Κύριες μεταφράσεις |
disease n | (sickness) | ασθένεια, αρρώστια ουσ θηλ |
| (επίσημο) | νόσος ουσ θηλ |
| | νόσημα ουσ ουδ |
| | πάθηση ουσ θηλ |
| This disease has killed three people in the last month. I had all the usual childhood diseases at the usual times. |
| Τον τελευταίο μήνα, η συγκεκριμένη ασθένεια προκάλεσε τον θάνατο τριών ατόμων. Πέρασα όλες τις κοινές παιδικές ασθένειες, όταν αναμενόταν. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι μια εκφυλιστική νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος, με βασικό σύμπτωμα την άνοια. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα άτομα με καρδιακά νοσήματα |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση. |
illness n | (sickness) | αρρώστια ουσ θηλ |
| | ασθένεια ουσ θηλ |
| (επίσημο) | νόσος, πάθηση ουσ θηλ |
| | νόσημα ουσ ουδ |
| There was an illness going around in school, so Gary's mom pulled him out of school for a week. |
| Κυκλοφορούσε μια ασθένεια στο σχολείο και έτσι η μαμά του Γκάρι τον κράτησε σπίτι για μια εβδομάδα. |
ailment n | often plural (illness) | ασθένεια, πάθηση, νόσος ουσ θηλ |
| Kelly's grandmother is afflicted by an unknown ailment. |
| Η γιαγιά της Κέλι πάσχει από μια άγνωστη νόσο (or: ασθένεια). |
Σύνθετοι τύποι: |
Addison's disease n | (glandular disorder) (ασθένεια) | νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων ουσ θηλ |
Σχόλιο: Άντισον: ξενικό, άκλιτο |
| John F. Kennedy reportedly suffered from Addison's disease. |
altitude sickness n | (illness at high altitude) | ασθένεια του υψομέτρου φρ ως ουσ θηλ |
| (επίσημο) | νόσος των ορέων φρ ως ουσ θηλ |
| Altitude sickness can be very serious and can even result in death. |
Alzheimer's disease n | (progressive brain disease) | νόσος Αλτσχάιμερ φρ ως ουσ θηλ |
the bends npl | (decompression sickness) | νόσος των δυτών φρ ως ουσ θηλ |
| Arthur suffered from the bends after scuba diving. |
black lung disease, black lung n | colloquial (respiratory illness) | πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων φρ ως ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | νόσος των ανθρακωρύχων φρ ως ουσ θηλ |
| Coal miners may develop black lung disease from breathing in coal dust. |
BSE n | initialism (mad cow disease) | σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | νόσος των τρελών αγελάδων φρ ως ουσ θηλ |
| Restrictions were put in place in the 1990s to combat the spread of BSE. |
canine distemper n | (dog disease) | μόρβα ουσ θηλ |
| | νόσος του Καρέ φρ ως ουσ θηλ |
congenital heart disease n | (heart defect at birth) (ιατρική) | συγγενής καρδιοπάθεια επίθ + ουσ θηλ |
| | συγγενής καρδιακή νόσος φρ ως ουσ θηλ |
| Mr. and Mrs. Hollins were devastated to learn that their newborn son had a congenital heart disease. |
| Ο κύριος και η κυρία Χόλινς συγκλονίστηκαν όταν έμαθαν ότι ο νεογέννητος γιος τους πάσχει από συγγενή καρδιοπάθεια. |
coronary heart disease n | (cardiac illness) | στεφανιαία αρτηριακή νόσος επίθ + επίθ + ουσ θηλ |
COVID-19, Covid-19, covid-19 n | (illness caused by SARS-CoV-2 virus) | COVID-19 ουσ θηλ άκλ |
| | νόσος COVID-19 φρ ως ουσ θηλ |
cystic fibrosis n | (disease of lungs and digestion) (παθολογία) | ινοκυστική νόσος ουσ θηλ |
decompression sickness n | (diver, pilot: the bends) | νόσος των δυτών έκφρ |
| Scuba divers must ascend slowly to avoid decompression sickness. |
distemper n | (disease affecting animals, esp. dogs) (ασθένεια σκύλων) | μόρβα ουσ θηλ |
| | νόσος του Καρέ φρ ως ουσ θηλ |
Hansen's disease n | (leprosy) | λέπρα, νόσος του Χάνσεν ουσ θηλ |
Hodgkin's disease n | (serious disease of the lymph nodes) | νόσος του Χόντζκιν ουσ θηλ |
| | λέμφωμα του Χόντζκιν ουσ ουδ |
Σχόλιο: Χόντζκιν: ξενικό, άκλιτο |
| I have been diagnosed with Hodgkin's disease. Hodgkin's Disease is a kind of lymphoma. |
| Διαγνώστηκε ότι έχω τη νόσο του Χόντζκιν. Η νόσος του Χόντζκιν είναι ένα είδος λεμφώματος. |
infectious disease n | (illness spread by person to person) | λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος έκφρ |
liver disease n | (illness affecting liver) | ηπατική νόσος επίθ + ουσ θηλ |
| | ηπατική ασθένεια επίθ + ουσ θηλ |
| Viruses cause some liver diseases. |
local disease n | (ailment in one part of the body) | τοπική νόσος επίθ + ουσ θηλ |
long covid n | (long-term effects of coronavirus disease) | long covid ουσ θηλ άκλ |
| | παρατεινόμενη νόσος COVID-19 φρ ως ουσ θηλ |
| | covid μακράς διάρκειας φρ ως ουσ θηλ |
lung disease n | (pulmonary illness) | πνευμονοπάθεια ουσ θηλ |
| | πνευμονική νόσος, πνευμονική πάθηση επίθ + ουσ θηλ |
Lyme disease n | (infection) | βορρελίωση ουσ θηλ |
| | νόσος του Lyme φρ ως ουσ θηλ |
mad cow disease n | (BSE: bovine spongiform encephalopathy) (καθομιλουμένη) | νόσος των τρελών αγελάδων ουσ θηλ |
Σχόλιο: επίσημη ορολογία: σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια |
| More cattle are to be tested for mad cow disease. |
orf n | (disease of sheep, goats) | νόσος orf περίφρ |
puna n | uncountable (altitude sickness) | νόσος του υψομέτρου φρ ως ουσ θηλ |
respiratory disease n | (breathing disorder) | αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια ουσ θηλ |
| The smog was a contributing factor to his respiratory disease. He had a respiratory disease which caused him to be short of breath. |
| Η αιθαλομίχλη ήταν επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνευστική του ασθένεια. |
rosacea, acne rosacea n | (skin condition causing redness) (ιατρική) | ροδόχρους νόσος, ροδόχρους ακμή επίθ + ουσ θηλ |
| That's not a rash on her face; she has rosacea. |
| Δεν είναι εξάνθημα αυτό στο πρόσωπό της, πάσχει από ροδόχρου νόσο (or: ροδόχρου ακμή). |
scrapie n | (disease affecting sheep) (ασθένεια αιγοπροβάτων) | τρομώδης νόσος |
waterborne disease n | (infection carried by water) | υδατογενής νόσος επίθ + ουσ θηλ |