Κύριες μεταφράσεις |
fwd expr | abbreviation (forward) (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) | προώθηση ουσ θηλ |
forwarding n | (resending) | προώθηση ουσ θηλ |
| Tim set up forwarding on his secondary email account. |
hype n | (promotion) | διαφήμιση, προώθηση ουσ θηλ |
| (που δίνεται σε κτ) | δημοσιότητα ουσ θηλ |
| The new product didn't live up to the hype. |
| Το νέο προϊόν δεν ανταποκρίθηκε στη δημοσιότητα. |
advocacy n | (promotion) | υποστήριξη, υπεράσπιση, προάσπιση ουσ θηλ |
| | προώθηση ουσ θηλ |
| The supermodel was criticized for her advocacy of animal rights. |
| Το σούπερ μοντέλο επικρίθηκε για την υποστήριξή των δικαιωμάτων των ζώων. |
furtherance n | (advancement) | προώθηση, προαγωγή ουσ θηλ |
propulsion n | (force that propels) | προώθηση ουσ θηλ |
| (επίσημο, επιστημονικά) | πρόωση ουσ θηλ |
redirection n | (forwarding mail) | προώθηση ουσ θηλ |
endorsement, also US: indorsement n | (of product) | διαφήμιση ουσ θηλ |
| | προώθηση ουσ θηλ |
| | προμοτάρισμα ουσ ουδ |
| The celebrity's endorsement of the product increased sales. |
| Η διαφήμιση του προϊόντος από τον διάσημο αύξησε τις πωλήσεις. |
promotion n | (advertising) | προώθηση, διαφήμιση ουσ θηλ |
| Car manufacturers spend a lot of money on promotion to persuade people to buy their cars. |
| Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων ξοδεύουν πολλά χρήματα στη διαφήμιση για να πείσουν τον κόσμο να αγοράσει τα αυτοκίνητά τους. |
promo n | abbr, informal (promotion) | προώθηση, προβολή ουσ θηλ |
| | διαφήμιση ουσ θηλ |
fostering n | (promoting) | προώθηση, ενθάρρυνση ουσ θηλ |
| The minister is responsible for the fostering of good relations between the two countries. |
marketing n | (of a product) | μάρκετινγκ ουσ ουδ άκλ |
| | προώθηση ουσ θηλ |
| (σπάνιο) | αγοραλόγηση ουσ θηλ |
| The product was good, but the marketing was so bad that the company didn't sell anything. |
| Το προϊόν ήταν καλό, αλλά το μάρκετινγκ ήταν τόσο κακό που η εταιρεία δεν πούλησε τίποτα. |
precipitation n | (prompting, hastening of sth) | επίσπευση ουσ θηλ |
| | προώθηση ουσ θηλ |
| The precipitation of the ban on indoor smoking was appreciated among non-smokers. |
promotion n | (active support of a cause) | προώθηση ουσ θηλ |
| | υποστήριξη ουσ θηλ |
| Dan is very active in the promotion of workers' rights. |
| Ο Νταν δραστηριοποιείται έντονα στην προώθηση των εργατικών δικαιωμάτων. |