Κύριες μεταφράσεις |
design n | (conception) | σχεδιασμός ουσ αρσ |
| | σχεδίαση ουσ θηλ |
| The car's poor performance was due to faulty design. |
| Η κακή απόδοση του αυτοκινήτου οφείλεται στον κακό σχεδιασμό του. |
| Η κακή απόδοση του αυτοκινήτου οφείλεται στην κακή σχεδίασή του. |
format n | (physical) (ξενικό) | φορμάτ ουσ ουδ άκλ |
| | μακέτα ουσ θηλ |
| | σχεδιασμός ουσ αρσ |
| As the graphic designer, Sarah had to design a custom format for the web and the print version of the magazine. |
| Ως γραφίστρια, η Σάρα έπρεπε να σχεδιάσει μια μακέτα για την ψηφιακή και την έντυπη έκδοση του περιοδικού. |
planning n | (preparation) | οργάνωση ουσ θηλ |
| | προγραμματισμός, σχεδιασμός ουσ αρσ |
| This trip requires careful planning. |
| Αυτό το ταξίδι απαιτεί προσεκτική οργάνωση. |
setting out n | (act of arranging or displaying) | καθορισμός ουσ αρσ |
| (προετοιμασία, πλάνο) | σχεδιασμός, προγραμματισμός ουσ αρσ |
| (παρουσίαση) | έκθεση ουσ θηλ |
designing n | (art of making designs) | σχεδιασμός ουσ αρσ |
| | σχεδίαση ουσ θηλ |
drafting n | (technical drawing) | σχεδίαση ουσ θηλ |
| | σχεδιασμός ουσ αρσ |
calculation n | (sth measured or worked out) | υπολογισμός ουσ αρσ |
| | σχεδιασμός ουσ αρσ |
| Careful calculations were necessary to avoid seating unfriendly family members too close to each other. |
design n | (styling) | σχεδιασμός ουσ αρσ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| | ντιζάιν, design ουσ ουδ άκλ |
| I like the design of this new mobile phone. |
| Μου αρέσει ο σχεδιασμός αυτού του νέου κινητού τηλεφώνου. |
Σύνθετοι τύποι: |
CAD n | acronym (Computer-Aided Design) | CAD ουσ ουδ άκλ |
| (σπάνιο) | Υπολογιστικά Βοηθούμενος Σχεδιασμός περίφρ |
| (κατά λέξη) | σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή περίφρ |
| We designed the furniture using a CAD system. |
| Σχεδιάσαμε την επίπλωση χρησιμοποιώντας το σύστημα CAD. |
career plan n | (outline of professional goals) | επαγγελματικό πλάνο επίθ + ουσ ουδ |
| | σχεδιασμός σταδιοδρομίας περίφρ |
computer-aided drafting n | (use of 3D software in design) | σχεδίαση με υπολογιστή, σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, σχεδίαση με Η/Υ περίφρ |
| | σχεδιασμός υποβοηθούμενος από υπολογιστή περίφρ |
| (συντομογραφία) | CAD ουσ ουδ άκλ |
fenestration n | (architecture: window placement) (αρχιτεκτονική) | διάταξη παραθύρων, σχεδιασμός παραθύρων |
| | παραθύρωση ουσ θηλ |
financial planning n | (finances management program) | οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμός επίθ + ουδ αρσ |
financial planning n | (business type) | οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμός επίθ + ουδ αρσ |
forward planning n | (business: making future provisions) | προγραμματισμός ουσ αρσ |
| | σχεδιασμός για το μέλλον φρ ως ουσ αρσ |
| | εκ των προτέρων σχεδιασμός φρ ως ουσ αρσ |
| | πρόβλεψη για το μέλλον φρ ως ουσ θηλ |
functionalism n | (utilitarian design) (αρχιτεκτονική) | σχεδιασμός κτιρίων σύμφωνα με τη λειτουργικότητα τους έκφρ |
| It's a beautiful table, but I also appreciate its functionalism. |
information design n | (organization of data structures) | σχεδιασμός πληροφορίας φρ ως ουσ αρσ |
| | information design ουσ ουδ άκλ |
intelligent design n | (belief: creationism) | ευφυής σχεδιασμός επίθ + ουσ αρσ |
| Intelligent design is a thinly veiled version of creationism put forth by those who don't accept the theory of evolution. |
long-range planning n | figurative (for distant future) | μακροπρόθεσμος σχεδιασμός επίθ + ουσ αρσ |
| Senior managers use long-range planning to further the company's mission. |
reverse-engineer sth vtr | (take apart and reproduce) | αντίστροφος τεχνικός σχεδιασµός φρ ως ουσ αρσ |
| | ανάδρομη τεχνική έρευνα φρ ως ουσ θηλ |
| | αντίστροφη εξέλιξη επίθ + ουσ θηλ |
| (με βάση κάποιο πρότυπο) | αναπαραγωγή ουσ θηλ |
rocket science n | (science of rocket design) | σχεδιασμός πυραύλων φρ ως ουσ αρσ |
software design n | (creation of computer programs) (Η/Υ) | σχεδιασμός λογισμικού φρ ως ουσ θηλ |
strategic planning n | (tactical approach to achieving an aim) | στρατηγικός σχεδιασμός επίθ + ουσ αρσ |
succession planning n | (planning for filling internal vacancies) | σχεδιασμός διαδοχής, προγραμματισμός διαδοχής φρ ως ουσ αρσ |
urban design n | (layout of towns, city planning) | πολεοδομικός σχεδιασμός φρ ως ουσ αρσ |
urban planning | (city planning) | πολεοδομικός σχεδιασμός επίθ + ουσ αρσ |
web design n | (internet page: graphics, layout) | σχεδιασμός ιστοσελίδων φρ ως ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | web design ουσ ουδ άκλ |