WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
ψυχαγωγία | | entertainment |
| | amusement |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
entertainment n | (amusement) | ψυχαγωγία ουσ θηλ |
| | διασκέδαση ουσ θηλ |
| He plays video games for entertainment. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τηλεόραση είναι η μόνη της ψυχαγωγία. |
| Παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια για διασκέδαση. |
recreation n | (play, entertainment) (διασκέδαση) | αναψυχή, ψυχαγωγία ουσ θηλ |
| Recreation is as important as learning in a young child's school day. |
| Η ψυχαγωγία είναι εξίσου σημαντική με τη μάθηση για τα μικρά παιδιά τις μέρες που έχουν σχολείο. |
craic, crack n | Irish (fun or entertainment) | διασκέδαση, ψυχαγωγία ουσ θηλ |