παιδιού”.

Το νομοσχέδιο δέχθηκε πυρά και από μέλη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, καταδεικνύοντας τη μεγάλη αντιπαράθεση που υπάρχει για το ζήτημα. Η Μαριέττα Γιαννάκου υπήρξε καταπέλτης από το βήμα της Βουλής αναφέροντας μεταξύ άλλων: “Είδαμε απίθανες οργανώσεις, γονείς, συνεπιμέλεια, ενεργοί μπαμπάδες, τρομερές διαφημίσεις υπέρ του νομοσχεδίου, που σημαίνει χρήμα πολύ και μία πανομοιότυπη επιστολή, η οποία αποστέλλεται σε εμάς με mail, με διάφορα ονόματα χωρίς πραγματικά στοιχεία, δηλαδή, ψευδή”.

Άμεση ήταν η απάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα, ο οποίος εν ολίγοις υποστήριξε ότι παρά τις διαφωνίες που υπάρχουν σε κάθε ρηξικέλευθες αλλαγές, οι τελευταίες πρέπει να υλοποιηθούν. “Είμαι πεπεισμένος ότι όταν προσπαθεί κανείς να αντιμετωπίσει ή εν πάσει περιπτώσει, να επιχειρήσει να λύσει ένα τεράστιο ζήτημα, είναι γεγονός ότι από τη μία πλευρά, θα αντιμετωπίσει την διαφορετική άποψη και μάλιστα με ένταση, όπως αυτή εκφράζεται αυτή τη στιγμή” ανέφερε και κατέληξε: “Αντιλαμβάνομαι τη διαφορετική άποψη και την ακούω, αλλά με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή ήδη έχουμε εξαντλήσει κάθε είδους διάλογο, ήδη έχουν προηγηθεί πολλές προσπάθειες και διαφορετικής κυβέρνησης, αλλά και αυτής της σημερινής κυβέρνησης τουλάχιστον αυτούς τους 20 μήνες, να καταλήξουμε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο θα προστατεύει τα παιδιά”.

Ποιος είναι όμως, ο πυρήνας αυτής της διαμάχης, η οποία έφτασε στο σημείο να πάρει και εσωκομματική τροπή; Το NEWS 24/7 επιχειρεί να αναλύσει τα τέσσερα βασικότερα άρθρα του Σχεδίου Νόμου, τα οποία αποτελούν σημείο προβληματισμού, ως προς τις μελλοντικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρουν στις ζωές των χιλιάδων παιδιών.

1. “Άσκηση από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα”

Ίσως η μεγαλύτερη κριτική που έχει ασκηθεί στο Νομοσχέδιο είναι για τη λέξη “εξίσου” που για πρώτη φορά τοποθετείται δίπλα στην από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας. Για τους πολλούς -μη νομικούς- ενδεχομένως να μην έχει μεγάλη αξία, ωστόσο είναι αρκετή για να προκαλέσει πλήθος αλλαγών, αφού μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως.

Για το λόγο αυτό οι δύο βουλευτές της ΝΔ, Μ. Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, ζήτησαν την τροπολογία του άρθρο 7 του Νομοσχεδίου, σύμφωνα με το οποίο “στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα”. Όπως αναφέρουν στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, ακόμη και στη γενική διάταξη για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας δεν υφίσταται ο όρος «εξίσου», ο οποίος άλλωστε μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, όπως για παράδειγμα ως ισόχρονη, και έτσι να ανοίξουν νέα μέτωπα αντιδικίας μεταξύ των γονέων. Με αυτό το σκεπτικό δε, οι πρώην υπουργοί ζήτησαν την απαλοιφή της λέξης, διατηρώντας τον ισχύοντα μέχρι σήμερα όρο της “από κοινού άσκησης γονικής μέριμνας”.

Από την πλευρά του, το υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι η διατύπωση της από κοινού και εξίσου άσκησης της γονικής μέριμνας δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ισόχρονη, ούτε να συνδέεται με υποχρεωτική εναλλασσόμενη κατοικία. Όπως αναφέρουν στο NEWS 24/7 πηγές του υπουργείου, πρόκειται για μία διατύπωση ουσιαστική, η οποία σαν στόχο έχει το σεβασμό της αρχής της ισότητας των γονέων, ως ισότιμοι γονεϊκοί πυλώνες., αφού είναι στην κρίση του δικαστή να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει την επίμαχη διάταξη, στηριζόμενος στη ασφαλιστικές δικλείδες που ορίζει το Νομοσχέδιο. Για αυτό δεν τίθεται ζήτημα παρερμηνείας ως προς την έννοια της λέξης “εξίσου” ως ισόχρονη επιμέλεια, αφού συγχρόνως ορίζεται η κατοικία διαμονής του παιδιού, θεσμοθετείται το μαχητό τεκμήριο της επικοινωνίας με το παιδί (1/3), ενώ σε άλλη διάταξη ρητά αναφέρεται ότι δεν μπορούν να διαταραχθούν οι καθημερινές υποχρεώσεις του παιδιού.

2. Τα κενά της “υποχρεωτικής συναπόφασης”

Μεγάλη αντιπαράθεση έχει υπάρξει και για την “υποχρεωτική συναπόφαση”, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 12 του Σχεδίου Νόμου. Συγκεκριμένα, στη δεύτερη παράγραφο της διάταξης επισημαίνεται ότι “για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς”.

Η βασική επισήμανση που έχει τεθεί για την ουσία της διάταξης, είναι ότι αφήνεται να εννοηθεί πως το δικαίωμα της επικοινωνία ιεραρχείται ως ανώτερο ζήτημα σε σχέση με άλλα, όπως το γεγονός ότι η μετακίνηση του παιδιού σε άλλο τρόπο διαμονής μπορεί να είναι προς το συμφέρον του ή ενδεχομένως να μην είναι δυνατόν να αποφευχθεί.

Το υπουργείο κατά καιρούς έχει επισημάνει ότι ότι το ζήτημα υποχρεωτικής συναπόφασης, αφορά τα ζητήματα της γονικής μέριμνας και όχι της επιμέλειας (στα οποία αρκεί η ενημέρωση), καθώς υπάρχουν μείζονα ζητήματα που θα πρέπει και να συναποφασίζουν (όπως για παράδειγμα τα ζητήματα της εκπροσώπησης, της εκπαίδευσης, των ιατρικών πράξεων επί των παιδιών, όπως τα χειρουργεία). Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, όταν η εξεύρεση κοινής λύσης από τους γονείς αποκλείεται, η απόφαση λαμβάνεται από το δικαστήριο.

3. Το τεκμήριο του 1/3 του χρόνου επικοινωνίας

Εκτεταμένη είναι και η συζήτηση γύρω από το 1/3 του χρόνου επικοινωνίας που κατά το Σχέδιο Νόμου, δικαιούται να έχει με φυσική παρουσία ο γονέας που δεν διαμένει με το παιδί.

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νομοσχεδίου: “Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου”.

Ωστόσο, οι επικριτές της επίμαχης διάταξης κάνουν λόγο για σειρά άλλων αστοχιών, σχετικά με τη διατύπωση αλλά και την ουσία της. “Τι σημαίνει αυτή η «υποχρέωση» επικοινωνίας; Είναι δικαστικά εξαναγκαστή; Η παράβασή της «υποχρέωσης» επικοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και να οδηγήσει σε αφαίρεσή της; Συμφέρει στο παιδί να επικοινωνεί εξαναγκαστικά με έναν γονέα που θέλει ή μπορεί να έχει μόνο περιορισμένη επικοινωνία;” είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που έχουν τεθεί γύρω από το χρόνο επικοινωνίας.

Αντίστοιχη ήταν και η αντίδραση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας η οποία έχει τοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου άρθρου, αναφέροντας ότι θα προκύψουν σοβαρά πρακτικά προβλήματα, καθώς θα υπάρχει ο κίνδυνος, προκειμένου να συμπληρωθεί ο ελάχιστος χρόνος του τεκμηρίου, να χρειάζεται το τέκνο να περνά όλο τον χρόνο των διακοπών του και των ημερών ανάπαυλας (πχ Σαββατοκύριακα, αργίες κλπ) με το γονέα με τον οποίο δεν θα διαμένει. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έχει τονίσει επίσης, ότι θα πρέπει να οριστεί ο προτεινόμενος τρόπος κατανομής του χρόνου του τέκνου με έκαστο γονέα, ώστε αφενός το δικαστήριο να μην προβαίνει σε μαθηματικούς υπολογισμούς, αφετέρου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης, ώστε να μην διαφοροποιείται η ποιότητα του χρόνου που έχει ο κάθε γονέας με το τέκνο του.

Επί του θέματος, το υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει πως δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στην επικοινωνία. Το τεκμήριο του 1/3 του συνολικού χρόνου ως χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα του με φυσική παρουσία, είναι μαχητό και κατ’ επέκταση τίθεται στην κρίση του δικαστή. Ζητούμενο είναι να δημιουργηθεί μια βάση συνεννόησης μεταξύ των γονέων, με τρόπο όμως τέτοιο ώστε να δίνεται η δυνατότητα ποιοτικού χρόνου και στους δύο γονείς, πράγμα που είναι προς το συμφέρον του παιδιού, του οποίου σε κάθε περίπτωση η γνώμη δύναται να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ανάλογα με την ωριμότητα του, όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα

4. Ο κακοποιητής γονέας

Έντονη πολεμική έχει δεχθεί και το άρθρο 14 για τις συνέπειες της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Σε αυτό αναφέρεται ότι “αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο”. Μεταξύ των περιπτώσεων που συνιστούν -κατά το νομοσχέδιο- κακή άσκηση της γονικής μέριμνας είναι και “η καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής”.

Οι επικριτές του σχεδίου επισημαίνουν πως το επίμαχο άρθρο σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις, αφήνει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας -είτε πρόκειται για παιδιά είτε για γονείς- εκτεθειμένα καθώς δεν περιορίζεται ο κακοποιητής γονέας, ο οποίος συνεχίζει να ασκεί γονεϊκά δικαιώματα, μέχρι την “οριστική δικαστική απόφαση”, η οποία -όπως αναφέρεται και στην τροπολογία που έχουν καταθέσει Γιαννάκου – Κεφαλογιάννη, “είναι αντίθετη με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αρκείται και σε άλλες ενδείξεις βίας (λ.χ. πιστοποιητικά νοσοκομείου ότι υπήρξε κακοποίηση)”.

Σε αυτή τη λογική, περισσότερες από 80 γυναικείες οργανώσεις από την Ελλάδα και από το εξωτερικό έχουν τοποθετηθεί με επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό, υπογραμμίζοντας ότι “για την ελληνική δικαστηριακή πραγματικότητα αυτό σημαίνει πως όλοι οι δράστες θα έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στα θύματά τους για περισσότερα από 2-5 χρόνια”.

Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι ήδη το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει αλλάξει τη διατύπωση ως προς την κακή άσκηση γονικής μέριμνας. Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση της αμετάκλητης καταδίκης του γονέα άλλαξε σε οριστική δικαστική απόφαση, καθώς πράγματι η αναμονή έκδοσης αμετάκλητης απόφασης για τόσο σοβαρά αδικήματα, είναι μια μακρόχρονη διαδικασία. Πάντως, πηγές του υπουργείου προτάσσουν τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, υποστηρίζοντας ότι όλες οι νέες διατάξεις ερμηνεύονται και εφαρμόζονται υπό το πρίσμα της και σε κάθε περίπτωση, περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο ως επιβαρυντικά στοιχεία στις περιπτώσεις ανάθεσης γονικής μέριμνας και επικοινωνίας με το τέκνο.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version