WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
οικισμός | | settlement |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
housing development n | (housing estate, residential area) | οικισμός ουσ αρσ |
| The new housing development has easy access to the highway. |
| Ο νέος οικισμός έχει εύκολη πρόσβαση στον αυτοκινητόδρομο. |
settlement n | (village) | οικισμός ουσ αρσ |
| (συνήθως για προσωρινή χρήση) | καταυλισμός ουσ αρσ |
| Smith established a colonial settlement at Jamestown. |
| Ο Σμιθ ίδρυσε ένα οικισμό εποίκων στο Τζέιμσταουν. |
plantation n | US (settlement) | οικισμός ουσ αρσ |
| His ancestors included settlers at Plymouth plantation. |
| Στους προγόνους του συγκαταλέγονταν άποικοι στον οικισμό Πλίμουθ. |