Κύριες μεταφράσεις |
guiding adj | (person: leading) (άτομο) | οδηγός, καθοδηγητής ουσ αρσ |
| | οδηγός, καθοδηγήτρια ουσ θηλ |
| He was a guiding figure in the early days of the college. |
driver n | (of vehicle) | οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| The driver of the blue car turned the wheels sharply to avoid the hole in the road. |
| Ο οδηγός του μπλε αυτοκινήτου έστριψε απότομα, για ν' αποφύγει την τρύπα στο δρόμο. |
usher n | (sb: guides others) (σε θέατρο, σινεμά) | ταξιθέτης, ταξιθέτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (πιο γενικό) | συνοδός, οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| The usher showed the group to their seats. |
| Ο ταξιθέτης οδήγησε την παρέα στις θέσεις τους. |
chauffeur n | French (private driver) | σοφέρ ουσ αρσ |
| | οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| The chauffeur opened the car door for his boss and offered him a bottle of water. |
motorist n | (car driver) (αυτοκινήτου) | οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| Motorists should avoid drinking and driving. |
racer n | (racing-car driver) (σε αγώνες) | οδηγός ουσ αρσ |
| The racer lost control around the turn and crashed. |
gillie, ghillie, gilly n | Scot (hunting and fishing guide) | οδηγός, συνοδός ουσ αρσ/θηλ |
guide n | (leader: tour) | οδηγός, ξεναγός ουσ αρσ/θηλ |
| She was employed as a guide in the museum. |
| Δουλεύει ως οδηγός (or: ξεναγός) στο μουσείο. |
guideline n | (line drawn as a guide) | γραμμή οδηγός φρ ως ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | οδηγός ουσ αρσ |
| Ernest used a ruler to draw guidelines on the paper before he began writing the letter. |
| Ο Έρνεστ χρησιμοποίησε χάρακα για χαράξει τις γραμμές οδηγούς στο χαρτί πριν αρχίσει να γράφει την επιστολή. |
runner n | (gliding mechanism) | οδηγός ουσ αρσ |
| The runners are broken on this drawer. |
| Οι οδηγοί αυτού του συρταριού είναι σπασμένοι. |
lodestar n | figurative (guiding light) | πυξίδα ουσ θηλ |
| | οδηγός ουσ αρσ |
outrider n | (escort, advance scout) (στρατός) | ανιχνευτής ουσ αρσ |
| | οδηγός, συνοδός ουσ αρσ |
leader n | (guide) | αρχηγός, οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| The leader of the tour took them into the next room. |
| Ο αρχηγός της ομάδας τούς οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο. |
guide n | (leader: geography) | οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| The explorers were led by a native guide. |
| Τους εξερευνητές καθοδηγούσε ένας ντόπιος οδηγός. |
wizard n | (computer tutorial) (Η/Υ: π.χ. εγκατάστασης) | βοηθός, οδηγός ουσ αρσ |
| Rachel used a wizard to set up her new software. |
| Η Ρέιτσελ χρησιμοποίησε έναν βοηθό (or: οδηγό) για να εγκαταστήσει το νέο λογισμικό. |
engineer n | US (locomotive driver) | οδηγός περίφρ |
| | οδηγός τρένου, οδηγός τραίνου περίφρ |
| The engineer blew the whistle as the train rounded the bend. |
| Ο οδηγός σφύριξε ενώ το τρένο περνούσε τη στροφή. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα ήθελα να εργαστώ ως οδηγός τραίνου. |
beacon n | figurative (sth or sb who acts as guide) (μεταφορικά) | οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| Mr. Jones has been our beacon through the long and confusing legal process. |
| Ο κ. Τζόουνς ήταν ο οδηγός μας κατά τη μακρά και πολύπλοκη νομική διαδικασία. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
leader n | (printing: row of dots) | οδηγός ουσ αρσ |
| Tables of contents usually have leaders to guide your eyes to the page number. |
| Οι πίνακες περιεχομένων διαθέτουν συνήθως οδηγούς για να μεταφέρουν το βλέμμα σας στον αριθμό της σελίδας. |
leader n | (short strip) | οδηγός ουσ αρσ |
| You have to put the leader through the hole to load the film. |
| Πρέπει να περάσεις τον οδηγό από την τρύπα για να φορτώσει το φιλμ. |
driver n | (machine part that exerts force) (μηχανολογία) | οδηγός ουσ αρσ |
| The driver on this machine isn't working; I'll have to take it to the repair shop. |
guide n | (leader: process) | καθοδηγητής, καθοδηγήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| (συνηθέστερο) | καθοδηγώ ρ μ |
| The man over there will be your guide through the process. |
guide n | (reference) (μεταφορικά) | οδηγός ουσ αρσ |
Σχόλιο: ΄Οταν το ουσιαστικό 'οδηγός' δεν αναφέρεται σε ανθρώπους είναι μόνο αρσενικού γένους. |
| Use a spirit-level as a guide when laying bricks. |
guide n | (machine part) (μεταφορικά) | οδηγός ουσ αρσ |
| Make sure to lay the board against the guide before you cut it with the saw. |
guide n | (guidebook) | οδηγός ουσ αρσ |
| We looked up the train times in the guide. |
guide n | (guidepost) | οδηγός ουσ αρσ |
| They placed piles of stones along the trail, as guides. |
guide n | (manual) | οδηγός ουσ αρσ |
| | εγχειρίδιο ουσ ουδ |
| The machine came with a twenty-page guide. |
drive n | (computing) | οδηγός ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | ντράιβ, drive ουσ ουδ ακλ |
| Insert the CD into the drive. |
itinerary n | (guide) | οδηγός ουσ αρσ |
| April checked the provided itinerary for places to eat in this area. |
guide, Guide n | UK (girl scout: member of girls' youth group) (οδηγισμός) | οδηγός ουσ θηλ |
| In the UK, Guides often wear a blue polo shirt with red sleeves. |
eyes npl | figurative (guide for the blind) | οδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| (μεταφορικά) | μάτια ουσ ουδ πλ |
| The dog worked as the blind man's eyes. |
| Ο σκύλος χρησίμευε ως οδηγός του τυφλού άντρα. |
| Ο σκύλος ήταν τα μάτια του τυφλού άντρα. |
Σύνθετοι τύποι: |
balloonist n | (sb who flies a hot-air balloon) | οδηγός αερόστατου περίφρ |
biker n | (motorcycle rider) | μοτοσυκλετιστής, μοτοσυκλετίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | οδηγός μηχανής φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| The biker took off his helmet and leather jacket. |
bobsledder n | (person who rides a bobsleigh) | οδηγός ελκήθρου φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
bus driver n | (sb employed to drive a bus) | οδηγός λεωφορείου ουσ αρσ |
| The bus driver stopped to pick up a passenger. |
cabby, cabbie n | informal (taxi driver) | ταξιτζής, ταξιτζού ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (αργκό, ενίοτε μειωτικό) | ταρίφας ουσ αρσ |
| (πιο επίσημο) | οδηγός ταξί φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
guidepost n | US (guide to proper behaviour) | οδηγός καλής συμπεριφοράς |
hauler, UK: haulier n | US (trucker, lorry driver) | φορτηγατζής, φορτηγατζού ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | οδηγός φορτηγού περίφρ |
| Richie works as a hauler and frequently drives long distances. |
hit-and-run driver n | (sb: leaves accident scene) | οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίο περίφρ |
| (ελεύθερη απόδοση) | ασυνείδητος οδηγός επίθ + ουσ αρσ/θηλ |
| The police went to auto body repair shops to find the hit-and-run driver's car. |
honker n | (driver who sounds a car horn) | οδηγός που κορνάρει περίφρ |
mahout n | (Indian elephant trainer) | οδηγός ελέφαντα φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | μαχούτ ουσ αρσ άκλ |
motorman n | US (driver of electric streetcar, train) | μηχανοδηγός ουσ αρσ/θηλ |
| (τρένο) | οδηγός τρένου |
| (τραμ) | οδηγός τραμ |
| (παλαιό: οδηγός τραμ) | τραμβαγιέρης ουσ αρσ |
muleskinner n | (mule herder) | οδηγός μουλαριών |
| (αρχαϊκός τύπος) | ημιονηλάτης ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | μουλαράς ουσ αρσ |
muleteer n | (mule herder) | οδηγός μουλαριών |
| (αρχαϊκός τύπος) | ημιονηλάτης ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | μουλαράς ουσ αρσ |
privateer n | (racing driver without a sponsor) | οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσορα |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
reckless driver n | (sb who drives dangerously) | ασυνείδητος οδηγός επίθ + ουσ αρσ |
| The reckless driver was eventually stopped by the police. |
road hog, roadhog n | figurative (driver: does not stay in lane) (καθομιλουμένη) | κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει περίφρ |
| (κατά λέξη) | οδηγός που συνέχεια βγαίνει από τη λωρίδα του |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβή αντιστοιχία. |
| I wish this truck would move into the proper lane - he's such a road hog. |
| Αυτό το φορτηγό δε λέει με τίποτα να μπει τη σωστή λωρίδα. Ο οδηγός νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του. |
taxi driver n | (sb employed to drive a cab) | οδηγός ταξί, ταξιτζής ουσ αρσ |
| (αργκό) | ταρίφας ουσ αρσ |
Σχόλιο: ταξί: ξενικό, άκλιτο |
| I gave the taxi driver a generous tip. |
teamster n | US (truck driver) | οδηγός φορτηγού περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | φορτηγατζής ουσ αρσ |
truck driver n | US (sb employed to drive a lorry) | οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρης ουσ αρσ |
| My uncle worked as a truck driver transporting goods all over North America. |
trucker n | (lorry driver) | οδηγός φορτηγού φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| (καθομιλουμένη) | φορτηγατζής ουσ αρσ |