WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
ομορφιά,
ομορφάδα
beauty
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
beauty n (that which is beautiful)ομορφιά ουσ θηλ
 There is beauty in the woods in wintertime.
 Τα δάση τον χειμώνα έχουν πολλή ομορφιά.
splendor,
UK: splendour
n
US (magnificence)μεγαλείο ουσ ουδ
  ομορφιά ουσ θηλ
  απόλυτη ομορφιά επίθ + ουσ θηλ
 The splendor of the spring morning delighted the travelers.
loveliness n (beauty)ομορφιά ουσ θηλ
  κάλλος ουσ ουδ
 The bride's loveliness was enchanting.
pulchritude n (beauty)ομορφιά ουσ θηλ
  (επίσημα)κάλλος ουσ ουδ
  ωραιότητα, καλλονή ουσ θηλ
  (καθομ, παλαιό)ομορφάδα ουσ θηλ
attractiveness n (sth: pleasing appearance)ελκυστικότητα, γοητεία, ομορφιά ουσ θηλ
  ωραία εμφάνιση επίθ + ουσ θηλ
  (λόγιο)θελκτικότητα ουσ θηλ
 The advertisement emphasizes the hotel lobby's attractiveness.
prettiness n (dainty beauty)ομορφιά ουσ θηλ
good looks npl informal (attractive appearance)ομορφιά ουσ θηλ
  τα κάλλη ουσ θηλ πλ
  ωραία εμφάνιση επίθ + ουσ θηλ
beauty n (quality) (ιδιότητα)ομορφιά ουσ θηλ
 There is great beauty in the poetry of Shakespeare.
 Υπάρχει μεγάλη ομορφιά στα έργα του Σέξπιρ.
attractiveness n (sb: good looks)ελκυστικότητα, γοητεία, ομορφιά ουσ θηλ
  ωραία εμφάνιση επίθ + ουσ θηλ
  (λόγιο)θελκτικότητα ουσ θηλ
 People always notice Teresa's attractiveness, but she wishes they would notice her intelligence, too.
beauty n (charm, grace)ομορφιά ουσ θηλ
 The painting had a certain primitive beauty.
 Η ζωγραφιά είχε μια συγκεκριμένη πρωτόγονη ομορφιά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
the beautiful n (concept of beauty)ομορφιά ουσ θηλ
  όμορφο, ωραίο επίθ ως ουσ
 Is the beautiful any more worthy than the ugly?
beauty n ironic (sarcastic: sth special) (ειρωνικό)ομορφιά ουσ θηλ
 That's a real beauty of a wart.
looks npl informal (physical attractiveness)εμφάνιση ουσ θηλ
  ομορφιά ουσ θηλ
 Joe is a handsome guy, but he uses his looks to get what he wants.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Barbie doll,
Barbie
n
®, informal (artificially pretty woman)γυναίκα με πλαστική ομορφιά περίφρ
  (μεταφορικά)Barbie, Μπάρμπι ουσ θηλ άκλ
Σχόλιο: As a registered trademark, “Barbie” should be capitalized, but it is often not capitalized in informal communication.
beauty n (outstanding thing)μια ομορφιά έκφρ
  το κάτι άλλο έκφρ
 That horse is a beauty.
beauty is in the eye of the beholder expr (beauty is subjective)η ομορφιά είναι υποκειμενική έκφρ
Beauty is skin deep. expr (physical beauty is superficial)Η ομορφιά είναι επιφανειακή. έκφρ
Beauty lies within. expr (Moral virtues produce real beauty.)η ομορφιά φαίνεται στην ψυχή εκφρ
classic beauty n (quality: attractiveness)κλασική ομορφιά επίθ + ουσ θηλ
inner beauty n (attractive personality)εσωτερική ομορφιά επίθ + ουσ θηλ
 She may not be the best-looking girl, but at least she has inner beauty.
natural beauty n (attractiveness without cosmetics)φυσική ομορφιά επίθ + ουσ θηλ
 With natural beauty like hers, who needs cosmetics?
natural beauty n (beauty of nature)φυσική ομορφιά επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ομορφιά στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ομορφιά».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!