WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
συζήτηση conversation
  talk
  discussion
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conversation n (spoken dialogue) (προφορικός διάλογος)συζήτηση, κουβέντα, συνομιλία ουσ θηλ
  διάλογος ουσ αρσ
  (τηλεφωνική)συνδιάλεξη, συνομιλία ουσ θηλ
 They engaged in a friendly conversation.
 Άρχισαν μια φιλική συζήτηση.
consultation n (meeting)συμβούλιο ουσ ουδ
  συζήτηση ουσ θηλ
  (επίσημο)σύσκεψη ουσ θηλ
  (συνήθως πολιτική)διαβούλευση ουσ θηλ
 After a brief consultation with the principal, the two teachers decided to resign.
discussion n (instance of talking, debating)συζήτηση ουσ θηλ
  κουβέντα ουσ θηλ
 I had an interesting discussion with your teacher today.
 Είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον δάσκαλό σου σήμερα.
 Είχα μια ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον δάσκαλό σου σήμερα.
discourse n (verbal communication)συνομιλία, συζήτηση ουσ θηλ
  κουβέντα ουσ θηλ
 Students are encouraged to engage in discourse with one another.
 Οι φοιτητές ενθαρρύνονται να ανοίγουν συζητήσεις μεταξύ τους.
dialog,
UK: dialogue
n
US (conversation)συζήτηση ουσ θηλ
  διάλογος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)κουβέντα ουσ θηλ
 We started a dialogue that kept us up late into the night.
 Ξεκινήσαμε μια συζήτηση που μας κράτησε ξύπνιους όλο το βράδυ.
confabulation n formal (chat, conversation)συνομιλία, συζήτηση ουσ θηλ
  διάλογος ουσ θηλ
  (επίσημο)συνδιάλεξη ουσ θηλ
  (καθομιλουμέμη)κουβέντα ουσ θηλ
debate n (discussion)συζήτηση ουσ θηλ
  διάλογος ουσ αρσ
 The group of friends were discussing the themes of the text and their debate went on for some time.
 Η παρέα κουβέντιαζε για τα θέματα του κειμένου και η συζήτηση κράτησε κάμποση ώρα.
debate n (argument about sth)διάλογος ουσ αρσ
  συζήτηση ουσ θηλ
  λόγος ουσ αρσ
 There is currently a lot of debate about immigration.
 Αυτή την περίοδο γίνεται πολύς διάλογος για τη μετανάστευση.
discussion n (process: talks)συζήτηση ουσ θηλ
  διάλογος ουσ αρσ
 There has been much discussion of cyberbullying in the press recently.
 Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει πολύ συζήτηση στον τύπο για τον εκφοβισμό μέσω του Διαδικτύου.
discourse n formal (formal discussion) (επίσημο)συνομιλία, συζήτηση, ομιλία, διάλεξη ουσ θηλ
  (γραπτός λόγος)πραγματεία, διατριβή ουσ θηλ
 He gave a discourse on the tenets of Buddhism.
 Έδωσε μια διάλεξη με θέμα τα δόγματα του Βουδισμού.
parley n (talk, discussion)συζήτηση ουσ θηλ
  διαπραγμάτευση ουσ θηλ
 In a parley yesterday, the leaders discussed possibility of a cease fire.
conferment n (act of having formal discussion)σύσκεψη, συζήτηση ουσ θηλ
  (κόμματα, κράτη)διάσκεψη ουσ θηλ
deliberation n (discussion)συζήτηση ουσ θηλ
  (επίσημο)διαβούλευση ουσ θηλ
 They couldn't come to an agreement, even after hours of deliberation.
dialog,
UK: dialogue
n
US (discussion, negotiation)διάλογος ουσ αρσ
  (συχνά πληθυντικός)συνομιλία, συζήτηση ουσ θηλ
 A dialogue has begun that all hope will improve the situation.
 Έχει ξεκινήσει ένας διάλογος ο οποίος όλοι ευχόμαστε να βοηθήσει την κατάσταση.
exchange n (conversation)συζήτηση ουσ θηλ
 After a short exchange, they decided to accept the offer.
 Μετά από μια σύντομη συζήτηση, αποφάσισαν να αποδεχτούν την προσφορά.
talk n (conversation)συζήτηση ουσ θηλ
  (συνήθως χαλαρή)κουβέντα ουσ θηλ
 Their talk was about politics.
 Η κουβέντα τους είχε θέμα την πολιτική.
talk n (topic of conversation)συζήτηση ουσ θηλ
 The political talk didn't interest me much, so I went outside.
 Η πολιτική συζήτηση δε με ενδιέφερε πολύ, γιαυτό βγήκα έξω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conversation n (spoken exchange of ideas)διάλογος ουσ αρσ
  συζήτηση ουσ θηλ
 The conversation allowed them to share their contrasting viewpoints.
talks npl (negotiations)συζήτηση, διαπραγμάτευση ουσ θηλ
 The talks to end the war continued.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
at issue adv (being discussed, in question)υπό συζήτηση, προς εξέταση έκφρ
 At issue here are the psychological origins of criminal behaviour.
brainstorm n (idea-gathering session)συζήτηση για αναζήτηση λύσεων, σύσκεψη για αναζήτηση νέων ιδεών περίφρ
  (συζήτηση)ανταλλαγή απόψεων, ανταλλαγή σκέψεων περίφρ
  (καθομιλουμένη)brainstorming ουσ ουδ άκλ
 A department meeting is scheduled for next week to have a brainstorm regarding the company's sales goals.
carry on a conversation v expr (have a chat or discussion)συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα περίφρ
 The two women carried on their conversation in the taxi on the way home.
copy n (journalism)είδηση ουσ θηλ
  (μτφ, καθομιλουμένη)τροφή για συζήτηση έκφρ
 Hurricanes make good copy.
debatable adj (open to debate)που επιδέχεται συζήτηση, για τον οποίο χωράει συζήτηση περίφρ
  αμφισβητήσιμος επίθ
 Human rights are not debatable; they should apply to everyone.
debate n (formal contest)δημόσια συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  (πολιτική)ντιμπέιτ ουσ ουδ άκλ
  (πολιτική, στην τηλεόραση)τηλεμαχία ουσ θηλ
 It was clear that Karen had won the debate.
 Ήταν ξεκάθαρο, η Κάρεν κέρδισε το ντιμπέιτ.
expatiation n (discourse)εκτενής αναφορά, εκτενής συζήτηση
  (ιδέας, πρότασης)ανάλυση, ανάπτυξη ουσ θηλ
friendly chat n (informal conversation) (ανεπίσημη συζήτηση)φιλική συζήτηση, φιλική κουβέντα ουσ θηλ
 Her boss asked her into his office for "a friendly chat", but she knew she was in trouble!
get into conversation vi (start chatting or discussing)ανοίγω συζήτηση, πιάνω συζήτηση περίφρ
 Your father and I got into an interesting conversation this morning.
heart-to-heart talk n (sincere, frank discussion)εμπιστευτική συζήτηση έκφρ
 You need to have a heart-to-heart talk with your son, or he'll soon be in trouble with the police.
hold a conversation v expr (talk, converse, chat)κάνω συζήτηση, κάνω κουβέντα έκφρ
  συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω ρ αμ
 The man was too drunk to hold a conversation.
in question adv (being considered or discussed)υπό συζήτηση έκφρ
  εν λόγω έκφρ
 The judge noted that the legal precedent in question was quite tenuous.
informal conversation n (chat)ανεπίσημη συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)χαλαρή κουβέντα, χαλαρή συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  κουβεντούλα, συζητησούλα ουσ θηλ
lively debate n (heated discussion)έντονη συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
lurker n (internet: watches discussion)αυτός που παρακολουθεί μία συζήτηση στο διαδίκτυο χωρίς να συμμετέχει
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 As the members of the forum insulted each other, the lurker watched and laughed.
make conversation v expr (difficult dialogue)ανοίγω συζήτηση έκφρ
 Making conversation can be one of the toughest aspects of going on a first date.
 Το να ανοίξεις συζήτηση είναι ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια ενός πρώτου ραντεβού.
one-to-one,
one-on-one
n
informal (private talk)κατ΄ ιδίαν συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)πριβέ κουβέντα επίθ + ουσ θηλ
panel discussion n (group discussion before an audience)δημόσιος διάλογος ουσ αρσ
  δημόσια συζήτηση ουσ θηλ
 All the speakers in the panel discussion started yelling at each other.
 Όλοι οι ομιλητές στο δημόσιο διάλογο άρχισαν να φωνάζουν μεταξύ τους.
point at issue n (matter being discussed)θέμα υπό συζήτηση ουσ ουδ
 Global warming was the main point at issue of the conference.
point in question n (issue being discussed)θέμα υπό συζήτηση ουσ ουδ
 Could we please return to the point in question?
postmortem,
also UK: post-mortem
n
figurative, Latin (analysis after an event)ανάλυση εκ των υστέρων φρ ως ουσ θηλ
  συζήτηση εκ των υστέρων φρ ως ουσ θηλ
 The coach organized a postmortem to discuss why the team lost.
question at issue n (matter being discussed)υπό συζήτηση θέμα ουσ ουδ
 That's good to know … but the question at issue is entirely different.
shoptalk n informal, figurative (discussion of work out of hours) (εκτός εργασίας)κουβέντα για τη δουλειά περίφρ
  συζήτηση με θέμα τη δουλειά περίφρ
start on sth vtr phrasal insep informal (begin talking about)ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για έκφρ
 She started on again about her boyfriend, I'm tired of listening.
subject in question n (matter under discussion)εν λόγω θέμα περίφρ
  θέμα υπό εξέταση, θέμα υπό συζήτηση περίφρ
  συγκεκριμένο θέμα επίθ + ουσ ουδ
subject matter n (theme or topic of discussion)υπό συζήτηση θέμα φρ ως ουσ ουδ
  θέμα ουσ ουδ
 The subject matter of today's lecture is water pollution.
 Το θέμα της σημερινής διάλεξης είναι η μόλυνση των υδάτων.
talking point n (subject for discussion)θέμα προς συζήτηση ουσ ουδ
 Their behaviour quickly became a talking point in the village.
talking point n (argument to be stressed)θέμα προς συζήτηση ουσ ουδ
up for consideration adj informal (being considered)υπό εξέταση περίφρ
  που χρήζει εξέτασης περίφρ
  (από πολλούς)προς συζήτηση περίφρ
  (καθομιλουμένη)που πρέπει να σκεφτώ, που αξίζει να σκεφτώ περίφρ
 The next topic up for consideration is the new bridge.
up for discussion adj (open to debate)τίθεμαι προς συζήτηση περίφρ
 The subject of you going to the party is not up for discussion.
weigh in with sth vi phrasal + prep figurative (offer: opinion, support)συνεισφέρω στη συζήτηση περίφρ
  παίρνω θέση περίφρ
  (κατά συνέπεια)επεμβαίνω ρ μ
 The senator weighed in with his opinion on the bill.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση συζήτηση στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «συζήτηση».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!