WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
ταξίδι trip
  journey
  travel
  voyage
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trip n (journey)ταξίδι ουσ ουδ
  (μικρής διάρκειας)εκδρομή ουσ θηλ
 I had fun on my trip.
 Πέρασα ωραία στο ταξίδι μου.
 Πέρασα ωραία στην εκδρομή μου.
journey n (extended travel)ταξίδι ουσ ουδ
 We went on a journey around South America.
 Κάναμε ένα ταξίδι σε όλη τη Νότια Αμερική.
trek n (long journey)ταξίδι ουσ ουδ
  (με εμπόδια, δυσκολίες)περιπέτεια ουσ θηλ
 Edward's trek took him across the whole of Europe.
 Το ταξίδι του Έντουαρτ τον πήγε σε ολόκληρη την Ευρώπη.
voyage n (long journey)ταξίδι ουσ ουδ
 The group went on a voyage to a faraway land.
 Το γκρουπ πήγε ένα ταξίδι σε μια μακρινή χώρα.
traveling,
UK: travelling
n
US (activity: journeying)ταξίδι ουσ ουδ
 They say that traveling broadens the mind.
 Λένε ότι τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντές μας.
wayfaring n (travelling, walking)ταξίδι ουσ ουδ
  (με τα πόδια)οδοιπορία, πεζοπορία ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
voyage n (journey by sea)ταξίδι ουσ ουδ
  (λόγιος)πλεύση ουσ θηλ
 The captain informed the passengers that the voyage would take approximately eight hours.
 Ο καπετάνιος πληροφόρησε τους επιβάτες ότι το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες.
excursion n (organized outing)εκδρομή ουσ θηλ
  (πιο μακριά, μεγαλύτερη διάρκεια)ταξίδι ουσ ουδ
 The club is planning an excursion to New York next month.
 Τον επόμενο μήνα ο σύλλογος οργανώνει ένα ταξίδι για Νέα Υόρκη.
junket n (trip taken by officials at public expense)ταξίδι ουσ ουδ
 The politician's junket was exposed and he was never reelected.
getaway n informal (trip, vacation) (μεταφορικά)απόδραση ουσ θηλ
  διακοπές ουσ θηλ πλ
  ταξίδι ουσ ουδ
 Kate won an island getaway.
 Η Κέιτ κέρδισε διακοπές σε ένα νησί.
crossing n (journey across water)ταξίδι ουσ ουδ
  διάπλους ουσ αρσ
Σχόλιο: Η απόδοση «διάπλους» επιλέγεται όταν διευκρινίζεται τίνος ο διάπλους, πχ ο διάπλους του Ατλαντικού ωκεανού.
 My grandfather came to New York by boat, and the crossing took three weeks.
 Ο παππούς μου ήρθε στη Νέα Υόρκη με πλοίο και το ταξίδι διήρκεσε τρεις εβδομάδες.
junket n (pleasure trip)ταξίδι ουσ ουδ
  (μικρή διάρκεια ή κοντά)εκδρομή ουσ θηλ
 We are taking a junket to the countryside to get some peace and quiet.
jolly n UK, informal (pleasure trip)ταξίδι ουσ ουδ
  (πιο μικρή διάρκεια)εκδρομή ουσ θηλ
 Steve's gone on a jolly to London with his mates.
 Ο Στηβ έχει πάει ταξίδι στο Λονδίνο με τα φιλαράκια του.
travel n (act of travelling)ταξίδι ουσ ουδ
 My brother likes foreign travel.
 Του αδερφού μου του αρέσουν τα ταξίδια στο εξωτερικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drive n (journey by car) (πράξη)οδήγηση ουσ θηλ
  (πορεία)διαδρομή ουσ θηλ
  ταξίδι ουσ ουδ
 The drive was really tiring.
 Η οδήγηση ήταν πολύ κουραστική.
 Η διαδρομή ήταν πολύ κουραστική.
 Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό.
journey n (duration of travel)διαδρομή ουσ θηλ
  ταξίδι ουσ ουδ
 The town is three days' journey by horse from here.
haul n (long journey)απόσταση ουσ θηλ
  ταξίδι ουσ ουδ
 Driving from New York to Iowa was quite a haul.
haul n (distance of transport)ταξίδι ουσ ουδ
  πορεία ουσ θηλ
 The truck driver was glad to get to the end of her day's haul.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
air travel n uncountable (plane journeys)αεροπορικό ταξίδι επίθ + ουσ ουδ
 Air travel is no longer the journey of wonderment it was fifty years ago.
airline travel n (making journeys by passenger plane)αεροπορικό ταξίδι ουσ ουδ
 Since the events of September 11, 2001, airline travel has significantly changed.
backpacking n (travels with a rucksack) (για νεαρούς τουρίστες)ταξίδι με σακίδιο πλάτης περίφρ
 Backpacking is the most economical way to travel.
 Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς.
bon voyage interj French (have a good journey)καλό ταξίδι επιφ
 Andrew wished us "bon voyage" before we went aboard the boat.
business trip n (journey made for work)επαγγελματικό ταξίδι ουσ ουδ
 My secretary booked the hotels for my upcoming business trip.
busing (US),
bussing (UK)
n
uncountable (transportation by bus)ταξίδι με λεωφορείο, μετακίνηση με λεωφορείο περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
car ride n (journey, outing in a car)ταξίδι με αυτοκίνητο φρ ως ουσ ουδ
  βόλτα με αυτοκίνητο φρ ως ουσ θηλ
 When I was a child, my family went for a car ride every Sunday.
go away vi + adv (take a trip)φεύγω ρ αμ
  πάω εκδρομή περίφρ
  (πιο μακριά, για περισσότερο καιρό)πάω ταξίδι περίφρ
 Oliver is planning to go away this weekend.
 Ο Όλιβερ σχεδιάζει να φύγει αυτό το σαββατοκύριακο.
 Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο.
go on a journey v expr (travel somewhere)πάω ταξίδι, ταξιδεύω ρ αμ
 The fortune teller told me I'd soon be going on a journey.
go on a trip v expr UK (take a short journey)πάω ταξίδι, ταξιδεύω ρ αμ
 This weekend we're going on a trip to the seaside.
go on a trip v expr US (travel)πάω ταξίδι, ταξιδεύω ρ αμ
 Last summer I went on a trip to Rome to see the Coliseum.
have a nice trip interj (enjoy your vacation, holiday)καλό ταξίδι, καλές διακοπές έκφρ
 Here are your tickets, Sir. Have a nice trip!
honeymoon n (after wedding)ταξίδι του μέλιτος φρ ως ουσ ουδ
  γαμήλιο ταξίδι επίθ + ουσ ουδ
  (άτυπο: όχι πάντα μήνας)μήνας του μέλιτος φρ ως ουσ αρσ
 After their wedding, the couple went on a honeymoon.
honeymoon vi (pass honeymoon) (έμφαση στο ταξίδι)πάω ταξίδι του μέλιτος περίφρ
  (έμφαση στη χρονική στιγμή)είμαι σε γαμήλιο ταξίδι ρ έκφρ
 Ken and Tina honeymooned in the Caribbean.
honeymooner n (newlywed on holiday)νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος
long haul n (journey: long-distance)μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι επίθ + ουσ ουδ
 The trip from France to Australia is a long haul.
maiden voyage n (ship: first journey)παρθενικό ταξίδι επίθ + ουσ ουδ
 The Titanic sank on its maiden voyage.
pilgrimage n figurative (journey to pay homage)ταξίδι για απότιση φόρου τιμής περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Thousands of fans make a pilgrimage to Elvis's home every year.
pleasant journey n (enjoyable travel experience)ευχάριστο ταξίδι ουσ ουδ
pleasure trip n (holiday, vacation)ταξίδι αναψυχής ουσ ουδ
 I've been overseas a few times this year but my trip to Hawaii was the only pleasure trip.
quietus n euphemism (death) (θάνατος)τελευτή, θανή ουσ θηλ
  αιώνιος ύπνος έκφρ
  μεγάλο ταξίδι, τελευταίο ταξίδι έκφρ
road trip n (journey in a car, bus, etc.)ταξίδι με το αυτοκίνητο ουσ ουδ
 We're planning a road trip to Perth this weekend.
 Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο.
round trip n (journey to a destination and back)ταξίδι μετ' επιστροφής φρ ως ουσ ουδ
 The round trip only takes four hours by car.
 Το ταξίδι μετ' επιστροφής διαρκεί μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο.
spaceflight,
space flight
n
(journey made by a spacecraft)ταξίδι με διαστημόπλοιο φρ ως ουσ ουδ
  διαστημικό ταξίδι φρ ως ουσ ουδ
take a journey v expr (make a trip)κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι ρ μ
 Later this month I plan to take a journey to see my father.
take a trip v expr (go on a journey)κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι έκφρ
 Next spring my husband and I are going to take a trip to New Zealand.
tour n (travel: organized)οργανωμένη εκδρομή ουσ θηλ
  οργανωμένο ταξίδι ουσ ουδ
  περιήγηση ουσ θηλ
 The two-week tour had a guide and a bus.
 Η οργανωμένη δεκαπενθήμερη εκδρομή περιλάμβανε ξεναγό και λεωφορείο.
 Το οργανωμένο ταξίδι διάρκεσε (or: διήρκεσε) 15 μέρες και περιλάμβανε ξεναγό και λεωφορείο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάναμε δυο βδομάδες περιήγηση στην Κυανή Ακτή.
train trip n (journey by railway)ταξίδι με τρένο ουσ ουδ
 Train trips allow you to see more of the countryside than flying.
transatlantic journey n (trip across the Atlantic Ocean)υπέρ-ατλαντικό ταξίδι ουσ ουδ
 The trip from London to New York was a transatlantic journey.
trek n slang (place far away) (μεγάλη απόσταση)ολόκληρο ταξίδι φρ ως ουσ ουδ
 You're going to Edinburgh tomorrow? That's quite a trek from here.
trip vi US (journey)ταξιδεύω ρ αμ
  κάνω ένα ταξίδι έκφρ
 My cousins are going to trip to the seaside.
yachting n (sailing on a yacht)ταξίδι με θαλαμηγό, γιωτ έκφρ
 The coastline around Turkey is perfect for yachting.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ταξίδι στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ταξίδι».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!