Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
waggery n | dated (waggishness: joking, wit) | πλάκα ουσ θηλ |
| | χαβαλές ουσ αρσ |
| (παλαιό) | χωρατό, καλαμπούρι ουσ ουδ |
| (επίσημο) | αστεϊσμός ουσ αρσ |
lark n | informal, dated (fun, amusement) | πλάκα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | χαβαλές ουσ αρσ |
| We just went there for a lark and decided to stay the weekend. |
| Πήγαμε εκεί για πλάκα και τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε το σαββατοκύριακο. |
jest n | (joke, humour) | αστεϊσμός ουσ αρσ |
| | αστείο, χωρατό, καλαμπούρι ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | χαβαλές ουσ αρσ |
| Don't worry, that rude comment was just a jest. |
a hoot n | (person: fun, funny) (αργκό) | χαβαλές ουσ αρσ |
| | χαβαλετζής, χαβαλετζού ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Dan is a hoot, he's always fun to have around. |
| Ο Νταν είναι χαβαλές, είναι πάντα διασκεδαστικό να τον έχεις κοντά σου. |
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
waggery n | dated (waggishness: joking, wit) | πλάκα ουσ θηλ |
| | χαβαλές ουσ αρσ |
| (παλαιό) | χωρατό, καλαμπούρι ουσ ουδ |
| (επίσημο) | αστεϊσμός ουσ αρσ |
lark n | informal, dated (fun, amusement) | πλάκα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | χαβαλές ουσ αρσ |
| We just went there for a lark and decided to stay the weekend. |
| Πήγαμε εκεί για πλάκα και τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε το σαββατοκύριακο. |
jest n | (joke, humour) | αστεϊσμός ουσ αρσ |
| | αστείο, χωρατό, καλαμπούρι ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | χαβαλές ουσ αρσ |
| Don't worry, that rude comment was just a jest. |
a hoot n | (person: fun, funny) (αργκό) | χαβαλές ουσ αρσ |
| | χαβαλετζής, χαβαλετζού ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Dan is a hoot, he's always fun to have around. |
| Ο Νταν είναι χαβαλές, είναι πάντα διασκεδαστικό να τον έχεις κοντά σου. |