Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damn adj slang, potentially offensive (hated)αναθεματισμένος, καταραμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)παλιο- α' συνθετικό
  (προσβλητικό)σκατο- α' συνθετικό
 That damn rabbit ate my lettuce again.
 Αυτό το αναθεματισμένο (or: καταραμένο) το κουνέλι έφαγε τα μαρούλια μου πάλι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτός ο παλιόκαιρος δε λέει να στρώσει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί κάθεσαι ακόμα σ' αυτή τη σκατοδουλειά;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
old adj (showing affection)παλιός επίθ
  (καθομιλουμένη)παλιο- πρόθημα
 Good old Tony. He's always there when you need him.
 Ο παλιός καλός Τόνι. Είναι πάντα εκεί όταν τον χρειάζεσαι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πού είσαι, παλιόφιλε; Πότε θα βρεθούμε να τα πούμε;
hedge- adj pejorative (inadequate, inferior) (μειωτικό)παλιο- πρόθημα
  (για γιατρό)κομπογιαννίτης επίθ
  (αποδοκιμασίας)άχρηστος επίθ
 We need proper legal advice; there's no point in consulting that hedge-lawyer!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
alma mater n Latin (sb's old school, university, etc.)το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείο περίφρ
  (τριτοβάθμια εκπαίδευση)το πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησα περίφρ
 Her alma mater was Bennington College in Vermont.
back in the day expr (introduces reminiscence)τον παλιό καιρό έκφρ
  τότε επίρ
bawbee n (old Scottish coin)παλιό σκωτσέζικο νόμισμα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
deadname n (trans person's former name) (τρανς ατόμου)παλιό όνομα επίθ + ουσ ουδ
deadname sb vtr (use former name) (τρανς άτομο)αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομα έκφρ
in former times adv (long ago)τα παλιά τα χρόνια έκφρ
  τον παλιό καιρό έκφρ
  παλιά επίρ
 In former times, children as young as seven had to work in factories.
in the good old days adv (years ago)τον παλιό καλό καιρό φρ ως επίρ
 In the good old days, you could buy Coca Cola for a nickel.
in the old days,
in the olden days
n
(a long time ago)τον παλιό καιρό φρ ως επίρ
  τα παλιά χρόνια φρ ως επίρ
  παλιά επίρ
 In the old days, there were no colour televisions.
in the past adv (long ago, in earlier times)στο παρελθόν, τον παλιό καιρό φρ ως επίρ
 In the past, long before modern industrialization, all the work was done by hand.
 Τον παλιό καιρό, πολύ πριν τη σημερινή εκβιομηχάνιση, όλες οι δουλειές γίνονταν με τα χέρια.
old style,
old-style
n
(old-fashioned design)παλιό στυλ, παλιομοδίτικο σχέδιο έκφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
 Suspenders and bowties are so old style.
paddywhack,
paddywack
n
dated, usually pejorative (Irishman) (μειωτικό)παλιο-ιρλανδός, βρωμο-ιρλανδός ουσ αρσ
revert to type v expr (go back to one's usual behaviour)επανέρχομαι στο κανονικό έκφρ
  επιστρέφω στον παλιό μου εαυτό έκφρ
  επιστρέφω στον κανονικό μου εαυτό έκφρ
running gag n (repeated joke)αστείο που το λέμε συχνά περίφρ
  (πιο γενικό)παλιό αστείο επίθ + ουσ ουδ
 Amy had a running gag with her friend about them running off and joining the military.
running joke n (sth that is recurrently funny)αστείο που το λέμε συχνά περίφρ
  (πιο γενικό)παλιό αστείο επίθ + ουσ ουδ
 It's a running joke in our family that Dad can't make pancakes.
that old chestnut! interj (sth is a cliché)το παλιό κλισέ εκφρ
  πάλι τα ίδια έκφρ
 Blondes have more fun? Ah, that old chestnut!
yore n (ancient or previous times)τον παλιό καιρό φρ ως ουσ αρσ
  τα περασμένα χρόνια, τα παλιά χρόνια φρ ως ουσ ουδ πλ
  στο παρελθόν, κατά το παρελθόν φρ ως επίρ
  (νοσταλγία, θετική έννοια)τον παλιό καλό καιρό φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
damn adj slang, potentially offensive (hated)αναθεματισμένος, καταραμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)παλιο- α' συνθετικό
  (προσβλητικό)σκατο- α' συνθετικό
 That damn rabbit ate my lettuce again.
 Αυτό το αναθεματισμένο (or: καταραμένο) το κουνέλι έφαγε τα μαρούλια μου πάλι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτός ο παλιόκαιρος δε λέει να στρώσει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί κάθεσαι ακόμα σ' αυτή τη σκατοδουλειά;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
old adj (showing affection)παλιός επίθ
  (καθομιλουμένη)παλιο- πρόθημα
 Good old Tony. He's always there when you need him.
 Ο παλιός καλός Τόνι. Είναι πάντα εκεί όταν τον χρειάζεσαι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πού είσαι, παλιόφιλε; Πότε θα βρεθούμε να τα πούμε;
hedge- adj pejorative (inadequate, inferior) (μειωτικό)παλιο- πρόθημα
  (για γιατρό)κομπογιαννίτης επίθ
  (αποδοκιμασίας)άχρηστος επίθ
 We need proper legal advice; there's no point in consulting that hedge-lawyer!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
alma mater n Latin (sb's old school, university, etc.)το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείο περίφρ
  (τριτοβάθμια εκπαίδευση)το πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησα περίφρ
 Her alma mater was Bennington College in Vermont.
back in the day expr (introduces reminiscence)τον παλιό καιρό έκφρ
  τότε επίρ
bawbee n (old Scottish coin)παλιό σκωτσέζικο νόμισμα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
deadname n (trans person's former name) (τρανς ατόμου)παλιό όνομα επίθ + ουσ ουδ
deadname sb vtr (use former name) (τρανς άτομο)αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομα έκφρ
in former times adv (long ago)τα παλιά τα χρόνια έκφρ
  τον παλιό καιρό έκφρ
  παλιά επίρ
 In former times, children as young as seven had to work in factories.
in the good old days adv (years ago)τον παλιό καλό καιρό φρ ως επίρ
 In the good old days, you could buy Coca Cola for a nickel.
in the old days,
in the olden days
n
(a long time ago)τον παλιό καιρό φρ ως επίρ
  τα παλιά χρόνια φρ ως επίρ
  παλιά επίρ
 In the old days, there were no colour televisions.
in the past adv (long ago, in earlier times)στο παρελθόν, τον παλιό καιρό φρ ως επίρ
 In the past, long before modern industrialization, all the work was done by hand.
 Τον παλιό καιρό, πολύ πριν τη σημερινή εκβιομηχάνιση, όλες οι δουλειές γίνονταν με τα χέρια.
old style,
old-style
n
(old-fashioned design)παλιό στυλ, παλιομοδίτικο σχέδιο έκφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
 Suspenders and bowties are so old style.
paddywhack,
paddywack
n
dated, usually pejorative (Irishman) (μειωτικό)παλιο-ιρλανδός, βρωμο-ιρλανδός ουσ αρσ
revert to type v expr (go back to one's usual behaviour)επανέρχομαι στο κανονικό έκφρ
  επιστρέφω στον παλιό μου εαυτό έκφρ
  επιστρέφω στον κανονικό μου εαυτό έκφρ
running gag n (repeated joke)αστείο που το λέμε συχνά περίφρ
  (πιο γενικό)παλιό αστείο επίθ + ουσ ουδ
 Amy had a running gag with her friend about them running off and joining the military.
running joke n (sth that is recurrently funny)αστείο που το λέμε συχνά περίφρ
  (πιο γενικό)παλιό αστείο επίθ + ουσ ουδ
 It's a running joke in our family that Dad can't make pancakes.
that old chestnut! interj (sth is a cliché)το παλιό κλισέ εκφρ
  πάλι τα ίδια έκφρ
 Blondes have more fun? Ah, that old chestnut!
yore n (ancient or previous times)τον παλιό καιρό φρ ως ουσ αρσ
  τα περασμένα χρόνια, τα παλιά χρόνια φρ ως ουσ ουδ πλ
  στο παρελθόν, κατά το παρελθόν φρ ως επίρ
  (νοσταλγία, θετική έννοια)τον παλιό καλό καιρό φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση παλιο- στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «παλιο-».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!