WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
οδηγός driver
  motorist
  chauffeur
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
guiding adj (person: leading) (άτομο)οδηγός, καθοδηγητής ουσ αρσ
  οδηγός, καθοδηγήτρια ουσ θηλ
 He was a guiding figure in the early days of the college.
driver n (of vehicle)οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 The driver of the blue car turned the wheels sharply to avoid the hole in the road.
 Ο οδηγός του μπλε αυτοκινήτου έστριψε απότομα, για ν' αποφύγει την τρύπα στο δρόμο.
usher n (sb: guides others) (σε θέατρο, σινεμά)ταξιθέτης, ταξιθέτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (πιο γενικό)συνοδός, οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 The usher showed the group to their seats.
 Ο ταξιθέτης οδήγησε την παρέα στις θέσεις τους.
chauffeur n French (private driver)σοφέρ ουσ αρσ
  οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 The chauffeur opened the car door for his boss and offered him a bottle of water.
motorist n (car driver) (αυτοκινήτου)οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 Motorists should avoid drinking and driving.
racer n (racing-car driver) (σε αγώνες)οδηγός ουσ αρσ
 The racer lost control around the turn and crashed.
gillie,
ghillie,
gilly
n
Scot (hunting and fishing guide)οδηγός, συνοδός ουσ αρσ/θηλ
guide n (leader: tour)οδηγός, ξεναγός ουσ αρσ/θηλ
 She was employed as a guide in the museum.
 Δουλεύει ως οδηγός (or: ξεναγός) στο μουσείο.
guideline n (line drawn as a guide)γραμμή οδηγός φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)οδηγός ουσ αρσ
 Ernest used a ruler to draw guidelines on the paper before he began writing the letter.
 Ο Έρνεστ χρησιμοποίησε χάρακα για χαράξει τις γραμμές οδηγούς στο χαρτί πριν αρχίσει να γράφει την επιστολή.
runner n (gliding mechanism)οδηγός ουσ αρσ
 The runners are broken on this drawer.
 Οι οδηγοί αυτού του συρταριού είναι σπασμένοι.
lodestar n figurative (guiding light)πυξίδα ουσ θηλ
  οδηγός ουσ αρσ
outrider n (escort, advance scout) (στρατός)ανιχνευτής ουσ αρσ
  οδηγός, συνοδός ουσ αρσ
leader n (guide)αρχηγός, οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 The leader of the tour took them into the next room.
 Ο αρχηγός της ομάδας τούς οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο.
guide n (leader: geography)οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 The explorers were led by a native guide.
 Τους εξερευνητές καθοδηγούσε ένας ντόπιος οδηγός.
wizard n (computer tutorial) (Η/Υ: π.χ. εγκατάστασης)βοηθός, οδηγός ουσ αρσ
 Rachel used a wizard to set up her new software.
 Η Ρέιτσελ χρησιμοποίησε έναν βοηθό (or: οδηγό) για να εγκαταστήσει το νέο λογισμικό.
engineer n US (locomotive driver)οδηγός περίφρ
  οδηγός τρένου, οδηγός τραίνου περίφρ
 The engineer blew the whistle as the train rounded the bend.
 Ο οδηγός σφύριξε ενώ το τρένο περνούσε τη στροφή.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα ήθελα να εργαστώ ως οδηγός τραίνου.
beacon n figurative (sth or sb who acts as guide) (μεταφορικά)οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 Mr. Jones has been our beacon through the long and confusing legal process.
 Ο κ. Τζόουνς ήταν ο οδηγός μας κατά τη μακρά και πολύπλοκη νομική διαδικασία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leader n (printing: row of dots)οδηγός ουσ αρσ
 Tables of contents usually have leaders to guide your eyes to the page number.
 Οι πίνακες περιεχομένων διαθέτουν συνήθως οδηγούς για να μεταφέρουν το βλέμμα σας στον αριθμό της σελίδας.
leader n (short strip)οδηγός ουσ αρσ
 You have to put the leader through the hole to load the film.
 Πρέπει να περάσεις τον οδηγό από την τρύπα για να φορτώσει το φιλμ.
driver n (machine part that exerts force) (μηχανολογία)οδηγός ουσ αρσ
 The driver on this machine isn't working; I'll have to take it to the repair shop.
guide n (leader: process)καθοδηγητής, καθοδηγήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  οδηγός ουσ αρσ/θηλ
  (συνηθέστερο)καθοδηγώ ρ μ
 The man over there will be your guide through the process.
guide n (reference) (μεταφορικά)οδηγός ουσ αρσ
Σχόλιο: ΄Οταν το ουσιαστικό 'οδηγός' δεν αναφέρεται σε ανθρώπους είναι μόνο αρσενικού γένους.
 Use a spirit-level as a guide when laying bricks.
guide n (machine part) (μεταφορικά)οδηγός ουσ αρσ
 Make sure to lay the board against the guide before you cut it with the saw.
guide n (guidebook)οδηγός ουσ αρσ
 We looked up the train times in the guide.
guide n (guidepost)οδηγός ουσ αρσ
 They placed piles of stones along the trail, as guides.
guide n (manual)οδηγός ουσ αρσ
  εγχειρίδιο ουσ ουδ
 The machine came with a twenty-page guide.
drive n (computing)οδηγός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)ντράιβ, drive ουσ ουδ ακλ
 Insert the CD into the drive.
itinerary n (guide)οδηγός ουσ αρσ
 April checked the provided itinerary for places to eat in this area.
guide,
Guide
n
UK (girl scout: member of girls' youth group) (οδηγισμός)οδηγός ουσ θηλ
 In the UK, Guides often wear a blue polo shirt with red sleeves.
eyes npl figurative (guide for the blind)οδηγός ουσ αρσ/θηλ
  (μεταφορικά)μάτια ουσ ουδ πλ
 The dog worked as the blind man's eyes.
 Ο σκύλος χρησίμευε ως οδηγός του τυφλού άντρα.
 Ο σκύλος ήταν τα μάτια του τυφλού άντρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
balloonist n (sb who flies a hot-air balloon)οδηγός αερόστατου περίφρ
biker n (motorcycle rider)μοτοσυκλετιστής, μοτοσυκλετίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  οδηγός μηχανής φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The biker took off his helmet and leather jacket.
bobsledder n (person who rides a bobsleigh)οδηγός ελκήθρου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
bus driver n (sb employed to drive a bus)οδηγός λεωφορείου ουσ αρσ
 The bus driver stopped to pick up a passenger.
cabby,
cabbie
n
informal (taxi driver)ταξιτζής, ταξιτζού ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (αργκό, ενίοτε μειωτικό)ταρίφας ουσ αρσ
  (πιο επίσημο)οδηγός ταξί φρ ως ουσ αρσ/θηλ
guidepost n US (guide to proper behaviour)οδηγός καλής συμπεριφοράς
hauler,
UK: haulier
n
US (trucker, lorry driver)φορτηγατζής, φορτηγατζού ουσ αρσ, ουσ θηλ
  οδηγός φορτηγού περίφρ
 Richie works as a hauler and frequently drives long distances.
hit-and-run driver n (sb: leaves accident scene)οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίο περίφρ
  (ελεύθερη απόδοση)ασυνείδητος οδηγός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
 The police went to auto body repair shops to find the hit-and-run driver's car.
honker n (driver who sounds a car horn)οδηγός που κορνάρει περίφρ
mahout n (Indian elephant trainer)οδηγός ελέφαντα φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  μαχούτ ουσ αρσ άκλ
motorman n US (driver of electric streetcar, train)μηχανοδηγός ουσ αρσ/θηλ
  (τρένο)οδηγός τρένου
  (τραμ)οδηγός τραμ
  (παλαιό: οδηγός τραμ)τραμβαγιέρης ουσ αρσ
muleskinner n (mule herder)οδηγός μουλαριών
  (αρχαϊκός τύπος)ημιονηλάτης ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μουλαράς ουσ αρσ
muleteer n (mule herder)οδηγός μουλαριών
  (αρχαϊκός τύπος)ημιονηλάτης ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μουλαράς ουσ αρσ
privateer n (racing driver without a sponsor)οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσορα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
reckless driver n (sb who drives dangerously)ασυνείδητος οδηγός επίθ + ουσ αρσ
 The reckless driver was eventually stopped by the police.
road hog,
roadhog
n
figurative (driver: does not stay in lane) (καθομιλουμένη)κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει περίφρ
  (κατά λέξη)οδηγός που συνέχεια βγαίνει από τη λωρίδα του
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβή αντιστοιχία.
 I wish this truck would move into the proper lane - he's such a road hog.
 Αυτό το φορτηγό δε λέει με τίποτα να μπει τη σωστή λωρίδα. Ο οδηγός νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του.
taxi driver n (sb employed to drive a cab)οδηγός ταξί, ταξιτζής ουσ αρσ
  (αργκό)ταρίφας ουσ αρσ
Σχόλιο: ταξί: ξενικό, άκλιτο
 I gave the taxi driver a generous tip.
teamster n US (truck driver)οδηγός φορτηγού περίφρ
  (καθομιλουμένη)φορτηγατζής ουσ αρσ
truck driver n US (sb employed to drive a lorry)οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρης ουσ αρσ
 My uncle worked as a truck driver transporting goods all over North America.
trucker n (lorry driver)οδηγός φορτηγού φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)φορτηγατζής ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση οδηγός στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «οδηγός».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!