Κύριες μεταφράσεις |
plan n | (scheme) | σχέδιο, πρόγραμμα ουσ ουδ |
| A five-year plan was formulated to revitalize the economy. |
| Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία. |
pattern n | (design on fabric, paper, etc.) (σε ύφασμα, χαρτί κλπ) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | μοτίβο ουσ ουδ |
| Do you like the pattern on my shirt? |
| Σου αρέσει το σχέδιο στο πουκάμισό μου; |
drawing n | (depiction, sketch) | σχέδιο ουσ ουδ |
| (πρόχειρο) | σκίτσο ουσ ουδ |
| (σχεδιάγραμμα) | σκαρίφημα ουσ ουδ |
| I like Picasso's drawings of bullfighters. |
| Μ' αρέσουν τα σχέδια του Πικάσο με τους ταυρομάχους. |
| Το σκίτσο του Μωάμεθ στη δανέζικη εφημερίδα προκάλεσε την οργή των Μουσουλμάνων. |
| Μου έφτιαξε ένα σκαρίφημα για να βρω το σπίτι του ευκολότερα. |
layout n | (design, arrangement) | πλάνο, σχέδιο ουσ ουδ |
| (θέση στοιχείων) | διαρρύθμιση, διάταξη ουσ θηλ |
| (για κτίσμα) | κάτοψη ουσ θηλ |
| The architect drew the layout before construction began. |
| There are different keyboard layouts in different countries. |
| Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε την κάτοψη πριν αρχίσει η κατασκευή. |
blueprint n | (architectural plan) | σχέδιο ουσ ουδ |
| Penelope designed the blueprints for this house. |
| Η Πηνελόπη έκανε τα σχέδια για αυτό το σπίτι. |
ploy n | (plan, strategy) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | τέχνασμα, κόλπο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | τερτίπι ουσ ουδ |
| We're going to need some new ploy to attract customers back. |
styling n | (mode, design of sth) | σχέδιο, στυλ ουσ ουδ |
| The styling of the room suits my taste perfectly. |
master plan n | (large scale scheme or project) (ευρείας κλίμακας) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | master plan ουσ ουδ άκλ |
| Tonight, the corporation will unveil its master plan to maximize third-quarter profit. |
site plan n | (architectural blueprint) (κτίριο, έργο κλπ) | σχέδιο ουσ ουδ |
markings npl | (patterning on bird or animal) (επαναλαμβανόμενο) | μοτίβο ουσ ουδ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| Each zebra has its own unique markings, like a fingerprint. |
plan n | (intention) | πρόθεση ουσ θηλ |
| (συχνά πληθυντικός) | σχέδιο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | πλάνο ουσ ουδ |
| I have no plan to change jobs. |
| Δεν έχω πρόθεση να αλλάξω δουλειά. |
| Δεν είναι στα σχέδιά μου να αλλάξω δουλειά. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άλλαξε το πλάνο και δεν θα πάμε στη θάλασσα σήμερα. |
design n | (pattern) | σχέδιο ουσ ουδ |
| I don't like the design on this wallpaper. |
| Δεν μου αρέσει το σχέδιο αυτής της ταπετσαρίας. |
drawing n | (activity) | ζωγραφική ουσ θηλ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| Drawing is one of my favourite activities. |
| Το σχέδιο είναι μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες. |
scheme n | (inventive or unrealistic plan) | σχέδιο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη, αποδοκιμασίας) | κομπίνα ουσ θηλ |
| He is always thinking of a new scheme to become rich. |
| Όλο καταστρώνει ένα καινούριο σχέδιο για να γίνει πλούσιος. |
| Όλο καταστρώνει μια καινούρια κομπίνα για να γίνει πλούσιος. |
blueprint n | figurative (plan, design) | σχέδιο ουσ ουδ |
| Roger will create the blueprint for the department's sales plan. |
| Ο Ρότζερ θα κάνει το σχέδιο για το πλάνο πωλήσεων του τμήματος. |
cadre n | formal (framework, outline) | πλαίσιο ουσ ουδ |
| | πρόγραμμα ουσ ουδ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| The precise cadre of the government is kept secret from the outside world. |
plan n | (idea) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | ιδέα ουσ θηλ |
| Do you have a plan for getting us out of this mess? |
| Έχεις κάποιο σχέδιο για να μας ξεμπλέξεις; |
| Έχεις καμία ιδέα για να μας ξεμπλέξεις; |
pattern n | (design) | μοτίβο ουσ ουδ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| Model your design after this pattern. |
| Φτιάξε το σχέδιό σου με βάση αυτό το μοτίβο. |
design n | (styling) | σχεδιασμός ουσ αρσ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| | ντιζάιν, design ουσ ουδ άκλ |
| I like the design of this new mobile phone. |
| Μου αρέσει ο σχεδιασμός αυτού του νέου κινητού τηλεφώνου. |
plot n | (secret plan) | σχέδιο ουσ ουδ |
| Their plot to surprise him for his birthday was ruined when he overheard them planning the party. |
| Το σχέδιο που είχαν να του κάνουν έκπληξη για τα γενέθλιά του καταστράφηκε όταν τους κρυφάκουσε να μιλάνε για το πάρτι. |
design n | (sketch) | σχέδιο ουσ ουδ |
| (πρόχειρο) | σκίτσο, σκαρίφημα ουσ ουδ |
| She showed me her design for the company's logo. |
| Μου έδειξε το σχέδιό της για το λογότυπο της εταιρείας. |
plan n | often plural (project) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | κανονίζω ρ μ |
| Do you have any plans for this weekend? |
| Έχεις σχέδια για το σαββατοκύριακο; |
| Έχεις κανονίσει τίποτα για το σαββατοκύριακο; |
design n | (outline, blueprint) | σχέδιο ουσ ουδ |
| This is the basic design for the new park. |
| Αυτό είναι το βασικό σχέδιο για το νέο πάρκο. |
plans npl | (design) | σχέδιο ουσ ουδ |
| Have you seen the architect's plans for the new library? |
| Έχεις δει το σχέδιο του αρχιτέκτονα για την καινούρια βιβλιοθήκη; |
Επιπλέον μεταφράσεις |
design n | (practice of designing) | σχεδιασμός ουσ αρσ |
| | σχεδίαση ουσ θηλ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| He works in design. |
schedule n | (plan) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | πρόγραμμα, πλάνο ουσ ουδ |
| (χρονικός προγραμματισμός) | χρονοδιάγραμμα ουσ ουδ |
| Everything is going according to schedule. |
figure n | (drawing, sculpture) (σε χαρτί) | σχέδιο ουσ ουδ |
| (από πηλό, ξύλο κλπ) | άγαλμα ουσ ουδ |
| The figure of a dog he made in art class was very impressive. |
Figure n | (Fig.: image, graph in a text) | σχήμα ουσ ουδ |
| (σπανιότερα) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | εικόνα ουσ θηλ |
| | διάγραμμα ουσ ουδ |
| For more clarification on this point, please see Figure One on the next page. |
pattern n | (flight path) (πτήσης) | σχέδιο ουσ ουδ |
| The airport changed its flight patterns to decrease the noise level over the town. |
plot n | (floor plan) | σχέδιο ουσ ουδ |
| (επίσημο: οριζόντια τομή) | κάτοψη ουσ θηλ |
| We will need a plot of the building to calculate the useful area. |
| Θα χρειαστούμε κάτοψη του κτηρίου, για να υπολογίσουμε την ωφέλιμη επιφάνεια. |
survey n | (map) | τοπογραφική μελέτη επίθ + ουσ θηλ |
| (πιο απλά) | σχέδιο ουσ ουδ |
| | χάρτης ουσ αρσ |
| The survey even shows where the trees are in the area. |
scheme n | (design) | σχέδιο ουσ ουδ |
| The use of dark colours is all part of the scheme for this room. |
scheme n | UK (government program) | πρόγραμμα ουσ ουδ |
| | σύστημα ουσ ουδ |
| | σχέδιο ουσ ουδ |
| Officials have announced the new pension scheme. |
scheme n | (diagram or map) (σαν χάρτης) | σχέδιο ουσ ουδ |
| (αναφορά δεδομένων) | γράφημα ουσ ουδ |
| The scheme for the development shows both houses and clear land. |
device n | (emblematic design) | σχέδιο ουσ ουδ |
| The gold ring was inscribed with a masonic device. |
Σύνθετοι τύποι: |
abstraction n | (abstract image, idea) (σχέδιο) | αφηρημένο σχέδιο επίθ + ουσ ουδ |
| (για τέχνη) | αφηρημένη τέχνη επίθ + ουσ θηλ |
| (ιδέα, έννοια) | αφηρημένη έννοια επίθ + ουσ θηλ |
charcoal n | (drawing made with charcoal) | σχέδιο σε κάρβουνο, έργο σε κάρβουνο περίφρ |
| The exhibit of charcoals will open next month. |
| Η έκθεση με τα σχέδια σε κάρβουνο θα ανοίξει τον επόμενο μήνα. |
checkerboard, UK: chequerboard n | US (pattern of black and white squares) | σχέδιο σκακιέρας φρ ως ουσ ουδ |
checkerboard, UK: chequerboard n as adj | US (in a pattern of alternating squares) | με σχέδιο σκακιέρας περίφρ |
cutaway n | (drawing, model: shows interior) | σχέδιο στο οποίο έχει αφαιρεθεί τμήμα του εξωτερικού τμήματος για να αποκαλυφθεί το εσωτερικό |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
cutout, also UK: cut-out n | (shape cut from sth) | κτ κομμένα από χαρτί περίφρ |
| | κομμένο σχέδιο μτχ πρκ + ουσ ουδ |
| | πατρόν ουσ ουδ άκλ |
Σχόλιο: The single-word form is used when the term is or modifies an adjective. |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| The classroom was decorated with cutouts of apples and pencils. |
| A cut-out of a Christmas tree was hanging in the window. |
| Η τάξη ήταν διακοσμημένη με μήλα και μολύβια κομμένα από χαρτί. |
pattern vtr | (decorate with a pattern) | διακοσμώ ρ μ |
| (κατά λέξη) | διακοσμώ με σχέδιο περίφρ |
| I am going to pattern my new table with a stencil. |
pattern vi | (make a pattern) | φτιάχνω σχέδιο περίφρ |
| (ραπτική) | φτιάχνω πατρόν περίφρ |
| I do the sewing and she patterns. |
patterned adj | (having a motif) | με σχέδιο, με μοτίβο περίφρ |
| The colorful, patterned scarf matched any jacket. |
| Το πολύχρωμο φουλάρι με τα σχέδια ταίριαζε με οποιοδήποτε σακάκι. |
plan sth vtr | (draw) | σχεδιάζω ρ μ |
| | κάνω σχέδιο περίφρ |
| I'll plan the whole area before we start building. |
| Θα σχεδιάσω όλο το χώρο πριν αρχίσουμε να χτίζουμε. |
| Θα κάνω το σχέδιο όλου του χώρου πριν αρχίσουμε να χτίσουμε. |
plat n | US (legal: plot of land) | τοπογραφικό σχέδιο έκφρ |
| | τοπογραφικό επίθ ως ουσ ουδ |
| Any type of construction is prohibited on this plat. |
plat sth vtr | US (legal: make map of) | βγάζω τοπογραφικό σχέδιο περίφρ |
| The solicitors platted the area. |
project n | (plan, scheme) (καθομιλουμένη) | πρότζεκτ ουσ ουδ άκλ |
| | ερευνητικό σχέδιο επίθ + ουσ ουδ |
| | εργασία, μελέτη ουσ θηλ |
| (κάτι που προσπαθώ) | εγχείρημα ουσ ουδ |
| I have a few projects that I am working on in the office. |
| Έχω μερικά πρότζεκτ πάνω στα οποία δουλεύω στο γραφείο. |
redesign n | (change in design) (διαδικασία) | επανασχεδιασμός ουσ αρσ |
| (σχέδιο) | νέο σχέδιο επίθ + ουσ ουδ |
| The redesign of the product generated higher profits. |
sketch n | (quick drawing) | σκίτσο ουσ ουδ |
| | πρόχειρο σχέδιο επίθ + ουσ ουδ |
| (όχι τελικό) | προσχέδιο ουσ ουδ |
| Trevor's sketch showed the piece of furniture he planned to make. |
| Το σκίτσο του Τρέβορ έδειχνε το έπιπλο που σχεδίαζε να φτιάξει. |