WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
τελετή | | ceremony |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
ceremony n | (formal ritual, occasion) | τελετή ουσ θηλ |
| Who performed their wedding ceremony? |
| Ποιος έκανε την τελετή γάμου τους; |
rite n | (formal ceremony) | ιεροτελεστία, τελετουργία, τελετή ουσ θηλ |
| | τυπικό, τελετουργικό ουσ ουδ |
séance n | (spiritualist meeting) | σεάνς, τελετή ουσ θηλ |
Σχόλιο: σεάνς: ξενικό, άκλιτο |
rite n | (religious ritual) | ιεροτελεστία, τελετουργία, τελετή ουσ θηλ |
| | τυπικό, τελετουργικό ουσ ουδ |
| The family looked for a funeral home with experience in Islamic funeral rites. |
rite of passage n | literal (ritual marking a life change) (για μια σημαντική στιγμή) | τελετή ουσ θηλ |
| | τελετουργικό ουσ ουδ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
potlatch n | (anthropology: ceremony) | τελετή ουσ θηλ |
ceremony n | (formal or sacred rite) | τελετή, τελετουργία ουσ θηλ |
| | τελετουργικό ουσ ουδ |
| After the ceremony the boys will be considered men. |
| Μετά την τελετή τα αγόρια θα θεωρούνται άνδρες. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
function n | (public ceremony) | τελετή ουσ θηλ |
| | εκδήλωση ουσ θηλ |
| The Mayor presided at the function. |
exercises npl | US (ceremony) | τελετή ουσ θηλ |
| Their wedding exercises will take place in June. |
| Η τελετή του γάμου τους θα γίνει τον Ιούνιο. |
Σύνθετοι τύποι: |
bora n | (Aboriginal ceremony) | τελετή των αβοριγίνων |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
commemoration n | (memorial) | αναμνηστική τελετή επίθ + ουσ θηλ |
| | εκδήλωση μνήμης φρ ως ουσ θηλ |
| | εκδήλωση στη μνήμη κπ ουσ ουδ |
| (νεκρού) | μνημόσυνο ουσ ουδ |
| The company held a commemoration for their former president. |
commencement n | US (graduation ceremony) | τελετή απονομής τίτλου σπουδών ουσ θηλ |
| Commencement is the first weekend in May, and all course work must be completed by then. |
commencement exercises npl | US (graduation ceremony) | τελετή αποφοίτησης ουσ θηλ |
| The graduates were excited to receive their diplomas during the commencement exercises. |
| Οι απόφοιτοι ήταν ενθουσιασμένοι όταν παρέλαβαν τα διπλώματά τους κατά τη διάρκεια της τελετής αποφοίτησης. |
graduation n | (school, university ceremony) | τελετή αποφοίτησης φρ ως ουσ θηλ |
| The college's graduation was held in the theatre. |
| Η τελετή αποφοίτησης του πανεπιστημίου πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο. |
groundbreaking, also UK: ground-breaking n | (start of building project) (κατασκευαστικού έργου) | τελετή έναρξης εργασιών φρ ως ουσ θηλ |
holy orders npl | (rite of becoming ordained) | τελετή χειροτονίας φρ ως ουσ θηλ |
investiture n | (ceremony of inauguration into a role) | ανακήρυξη ουσ θηλ |
| | τελετή ανακήρυξης φρ ως ουσ θηλ |
| | απονομή ουσ θηλ |
marriage ceremony n | (official part of a wedding) | γαμήλια τελετή επίθ + ουσ θηλ |
maundy n | (Christianity: feet washing) (εκκλησία) | η τελετή του Νιπτήρος φρ ως ουσ θηλ |
nuptials npl | (wedding ceremony) | γαμήλια τελετή επίθ + ουσ θηλ |
| The nuptials were held in a beautiful old cathedral. |
Oscars n | (Academy Award ceremony) | τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ φρ ως ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | Όσκαρ ουσ ουδ πλ |
| I only watch the Oscars to see what dresses the actresses are wearing. |
| Παρακολουθώ τα Όσκαρ μόνο για να δω τι φορέματα φορούν οι ηθοποιοί. |
presentation n | (awards ceremony) | τελετή απονομής φρ ως ουσ θηλ |
| They held an official presentation to give out the certificates. |
religious ceremony n | (special church service) | θρησκευτική τελετή ουσ θηλ |
| After their civil wedding there was a short religious ceremony. |
salutatorian n | US (student: gives graduation speech) (ο δεύτερος καλύτερος) | ο μαθητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησης |
| | ο φοιτητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησης |
wedding n | (marriage ceremony) | γάμος ουσ ουδ |
| | γάμοι ουσ αρσ πλ |
| (επίσημο) | γαμήλια τελετή ουσ θηλ |
| They celebrated their wedding on March 27th. |
| Τέλεσαν το γάμο τους στις 27 του Μάρτη. |
| Τέλεσαν τους γάμους τους στις 27 του Μάρτη. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η γαμήλια τελετή έγινε σε στενό κύκλο. |
wedding ceremony n | (marriage service) | μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου περίφρ |
| | γαμήλια τελετή επίθ + ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | στέψη ουσ θηλ |