Κύριες μεταφράσεις |
food n | (excluding drinks) | τρόφιμο, φαγητό ουσ ουδ |
| | φαΐ ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | φαγώσιμο ουσ ουδ |
| I'll bring the food if you bring the drink. |
| Kale is a very healthy food. |
| Θα φέρω τα τρόφιμα (or: φαγητά) αν φέρεις εσύ τα ποτά. // Η λαχανίδα είναι πολύ υγιεινό φαγητό. |
| Θα φέρω τα φαγώσιμα αν φέρεις εσύ τα ποτά. |
dinner n | US & UK (evening meal) (καθομιλουμένη) | βραδινό ουσ ουδ |
| (ευρύτερα) | φαγητό ουσ ουδ |
| (επίσημο, παλαιό) | δείπνο ουσ ουδ |
| What's for dinner tonight? |
| Τι έχουμε για βραδινό απόψε; |
| Τι έχουμε για φαγητό απόψε; |
| Τι έχουμε για δείπνο απόψε; |
feeding n | (baby) | τάισμα ουσ ουδ |
| | φαγητό ουσ ουδ |
| The baby needed feeding every few hours at first. |
| Στην αρχή τα μωρά χρειάζονται τάισμα κάθε λίγες ώρες. |
alimentation n | formal (food, nutrition) | τροφή ουσ θηλ |
| | φαγητό ουσ ουδ |
eating n | (consuming food) | φαγητό ουσ ουδ |
| | το να τρώω περίφρ |
| Eating gives some people a great deal of pleasure. |
| Το φαγητό χαρίζει μεγάλη ευχαρίστηση σε ορισμένους. |
chow n | US, slang (food) | φαγητό, φαΐ ουσ ουδ |
| I'm starving; let's get some chow! |
nosh n | slang (food) | φαγητό ουσ ουδ |
| | μάσα ουσ θηλ |
dinner party n | (social gathering over evening meal) (μεταφορικά) | τραπέζι ουσ ουδ |
| | φαγητό ουσ ουδ |
| Hyacinth has invited the vicar and his wife to a dinner party. |
| Η Υακίνθη κάλεσε τον εφημέριο και τη γυναίκα του για να τους κάνει το τραπέζι. |
dinner n | UK (midday meal) (ευρύτερα, καθομιλουμένη) | φαγητό ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | μεσημεριανό επίθ ως ουσ ουδ |
| | γεύμα ουσ ουδ |
| I prefer my daughter to have a hot dinner rather than take a packed lunch to school. |
| Προτιμώ η κόρη μου να φάει ζεστό φαγητό απ' το να πάρει κολατσιό στο σχολείο. |
cuisine n | French (food cooked in certain style) | κουζίνα ουσ θηλ |
| | φαγητό ουσ ουδ |
| The cuisine at the new restaurant is very good. |
| Το φαγητό στο νέο εστιατόριο είναι πολύ καλό. |
fare n | (food and drink) | φαγητό ουσ ουδ |
| (σε εστιατόριο) | μενού ουσ ουδ άκλ |
| The restaurant had relatively simple fare, but it was cheap and it tasted good. |
| Το εστιατόριο είχε σχετικά απλό φαγητό, αλλά ήταν φθηνό και νόστιμο. |
feed n | (food for animals) | τροφή ουσ θηλ |
| | ζωοτροφή ουσ θηλ |
| (συνήθως για κατοικίδια) | φαγητό ουσ ουδ |
| The farmer needs to buy more feed for her pigs. |
| Η κτηνοτρόφος πρέπει να αγοράσει τροφή για τα γουρούνια της. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσες στη γάτα το φαγητό της; |
Σύνθετοι τύποι: |
bean curd n | (food: tofu) | φαγητό από φασόλια και πηγμένο γάλα ουσ ουδ |
| Bean curd or tofu is used a lot in East Asian cooking. |
canned food n | (processed food in tins) | φαγητό σε κονσέρβα ουσ ουδ |
| Please place plenty of bottled water and canned food in the cellar. |
carryout (US), carry-out (UK, regional) n | (takeaway food) | φαγητό σε πακέτο φρ ως ουσ ουδ |
| My favorite Chinese restaurant does really quick carryout. |
comfort food n | (home cooking, treats) (καθομιλουμένη: πιο γενικά) | μαμαδίστικο φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| | φαγάκι ουσ ουδ |
| (όρος της μαγειρικής) | comfort food ουσ ουδ άκλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ο αγγλικός όρος αναφέρεται σε παραδοσιακό φαγητό που ξυπνά ευχάριστες αναμνήσεις |
| The comfort food at the restaurant was just like mom's home cooking. |
complimentary food and drink n | (free refreshments) | δωρεάν φαγητό και ποτό περίφρ |
| (επίσημο) | δωρεάν εδέσματα και ροφήματα περίφρ |
convenience food n | (food: pre-packaged) | πρόχειρο φαγητό ουσ ουδ |
| He was a typical student in that he would always eat convenience food instead of cooking. |
dinner and a movie n | informal, US (entertainment: meal and cinema) | φαγητό και σινεμά, φαγητό και ταινία περίφρ |
| | δείπνο και σινεμά, δείπνο και ταινία περίφρ |
| Our first date was very traditional -- dinner and a movie. |
dinner theater, dinner and a show n | US (entertainment: meal and a show) | χώρος διασκέδασης με παράσταση και φαγητό |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| We recently saw Cabaret at a dinner theater where the food was more lively than the performers. |
dish up vi phrasal | literal (serve a meal) (κυριολεκτικά) | σερβίρω φαγητό έκφρ |
| When I visit my mom, she always insists on dishing up a large plate of spaghetti for me. |
eat up vi phrasal | informal (finish meal) | τελειώνω το φαγητό μου περίφρ |
| | τρώω ρ αμ |
| If you eat up, we'll have more time to play. |
| Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι. |
fast food n | (junk food) | fast food, φαστ φουντ ουσ ουδ άκλ |
| (πιο γενικά) | πρόχειρο φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| We eat fast food occasionally when we don't have time to cook. |
| Περιστασιακά τρώμε fast food, όταν δεν έχουμε χρόνο για μαγείρεμα. |
fatty food n | (food: high in fat) | λιπαρό φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| Fatty food is not healthy. |
fine dining n | (gourmet meals) | γκουρμέ επίθ |
| (μέρος) | γκουρμέ εστιατόριο επίθ άκλ + ουσ ουδ |
| (φαγητό) | γκουρμέ γεύμα, γκουρμέ πιάτο, γκουρμέ φαγητό επίθ άκλ + ουσ ουδ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| In town, there is a family restaurant and a fine dining restaurant. |
fine food n | (gourmet meals) | γκουρμέ φαγητό επίθ άκλ + ουσ ουδ |
| | γκουρμέ πιάτο επίθ άκλ + ουσ ουδ |
| | πιάτο υψηλής μαγειρικής περίφρ |
| The hotel served fine food. |
finger food n | (food you can pick up and eat) | φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα ουσ ουδ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| I'm going to provide finger food at the party to save washing up. |
food and drink npl | (refreshments) | φαγητό και ποτό ουσ ουδ |
Σχόλιο: δεν συνηθίζεται |
| There will be food and drink at the reception following the concert. |
food to go n | US (take-away food) (κατανάλωση στο δρόμο) | φαγητό στο χέρι έκφρ |
| (για το σπίτι) | φαγητό σε πακέτο έκφρ |
fresh food n | (unprocessed food produce) | φρέσκο φαγητό ουσ ουδ |
get takeout, get takeout food (US), get a take-away, get a takeout, get a take-out (UK) v expr | informal (order food to go) | παίρνω φαγητό σε πακέτο περίφρ |
| | παίρνω φαγητό για το σπίτι περίφρ |
go out for lunch v expr | (eat lunch at a restaurant) | βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό έκφρ |
| To celebrate your birthday let's all go out for lunch. |
good eating n | (healthy or top-quality food) | καλό φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| | καλή τροφή επίθ + ουσ θηλ |
| | υγιεινό φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| | υγιεινή τροφή επίθ + ουσ θηλ |
good food n | (healthy or top-quality food) | καλό φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| | καλή τροφή επίθ + ουσ θηλ |
| | υγιεινό φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| | υγιεινή τροφή επίθ + ουσ θηλ |
| Athletes eat only good food. |
gourmet adj | (food: finest quality) | εκλεκτό φαγητό ουσ ουδ |
healthy food n | (food with nutritional value) | υγιεινό φαγητό ουσ ουδ |
| I have been trying to eat more healthy foods, like fruits and vegetables, and cut down on sweets. |
heavy meal n | (large or rich meal that is hard to digest) | βαρύ φαγητό έκφρ |
| That heavy meal kept me up all night with indigestion. |
hotpot, hot pot n | UK (food: casserole) | μαγειρευτό φαγητό ουσ ουδ |
| | φαγητό κατσαρόλας έκφρ |
| We made a spicy hotpot for dinner. |
lunch box, lunchbox n | literal (container for a packed lunch) | δοχείο για φαγητό ουσ ουδ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| I put a sandwich in my lunch box, ready for lunch later that day. |
lunch line n | (queue for school dinner) | ουρά για το φαγητό περίφρ |
prepare food vtr + n | (make sth to eat) | ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω ρ μ |
| (μεταφορικά) | φτιάχνω κάτι να φάω έκφρ |
| Why don't you take out the garbage while I prepare the food. |
| Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό; |
remains npl | (food: leftovers) | φαγητό που περίσσεψε, φαγητό που έμεινε φρ ως ουσ ουδ |
| | απομεινάρια, περισσεύματα ουσ ουδ πλ |
| (κάπως αρνητικό) | αποφάγια ουσ ουδ πλ |
| After dinner, Don put the remains into containers and stored them in the refrigerator. |
| Μετά το βραδινό ο Ντον έβαλε το φαγητό που περίσσεψε σε δοχεία και το φύλαξε στο ψυγείο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαίρη δεν πρόλαβε να μαγειρέψει σήμερα και μας τάισε με τα χθεσινά αποφάγια. |
stodge n | (starchy or heavy food) | βαρύ φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
| | δύσπεπτο φαγητό επίθ + ουσ ουδ |
succotash n | (dish of beans and sweetcorn) | φαγητό με φασόλια και καλαμπόκι περίφρ |
| Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
takeout, take-out (US), takeaway, take-away (UK) n | (food, drink consumed off premises) | φαγητό σε πακέτο περίφρ |
wash sth down, wash down sth vtr phrasal sep | informal (food: accompany with a drink) | συνοδεύω φαγητό με ποτό ρ μ |
| I need some milk to wash down these cookies. |