WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
νομικά legally
  legal studies
  legal matters
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
legally adv (according to law)νομικώς, νομικά επίρ
 Legally speaking, the father has a right to custody.
law n (legal studies)νομική ουσ θηλ
  νομικά επίθ ως ουσ ουδ πλ
 He studied law and became a lawyer.
 Σπούδασε νομική (or: νομικά) και έγινε δικηγόρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
constructionist n (interprets laws a certain way)ερμηνεύει νομικά κείμενα με τρόπο που τον συμφέρει
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
illegal tender n (money that is not valid currency)νομικά άκυρο χρήμα, μη αποδεκτό χρήμα φρ ως ουσ ουδ
legally binding adj (made compulsory by contract)νομικά δεσμευτικός επίρ + επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση νομικά στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «νομικά».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!