Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smoothly adv figurative (without problems)ομαλά, απρόσκοπτα επίρ
  (λόγιος)αίσια, αισίως επίρ
 The project is going smoothly; we should have everything finished on time.
 Το πρότζεκτ προχωράει ομαλά, θα έχουμε τελειώσει τα πάντα στην ώρα μας.
swimmingly adv informal, figurative (very smoothly) (χωρίς προβλήματα)ομαλά επίρ
  απρόσκοπτα επίρ
  (αίσια)καλά, περίφημα επίρ
  (με επιτυχία)επιτυχώς επίρ
harmoniously adv figurative (in agreement) (μεταφορικά)αρμονικά επίρ
  (μεταφορικά)ομαλά επίρ
 The meeting went harmoniously, and it ended with a new contract being signed.
uneventfully adv (without problems)ομαλά επίρ
  (επίσημο)απρόσκοπτα επίρ
 Let's hope that today's race goes uneventfully.
sleekly adv (smoothly, elegantly)ομαλά, λεία επίρ
  κομψά επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smoothly adv (without bumps) (χωρίς προεξοχές)στρωτά, ίσια, ομαλά, ομοιόμορφα επίρ
 The bedspread lay smoothly on top of the bed.
 Το κουβερλί ήταν ομοιόμορφα στρωμένο στο κρεβάτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
click into place expr (events go smoothly)εκτυλίσσομαι ομαλά ρ αμ + επίρ
 After the initial setback, everything clicked into place.
go awry vi + adv figurative (go wrong) (καθομιλουμένη)πάω στραβά ρ έκφρ
  στραβώνω ρ αμ
  (επίσημο)δεν εξελίσσομαι ομαλά περίφρ
 Something has gone awry with my email program.
proceed smoothly vi + adv (go easily and without hindrances)εξελίσσομαι ομαλά ρ αμ + επίρ
  προχωράω χωρίς απρόοπτα έκφρ
 Everything was proceeding smoothly on our journey to Townsville.
sweep along vi phrasal (move smoothly)κινούμαι ομαλά ρ αμ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smoothly adv figurative (without problems)ομαλά, απρόσκοπτα επίρ
  (λόγιος)αίσια, αισίως επίρ
 The project is going smoothly; we should have everything finished on time.
 Το πρότζεκτ προχωράει ομαλά, θα έχουμε τελειώσει τα πάντα στην ώρα μας.
swimmingly adv informal, figurative (very smoothly) (χωρίς προβλήματα)ομαλά επίρ
  απρόσκοπτα επίρ
  (αίσια)καλά, περίφημα επίρ
  (με επιτυχία)επιτυχώς επίρ
harmoniously adv figurative (in agreement) (μεταφορικά)αρμονικά επίρ
  (μεταφορικά)ομαλά επίρ
 The meeting went harmoniously, and it ended with a new contract being signed.
uneventfully adv (without problems)ομαλά επίρ
  (επίσημο)απρόσκοπτα επίρ
 Let's hope that today's race goes uneventfully.
sleekly adv (smoothly, elegantly)ομαλά, λεία επίρ
  κομψά επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
smoothly adv (without bumps) (χωρίς προεξοχές)στρωτά, ίσια, ομαλά, ομοιόμορφα επίρ
 The bedspread lay smoothly on top of the bed.
 Το κουβερλί ήταν ομοιόμορφα στρωμένο στο κρεβάτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
click into place expr (events go smoothly)εκτυλίσσομαι ομαλά ρ αμ + επίρ
 After the initial setback, everything clicked into place.
go awry vi + adv figurative (go wrong) (καθομιλουμένη)πάω στραβά ρ έκφρ
  στραβώνω ρ αμ
  (επίσημο)δεν εξελίσσομαι ομαλά περίφρ
 Something has gone awry with my email program.
proceed smoothly vi + adv (go easily and without hindrances)εξελίσσομαι ομαλά ρ αμ + επίρ
  προχωράω χωρίς απρόοπτα έκφρ
 Everything was proceeding smoothly on our journey to Townsville.
sweep along vi phrasal (move smoothly)κινούμαι ομαλά ρ αμ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ομαλά στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ομαλά».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!