WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
οπλισμός armament
  weaponry
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
weaponry n (arms, weapons)οπλισμός ουσ αρσ
 The Vikings used weaponry such as axes and spears.
armature n (protective covering) (ηλεκτρικές, ηλεκτρονικές εφαρμογές)οπλισμός ουσ αρσ
  κλωβός ουσ αρσ
armaments npl (weaponry)οπλισμός ουσ αρσ
  πολεμικός εξοπλισμός φρ ως ουσ αρσ
weaponry n (arsenal: collection of weapons)οπλισμός ουσ αρσ
  οπλοστάσιο ουσ ουδ
 The defendant's weaponry included several handguns and a hunting rifle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
key signature (music) (ζαργκόν)οπλισμός ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
keeper n (for a magnet)οπλισμός μαγνήτη περίφρ
 Dan placed the keepers on the poles of the magnet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση οπλισμός στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «οπλισμός».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!