Σε αυτή τη σελίδα: παιδί, παΐδι

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
παιδί child
  kid
  guy
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
child,
plural: children
n
(boy, girl)παιδί ουσ ουδ
 A child needs love.
fellow n informal (man, boy)τύπος ουσ αρσ
  (μτφ, συνήθως νέος)παιδί ουσ ουδ
  αγόρι ουσ ουδ
  (ενήλικας)άντρας ουσ αρσ
 He's just some fellow I met on the bus.
 Είναι απλώς ένας τύπος που γνώρισα στο λεωφορείο.
bloke n UK, AU, informal (guy, man)τύπος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
  (αργκό)τυπάς ουσ αρσ
 Jack's a friendly bloke. Everyone likes him.
chap n UK (guy) (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
  νεαρός ουσ αρσ
  άντρας ουσ αρσ
  (απρόσωπο)τύπος ουσ αρσ
guy n informal (man, boy) (καθομιλουμένη)τύπος ουσ αρσ
  άντρας ουσ αρσ
  (πιο νεαρός)παιδί ουσ ουδ
 There is a guy on the corner selling ice cream.
 Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό.
kid n informal (child)παιδί ουσ ουδ
 Stacy likes to visit with friends while the kids are at school.
 Στην Στέισι αρέσει να επισκέπτεται φίλους όσο τα παιδιά είναι στο σχολείο.
lad n informal (boy) (καθομιλουμένη)νεαρός ουσ αρσ
  αγόρι ουσ ουδ
  παιδί ουσ ουδ
 A young lad was walking to school.
 Ένα νεαρό αγόρι περπατούσε προς το σχολείο.
offspring,
plural: offspring
n
(child, children)απόγονος, γόνος ουσ αρσ
  τέκνο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)παιδί ουσ ουδ
 This photograph shows Mark and Emily and all their offspring.
 Αυτή η φωτογραφία δείχνει τον Μαρκ και την Έμιλι και όλα τα παιδιά τους.
bairn n UK, regional (baby or child)παιδί, μωρό ουσ ουδ
 My granddaughter's a beautiful wee bairn!
kiddie n informal (small child) (καθομιλουμένη)παιδί, πιτσιρίκι ουσ ουδ
 Aren't the kiddies cute when they play?
rugrat n slang, figurative (crawling infant, young child)παιδί, παιδάκι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μπόμπιρας ουσ αρσ
  (αρνητική σημασία)νιάνιαρο, μόμολο ουσ ουδ
  (προσβλητικό)κωλόπαιδο ουσ ουδ
sprog n UK, informal (offspring, child) (αργκό)κουτσούβελο, πιτσιρίκι ουσ ουδ
  (μεταφορικά, αργκό)σπόρι ουσ ουδ
  παιδί ουσ ουδ
school kid n informal (child of school age)μαθητής, μαθήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (πιο γενικό)παιδί ουσ ουδ
  (παλαιό)σχολιαρόπαιδο ουσ ουδ
  (αναφορά στο παρελθόν)όταν πήγαινα σχολείο περίφρ
 When I was a school kid I had to walk miles to school.
small fry n slang (child) (αργκό)παιδί ουσ ουδ
 Hello, small fry, what did you do at school today?
young one n (child)παιδί ουσ ουδ
 Come on, young ones, it's your bedtime!
boy n (male child)αγόρι ουσ ουδ
  (δεν ξεκαθαρίζει το φύλο)παιδί ουσ ουδ
 There are two boys riding their bikes outside.
 Είναι δυο αγόρια με τα ποδήλατά τους απ' έξω.
child,
plural: children
n
(son, daughter)παιδί ουσ ουδ
  (επίσημο)τέκνο ουσ ουδ
 We have just had our first child.
 Μόλις αποκτήσαμε το πρώτο μας παιδί.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην αίτηση υπάρχει η επιλογή τέκνα. Εκεί θα γράψεις πόσα παιδιά έχεις.
offspring,
plural: offspring
n
(young of an animal)απόγονος, γόνος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)παιδί, μικρό ουσ ουδ
 A sheep's offspring is called a lamb. The cat's offspring are growing up.
 Το μικρό του προβάτου λέγεται αρνάκι. Τα μικρά της γάτας μεγαλώνουν.
critter n US, informal (child)παιδί ουσ ουδ
 I brought a present for your son; where is that little critter?
hot stuff n slang (sb especially impressive) (αργκό: άντρας)γκόμενος ουσ αρσ
  (αργκό: γυναίκα)γκόμενα, γκομενάρα ουσ θηλ
  (αργκό: και για τα 2 φύλα)μανάρι ουσ ουδ
  (αργκό, μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
 Jacqueline reckons Tony is "hot stuff."
boy n (son)αγόρι ουσ ουδ
  (δεν ξεκαθαρίζει το φύλο)παιδί ουσ ουδ
  γιος ουσ αρσ
 My boy takes after his mother.
 Το αγόρι μου μοιάζει στην μητέρα του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
issue n uncountable (offspring) (επίσημο)απόγονος ουσ αρσ
  παιδί ουσ ουδ
 He died without issue.
cat n dated, slang (guy) (καθομιλουμένη)τύπος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
 That Chas is a cool cat.
boy n dated, offensive (male servant) (με μειωτική έννοια)νεαρός ουσ αρσ
  παιδί ουσ ουδ
Σχόλιο: In the US and in the British colonies, "boy" was used particularly to refer to non-white servants or slaves.
 Bring me my slippers, boy.
son n figurative (descendant)απόγονος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
  (μτφ, επίσημο)τέκνο ουσ ουδ
 "Are you not sons of Adam, who was created from dust?"
child n (baby) (μικρή ηλικία)παιδί, μωρό ουσ ουδ
  βρέφος ουσ ουδ
 The child was born only a few months ago.
child n figurative (person: immature) (μτφ: ανώριμος)παιδί ουσ ουδ
 He is such a child. He should treat others better.
babe n archaic (child)παιδί ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομ)μωρό ουσ ουδ
 "Babes in the Wood" is a traditional fairy tale.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα είσαι για πάντα το μωρό μου.
the offspring of sth n figurative (result)γέννημα, αποκύημα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
 That machine is the offspring of Amanda's creative mind.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
babysit,
baby-sit
vi
(watch over sb else's child)προσέχω μωρό, κρατώ μωρό ρ μ + ουσ ουδ
  προσέχω παιδί, κρατάω παιδί ρ μ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κάνω μπέιμπι σίτινγκ περίφρ
 When I was a teenager, I used to babysit to make some money.
 Paul and I are going out to dinner tonight, so we've asked the children's auntie to babysit.
 Ο Πωλ και εγώ θα βγούμε σήμερα, οπότε ζητήσαμε από τη θεία των παιδιών να τα προσέξει.
 Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα.
behave vi (act properly)συμπεριφέρομαι κόσμια ρ αμ + επίρ
  (για παιδιά)είμαι καλό παιδί, είμαι φρόνιμος έκφρ
  κάθομαι φρόνιμα ρ αμ + επίρ
 Our mother commanded us to behave.
 Η μητέρα μας μάς ζήτησε επιτακτικά να συμπεριφερθούμε κόσμια.
boomer n often capitalized, informal, abbreviation (baby boomer)παιδί της μεταπολεμικής γενιάς φρ ως ουσ ουδ
  που ανήκει στη γενιά του '50 ή του '60 περίφρ
Σχόλιο: Now commonly used in a pejorative sense.
 My parents are boomers, both born in 1950.
boy interj (surprise, exhaustion)ρε παιδί μου, βρε παιδί μου επίφ
  Παναγία μου, Παναγιά μου, Χριστέ μου, Θεέ μου επίφ
  (χυδαίο)μαλάκα επίφ
  (χυδαίο)ρε πούστη μου επίφ
 Boy, it's hot out today!
 Ρε παιδί μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
 Παναγιά μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
 Μαλάκα, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
 Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
brainchild n (idea) (εφεύρεση, νέα ιδέα)πνευματικό δημιούργημα, πνευματικό παιδί, πνευματικό τέκνο φρ ως ουσ ουδ
 The Apple computer was the brainchild of Steve Jobs.
 Το κομπιούτερ της Apple ήταν το πνευματικό δημιούργημα του Steve Jobs.
brick n figurative, dated, informal (good person)καλό παιδί επίθ + ουσ ουδ
  (αργκό)εντάξει επίρ ως επίθ
 You can count on William; he's a brick!
broody adj UK, informal, figurative (woman: wanting a child)που θέλει να κάνει παιδί έκφρ
  (μεταφορικά)που νιώθει το βιολογικό της ρολόι να χτυπάει έκφρ
 Jenna must be feeling broody; she keeps looking at catalogues of baby clothes.
caroler (US),
caroller (UK)
n
(singer of Christmas songs)καλαντιστής, καλαντίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  παιδί που λέει τα κάλαντα περίφρ
childish adj (person)που είναι σαν παιδί περίφρ
  (ελαφρά αρνητικό)που κάνει σαν παιδί, που φέρεται σαν παιδί περίφρ
  (ελαφρά αρνητικό)που παιδιαρίζει περίφρ
 Even though she's nearly twenty-five years old, Rose is still childish in many ways.
 Αν και είναι σχεδόν είκοσι πέντε, από πολλές απόψεις η Ρόουζ είναι σαν παιδί ακόμη.
expect vi informal (be pregnant)περιμένω παιδί έκφρ
Σχόλιο: Usually used in the continuous form: be expecting
Σχόλιο: usually used in the continuous form: be expecting (a baby)
 My wife's expecting.
 Η γυναίκα μου περιμένει παιδί.
heavy adj dated (pregnant)έγκυος ουσ θηλ
  σε ενδιαφέρουσα έκφρ
  που περιμένει παιδί έκφρ
 She was heavy with child.
kindergartner,
kindergartener
n
US (child attending infant school)παιδί που πάει σε νηπιαγωγείο
legacy n US (student) (επίσημο)τέκνο αποφοίτου φρ ως ουσ ουδ
  παιδί αποφοίτου φρ ως ουσ ουδ
 He's a legacy. His father attended this university.
 Είναι παιδί αποφοίτου. Ο πατέρας του φοίτησε σε αυτό το πανεπιστήμιο.
rib n (anatomy: costal bone) (συχνά πληθυντικός)πλευρό ουσ ουδ
  (ανεπ, συχνά πληθυντικός)παΐδι ουσ ουδ
 The blow to his side broke two of George's ribs.
 Από το χτύπημα που δέχθηκε στον κορμό του ο Τζορτζ έσπασε δύο πλευρά.
runaway n (child: has run away from home)παιδί που έχει φύγει από το σπίτι περίφρ
  (καθομιλουμένη)παιδί που το έχει σκάσει από το σπίτι περίφρ
 The police found the runaway after two days.
 Η αστυνομία βρήκε μετά από δύο μέρες το παιδί που το είχε σκάσει από το σπίτι του.
sonny n informal (term of address for a young boy) (προσφώνηση, καθομ)γιε μου, γιόκα μου
  παληκάρι μου
  παιδί μου
  μικρέ μου
stepchild,
step-child
n
(child of your spouse)θετό παιδί επίθ + ουσ ουδ
  θετός γιος, θετή κόρη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
 Marcia never had children of her own, but she has a stepchild with her husband.
the toast of sth n figurative (hero, celebrated person) (μεταφορικά)ήρωας, ηρωίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  αγαπημένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)αγαπημένο παιδί φρ ως ουσ ουδ
  (σε γιορτή, εκδήλωση)τιμώμενο πρόσωπο φρ ως ουσ ουδ
 After he saved the kittens from the fire, Mike became the toast of the town.
the unborn npl (babies still in utero)το αγέννητο παιδί φρ ως ουσ ουδ
  το έμβρυο άρθ ορ + ουσ ουδ
 The politician supports legislation that protects the unborn and places restrictions on abortion.
ward n (child in care of a guardian)κηδεμονευόμενο παιδί μτχ ενεστ + ουσ ουδ
  προστατευόμενος μτχ ενεστ
 The foster family took good care of their wards.
 Η ανάδοχη οικογένεια φρόντιζε καλά τα κηδεμονευόμενα παιδιά της.
youngest,
the youngest
n
(last-born child)το μικρότερο παιδί περίφρ
  (μεταφορικά)βενιαμίν ουσ ουδ
  (παλαιό)στερνοπαίδι, στερνοπούλι ουσ ουδ
 The youngest of the family often gets the most attention.
 Το στερνοπαίδι της οικογένειας συνήθως το προσέχουν περισσότερο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
παΐδι rib, chop
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rib n (anatomy: costal bone) (συχνά πληθυντικός)πλευρό ουσ ουδ
  (ανεπ, συχνά πληθυντικός)παΐδι ουσ ουδ
 The blow to his side broke two of George's ribs.
 Από το χτύπημα που δέχθηκε στον κορμό του ο Τζορτζ έσπασε δύο πλευρά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
babe n archaic (child)παιδί ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομ)μωρό ουσ ουδ
 "Babes in the Wood" is a traditional fairy tale.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα είσαι για πάντα το μωρό μου.
babysit,
baby-sit
vi
(watch over sb else's child)προσέχω μωρό, κρατώ μωρό ρ μ + ουσ ουδ
  προσέχω παιδί, κρατάω παιδί ρ μ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κάνω μπέιμπι σίτινγκ περίφρ
 When I was a teenager, I used to babysit to make some money.
 Paul and I are going out to dinner tonight, so we've asked the children's auntie to babysit.
 Ο Πωλ και εγώ θα βγούμε σήμερα, οπότε ζητήσαμε από τη θεία των παιδιών να τα προσέξει.
 Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα.
bairn n UK, regional (baby or child)παιδί, μωρό ουσ ουδ
 My granddaughter's a beautiful wee bairn!
behave vi (act properly)συμπεριφέρομαι κόσμια ρ αμ + επίρ
  (για παιδιά)είμαι καλό παιδί, είμαι φρόνιμος έκφρ
  κάθομαι φρόνιμα ρ αμ + επίρ
 Our mother commanded us to behave.
 Η μητέρα μας μάς ζήτησε επιτακτικά να συμπεριφερθούμε κόσμια.
bloke n UK, AU, informal (guy, man)τύπος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
  (αργκό)τυπάς ουσ αρσ
 Jack's a friendly bloke. Everyone likes him.
boomer n often capitalized, informal, abbreviation (baby boomer)παιδί της μεταπολεμικής γενιάς φρ ως ουσ ουδ
  που ανήκει στη γενιά του '50 ή του '60 περίφρ
Σχόλιο: Now commonly used in a pejorative sense.
 My parents are boomers, both born in 1950.
boy n (male child)αγόρι ουσ ουδ
  (δεν ξεκαθαρίζει το φύλο)παιδί ουσ ουδ
 There are two boys riding their bikes outside.
 Είναι δυο αγόρια με τα ποδήλατά τους απ' έξω.
boy n (son)αγόρι ουσ ουδ
  (δεν ξεκαθαρίζει το φύλο)παιδί ουσ ουδ
  γιος ουσ αρσ
 My boy takes after his mother.
 Το αγόρι μου μοιάζει στην μητέρα του.
boy interj (surprise, exhaustion)ρε παιδί μου, βρε παιδί μου επίφ
  Παναγία μου, Παναγιά μου, Χριστέ μου, Θεέ μου επίφ
  (χυδαίο)μαλάκα επίφ
  (χυδαίο)ρε πούστη μου επίφ
 Boy, it's hot out today!
 Ρε παιδί μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
 Παναγιά μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
 Μαλάκα, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
 Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!
boy n dated, offensive (male servant) (με μειωτική έννοια)νεαρός ουσ αρσ
  παιδί ουσ ουδ
Σχόλιο: In the US and in the British colonies, "boy" was used particularly to refer to non-white servants or slaves.
 Bring me my slippers, boy.
brainchild n (idea) (εφεύρεση, νέα ιδέα)πνευματικό δημιούργημα, πνευματικό παιδί, πνευματικό τέκνο φρ ως ουσ ουδ
 The Apple computer was the brainchild of Steve Jobs.
 Το κομπιούτερ της Apple ήταν το πνευματικό δημιούργημα του Steve Jobs.
brick n figurative, dated, informal (good person)καλό παιδί επίθ + ουσ ουδ
  (αργκό)εντάξει επίρ ως επίθ
 You can count on William; he's a brick!
broody adj UK, informal, figurative (woman: wanting a child)που θέλει να κάνει παιδί έκφρ
  (μεταφορικά)που νιώθει το βιολογικό της ρολόι να χτυπάει έκφρ
 Jenna must be feeling broody; she keeps looking at catalogues of baby clothes.
caroler (US),
caroller (UK)
n
(singer of Christmas songs)καλαντιστής, καλαντίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  παιδί που λέει τα κάλαντα περίφρ
cat n dated, slang (guy) (καθομιλουμένη)τύπος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
 That Chas is a cool cat.
chap n UK (guy) (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
  νεαρός ουσ αρσ
  άντρας ουσ αρσ
  (απρόσωπο)τύπος ουσ αρσ
child,
plural: children
n
(boy, girl)παιδί ουσ ουδ
 A child needs love.
child,
plural: children
n
(son, daughter)παιδί ουσ ουδ
  (επίσημο)τέκνο ουσ ουδ
 We have just had our first child.
 Μόλις αποκτήσαμε το πρώτο μας παιδί.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην αίτηση υπάρχει η επιλογή τέκνα. Εκεί θα γράψεις πόσα παιδιά έχεις.
child n figurative (person: immature) (μτφ: ανώριμος)παιδί ουσ ουδ
 He is such a child. He should treat others better.
child n (baby) (μικρή ηλικία)παιδί, μωρό ουσ ουδ
  βρέφος ουσ ουδ
 The child was born only a few months ago.
childish adj (person)που είναι σαν παιδί περίφρ
  (ελαφρά αρνητικό)που κάνει σαν παιδί, που φέρεται σαν παιδί περίφρ
  (ελαφρά αρνητικό)που παιδιαρίζει περίφρ
 Even though she's nearly twenty-five years old, Rose is still childish in many ways.
 Αν και είναι σχεδόν είκοσι πέντε, από πολλές απόψεις η Ρόουζ είναι σαν παιδί ακόμη.
critter n US, informal (child)παιδί ουσ ουδ
 I brought a present for your son; where is that little critter?
expect vi informal (be pregnant)περιμένω παιδί έκφρ
Σχόλιο: Usually used in the continuous form: be expecting
Σχόλιο: usually used in the continuous form: be expecting (a baby)
 My wife's expecting.
 Η γυναίκα μου περιμένει παιδί.
fellow n informal (man, boy)τύπος ουσ αρσ
  (μτφ, συνήθως νέος)παιδί ουσ ουδ
  αγόρι ουσ ουδ
  (ενήλικας)άντρας ουσ αρσ
 He's just some fellow I met on the bus.
 Είναι απλώς ένας τύπος που γνώρισα στο λεωφορείο.
guy n informal (man, boy) (καθομιλουμένη)τύπος ουσ αρσ
  άντρας ουσ αρσ
  (πιο νεαρός)παιδί ουσ ουδ
 There is a guy on the corner selling ice cream.
 Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό.
heavy adj dated (pregnant)έγκυος ουσ θηλ
  σε ενδιαφέρουσα έκφρ
  που περιμένει παιδί έκφρ
 She was heavy with child.
hot stuff n slang (sb especially impressive) (αργκό: άντρας)γκόμενος ουσ αρσ
  (αργκό: γυναίκα)γκόμενα, γκομενάρα ουσ θηλ
  (αργκό: και για τα 2 φύλα)μανάρι ουσ ουδ
  (αργκό, μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
 Jacqueline reckons Tony is "hot stuff."
issue n uncountable (offspring) (επίσημο)απόγονος ουσ αρσ
  παιδί ουσ ουδ
 He died without issue.
kid n informal (child)παιδί ουσ ουδ
 Stacy likes to visit with friends while the kids are at school.
 Στην Στέισι αρέσει να επισκέπτεται φίλους όσο τα παιδιά είναι στο σχολείο.
kiddie n informal (small child) (καθομιλουμένη)παιδί, πιτσιρίκι ουσ ουδ
 Aren't the kiddies cute when they play?
kindergartner,
kindergartener
n
US (child attending infant school)παιδί που πάει σε νηπιαγωγείο
lad n informal (boy) (καθομιλουμένη)νεαρός ουσ αρσ
  αγόρι ουσ ουδ
  παιδί ουσ ουδ
 A young lad was walking to school.
 Ένα νεαρό αγόρι περπατούσε προς το σχολείο.
legacy n US (student) (επίσημο)τέκνο αποφοίτου φρ ως ουσ ουδ
  παιδί αποφοίτου φρ ως ουσ ουδ
 He's a legacy. His father attended this university.
 Είναι παιδί αποφοίτου. Ο πατέρας του φοίτησε σε αυτό το πανεπιστήμιο.
offspring,
plural: offspring
n
(child, children)απόγονος, γόνος ουσ αρσ
  τέκνο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)παιδί ουσ ουδ
 This photograph shows Mark and Emily and all their offspring.
 Αυτή η φωτογραφία δείχνει τον Μαρκ και την Έμιλι και όλα τα παιδιά τους.
offspring,
plural: offspring
n
(young of an animal)απόγονος, γόνος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)παιδί, μικρό ουσ ουδ
 A sheep's offspring is called a lamb. The cat's offspring are growing up.
 Το μικρό του προβάτου λέγεται αρνάκι. Τα μικρά της γάτας μεγαλώνουν.
the offspring of sth n figurative (result)γέννημα, αποκύημα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
 That machine is the offspring of Amanda's creative mind.
rugrat n slang, figurative (crawling infant, young child)παιδί, παιδάκι ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μπόμπιρας ουσ αρσ
  (αρνητική σημασία)νιάνιαρο, μόμολο ουσ ουδ
  (προσβλητικό)κωλόπαιδο ουσ ουδ
runaway n (child: has run away from home)παιδί που έχει φύγει από το σπίτι περίφρ
  (καθομιλουμένη)παιδί που το έχει σκάσει από το σπίτι περίφρ
 The police found the runaway after two days.
 Η αστυνομία βρήκε μετά από δύο μέρες το παιδί που το είχε σκάσει από το σπίτι του.
school kid n informal (child of school age)μαθητής, μαθήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (πιο γενικό)παιδί ουσ ουδ
  (παλαιό)σχολιαρόπαιδο ουσ ουδ
  (αναφορά στο παρελθόν)όταν πήγαινα σχολείο περίφρ
 When I was a school kid I had to walk miles to school.
small fry n slang (child) (αργκό)παιδί ουσ ουδ
 Hello, small fry, what did you do at school today?
son n figurative (descendant)απόγονος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)παιδί ουσ ουδ
  (μτφ, επίσημο)τέκνο ουσ ουδ
 "Are you not sons of Adam, who was created from dust?"
sonny n informal (term of address for a young boy) (προσφώνηση, καθομ)γιε μου, γιόκα μου
  παληκάρι μου
  παιδί μου
  μικρέ μου
sprog n UK, informal (offspring, child) (αργκό)κουτσούβελο, πιτσιρίκι ουσ ουδ
  (μεταφορικά, αργκό)σπόρι ουσ ουδ
  παιδί ουσ ουδ
stepchild,
step-child
n
(child of your spouse)θετό παιδί επίθ + ουσ ουδ
  θετός γιος, θετή κόρη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
 Marcia never had children of her own, but she has a stepchild with her husband.
the toast of sth n figurative (hero, celebrated person) (μεταφορικά)ήρωας, ηρωίδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  αγαπημένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)αγαπημένο παιδί φρ ως ουσ ουδ
  (σε γιορτή, εκδήλωση)τιμώμενο πρόσωπο φρ ως ουσ ουδ
 After he saved the kittens from the fire, Mike became the toast of the town.
the unborn npl (babies still in utero)το αγέννητο παιδί φρ ως ουσ ουδ
  το έμβρυο άρθ ορ + ουσ ουδ
 The politician supports legislation that protects the unborn and places restrictions on abortion.
ward n (child in care of a guardian)κηδεμονευόμενο παιδί μτχ ενεστ + ουσ ουδ
  προστατευόμενος μτχ ενεστ
 The foster family took good care of their wards.
 Η ανάδοχη οικογένεια φρόντιζε καλά τα κηδεμονευόμενα παιδιά της.
young one n (child)παιδί ουσ ουδ
 Come on, young ones, it's your bedtime!
youngest,
the youngest
n
(last-born child)το μικρότερο παιδί περίφρ
  (μεταφορικά)βενιαμίν ουσ ουδ
  (παλαιό)στερνοπαίδι, στερνοπούλι ουσ ουδ
 The youngest of the family often gets the most attention.
 Το στερνοπαίδι της οικογένειας συνήθως το προσέχουν περισσότερο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση παιδί στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «παιδί».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!