WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
οχύρωση fortification, barricade
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fortification n (reinforced military battlement)οχυρωματικά έργα επίθ + ουσ ουδ πλ
  οχύρωση ουσ θηλ
defense,
(US),
defence (UK)
n
often plural (military: fortifications)οχύρωση ουσ θηλ
  οχυρωματικά έργα επίθ + ουσ ουδ πλ
 We need to strengthen our border defenses.
 Πρέπει να ενισχύσουμε την οχύρωση των συνόρων μας.
retrenchment n (interior fortification, retreat)ταμπούρωμα, οχύρωμα ουσ ουδ
  οχύρωση ουσ θηλ
  (οχύρωση με χαράκωμα)περιχαράκωση ουσ θηλ
 The troops retreated to the retrenchment.
fortification n (act of fortifying) (με τείχη κλπ)οχύρωση ουσ θηλ
  (γενικά)ενίσχυση ουσ θηλ
 The soldier was promoted and put in charge overseeing the fortification of the city.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση οχύρωση στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «οχύρωση».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!