Κύριες μεταφράσεις |
college n | mainly US (higher education establishment) (μόνο ανώτατη εκπαίδευση) | πανεπιστήμιο ουσ ουδ |
| (ευρύτερα) | σχολή ουσ θηλ |
| (ευρύτερα) | σπουδές ουσ θηλ πλ |
| Did you go to college or start working after high school? |
| Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες πανεπιστήμιο; |
| Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες σε κάποια σχολή; |
| Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες για σπουδές; |
department n | (university faculty) | τμήμα ουσ ουδ |
| (σε κάποια πανεπιστήμια) | σχολή ουσ θηλ |
| The Department of Economics at this university is well respected. |
| Το Τμήμα Οικονομικών αυτού του πανεπιστημίου θεωρείται πολύ καλό. |
faculty n | (university, school: department) | σχολή ουσ θηλ |
| | τμήμα ουσ ουδ |
| Lisa worked with a colleague from another faculty to produce an interdisciplinary article. |
| Η Λίζα δούλεψε με έναν συνάδελφο από άλλο τμήμα για να γράψουν ένα διεπιστημονικό άρθρο. |
uni n | UK, AU, abbreviation, informal (university) | πανεπιστήμιο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | σχολή ουσ θηλ |
conservatory n | (school of performing arts) | σχολή ουσ θηλ |
| | σχολή καλών τεχνών φρ ως ουσ θηλ |
| (μονό μουσική) | ωδείο ουσ ουδ |
Σχόλιο: κονσερβατόριο: ξενικό |
| Jacob was thrilled to be accepted at the conservatory for piano performance. |
college n | UK (university division) (αυτόνομη μονάδα πανεπιστημίου) | σχολή ουσ θηλ |
| (Ηνωμένο Βασίλειο) | κολέγιο ουσ ουδ |
| She's been accepted to read Modern Languages at one of the Cambridge colleges. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πανεπιστήμιο αποτελείται από τρεις σχολές: Μηχανολογίας, Τεχνών κι Επιστημών και Ιατρικής. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το Κολέγιο Τρίνιτι υπάγεται στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. |
Σύνθετοι τύποι: |
academy n | (military school) (στρατιωτική) | ακαδημία ουσ θηλ |
| | στρατιωτική σχολή φρ ως ουσ θηλ |
| She was given a commission after leaving the military academy. |
acting school n | (drama school, stage school) | δραματική σχολή ουσ θηλ |
art school n | (school: teaches art) | σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ |
| He wants to study illustration, so he will attend art school in the fall. |
beauty school n | (trains hair stylists, etc.) | σχολή αισθητικής φρ ως ουσ θηλ |
college of architecture n | (institution: teaches architecture) | αρχιτεκτονική σχολή επίθ + ουσ θηλ |
| | αρχιτεκτονική ουσ θηλ |
| Howard graduated from the college of architecture. |
college of liberal arts n | (school: general subjects) | σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ |
| Keith is a lecturer at the college of liberal arts. |
cookery school n | (place where cooking is taught) | σχολή μαγειρικής φρ ως ουσ θηλ |
| | σχολή μαγειρικής τέχνης φρ ως ουσ θηλ |
| | σχολή μαγείρων φρ ως ουσ θηλ |
| Many chefs train for their careers by going to cookery school. |
correspondence school n | (distance-learning school) | σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως φρ ως ουσ ουδ |
| (ανώτατη εκπαίδευση) | σχολή για σπουδές εξ αποστάσεως φρ ως ουσ ουδ |
| Correspondence schools may be the only choice for people living in rural areas. |
| Τα σχολεία για σπουδές εξ αποστάσεως, ίσως, αποτελούν μοναδική επιλογή για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές. |
dental school n | (institution that trains dentists) (πανεπιστήμιο) | οδοντιατρική σχολή φρ ως ουσ θηλ |
driving school n | (vehicle operation lessons) | σχολή οδηγών φρ ως ουσ θηλ |
dropout, drop-out n | slang (sb: left school) | αυτός που διακόπτει τη φοίτηση |
| (καθομιλουμένη: σχολείο) | αυτός που παρατάει το σχολείο, αυτός που παρατάει το λύκειο |
| (καθομ: ανώτερη εκπαίδευση) | αυτός που παρατάει τη σχολή, αυτός που παρατάει το πανεπιστήμιο |
| It's hard for high school dropouts to get a good job. |
| Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι διακόπτουν τη φοίτησή τους στο λύκειο. |
| Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο. |
engineering school n | (institution: trains engineers) | μηχανολογική σχολή ουσ θηλ |
failing school n | (underperforming school) | σχολείο ή σχολή που δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Inspectors judged it to be a failing school. |
finishing school n | (school of etiquette) | σχολή εκμάθησης καλών τρόπων φρ ως ουσ θηλ |
| Some say the college is little more than a finishing school. |
grad school n | abbr (school of postgraduate studies) | πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος λόγω διαφοράς του εκπαιδευτικού συστήματος. |
| You'd better go to grad school if you want to be hired here. |
junior college n | US (higher education) | σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| After Steve finished junior college, he went to the University of Iowa. |
LSE n | UK, initialism (London School of Economics) | Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου φρ ως ουσ θηλ |
manege, manège n | French (horseriding instruction) | σχολή ιππασίας |
| | ιππικός όμιλος |
medical school n | (university where medical degrees are taught) | ιατρική σχολή επίθ + ουσ θηλ |
| I want to be a doctor so I will have to spend many years at medical school. What med school did your doctor graduate from? |
| Θέλω να γίνω γιατρός και έτσι θα περάσω πολλά χρόνια στην ιατρική σχολή. Από ποια ιατρική σχολή αποφοίτησε ο γιατρός σου; |
mill n | figurative, pejorative (degree mill: scam school, organization) | σχολή που μοιράζει πτυχία περίφρ |
Σχόλιο: Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποδοθεί και ως «εργοστάσιο παραγωγής». |
| Adam bought his business degree from a mill for $2000. |
| Ο Άνταμ αγόρασε το πτυχίο του στη διοίκηση επιχειρήσεων από μια σχολή που μοιράζει πτυχία έναντι 2000 δολαρίων. |
naval academy n | (training institution for the navy) | Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ουσ θηλ |
naval college n | (training institution for the navy) | Ανώτερη Ναυτική Σχολή ουσ θηλ |
| After university, he attended naval college to start his training to become a naval helicopter pilot. |
naval school n | (training institution for the navy) | σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικού ουσ θηλ |
the old school n | figurative (tradition) (μεταφορικά) | η παλιά σχολή φρ ως ουσ θηλ |
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun |
Σχόλιο: Συνήθως αναφέρεται σε γενική «της παλιάς σχολής». |
| Davies belongs to the old school of sports commentators. |
oral school n | (educational institution for the deaf) | σχολείο κωφών περίφρ |
| | σχολή κωφών περίφρ |
polytechnic n | UK (technical college) (ανώτατη εκπαίδευση) | πολυτεχνείο ουσ ουδ |
| (χαμηλότερη βαθμίδα) | τεχνική σχολή επίθ + ουσ θηλ |
polytechnic university n | (college of tertiary education) | πολυτεχνείο ουσ ουδ |
| | πολυτεχνική σχολή επίθ + ουσ θηλ |
riding school n | (place where horse-riding is taught) | σχολή ιππασίας ουσ θηλ |
| The girl attended a riding school, where she had weekly lessons. |
school of architecture n | (educational establishment) | σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών φρ ως ουσ θηλ |
| | σχολή αρχιτεκτονικής φρ ως ουσ θηλ |
school of art n | (college where art is studied) | σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ |
| Admission is highly competitive at many schools of art. |
school of design n | (college where design is studied) | σχολή σχεδίου ουσ θηλ |
| Clark got a job in the fashion field after he graduated from the school of design. |
school of fine arts n | (college of visual arts) | σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ |
school of thought n | (collective view) | σχολή σκέψης ουσ θηλ |
| Markham and Fishburn belong to very different schools of thought. |
seminary n | (school of theology) | ιερατική σχολή ουσ θηλ |
| | ιεροδιδασκαλείο ουσ ουδ |
| Alan quit his job to become a student at seminary. |
tech n | informal, abbreviation (technical college) (πανεπιστημιακού επιπέδου) | τεχνική σχολή ουσ θηλ |
| | πολυτεχνείο ουσ ουδ |
| Lindsay went to tech instead of a four-year university. |
technical school n | (college of further and vocational education) | τεχνικό κολλέγιο ουσ ουδ |
| (για δευτεροβάθμια εκπαίδευση) | τεχνικό σχολείο |
| | τεχνική σχολή |
| He's going to technical school to learn to become an electrician. |
theological seminary n | (school of divinity studies) | σχολή θεολογίας ουσ θηλ |
| Robert was studying to be a priest at the theological seminary. |
yeshiva n | (Jewish school) | εβραϊκή θρησκευτική σχολή περίφρ |