WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
πεζογραφία | | prose, prose writing |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
prose n | (writing: not verse) (γραπτός λόγος) | πεζός λόγος ουσ αρσ |
| | πεζογραφία, πρόζα ουσ θηλ |
| | πεζογράφημα ουσ ουδ |
| Her prose is just as compelling as her song lyrics. |
| Ο πεζός της λόγος είναι το ίδιο συναρπαστικός με τους στίχους των τραγουδιών της. |
| Η πρόζα της είναι το ίδιο συναρπαστική με τους στίχους των τραγουδιών της. |
| Τα πεζογραφήματά της είναι το ίδιο συναρπαστικά με τους στίχους των τραγουδιών της. |