Κύριες μεταφράσεις |
throughput n | (work rate) | διεκπεραιωτικότητα ουσ θηλ |
| | παραγωγή ουσ θηλ |
| | παραγωγικότητα ουσ θηλ |
| | παροχή ουσ θηλ |
Σχόλιο: Η επιλογή της απόδοσης εξαρτάται από τα συμφραζόμενα. |
| The factory is planning to increase its throughput this year. |
| Το εργοστάσιο σχεδιάζει να αυξήσει τη διεκπεραιωτικότητά του φέτος. |
provision n | (act of providing) | παροχή ουσ θηλ |
| The company's provision of childcare facilities is really appreciated by all the parents who work for them. |
| Η παροχή εγκαταστάσεων παιδικού σταθμού από την εταιρεία εκτιμάται πραγματικά πολύ από όλους τους γονείς που εργάζονται σε αυτήν. |
inflow n | (act of flowing in) | εισροή ουσ θηλ |
| | παροχή ουσ θηλ |
| The inflow of lubricant is controlled by this valve. |
| Η εισροή λιπαντικού ελέγχεται από αυτή τη βαλβίδα. |
| Η παροχή λιπαντικού ελέγχεται από αυτή τη βαλβίδα. |
benefits npl | (service, perk) | προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος ουσ ουδ |
| | παροχή ουσ θηλ |
| Insurance and legal advice are among the membership benefits. |
| Η ασφάλιση και η παροχή νομικών συμβουλών περιλαμβάνονται στα προνόμια της συνδρομής. |
Σύνθετοι τύποι: |
advised adj | (insurance sale: with advice given) | με συμβουλευτικές υπηρεσίες περίφρ |
| | µε παροχή συµβουλών περίφρ |
| The insurance broker specializes in advised sales. |
blood supply n | (circulation) | παροχή αίματος φρ ως ουσ θηλ |
bonus plan n | (employee incentive scheme) | πρόσθετη παροχή επίθ + ουσ θηλ |
cardiac output n | (blood pumped by heart) | καρδιακή παροχή περίφρ |
care worker n | (sb employed in social services) | επαγγελματίας παροχής φροντίδας φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | εργαζόμενος στην παροχή φροντίδας, εργαζόμενη στην παροχή φροντίδας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| A care worker visits Rita's home every morning to help her get washed and dressed. |
constant supply n | (sth that is always available) | συνεχής παροχή επίθ + ουσ θηλ |
| | σταθερή παροχή επίθ + ουσ θηλ |
consultancy n | mainly UK (consulting: providing advice) | παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών περίφρ |
| | συμβουλευτική επίθ ως ουσ θηλ |
| This firm is renowned for its consultancy. |
consulting n | (consultancy: business) | παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ |
| | συμβουλευτική επίθ ως ουσ θηλ |
| I want to start a business that specializes in consulting for online companies. |
corporate teaching n | (business training) | διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων περίφρ |
| | παροχή εκπαίδευσης σε εργαζόμενους περίφρ |
employer-funded, employer funded adj | (paid for by one's employer) | που αποτελεί εταιρική παροχή περίφρ |
| | που το πληρώνει ο εργοδότης περίφρ |
Σχόλιο: The hyphen may be omitted when the adjective follows the noun. |
| Most health insurance in the U.S. is employer funded. |
floodwater, floodwaters n | (water that causes flooding) | νερά πλημμύρας |
| | πλημμυρικά ύδατα |
| (επίσ) | πλημμυρική παροχή |
food service | (provision of meals) | υπηρεσία εστίασης φρ ως ουσ θηλ |
| | παροχή τροφής φρ ως ουσ θηλ |
| | παροχή γευμάτων φρ ως ουσ θηλ |
for services rendered adv | (payment: for work carried out) (αμοιβή) | για παροχή υπηρεσιών έκφρ |
| | για παρασχεθείσες υπηρεσίες έκφρ |
fringe benefit n | often plural (benefit in addition to pay) | επίδομα ουσ ουδ |
| | πρόσθετη παροχή επίθ + ουσ θηλ |
land grant | (land given by government) | κρατική παροχή γης περίφρ |
main n | (water supply) | κεντρικός αγωγός επίθ + ουσ αρσ |
| | κεντρική παροχή επίθ + ουσ θηλ |
| The water main broke and flooded the street, so we didn't have any water. |
| Ο κεντρικός αγωγός του νερού έσπασε και πλημμύρισε το δρόμο, κι έτσι δεν είχαμε νερό. |
main n | (electricity supply) | κεντρική παροχή επίθ + ουσ θηλ |
| The electricity main was out of action because of the storm. |
| Η κεντρική παροχή του ρεύματος ήταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας της καταιγίδας. |
management consulting n | (help given to improve organizations) | παροχή συμβουλών σε θέματα διαχείρισης φρ ως ουσ θηλ |
marriage guidance n | (counselling for married couples) | συμβουλευτική γάμου περίφρ |
| | παροχή συμβουλών για γάμο από ειδικό περίφρ |
Σχόλιο: Οι περιφράσεις «παροχή συμβουλών για έγγαμο βίο από ειδικό» και «παροχή συμβουλών για έγγαμη ζωή από ειδικό» είναι κάπως επισημότερες. |
| Before considering divorce, it might be a good idea to obtain some marriage guidance. |
public service n | often plural (service provided) | κοινωφελής παροχή επίθ + ουσ θηλ |
| | υπηρεσία προς τον λαό φρ ως ουσ θηλ |
service n | (utility provision) | υπηρεσία ουσ θηλ |
| | παροχή υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ |
Σχόλιο: Συνήθως στην καθομιλουμένη αποδίδεται με το όνομα της εκάστοτε υπηρεσίας, π.χ. τηλέφωνο, νερό κλπ. |
| The phone company cut off his service because he hadn't paid his bill. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε, αν δεν τακτοποιήσετε τον λογαριασμό σας θα προβούμε σε διακοπή της υπηρεσίας. |
service delivery n | (provision of sth) | παροχή υπηρεσιών φρ ως ουσ θηλ |
shut sth off, shut off sth vtr phrasal sep | (disconnect, stop supply) | αποσυνδέω, διακόπτω παροχή έκφρ |
| Shut off the electricity at the mains when you go away on holiday. |
shutdown n | (emotional state) | αποκοπή, αποστασιοποίηση ουσ θηλ |
| (αργκό, μεταφορικά) | κατεβάζω παροχή έκφρ |
| Hannah couldn't cope with any more bad news and went into shutdown. |
supplementation n | (provision of supporting material) | ανεφοδιασμός ουσ αρσ |
| | συμπλήρωση, προσθήκη ουσ θηλ |
| (ιατρική) | παροχή συμπληρωμάτων φρ ως ουσ θηλ |
water supply n | (amount available to community) | παροχή νερού φρ ως ουσ θηλ |
| | ύδρευση ουσ θηλ |
water supply n | (sth for storing and supplying water) | παροχή νερού φρ ως ουσ θηλ |
workfare n | (government benefits scheme) | παροχή κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία. |