WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
συντήρηση | | maintenance |
| | service |
| | conservation, preservation |
| | fridge |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
maintenance n | (upkeep, care) | συντήρηση ουσ θηλ |
| My uncle is responsible for the maintenance of the building. |
| Ο θείος μου είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση του κτιρίου. |
upkeep n | (maintenance) | συντήρηση ουσ θηλ |
| Janitorial staff are in charge of the building's upkeep. |
| Ο θυρωρός είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση της πολυκατοικίας. |
servicing n | (maintenance) | συντήρηση ουσ θηλ |
| (ανεπ: συχνά αυτοκίνητο) | σέρβις ουσ ουδ άκλ |
| The washing machine needs servicing again; it's leaking water. |
preservation n | (preventing deterioration) | συντήρηση ουσ θηλ |
| These varnishes are ideal for the preservation of outdoor furniture. |
subsistence n | (bare minimum) (ελάχιστα μέσα) | συντήρηση, επιβίωση ουσ θηλ |
| In this city, the amount needed for subsistence is about $2,000 per month. |
service n | (maintenance) | συντήρηση ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | σέρβις ουσ ουδ άκλ |
| This dealer offers full parts and service. |
| Αυτός ο έμπορος προσφέρει εξαρτήματα και συντήρηση. |
conservation n | (art: restoration) | συντήρηση ουσ θηλ |
| Conservation of the mural will cost thousands. |
| Η συντήρηση της τοιχογραφίας θα κοστίσει αρκετές χιλιάδες. |
curing n | (concrete: hardening) | συντήρηση ουσ θηλ |
| Temperature can affect the curing of the concrete. |
service n | (mechanical check-up) | σέρβις ουσ ουδ άκλ |
| | συντήρηση ουσ θηλ |
| We bring the car for service every ten thousand miles. |
| Φέρνουμε το αυτοκίνητο για σέρβις κάθε δέκα χιλιάδες μίλια. |
repair n | (condition) | συντήρηση ουσ θηλ |
Σχόλιο: usually used with an adjective |
| This car is in poor repair. |
| The building is old, but in good repair. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
keep n | UK, dated (maintenance, cleaning) (δουλειές σπιτιού) | φροντίδα, συντήρηση ουσ θηλ |
| (καθάρισμα σπιτιού) | καθαριότητα ουσ θηλ |
| The maid was in charge of the keep of the house. |
| Η υπηρέτρια ήταν υπεύθυνη για τη φροντίδα του σπιτιού. |
| Η υπηρέτρια ήταν υπεύθυνη για την καθαριότητα του σπιτιού. |
maintenance n | (act of maintaining) (έλεγχος) | συντήρηση ουσ θηλ |
| (επιδιόρθωση) | επισκευή ουσ θηλ |
| The maintenance on the machine lasted for two hours. |
| Η συντήρηση της μηχανής κράτησε δύο ώρες. |
| Η επισκευή της μηχανής κράτησε δύο ώρες. |
maintenance n | (department) | συντήρηση ουσ θηλ |
| (κατά λέξη) | τμήμα συντήρησης περίφρ |
| I called maintenance to come fix the plumbing problem. |
| Κάλεσα τη συντήρηση (or: το τμήμα συντήρησης) για να έρθουν να επιδιορθώσουν το πρόβλημα με τα υδραυλικά. |