WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
φαγητό,
φαΐ
food
  meal, lunch, dinner
  dish
  dining
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
food n (excluding drinks)τρόφιμο, φαγητό ουσ ουδ
  φαΐ ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)φαγώσιμο ουσ ουδ
 I'll bring the food if you bring the drink.
 Kale is a very healthy food.
 Θα φέρω τα τρόφιμα (or: φαγητά) αν φέρεις εσύ τα ποτά. // Η λαχανίδα είναι πολύ υγιεινό φαγητό.
 Θα φέρω τα φαγώσιμα αν φέρεις εσύ τα ποτά.
dinner n US & UK (evening meal) (καθομιλουμένη)βραδινό ουσ ουδ
  (ευρύτερα)φαγητό ουσ ουδ
  (επίσημο, παλαιό)δείπνο ουσ ουδ
 What's for dinner tonight?
 Τι έχουμε για βραδινό απόψε;
 Τι έχουμε για φαγητό απόψε;
 Τι έχουμε για δείπνο απόψε;
feeding n (baby)τάισμα ουσ ουδ
  φαγητό ουσ ουδ
 The baby needed feeding every few hours at first.
 Στην αρχή τα μωρά χρειάζονται τάισμα κάθε λίγες ώρες.
alimentation n formal (food, nutrition)τροφή ουσ θηλ
  φαγητό ουσ ουδ
eating n (consuming food)φαγητό ουσ ουδ
  το να τρώω περίφρ
 Eating gives some people a great deal of pleasure.
 Το φαγητό χαρίζει μεγάλη ευχαρίστηση σε ορισμένους.
chow n US, slang (food)φαγητό, φαΐ ουσ ουδ
 I'm starving; let's get some chow!
nosh n slang (food)φαγητό ουσ ουδ
  μάσα ουσ θηλ
dinner party n (social gathering over evening meal) (μεταφορικά)τραπέζι ουσ ουδ
  φαγητό ουσ ουδ
 Hyacinth has invited the vicar and his wife to a dinner party.
 Η Υακίνθη κάλεσε τον εφημέριο και τη γυναίκα του για να τους κάνει το τραπέζι.
dinner n UK (midday meal) (ευρύτερα, καθομιλουμένη)φαγητό ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μεσημεριανό επίθ ως ουσ ουδ
  γεύμα ουσ ουδ
 I prefer my daughter to have a hot dinner rather than take a packed lunch to school.
 Προτιμώ η κόρη μου να φάει ζεστό φαγητό απ' το να πάρει κολατσιό στο σχολείο.
cuisine n French (food cooked in certain style)κουζίνα ουσ θηλ
  φαγητό ουσ ουδ
 The cuisine at the new restaurant is very good.
 Το φαγητό στο νέο εστιατόριο είναι πολύ καλό.
fare n (food and drink)φαγητό ουσ ουδ
  (σε εστιατόριο)μενού ουσ ουδ άκλ
 The restaurant had relatively simple fare, but it was cheap and it tasted good.
 Το εστιατόριο είχε σχετικά απλό φαγητό, αλλά ήταν φθηνό και νόστιμο.
feed n (food for animals)τροφή ουσ θηλ
  ζωοτροφή ουσ θηλ
  (συνήθως για κατοικίδια)φαγητό ουσ ουδ
 The farmer needs to buy more feed for her pigs.
 Η κτηνοτρόφος πρέπει να αγοράσει τροφή για τα γουρούνια της.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσες στη γάτα το φαγητό της;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
food n (type, classification)φαγητό ουσ ουδ
  (μεταφορικά)κουζίνα ουσ θηλ
 I like Mexican food.
commons n (food served communally)φαγητό, γεύμα ουσ ουδ
 We have to be in the dining room at five o'clock for commons.
bread n figurative, uncountable (food in general)τροφή ουσ θηλ
  φαγητό ουσ ουδ
  (μεταφορικά)ψωμί ουσ ουδ
 They are so poor that they can afford neither clothes nor bread.
 Είναι τόσο φτωχοί που δεν έχουν χρήματα ούτε για ρούχα ούτε για τροφή (or: φαγητό).
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έψαχνε απεγνωσμένα μια δουλειά, γιατί δεν είχε λεφτά ούτε για το ψωμί των παιδιών του.
feed n US, informal (meal)φαΐ, φαγητό ουσ ουδ
 I have to give the kids their feed, then we have to go to the pool.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bean curd n (food: tofu)φαγητό από φασόλια και πηγμένο γάλα ουσ ουδ
 Bean curd or tofu is used a lot in East Asian cooking.
canned food n (processed food in tins)φαγητό σε κονσέρβα ουσ ουδ
 Please place plenty of bottled water and canned food in the cellar.
carryout (US),
carry-out (UK,
regional)
n
(takeaway food)φαγητό σε πακέτο φρ ως ουσ ουδ
 My favorite Chinese restaurant does really quick carryout.
comfort food n (home cooking, treats) (καθομιλουμένη: πιο γενικά)μαμαδίστικο φαγητό επίθ + ουσ ουδ
  φαγάκι ουσ ουδ
  (όρος της μαγειρικής)comfort food ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ο αγγλικός όρος αναφέρεται σε παραδοσιακό φαγητό που ξυπνά ευχάριστες αναμνήσεις
 The comfort food at the restaurant was just like mom's home cooking.
complimentary food and drink n (free refreshments)δωρεάν φαγητό και ποτό περίφρ
  (επίσημο)δωρεάν εδέσματα και ροφήματα περίφρ
convenience food n (food: pre-packaged)πρόχειρο φαγητό ουσ ουδ
 He was a typical student in that he would always eat convenience food instead of cooking.
dinner and a movie n informal, US (entertainment: meal and cinema)φαγητό και σινεμά, φαγητό και ταινία περίφρ
  δείπνο και σινεμά, δείπνο και ταινία περίφρ
 Our first date was very traditional -- dinner and a movie.
dinner theater,
dinner and a show
n
US (entertainment: meal and a show)χώρος διασκέδασης με παράσταση και φαγητό
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 We recently saw Cabaret at a dinner theater where the food was more lively than the performers.
dish up vi phrasal literal (serve a meal) (κυριολεκτικά)σερβίρω φαγητό έκφρ
 When I visit my mom, she always insists on dishing up a large plate of spaghetti for me.
eat up vi phrasal informal (finish meal)τελειώνω το φαγητό μου περίφρ
  τρώω ρ αμ
 If you eat up, we'll have more time to play.
 Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι.
fast food n (junk food)fast food, φαστ φουντ ουσ ουδ άκλ
  (πιο γενικά)πρόχειρο φαγητό επίθ + ουσ ουδ
 We eat fast food occasionally when we don't have time to cook.
 Περιστασιακά τρώμε fast food, όταν δεν έχουμε χρόνο για μαγείρεμα.
fatty food n (food: high in fat)λιπαρό φαγητό επίθ + ουσ ουδ
 Fatty food is not healthy.
fine dining n (gourmet meals)γκουρμέ επίθ
  (μέρος)γκουρμέ εστιατόριο επίθ άκλ + ουσ ουδ
  (φαγητό)γκουρμέ γεύμα, γκουρμέ πιάτο, γκουρμέ φαγητό επίθ άκλ + ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 In town, there is a family restaurant and a fine dining restaurant.
fine food n (gourmet meals)γκουρμέ φαγητό επίθ άκλ + ουσ ουδ
  γκουρμέ πιάτο επίθ άκλ + ουσ ουδ
  πιάτο υψηλής μαγειρικής περίφρ
 The hotel served fine food.
finger food n (food you can pick up and eat)φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 I'm going to provide finger food at the party to save washing up.
food and drink npl (refreshments)φαγητό και ποτό ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν συνηθίζεται
 There will be food and drink at the reception following the concert.
food to go n US (take-away food) (κατανάλωση στο δρόμο)φαγητό στο χέρι έκφρ
  (για το σπίτι)φαγητό σε πακέτο έκφρ
fresh food n (unprocessed food produce)φρέσκο φαγητό ουσ ουδ
get takeout,
get takeout food (US),
get a take-away,
get a takeout,
get a take-out (UK)
v expr
informal (order food to go)παίρνω φαγητό σε πακέτο περίφρ
  παίρνω φαγητό για το σπίτι περίφρ
go out for lunch v expr (eat lunch at a restaurant)βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό έκφρ
 To celebrate your birthday let's all go out for lunch.
good eating n (healthy or top-quality food)καλό φαγητό επίθ + ουσ ουδ
  καλή τροφή επίθ + ουσ θηλ
  υγιεινό φαγητό επίθ + ουσ ουδ
  υγιεινή τροφή επίθ + ουσ θηλ
good food n (healthy or top-quality food)καλό φαγητό επίθ + ουσ ουδ
  καλή τροφή επίθ + ουσ θηλ
  υγιεινό φαγητό επίθ + ουσ ουδ
  υγιεινή τροφή επίθ + ουσ θηλ
 Athletes eat only good food.
gourmet adj (food: finest quality)εκλεκτό φαγητό ουσ ουδ
healthy food n (food with nutritional value)υγιεινό φαγητό ουσ ουδ
 I have been trying to eat more healthy foods, like fruits and vegetables, and cut down on sweets.
heavy meal n (large or rich meal that is hard to digest)βαρύ φαγητό έκφρ
 That heavy meal kept me up all night with indigestion.
hotpot,
hot pot
n
UK (food: casserole)μαγειρευτό φαγητό ουσ ουδ
  φαγητό κατσαρόλας έκφρ
 We made a spicy hotpot for dinner.
lunch box,
lunchbox
n
literal (container for a packed lunch)δοχείο για φαγητό ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 I put a sandwich in my lunch box, ready for lunch later that day.
lunch line n (queue for school dinner)ουρά για το φαγητό περίφρ
prepare food vtr + n (make sth to eat)ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω ρ μ
  (μεταφορικά)φτιάχνω κάτι να φάω έκφρ
 Why don't you take out the garbage while I prepare the food.
 Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;
remains npl (food: leftovers)φαγητό που περίσσεψε, φαγητό που έμεινε φρ ως ουσ ουδ
  απομεινάρια, περισσεύματα ουσ ουδ πλ
  (κάπως αρνητικό)αποφάγια ουσ ουδ πλ
 After dinner, Don put the remains into containers and stored them in the refrigerator.
 Μετά το βραδινό ο Ντον έβαλε το φαγητό που περίσσεψε σε δοχεία και το φύλαξε στο ψυγείο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαίρη δεν πρόλαβε να μαγειρέψει σήμερα και μας τάισε με τα χθεσινά αποφάγια.
stodge n (starchy or heavy food)βαρύ φαγητό επίθ + ουσ ουδ
  δύσπεπτο φαγητό επίθ + ουσ ουδ
succotash n (dish of beans and sweetcorn)φαγητό με φασόλια και καλαμπόκι περίφρ
 Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
takeout,
take-out (US),
takeaway,
take-away (UK)
n
(food, drink consumed off premises)φαγητό σε πακέτο περίφρ
wash sth down,
wash down sth
vtr phrasal sep
informal (food: accompany with a drink)συνοδεύω φαγητό με ποτό ρ μ
 I need some milk to wash down these cookies.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση φαγητό στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «φαγητό».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!