WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
παραγωγή production
  manufacture
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
generation n (creation or production)παραγωγή ουσ θηλ
  δημιουργία ουσ θηλ
 The physics student studied electrical power generation.
 Οι φοιτητές φυσικής μελέτησαν την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
output n (amount produced)απόδοση ουσ θηλ
  παραγωγή ουσ θηλ
 Our current output is twice as much as this time last year.
 Η τρέχουσα παραγωγή μας είναι διπλάσια από ότι πέρσι τέτοια εποχή.
production n (creation)παραγωγή ουσ θηλ
  δημιουργία ουσ θηλ
  παρασκευή ουσ θηλ
  κατασκευή ουσ θηλ
 The production of a work of art requires a lot of time and effort.
 Η δημιουργία ενός έργου τέχνης απαιτεί πάρα πολύ χρόνο και προσπάθεια.
throughput n (work rate)διεκπεραιωτικότητα ουσ θηλ
  παραγωγή ουσ θηλ
  παραγωγικότητα ουσ θηλ
  παροχή ουσ θηλ
Σχόλιο: Η επιλογή της απόδοσης εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.
 The factory is planning to increase its throughput this year.
 Το εργοστάσιο σχεδιάζει να αυξήσει τη διεκπεραιωτικότητά του φέτος.
manufacturing n (industry: production)βιομηχανία, παραγωγή ουσ θηλ
 How can we create more jobs in manufacturing?
 Πως μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία;
outturn n (amount produced)παραγωγή ουσ θηλ
  απόδοση ουσ θηλ
manufacture n (sth manufactured, creation)παραγωγή ουσ θηλ
 The manufacture was damaged and needed to be thrown out.
 Η παραγωγή καταστράφηκε και έπρεπε να πεταχτεί.
output n (sth generated, produced)παραγωγή ουσ θηλ
  προϊόν ουσ ουδ
  παραγόμενα προϊόντα επίθ + ουσ ουδ
 The company's main customer buys 70% of its output.
 Ο βασικός πελάτης της εταιρείας αγοράζει το 70% των της παραγωγής.
production n (manufacture)παραγωγή ουσ θηλ
  κατασκευή ουσ θηλ
 Our company specialises in the production of luxury cars.
 Η εταιρεία μας ειδικεύεται στην κατασκευή πολυτελών αυτοκινήτων.
manufacturing n (fabrication: of a product) (προϊόντος)παραγωγή, κατασκευή ουσ θηλ
 Our business is the manufacturing of so-called white goods.
 Η δουλειά μας είναι η παραγωγή των λεγόμενων λευκών προϊόντων.
derivation n (act of deriving)παραγωγή ουσ θηλ
  δημιουργία ουσ θηλ
  (σχέδιο, στρατηγική)κατάρτιση, εκπόνηση ουσ θηλ
production n (amount produced)παραγωγή ουσ θηλ
 This item is so popular that the factory has had to increase production.
 Αυτό το προϊόν είναι τόσο δημοφιλές που το εργοστάσιο έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή.
production n (theatrical show)παραγωγή ουσ θηλ
 The latest production at the Barnfield Theatre is worth seeing.
 Την τελευταία παραγωγή του Θεάτρου Μπάρνφιλντ αξίζει να τη δει κανείς.
production n (music: arrangement)παραγωγή ουσ θηλ
production n (movies: making)παραγωγή ουσ θηλ
 Production is the stage when the film is being shot.
 Η παραγωγή είναι το στάδιο κατά το οποίο γίνονται τα γυρίσματα της ταινίας.
produce n (yield, product)παραγωγή ουσ θηλ
 The produce from that factory is excellent.
 Η παραγωγή από εκείνο το εργοστάσιο είναι άψογη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
manufacture n (process, act of manufacturing)κατασκευή, παραγωγή ουσ θηλ
 The manufacture of this product took a lot of time and effort.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
assembly line production n (cycle of manufacturing)παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά φρ ως ουσ θηλ
CADCAM n acronym (computer-aided design and computer-aided manufacture)σχεδιομελέτη και παραγωγή με χρήση Η/Υ περίφρ
CAM n acronym (Computer-Aided Manufacturing) (συντομογραφία από αγγλικά)CAM ουσ ουδ άκλ
  (συντομογραφία από αγγλικά)σύστημα CAM φρ ως ουσ ουδ
  (κατά λέξη, στα ελληνικά)βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή περίφρ
coking coal n (fuel used for stoves) (βιομηχανική διαδικασία)άνθρακας για παραγωγή οπτάνθρακα περίφρ
  άνθρακας οπτανθρακοποίησης περίφρ
  (καύσιμο)οπτάνθρακας ουσ αρσ
  κωκ ουσ ουδ άκλ
daily output n (work)ημερήσια απόδοση επίθ + ουσ θηλ
  ημερήσια παραγωγή επίθ + ουσ θηλ
downmarket,
down-market
adv
(for mass consumption)προς μαζική παραγωγή περίφρ
  προς φθηνότερα προϊόντα περίφρ
 The company hopes to increase its sales by moving downmaket.
downmarket sth vtr (mass-produce)παράγω μαζικά ρ μ + επίρ
  (με γενική)κάνω μαζική παραγωγή περίφρ
 The car manufacturer is going to downmarket its new electric car.
dramatics npl (dramatic productions)θεατρική παραγωγή επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Used with a singular verb
economic output n (country's total production)οικονομική παραγωγή, οικονομική απόδοση επίθ + ουσ θηλ
filmmaking,
also UK: film-making
n
(making movies)παραγωγή ταινιών φρ ως ουσ θηλ
food miles npl (distance food travels before eaten)απόσταση που διασχίζουν τα τρόφιμα από την παραγωγή στην κατανάλωση
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
forcing n (producing plants out of season)παραγωγή εκτός εποχής περίφρ
 Anna is carrying out research on the forcing of vegetables.
glassmaking,
glass-making
n
(making of glassware)υαλουργία ουσ θηλ
  παραγωγή γυαλιού, κατασκευή γυαλιού φρ ως ουσ θηλ
haymaking n (drying grass to feed livestock)παραγωγή σανού φρ ως ουσ θηλ
in production adj (sth; being made, manufactured)στην παραγωγή έκφρ
 The latest model is presently in production and will be available early next year. New energy-efficient cars, which will help reduce global warming, are now in production.
 Το τελευταίο μοντέλο είναι στην παραγωγή αυτή τη στιγμή και θα είναι διαθέσιμο στις αρχές του άλλου χρόνου. Νέα αυτοκίνητα εξοικονόμησης ενέργειας, τα οποία θα βοηθήσουν στη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, βρίσκονται πλέον στην παραγωγή.
lean manufacturing n (efficiency in the production of goods)λιτή παραγωγή επίθ + ουσ θηλ
mass production n uncountable (large-scale manufacturing)μαζική παραγωγή ουσ θηλ
 Henry Ford brought the techniques of mass production to the motor car.
ment suffix (noun: state, product, means)επίθεμα για την παραγωγή ουσιαστικών που δηλώνουν κατάσταση, προϊόν και μέσο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 For example: refreshment, abandonment
mintage n (product of a mint, quantity produced)νομισματική παραγωγή επίθ + ουσ θηλ
outproduce sb,
outproduce sth
vtr
(produce more than)ξεπερνάω σε παραγωγή
  παράγω περισσότερο
pilot production n (sth produced on a trial basis)δοκιμαστική παραγωγή ουσ θηλ
produce sth vtr (music: arrange)κάνω την παραγωγή περίφρ
 How many Beatles albums were produced by George Martin?
 Σε πόσα άλμπουμ τον Μπίτλς έκανε την παραγωγή ο Τζόρτζ Μάρτιν;
running change n (alteration made to sth midway)αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή περίφρ
 Children couldn't unwrap the toys, so the manufacturer made a running change in the packaging.
sugar vi (make maple sugar)παραγωγή ζάχαρης από σφένδαμο περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Sugaring begins with maple tree sap.
underproduction n (insufficient manufacture)ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή επίθ + ουσ θηλ
 Underproduction at the factory has resulted in a fall in sales figures.
underproduction n (deficient supply)ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή επίθ + ουσ θηλ
 This disease causes the underproduction of red blood cells.
wine making,
wine-making
n
(production of wine)παραγωγή κρασιού ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση παραγωγή στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «παραγωγή».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!