Κύριες μεταφράσεις |
packaging n | (shipping: inside box) | συσκευασία ουσ θηλ |
| When you buy something on the internet, it's important that the company uses good packaging. |
| Όταν αγοράζεις κάτι στο διαδίκτυο, είναι σημαντικό η εταιρεία να χρησιμοποιεί καλή συσκευασία. |
wrapper n | (on candy, food) | περιτύλιγμα ουσ ουδ |
| | συσκευασία ουσ θηλ |
| (καθομ: χάρτινο) | χαρτί ουσ ουδ |
| Glenn tore the wrapper off the chocolate bar. |
packet n | UK (pack, carton) | πακέτο ουσ ουδ |
| | σακούλα ουσ θηλ |
| (πιο γενικά) | συσκευασία ουσ θηλ |
Σχόλιο: Η επιλογή γίνεται ανάλογα με το προϊόν στο οποίο αναφερόμαστε. |
| I'd like a packet of crisps and a packet of chocolate biscuits, please. |
bagging n | (packing sth in bags) (διαδικασία) | συσκευασία ουσ θηλ |
| | τοποθέτηση σε σακούλες περίφρ |
package n | (combination of items sold together) | πακέτο ουσ ουδ |
| | συσκευασία ουσ θηλ |
| Some people prefer to buy them as a package instead of each separately. |
| Ορισμένοι προτιμούν να τα αγοράζουν σε πακέτο αντί για ένα - ένα ξεχωριστά |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ορισμένοι προτιμούν να τα αγοράζουν σε συσκευασία των πέντε, αντί για ένα-ένα ξεχωριστά. |
packaging n | (of a product) | συσκευασία ουσ θηλ |
| This product's packaging is designed to appeal to small children. |
| Η συσκευασία αυτού του προϊόντος είναι σχεδιασμένη να αρέσει στα μικρά παιδιά. |
packing n | (preparation for shipping) | συσκευασία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | πακετάρισμα ουσ ουδ |
| The goods are collected from the warehouse, then brought to this room for packing, before being shipped. |
| Τα προϊόντα συγκεντρώνονται από την αποθήκη, και μετά τα φέρνουμε σε αυτό το δωμάτιο για πακετάρισμα πριν την αποστολή. |
carton n | (box: of eggs) | συσκευασία ουσ θηλ |
| (για 30 αυγά) | παλέτα ουσ θηλ |
| | καρτέλα ουσ θηλ |
| One carton of eggs and a bottle of milk were on the counter. |
| Μια καρτέλα αυγών και ένα μπουκάλι γάλα ήταν στον πάγκο. |
packaging n | (putting in box) | συσκευασία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | πακετάρισμα ουσ ουδ |
| Businesses that sell goods over the internet generally have employees to deal with packaging. |
| Οι εταιρείες που πωλούν προϊόντα μέσω του διαδικτύου έχουν γενικά υπαλλήλους που ασχολούνται με τη συσκευασία. |
packing n | (box and contents) | συσκευασία ουσ θηλ |
| Packing must be strong enough to withstand transportation. |
| Η συσκευασία πρέπει να είναι αρκετά ανθεκτική για να αντέχει τη μεταφορά. |
ctn, ctn., plural: ctns. n | written, abbreviation (carton: box of eggs) | καρτέλα ουσ θηλ |
| | συσκευασία ουσ θηλ |
pack n | (bundle, package) | συσκευασία ουσ θηλ |
| | πακέτο ουσ ουδ |
| The beer comes in packs of six. |
| Η μπύρα πωλείται σε συσκευασίες των έξι. |
Σύνθετοι τύποι: |
baker's dozen n | (food: thirteen) | δεκατρία επίθ |
| | συσκευασία των δεκατριών περίφρ |
| The bakery sells its fresh doughnuts by the baker's dozen. |
blister pack n | (tablets: push-through packet) | συσκευασία μπλίστερ, συσκευασία blister φρ ως ουσ θηλ |
blister packaging n | (plastic bubble wrap) | συσκευασία blister, συσκευασία μπλίστερ φρ ως ουσ θηλ |
| | συσκευασία με κυψέλες φρ ως ουσ θηλ |
egg carton n | (box in which eggs are sold) | χάρτινη συσκευασία αυγών φρ ως ουσ θηλ |
| I recyle my egg cartons by planting seeds in the compartments. |
family-size n as adj | (food: enough for several people) | οικονομική συσκευασία επίθ + ουσ θηλ |
| | οικογενειακό μέγεθος επίθ + ουσ ουδ |
family-sized, family-size adj | (food: enough for several people) | σε οικονομική συσκευασία έκφρ |
| | οικογενειακού μεγέθους φρ ως επίθ |
| | μεγάλου μεγέθους φρ ως επίθ |
| | μεγάλος επίθ |
food packet n | (packaging around a food product) | συσκευασία τροφίμων περίφρ |
gift box n | (decorative packaging) | κουτί δώρου περίφρ |
| (γενικά) | συσκευασία δώρου περίφρ |
gift wrap sth, gift-wrap sth vtr | (wrap in decorative paper) | τυλίγω σε συσκευασία δώρου ρ μ |
| It's a present - could you gift-wrap it for me please? |
grab bag n | (snack food: large packet to share) | μεγάλη σακούλα επίθ + ουσ θηλ |
| | οικογενειακή συσκευασία φρ ως ουσ θηλ |
| Crisps only seem to come in huge grab bags these days; you can't buy a small packet anymore. |
mailer n | (envelope, etc., for posting sth) | φάκελος ουσ αρσ |
| (μεγαλύτερο περιεχόμενο) | πακέτο, δέμα ουσ ουδ |
| (γενικά) | συσκευασία αποστολής περίφρ |
meatpacking, meat packing n | (packaging of meat products) | συσκευασία κρέατος |
post and packaging n | (delivery costs) | αποστολή και συσκευασία φρ ως ουσ θηλ πλ |
| The price includes post and packing. |
quart-size bag, quart-sized bag n | US (bag: holds a US quarter-gallon) | συσκευασία ενός λίτρου φρ ως ουσ θηλ |
| | σακουλάκι ενός λίτρου φρ ως ουσ ουδ |
Σχόλιο: Η μετάφραση παρέχεται κατ' αντιστοιχία. Η ακριβής μετάφραση αφορά σε συσκευασία 946ml (1/4 γαλονιού). |
| I'll need a quart-size bag to store the frozen fruit. |
trade dress n | (business: product's appearance) | συσκευασία προϊόντος, εμφάνιση προϊόντος φρ ως ουσ θηλ |
| A product's trade dress is important because it attracts consumers. |
tub of butter n | (butter sold in a plastic pot) | βούτυρο ουσ ουδ |
| (κατά λέξη) | βούτυρο σε πλαστική συσκευασία περίφρ |
tube n | (cyclindrical container: toothpaste, etc.) | συσκευασία όμοια με αυτή της οδοντόκρεμας |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Debra squeezed the last bit of toothpaste from the tube. |
unpack sth vtr | (remove from a container) | αποσυσκευάζω ρ μ |
| | βγάζω από τη συσκευασία περίφρ |
| We unpacked the parts and found that some were missing. |
wrapped, gift-wrapped, gift wrapped adj | (present: gift-wrapped) | τυλιγμένος μτχ πρκ |
| | σε συσκευασία δώρου περίφρ |
| The wrapped gifts were under the Christmas tree. |
wrapped-up adj | (package, etc.: in wrapping) | τυλιγμένος μτχ πρκ |
| (για δώρο) | σε συσκευασία δώρου περίφρ |
| There are dozens of wrapped-up parcels under the Christmas tree. |
| Υπάρχουν δεκάδες τυλιγμένα δέματα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. |