WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
τολμηρά daringly
  boldly, bravely
  provocatively, provokingly
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boldly adv (with courage)τολμηρά, θαρραλέα επίρ
  με τόλμη, με θάρρος περίφρ
 He defended the place boldly when all the others had fled.
 Υπερασπίστηκε την περιοχή τολμηρά (or: θαρραλέα) όταν όλοι οι άλλοι είχαν δραπετεύσει.
boldly adv (with daring)τολμηρά, θαρραλέα επίρ
  με τόλμη, με θάρρος περίφρ
  (συχνά αρνητικό)με θράσος περίφρ
 The company has boldly claimed that it will be number one in sales.
 Η εταιρία δήλωσε τολμηρά (or: θαρραλέα) ότι θα είναι νούμερο ένα σε πωλήσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
defiantly adv (against rules)προκλητικά επίρ
  τολμηρά επίρ
  με θράσος περίφρ
  (κάποιον ή κάτι)αψηφώντας, προκαλώντας μτχ ενεστ
daringly adv (boldly, bravely)τολμηρά επίρ
  θαρραλέα επίρ
  με τόλμη, με θάρρος φρ ως επίρ
 Jacob steered the boat daringly close to the rocks.
daringly adv (audaciously)με αυθάδεια φρ ως επίρ
  τολμηρά επίρ
  προκλητικά επίρ
 The neckline of her dress was daringly low.
brashly adv (boldly, audaciously)τολμηρά, θαρραλέα επίρ
  άφοβα επίρ
  (αρνητική έννοια)αναιδώς επίρ
  με θράσος, με αναίδεια φρ ως επίθ
adventurously adv (bravely, daringly)τολμηρά επίρ
  με διάθεση για περιπέτεια φρ ως επίρ
 The fledgling hopped adventurously up onto the edge of the nest.
intrepidly adv (daringly, bravely)τολμηρά, θαρραλέα επίρ
  χωρίς φόβο φρ ως επίρ
  άφοβα επίρ
 The adventurers set out intrepidly to climb Everest.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση τολμηρά στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «τολμηρά».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!