WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
παροχή provision
  amenity
  facility
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
throughput n (work rate)διεκπεραιωτικότητα ουσ θηλ
  παραγωγή ουσ θηλ
  παραγωγικότητα ουσ θηλ
  παροχή ουσ θηλ
Σχόλιο: Η επιλογή της απόδοσης εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.
 The factory is planning to increase its throughput this year.
 Το εργοστάσιο σχεδιάζει να αυξήσει τη διεκπεραιωτικότητά του φέτος.
provision n (act of providing)παροχή ουσ θηλ
 The company's provision of childcare facilities is really appreciated by all the parents who work for them.
 Η παροχή εγκαταστάσεων παιδικού σταθμού από την εταιρεία εκτιμάται πραγματικά πολύ από όλους τους γονείς που εργάζονται σε αυτήν.
inflow n (act of flowing in)εισροή ουσ θηλ
  παροχή ουσ θηλ
 The inflow of lubricant is controlled by this valve.
 Η εισροή λιπαντικού ελέγχεται από αυτή τη βαλβίδα.
 Η παροχή λιπαντικού ελέγχεται από αυτή τη βαλβίδα.
benefits npl (service, perk)προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος ουσ ουδ
  παροχή ουσ θηλ
 Insurance and legal advice are among the membership benefits.
 Η ασφάλιση και η παροχή νομικών συμβουλών περιλαμβάνονται στα προνόμια της συνδρομής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
supply n (act of supplying)παροχή ουσ θηλ
  εφοδιασμός ουσ αρσ
 Our army unit is responsible for the supply of the soldiers at the front.
entitlement n US (government benefits)δικαίωμα ουσ ουδ
  παροχή ουσ θηλ
  επίδομα ουσ ουδ
 The family gets all the entitlements the law allows.
discharge n (fluid: volume of flow)παροχή ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
advised adj (insurance sale: with advice given)με συμβουλευτικές υπηρεσίες περίφρ
  µε παροχή συµβουλών περίφρ
 The insurance broker specializes in advised sales.
blood supply n (circulation)παροχή αίματος φρ ως ουσ θηλ
bonus plan n (employee incentive scheme)πρόσθετη παροχή επίθ + ουσ θηλ
cardiac output n (blood pumped by heart)καρδιακή παροχή περίφρ
care worker n (sb employed in social services)επαγγελματίας παροχής φροντίδας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  εργαζόμενος στην παροχή φροντίδας, εργαζόμενη στην παροχή φροντίδας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 A care worker visits Rita's home every morning to help her get washed and dressed.
constant supply n (sth that is always available)συνεχής παροχή επίθ + ουσ θηλ
  σταθερή παροχή επίθ + ουσ θηλ
consultancy n mainly UK (consulting: providing advice)παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών περίφρ
  συμβουλευτική επίθ ως ουσ θηλ
 This firm is renowned for its consultancy.
consulting n (consultancy: business)παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ
  συμβουλευτική επίθ ως ουσ θηλ
 I want to start a business that specializes in consulting for online companies.
corporate teaching n (business training)διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων περίφρ
  παροχή εκπαίδευσης σε εργαζόμενους περίφρ
employer-funded,
employer funded
adj
(paid for by one's employer)που αποτελεί εταιρική παροχή περίφρ
  που το πληρώνει ο εργοδότης περίφρ
Σχόλιο: The hyphen may be omitted when the adjective follows the noun.
 Most health insurance in the U.S. is employer funded.
floodwater,
floodwaters
n
(water that causes flooding)νερά πλημμύρας
  πλημμυρικά ύδατα
  (επίσ)πλημμυρική παροχή
food service (provision of meals)υπηρεσία εστίασης φρ ως ουσ θηλ
  παροχή τροφής φρ ως ουσ θηλ
  παροχή γευμάτων φρ ως ουσ θηλ
for services rendered adv (payment: for work carried out) (αμοιβή)για παροχή υπηρεσιών έκφρ
  για παρασχεθείσες υπηρεσίες έκφρ
fringe benefit n often plural (benefit in addition to pay)επίδομα ουσ ουδ
  πρόσθετη παροχή επίθ + ουσ θηλ
land grant (land given by government)κρατική παροχή γης περίφρ
main n (water supply)κεντρικός αγωγός επίθ + ουσ αρσ
  κεντρική παροχή επίθ + ουσ θηλ
 The water main broke and flooded the street, so we didn't have any water.
 Ο κεντρικός αγωγός του νερού έσπασε και πλημμύρισε το δρόμο, κι έτσι δεν είχαμε νερό.
main n (electricity supply)κεντρική παροχή επίθ + ουσ θηλ
 The electricity main was out of action because of the storm.
 Η κεντρική παροχή του ρεύματος ήταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας της καταιγίδας.
management consulting n (help given to improve organizations)παροχή συμβουλών σε θέματα διαχείρισης φρ ως ουσ θηλ
marriage guidance n (counselling for married couples)συμβουλευτική γάμου περίφρ
  παροχή συμβουλών για γάμο από ειδικό περίφρ
Σχόλιο: Οι περιφράσεις «παροχή συμβουλών για έγγαμο βίο από ειδικό» και «παροχή συμβουλών για έγγαμη ζωή από ειδικό» είναι κάπως επισημότερες.
 Before considering divorce, it might be a good idea to obtain some marriage guidance.
public service n often plural (service provided)κοινωφελής παροχή επίθ + ουσ θηλ
  υπηρεσία προς τον λαό φρ ως ουσ θηλ
service n (utility provision)υπηρεσία ουσ θηλ
  παροχή υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Συνήθως στην καθομιλουμένη αποδίδεται με το όνομα της εκάστοτε υπηρεσίας, π.χ. τηλέφωνο, νερό κλπ.
 The phone company cut off his service because he hadn't paid his bill.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε, αν δεν τακτοποιήσετε τον λογαριασμό σας θα προβούμε σε διακοπή της υπηρεσίας.
service delivery n (provision of sth)παροχή υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ
shut sth off,
shut off sth
vtr phrasal sep
(disconnect, stop supply)αποσυνδέω, διακόπτω παροχή έκφρ
 Shut off the electricity at the mains when you go away on holiday.
shutdown n (emotional state)αποκοπή, αποστασιοποίηση ουσ θηλ
  (αργκό, μεταφορικά)κατεβάζω παροχή έκφρ
 Hannah couldn't cope with any more bad news and went into shutdown.
supplementation n (provision of supporting material)ανεφοδιασμός ουσ αρσ
  συμπλήρωση, προσθήκη ουσ θηλ
  (ιατρική)παροχή συμπληρωμάτων φρ ως ουσ θηλ
water supply n (amount available to community)παροχή νερού φρ ως ουσ θηλ
  ύδρευση ουσ θηλ
water supply n (sth for storing and supplying water)παροχή νερού φρ ως ουσ θηλ
workfare n (government benefits scheme)παροχή κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση παροχή στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «παροχή».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!