WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
σχολή school, school of thought
  college
  university
  faculty
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
college n mainly US (higher education establishment) (μόνο ανώτατη εκπαίδευση)πανεπιστήμιο ουσ ουδ
  (ευρύτερα)σχολή ουσ θηλ
  (ευρύτερα)σπουδές ουσ θηλ πλ
 Did you go to college or start working after high school?
 Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες πανεπιστήμιο;
 Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες σε κάποια σχολή;
 Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες για σπουδές;
department n (university faculty)τμήμα ουσ ουδ
  (σε κάποια πανεπιστήμια)σχολή ουσ θηλ
 The Department of Economics at this university is well respected.
 Το Τμήμα Οικονομικών αυτού του πανεπιστημίου θεωρείται πολύ καλό.
faculty n (university, school: department)σχολή ουσ θηλ
  τμήμα ουσ ουδ
 Lisa worked with a colleague from another faculty to produce an interdisciplinary article.
 Η Λίζα δούλεψε με έναν συνάδελφο από άλλο τμήμα για να γράψουν ένα διεπιστημονικό άρθρο.
uni n UK, AU, abbreviation, informal (university)πανεπιστήμιο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, μτφ)σχολή ουσ θηλ
conservatory n (school of performing arts)σχολή ουσ θηλ
  σχολή καλών τεχνών φρ ως ουσ θηλ
  (μονό μουσική)ωδείο ουσ ουδ
Σχόλιο: κονσερβατόριο: ξενικό
 Jacob was thrilled to be accepted at the conservatory for piano performance.
college n UK (university division) (αυτόνομη μονάδα πανεπιστημίου)σχολή ουσ θηλ
  (Ηνωμένο Βασίλειο)κολέγιο ουσ ουδ
 She's been accepted to read Modern Languages at one of the Cambridge colleges.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πανεπιστήμιο αποτελείται από τρεις σχολές: Μηχανολογίας, Τεχνών κι Επιστημών και Ιατρικής.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το Κολέγιο Τρίνιτι υπάγεται στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
house n (university college)σχολή ουσ θηλ
 The university is divided into several houses.
school n US, informal (university) (γενικά)πανεπιστήμιο ουσ ουδ
  (συγκεκριμένος κλάδος)σχολή ουσ θηλ
 Helena graduated from a good school.
 Η Έλενα αποφοίτησε από ένα καλό πανεπιστήμιο.
school n (university faculty) (τμήμα πανεπιστημίου)σχολή ουσ θηλ
 The History Department is part of the School of Social Sciences.
school n (a unifying style or belief) (μεταφορικά)σχολή ουσ θηλ
 The Florentine School was founded by Giotto.
 As a philosopher, she is part of the school of Platonism.
school n (student body)σχολείο ουσ ουδ
  (τριτοβάθμια εκπαίδευση)σχολή ουσ θηλ
  κολέγιο ουσ ουδ
  πανεπιστήμιο ουσ ουδ
 The whole school was outraged when the headmaster was fired.
college n (faculty and students) (πανεπιστημιακή)σχολή ουσ θηλ
 The whole college protested when tuition fees went up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
academy n (military school) (στρατιωτική)ακαδημία ουσ θηλ
  στρατιωτική σχολή φρ ως ουσ θηλ
 She was given a commission after leaving the military academy.
acting school n (drama school, stage school)δραματική σχολή ουσ θηλ
art school n (school: teaches art)σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ
 He wants to study illustration, so he will attend art school in the fall.
beauty school n (trains hair stylists, etc.)σχολή αισθητικής φρ ως ουσ θηλ
college of architecture n (institution: teaches architecture)αρχιτεκτονική σχολή επίθ + ουσ θηλ
  αρχιτεκτονική ουσ θηλ
 Howard graduated from the college of architecture.
college of liberal arts n (school: general subjects)σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ
 Keith is a lecturer at the college of liberal arts.
cookery school n (place where cooking is taught)σχολή μαγειρικής φρ ως ουσ θηλ
  σχολή μαγειρικής τέχνης φρ ως ουσ θηλ
  σχολή μαγείρων φρ ως ουσ θηλ
 Many chefs train for their careers by going to cookery school.
correspondence school n (distance-learning school)σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως φρ ως ουσ ουδ
  (ανώτατη εκπαίδευση)σχολή για σπουδές εξ αποστάσεως φρ ως ουσ ουδ
 Correspondence schools may be the only choice for people living in rural areas.
 Τα σχολεία για σπουδές εξ αποστάσεως, ίσως, αποτελούν μοναδική επιλογή για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.
dental school n (institution that trains dentists) (πανεπιστήμιο)οδοντιατρική σχολή φρ ως ουσ θηλ
driving school n (vehicle operation lessons)σχολή οδηγών φρ ως ουσ θηλ
dropout,
drop-out
n
slang (sb: left school)αυτός που διακόπτει τη φοίτηση
  (καθομιλουμένη: σχολείο)αυτός που παρατάει το σχολείο, αυτός που παρατάει το λύκειο
  (καθομ: ανώτερη εκπαίδευση)αυτός που παρατάει τη σχολή, αυτός που παρατάει το πανεπιστήμιο
 It's hard for high school dropouts to get a good job.
 Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι διακόπτουν τη φοίτησή τους στο λύκειο.
 Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο.
engineering school n (institution: trains engineers)μηχανολογική σχολή ουσ θηλ
failing school n (underperforming school)σχολείο ή σχολή που δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Inspectors judged it to be a failing school.
finishing school n (school of etiquette)σχολή εκμάθησης καλών τρόπων φρ ως ουσ θηλ
 Some say the college is little more than a finishing school.
grad school n abbr (school of postgraduate studies)πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος λόγω διαφοράς του εκπαιδευτικού συστήματος.
 You'd better go to grad school if you want to be hired here.
junior college n US (higher education)σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 After Steve finished junior college, he went to the University of Iowa.
LSE n UK, initialism (London School of Economics)Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου φρ ως ουσ θηλ
manege,
manège
n
French (horseriding instruction)σχολή ιππασίας
  ιππικός όμιλος
medical school n (university where medical degrees are taught)ιατρική σχολή επίθ + ουσ θηλ
 I want to be a doctor so I will have to spend many years at medical school. What med school did your doctor graduate from?
 Θέλω να γίνω γιατρός και έτσι θα περάσω πολλά χρόνια στην ιατρική σχολή. Από ποια ιατρική σχολή αποφοίτησε ο γιατρός σου;
mill n figurative, pejorative (degree mill: scam school, organization)σχολή που μοιράζει πτυχία περίφρ
Σχόλιο: Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποδοθεί και ως «εργοστάσιο παραγωγής».
 Adam bought his business degree from a mill for $2000.
 Ο Άνταμ αγόρασε το πτυχίο του στη διοίκηση επιχειρήσεων από μια σχολή που μοιράζει πτυχία έναντι 2000 δολαρίων.
naval academy n (training institution for the navy)Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ουσ θηλ
naval college n (training institution for the navy)Ανώτερη Ναυτική Σχολή ουσ θηλ
 After university, he attended naval college to start his training to become a naval helicopter pilot.
naval school n (training institution for the navy)σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικού ουσ θηλ
the old school n figurative (tradition) (μεταφορικά)η παλιά σχολή φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
Σχόλιο: Συνήθως αναφέρεται σε γενική «της παλιάς σχολής».
 Davies belongs to the old school of sports commentators.
oral school n (educational institution for the deaf)σχολείο κωφών περίφρ
  σχολή κωφών περίφρ
polytechnic n UK (technical college) (ανώτατη εκπαίδευση)πολυτεχνείο ουσ ουδ
  (χαμηλότερη βαθμίδα)τεχνική σχολή επίθ + ουσ θηλ
polytechnic university n (college of tertiary education)πολυτεχνείο ουσ ουδ
  πολυτεχνική σχολή επίθ + ουσ θηλ
riding school n (place where horse-riding is taught)σχολή ιππασίας ουσ θηλ
 The girl attended a riding school, where she had weekly lessons.
school of architecture n (educational establishment)σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών φρ ως ουσ θηλ
  σχολή αρχιτεκτονικής φρ ως ουσ θηλ
school of art n (college where art is studied)σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ
 Admission is highly competitive at many schools of art.
school of design n (college where design is studied)σχολή σχεδίου ουσ θηλ
 Clark got a job in the fashion field after he graduated from the school of design.
school of fine arts n (college of visual arts)σχολή καλών τεχνών ουσ θηλ
school of thought n (collective view)σχολή σκέψης ουσ θηλ
 Markham and Fishburn belong to very different schools of thought.
seminary n (school of theology)ιερατική σχολή ουσ θηλ
  ιεροδιδασκαλείο ουσ ουδ
 Alan quit his job to become a student at seminary.
tech n informal, abbreviation (technical college) (πανεπιστημιακού επιπέδου)τεχνική σχολή ουσ θηλ
  πολυτεχνείο ουσ ουδ
 Lindsay went to tech instead of a four-year university.
technical school n (college of further and vocational education)τεχνικό κολλέγιο ουσ ουδ
  (για δευτεροβάθμια εκπαίδευση)τεχνικό σχολείο
  τεχνική σχολή
 He's going to technical school to learn to become an electrician.
theological seminary n (school of divinity studies)σχολή θεολογίας ουσ θηλ
 Robert was studying to be a priest at the theological seminary.
yeshiva n (Jewish school)εβραϊκή θρησκευτική σχολή περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση σχολή στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «σχολή».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!