WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
ποιότητα quality
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
quality n (relative excellence)ποιότητα ουσ θηλ
 This is a suit of high quality.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Για ένα καλό αυτοκίνητο απαιτούνται υλικά υψηλής ποιότητας.
sophistication n (worldliness, refinement)φινέτσα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ποιότητα ουσ θηλ
  λεπτότητα ουσ θηλ
 The president's wife is known for her elegance and sophistication.
caliber (US),
calibre (UK)
n
figurative (degree or quality)επίπεδο ουσ ουδ
  ποιότητα ουσ θηλ
 I have rarely seen a finer caliber of student in my career.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
classy adj ironic, pejorative (sophisticated) (μειωτικό, μεταφορικά)δεύτερος επίθ
  (ειρωνικό)ποιότητα ουσ θηλ
 Did you see that tight, skimpy dress she wore? Real classy.
order n (quality)τάξη ουσ θηλ
  ποιότητα ουσ θηλ
Σχόλιο: Η λέξη «τάξη» χρησιμοποιείται συνήθως στη φράση: πρώτης τάξης ή πρώτης τάξεως.
 Their cooking is of the highest order.
 Η μαγειρική τους είναι πρώτης τάξης.
quality n (music: tone texture)ποιότητα ουσ θηλ
 These speakers reproduce the sound quality extremely well.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
artistic quality n (aesthetic appeal)καλλιτεχνική ποιότητα, αισθητική ποιότητα ουσ θηλ
artistic quality n (characteristic)αισθητική ποιότητα ουσ θηλ
awfulness n (poor quality)χαμηλή ποιότητα, κακή ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
  αθλιότητα ουσ θηλ
cheapness n informal (low quality)κακή ποιότητα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)φτήνεια ουσ θηλ
 Becky decided not to buy the jacket because of the cheapness of the fabric.
esthetic quality (US),
aesthetic quality (UK)
n
(attractiveness)αισθητική, καλαισθησία ουσ θηλ
  αισθητική ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
fineness n (high quality)υψηλή ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
  το να είναι κτ εκλεκτό περίφρ
 Raphaël took a mouthful of the wine and paused for a moment to appreciate its fineness.
flakiness n (food: flaky quality)κατάσταση ή ποιότητα που προσομοιάζει με νιφάδες περίφρ
high quality n (excellence)υψηλή ποιότητα, εξαιρετική ποιότητα, άριστη ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)πρώτη ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: hyphen used when the term is before a noun
 The company guarantees a high quality of service.
the highest quality n (finest)καλύτερη ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
  κορυφαία ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
 For my best friend, I'd like a gift of the highest quality.
life-enhancing adj (improving quality of life)που βελτιώνει τη ζωή περίφρ
  που βελτιώνει την ποιότητα ζωής περίφρ
low quality,
low-quality
n
(inferiority)κακή ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 His work was of low quality, and customers rarely employed his services a second time.
niceness n (having good quality)καλή κατάσταση, καλή ποιότητα περίφρ
  το πόσο καλό είναι κτ περίφρ
 Bernard couldn't believe the niceness of the apartment, considering the rent was so cheap.
poor quality n (inferior quality)κακή ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
 The publisher refused to publish the book because of its poor quality.
poorness n (lacking quality)κακή ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
 The poorness of this craftsmanship is surprising to me.
quality of life n (comfort and enjoyment in one's existence)ποιότητα ζωής φρ ως ουσ θηλ
shoddiness n (poor quality)κακή ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
  προχειρότητα ουσ θηλ
tawdriness n (being low quality)φτήνια ουσ θηλ
  κακογουστιά ουσ θηλ
  κακή ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
top flight n informal, figurative (highest quality)άριστη ποιότητα επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ποιότητα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ποιότητα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!