WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
νόσος disease, illness
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disease n (sickness)ασθένεια, αρρώστια ουσ θηλ
  (επίσημο)νόσος ουσ θηλ
  νόσημα ουσ ουδ
  πάθηση ουσ θηλ
 This disease has killed three people in the last month. I had all the usual childhood diseases at the usual times.
 Τον τελευταίο μήνα, η συγκεκριμένη ασθένεια προκάλεσε τον θάνατο τριών ατόμων. Πέρασα όλες τις κοινές παιδικές ασθένειες, όταν αναμενόταν.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι μια εκφυλιστική νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος, με βασικό σύμπτωμα την άνοια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα άτομα με καρδιακά νοσήματα
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση.
illness n (sickness)αρρώστια ουσ θηλ
  ασθένεια ουσ θηλ
  (επίσημο)νόσος, πάθηση ουσ θηλ
  νόσημα ουσ ουδ
 There was an illness going around in school, so Gary's mom pulled him out of school for a week.
 Κυκλοφορούσε μια ασθένεια στο σχολείο και έτσι η μαμά του Γκάρι τον κράτησε σπίτι για μια εβδομάδα.
ailment n often plural (illness)ασθένεια, πάθηση, νόσος ουσ θηλ
 Kelly's grandmother is afflicted by an unknown ailment.
 Η γιαγιά της Κέλι πάσχει από μια άγνωστη νόσο (or: ασθένεια).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
illness n (mental illness)ασθένεια ουσ θηλ
  (επίσημο)νόσος ουσ θηλ
  (επίσημο)νόσημα ουσ ουδ
  (ανεπίσημο)αρρώστια ουσ θηλ
 Larry had an illness that made it difficult for him to speak.
sickness n (illness)αρρώστια, ασθένεια ουσ θηλ
  (επίσημο)νόσος ουσ θηλ
  (επίσημο)νόσημα ουσ ουδ
 All the villagers were suffering from a strange sickness.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Addison's disease n (glandular disorder) (ασθένεια)νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων ουσ θηλ
Σχόλιο: Άντισον: ξενικό, άκλιτο
 John F. Kennedy reportedly suffered from Addison's disease.
altitude sickness n (illness at high altitude)ασθένεια του υψομέτρου φρ ως ουσ θηλ
  (επίσημο)νόσος των ορέων φρ ως ουσ θηλ
 Altitude sickness can be very serious and can even result in death.
Alzheimer's disease n (progressive brain disease)νόσος Αλτσχάιμερ φρ ως ουσ θηλ
the bends npl (decompression sickness)νόσος των δυτών φρ ως ουσ θηλ
 Arthur suffered from the bends after scuba diving.
black lung disease,
black lung
n
colloquial (respiratory illness)πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)νόσος των ανθρακωρύχων φρ ως ουσ θηλ
 Coal miners may develop black lung disease from breathing in coal dust.
BSE n initialism (mad cow disease)σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)νόσος των τρελών αγελάδων φρ ως ουσ θηλ
 Restrictions were put in place in the 1990s to combat the spread of BSE.
canine distemper n (dog disease)μόρβα ουσ θηλ
  νόσος του Καρέ φρ ως ουσ θηλ
congenital heart disease n (heart defect at birth) (ιατρική)συγγενής καρδιοπάθεια επίθ + ουσ θηλ
  συγγενής καρδιακή νόσος φρ ως ουσ θηλ
 Mr. and Mrs. Hollins were devastated to learn that their newborn son had a congenital heart disease.
 Ο κύριος και η κυρία Χόλινς συγκλονίστηκαν όταν έμαθαν ότι ο νεογέννητος γιος τους πάσχει από συγγενή καρδιοπάθεια.
coronary heart disease n (cardiac illness)στεφανιαία αρτηριακή νόσος επίθ + επίθ + ουσ θηλ
COVID-19,
Covid-19,
covid-19
n
(illness caused by SARS-CoV-2 virus)COVID-19 ουσ θηλ άκλ
  νόσος COVID-19 φρ ως ουσ θηλ
cystic fibrosis n (disease of lungs and digestion) (παθολογία)ινοκυστική νόσος ουσ θηλ
decompression sickness n (diver, pilot: the bends)νόσος των δυτών έκφρ
 Scuba divers must ascend slowly to avoid decompression sickness.
distemper n (disease affecting animals, esp. dogs) (ασθένεια σκύλων)μόρβα ουσ θηλ
  νόσος του Καρέ φρ ως ουσ θηλ
Hansen's disease n (leprosy)λέπρα, νόσος του Χάνσεν ουσ θηλ
Hodgkin's disease n (serious disease of the lymph nodes)νόσος του Χόντζκιν ουσ θηλ
  λέμφωμα του Χόντζκιν ουσ ουδ
Σχόλιο: Χόντζκιν: ξενικό, άκλιτο
 I have been diagnosed with Hodgkin's disease. Hodgkin's Disease is a kind of lymphoma.
 Διαγνώστηκε ότι έχω τη νόσο του Χόντζκιν. Η νόσος του Χόντζκιν είναι ένα είδος λεμφώματος.
infectious disease n (illness spread by person to person)λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος έκφρ
liver disease n (illness affecting liver)ηπατική νόσος επίθ + ουσ θηλ
  ηπατική ασθένεια επίθ + ουσ θηλ
 Viruses cause some liver diseases.
local disease n (ailment in one part of the body)τοπική νόσος επίθ + ουσ θηλ
long covid n (long-term effects of coronavirus disease)long covid ουσ θηλ άκλ
  παρατεινόμενη νόσος COVID-19 φρ ως ουσ θηλ
  covid μακράς διάρκειας φρ ως ουσ θηλ
lung disease n (pulmonary illness)πνευμονοπάθεια ουσ θηλ
  πνευμονική νόσος, πνευμονική πάθηση επίθ + ουσ θηλ
Lyme disease n (infection)βορρελίωση ουσ θηλ
  νόσος του Lyme φρ ως ουσ θηλ
mad cow disease n (BSE: bovine spongiform encephalopathy) (καθομιλουμένη)νόσος των τρελών αγελάδων ουσ θηλ
Σχόλιο: επίσημη ορολογία: σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια
 More cattle are to be tested for mad cow disease.
orf n (disease of sheep, goats)νόσος orf περίφρ
puna n uncountable (altitude sickness)νόσος του υψομέτρου φρ ως ουσ θηλ
respiratory disease n (breathing disorder)αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια ουσ θηλ
 The smog was a contributing factor to his respiratory disease. He had a respiratory disease which caused him to be short of breath.
 Η αιθαλομίχλη ήταν επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνευστική του ασθένεια.
rosacea,
acne rosacea
n
(skin condition causing redness) (ιατρική)ροδόχρους νόσος, ροδόχρους ακμή επίθ + ουσ θηλ
 That's not a rash on her face; she has rosacea.
 Δεν είναι εξάνθημα αυτό στο πρόσωπό της, πάσχει από ροδόχρου νόσο (or: ροδόχρου ακμή).
scrapie n (disease affecting sheep) (ασθένεια αιγοπροβάτων)τρομώδης νόσος
waterborne disease n (infection carried by water)υδατογενής νόσος επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση νόσος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «νόσος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!