WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
οικοδομή building
  construction, construction site
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
building site n literal (construction area)οικοδομή ουσ θηλ
 Everyone has to report to the office before entering the building site.
construction n (physical structure)κατασκευή ουσ θηλ
  (κτήριο)οικοδομή ουσ θηλ
  οικοδόμημα ουσ ουδ
 Stonehenge is a prehistoric construction in England.
building site n figurative (untidy place) (μεταφορικά)οικοδομή ουσ θηλ
construction n uncountable (building trade)κατασκευές ουσ θηλ πλ
  κατασκευαστικός τομέας επίθ + ουσ αρσ
  (καθομ: για εργάτη)οικοδομή ουσ θηλ
 Shawn got a job in construction.
 Ο Σων βρήκε δουλειά στον κατασκευαστικό τομέα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση οικοδομή στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «οικοδομή».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!