WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
υπόδημα | | shoe |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
shoe n | (footwear) | παπούτσι ουσ ουδ |
| (επίσημο) | υπόδημα ουσ ουδ |
| These shoes are too tight - they're hurting my toes. |
| Αυτά τα παπούτσια είναι πολύ στενά, πονάνε τα δάχτυλά μου. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύει σε κατάστημα υποδημάτων. |
footwear n | (shoes, boots, etc.) (παπούτσι, μπότα κλπ.) | υπόδημα ουσ ουδ |