WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
πτυχίο degree
  diploma
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
B.A.,
BA,
A.B.,
AB
n
initialism (degree: Bachelor of Arts)πτυχίο ουσ ουδ
  μπάτσελορ, bachelor ουσ ουδ άκλ
  (κατά λέξη, συντομογραφία)B.A. φρ ως ουσ ουδ
  (κατά λέξη)Bachelor of Arts φρ ως ουσ ουδ
 Sarah has a BA in Art History from the University of East Anglia.
college degree n US (qualification: graduate degree)πτυχίο ουσ ουδ
  πτυχίο πανεπιστημίου φρ ως ουσ ουδ
 It is hard to get a teaching job without a college degree.
Bachelor n (Bachelor's degree)Bachelor ουσ ουδ άκλ
  πτυχίο Bachelor φρ ως ουσ ουδ
  (πιο γενικά)πτυχίο ουσ ουδ
 Karin has two Bachelors, one in history and one in geography.
 Η Κάρεν έχει δύο πτυχία, ένα στην ιστορία και ένα στη γεωγραφία.
degree n (academic qualification)πτυχίο ουσ ουδ
 He has a degree in English from the University of Virginia.
 Έχει πτυχίο στην αγγλική γλώσσα από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
undergraduate degree n (bachelor degree)πτυχίο ουσ ουδ
  (όχι μεταπτυχιακός τίτλος)πρώτο πτυχίο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
academic degree n (university qualification)πανεπιστημιακό πτυχίο επίθ + ουσ ουδ
  πανεπιστημιακός τίτλος επίθ + ουσ αρσ
 An academic degree is a useful first step on a wide variety of career paths.
 Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο είναι κάτι θεωρητικά καλό, αλλά μαθαίνεις περισσότερα με τη δουλειά. Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν σε κάνει έξυπνο.
B.A.,
BA
n
initialism (person: Bachelor of Arts)έχω πτυχίο ρ έκφρ
  απόφοιτος ουσ αρσ/θηλ
  πτυχιούχος ουσ αρσ/θηλ
  (απόλυτη ακρίβεια)έχω πτυχίο μπάτσελορ περίφρ
 Eric is a BA in Economics from Princeton University.
 Ο Έρικ έχει πτυχίο Οικονομικών από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
B.B.A.,
BBA
n
initialism (Bachelor of Business Administration)πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων περίφρ
 Jim graduated with a BBA.
B.C.E.,
BCE
n
initialism (degree: Bachelor of Chemical Engineering)πτυχίο χημικού μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.C.E.,
BCE
n
initialism (degree: Bachelor of Civil Engineering)πτυχίο πολιτικού μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.Eng.,
BEng,
B.E.,
BE
n
initialism (degree: Bachelor of Engineering)πτυχίο μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.F.A.,
BFA
n
initialism (degree: Bachelor of Fine Arts)πτυχίο καλών τεχνών φρ ως ουσ ουδ
 Terry received a B.F.A. from the University of Texas.
B.S.,
BS,
BSc,
BSc.
n
initialism (degree: Bachelor of Science)πτυχίο θετικών επιστημών φρ ως ουσ ουδ
 Lauren is studying for a B.S. in Chemistry at Cornell.
Bachelor of Arts n (humanities degree)πτυχίο επιπέδου Bachelor of Arts περίφρ
  (καθομιλουμένη)bachelor, μπάτσελορ ουσ ουδ άκλ
 I got my Bachelor of Arts in European Languages in 1986.
Bachelor of Science n (graduate degree)πτυχίο Bachelor περίφρ
  (καθομιλουμένη)Bachelor ουσ ουδ άκλ
 Richard has a Bachelor of Science from Lancaster University.
bachelor's degree n (undergraduate qualification)πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)bachelor ουσ ουδ άκλ
 Most well-paying jobs today require at least a bachelor's degree.
 Οι περισσότερες από τις καλοπληρωμένες δουλειές σήμερα απαιτούν να έχεις τουλάχιστον ένα πτυχίο επιπέδου bachelor.
BM,
B.M.,
BMus
n
initialism (degree: Bachelor of Music)πτυχίο μουσικής φρ ως ουσ ουδ
BP,
B.P.
n
initialism (degree: Bachelor of Pharmacy)πτυχίο Φαρμακευτικής φρ ως ουσ ουδ
BP,
B.P.
n
initialism (degree: Bachelor of Philosophy)πτυχίο Φιλοσοφίας φρ ως ουσ ουδ
degree course n (course of study that leads to a degree)μάθημα πτυχίου φρ ως ουσ ουδ
  μάθημα που οδηγεί σε πτυχίο φρ ως ουσ ουδ
graduate vi (complete university degree)αποφοιτώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)παίρνω πτυχίο περίφρ
  παίρνω δίπλωμα
Σχόλιο: Το «πτυχίο» είναι πιο γενικός όρος. «Δίπλωμα» ονομάζεται το πτυχίο ορισμένων μόνο πανεπιστημίων.
 He graduated from the university after five years.
 Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο μετά από πέντε χρόνια.
graduate sb vtr US (award a degree to)δίνω πτυχίο περίφρ
  βγάζω απόφοιτους, έχω απόφοιτους περίφρ
 The university graduates two thousand students a year.
 Το πανεπιστήμιο δίνει πτυχίο σε δυο χιλιάδες φοιτητές τον χρόνο.
 Το πανεπιστήμιο βγάζει δύο χιλιάδες απόφοιτους τον χρόνο.
graduate sth vtr US (finish a degree or diploma)αποφοιτώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)τελειώνω ρ μ
  (μόνο σχολή, όχι σχολείο)παιρνω πτυχίο, παίρνω δίπλωμα περίφρ
  (μόνο λύκειο)παίρνω απολυτήριο, παίρνω απολυτήριο λυκείου περίφρ
 She graduated high school in 1973.
graduation n (achievement of a degree, etc.)αποφοίτηση ουσ θηλ
  παίρνω το πτυχίο μου περίφρ
 Richard achieved his graduation from New York Medical College last year.
 Ο Ρίτσαρντ πήρε το πτυχίο του από το Ιατρικό Κολλέγιο της Νέας Υόρκης πέρυσι.
incept vi UK, historical (graduate)αποφοιτώ ρ αμ
  παίρνω πτυχίο περίφρ
Juris Doctor n (lawyer's degree)πτυχίο δικηγόρου περίφρ
 He finished his Juris Doctor last year, and now he's practising with a big firm.
 Πήρε το πτυχίο δικηγόρου πέρσι και τώρα κάνει πρακτική σε μια μεγάλη εταιρεία.
Medical Degree n (university qualification for doctors)πτυχίο ιατρικής φρ ως ουσ ουδ
 Our daughter just received her medical degree.
sandwich degree n UK (course: with work experience) (σπουδές με εργασιακή μαθητεία)πτυχίο εναλλασσόμενης εκπαίδευσης περίφρ
second-class degree,
second class degree
n
UK (honors degree: good pass)πτυχίο με βαθμό λίαν καλώς φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Divided into Upper Second-Class (2:1) and Lower Second-Class (2:2) Honours
teaching degree n (postgraduate qualification to teach)πτυχίο διδασκαλίας φρ ως ουσ ουδ
third-class degree,
third class degree
n
UK (honors degree: lowest pass)πτυχίο με βαθμολογία καλώς φρ ως ουσ ουδ
tripos n (Cambridge University: examinations)εξέταση πτυχίου, εξέταση για το πτυχίο φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος αναφέρεται αποκλειστικά στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
upper second-class,
upper second class
n as adj
UK (university degree grade: 2:1)πτυχίο με βαθμολογία καλώς φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
vocation degree n (further education: professional qualification)επαγγελματικό πτυχίο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση πτυχίο στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «πτυχίο».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!