WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
μωρό baby
  babe
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
baby n (infant child)μωρό, βρέφος ουσ ουδ
 The baby was born on Tuesday.
 Το μωρό (or: βρέφος) γεννήθηκε την Τρίτη.
babe n (baby) (κυριολεκτικά)μωρό ουσ ουδ
 The mother cradled the babe in her arms.
bairn n UK, regional (baby or child)παιδί, μωρό ουσ ουδ
 My granddaughter's a beautiful wee bairn!
nurseling n (suckling infant) (που θηλάζει)βρέφος, νεογνό, μωρό ουσ ουδ
  (που θηλάζει)νήπιο ουσ ουδ
  (καθομ, αποδοκιμασίας)βυζανιάρικο ουσ ουδ
nursling n (unweaned infant) (που θηλάζει)βρέφος, νεογνό, μωρό ουσ ουδ
  (που θηλάζει)νήπιο ουσ ουδ
  (καθομ, αποδοκιμασίας)βυζανιάρικο ουσ ουδ
jailbait n slang (underage girl or boy) (καθομιλουμένη)πιπίνι, μωρό ουσ ουδ
  μανάρι ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και προτείνονται ορισμένες, πιο γενικές, αποδόσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση.
mere child n (very young person) (μεταφορικά)παιδί, παιδαρέλι, μωρό ουσ ουδ
  (μειωτικό)παιδί ακόμα, μωρό ακόμα περίφρ
 A mere child can't be expected to understand the stock market.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι παιδί ακόμα. Τι περιμένεις να ξέρει για τη ζωή και τις δυσκολίες τις;
bambino n (baby)μωρό ουσ ουδ
  μωράκι ουσ ουδ
bundle of joy,
little bundle of joy
n
informal (baby)μωρό, μωράκι ουσ ουδ
tootsie,
toots
interj
US, informal (woman: condescending name) (γυναίκα)μπέμπα ουσ θηλ
  μωρό ουσ ουδ
baby n (newborn animal)μωρό ουσ ουδ
  μικρό επίθ ως ουσ
 The cow suckled her baby.
 Η αγελάδα βύζαξε το μωρό της.
babe n slang, potentially offensive (attractive woman) (καθομ, πιθανώς μειωτικό)γκομενάκι ουσ ουδ
  γκόμενα, γκομενάρα ουσ θηλ
  (μεταφορικά, αργκό)μωρό, μωράκι ουσ ουδ
 Joe was instantly attracted to Fiona; he thought she was a babe.
fox n figurative, slang (attractive girl) (αργκό, μεταφορικά)μωρό, κομμάτι ουσ ουδ
  (αργκό)γκομενάκι ουσ ουδ
 There were some real foxes at the club tonight.
 Είχε κάτι ωραία γκομενάκια στο κλαμπ απόψε.
babydoll,
baby-doll
n
informal (term of endearment for a woman) (μεταφορικά, καθομ)μωράκι, μωρό ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομ)κουκλίτσα, κούκλα ουσ θηλ
babe interj slang (term of affection for partner) (καθομιλουμένη, μτφ)μωρό, μωράκι ουσ ουδ
  μωρό μου, μωράκι μου έκφρ
 Hey, babe, will you mail this letter tomorrow?
baby n (youngest child) (μεταφορικά)μωρό ουσ ουδ
  (για το κατά πολύ νεότερο παιδί)Βενιαμίν ουσ αρσ κύρ
  μικρό επίθ ως ουσ
 With three older brothers, he was the baby of the family.
 Με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς, αυτός ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας.
pup n slang (inexperienced person) (καθομ, μεταφορικά)μωρό ουσ ουδ
  (αργκό, μεταφορικά)ψάρι ουσ ουδ
 Our company hired a bunch of pups straight out of college.
baby n informal (sweetheart, partner) (ανεπίσημο)μωρό, μωράκι ουσ ουδ
 After the dance, my baby and I walked along the sand.
 Μετά τον χορό, το μωρό μου και εγώ περπατήσαμε στην άμμο.
baby n slang, potentially offensive (attractive woman) (ενδεχομένως προσβλητικό)μωρό ουσ ουδ
Σχόλιο: term of address
 What's your name, baby?
 Ποιο είναι το όνομά σου, μωρό;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
baby n figurative, pejorative (childish person) (σε παρομοίωση)μωρό ουσ ουδ
 Stop crying! Don't be such a baby!
 Σταμάτα να κλαις! Μην κάνεις σα μωρό!
baby n figurative, slang (beloved creation) (μεταφορικά, αργκό)μωρό ουσ ουδ
 I built this car myself - it's my baby!
child n (baby) (μικρή ηλικία)παιδί, μωρό ουσ ουδ
  βρέφος ουσ ουδ
 The child was born only a few months ago.
dish n slang, figurative, dated (attractive person) (αργκό, μτφ)μπουκιά και συγχώριο, να την πιεις στο ποτήρι έκφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)μωρό ουσ ουδ
  (αργκό, μεταφορικά)κομμάτι ουσ ουδ
  κόμματος ουσ αρσ
 What a dish she is! That guy is such a dish!
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαρία είναι μπουκιά και συγχώριο!
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαρία είναι και πολύ μωρό!
 Τι κομμάτι είναι αυτό;
 Ο τύπος είναι και πολύ κόμματος.
babe n archaic (child)παιδί ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομ)μωρό ουσ ουδ
 "Babes in the Wood" is a traditional fairy tale.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα είσαι για πάντα το μωρό μου.
babe n figurative, humorous (young person) (μτφ: νεαρός)μωρό ουσ ουδ
 29 years old? You're a mere babe!
infant n (inexperienced individual or entity)αρχάριος επίθ
  καινούργιος, νέος επίθ
  φρέσκος επίθ
  (ανεπ, μτφ: για άτομο)μωρό ουσ ουδ
 This company is an infant in the industry.
 Η εταιρεία είναι καινούρια στον χώρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
baby sb vtr disapproving (treat like a child) (αρνητικό: σε κάποιον)φέρομαι σαν να είναι μωρό περίφρ
  (θετικό)καλομαθαίνω, κανακεύω, κακομαθαίνω ρ μ
 I wish my parents would stop babying me.
 Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να μου φέρονται σαν να είμαι μωρό.
baby doll,
baby-doll
n
(doll resembling a baby)κούκλα μωρό φρ ως ουσ θηλ
babysit,
baby-sit
vi
(watch over sb else's child)προσέχω μωρό, κρατώ μωρό ρ μ + ουσ ουδ
  προσέχω παιδί, κρατάω παιδί ρ μ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κάνω μπέιμπι σίτινγκ περίφρ
 When I was a teenager, I used to babysit to make some money.
 Paul and I are going out to dinner tonight, so we've asked the children's auntie to babysit.
 Ο Πωλ και εγώ θα βγούμε σήμερα, οπότε ζητήσαμε από τη θεία των παιδιών να τα προσέξει.
 Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα.
bae n US, informal (term of endearment)αγόρι μου, κορίτσι μου
  αγάπη μου έκφρ
  μωρό μου έκφρ
cygnet n (baby swan)νεογνό κύκνου φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κυκνάκι ουσ ουδ
  μωρό κυκνάκι φρ ως ουσ ουδ
have a baby v expr (become parents)κάνω παιδί, κάνω μωρό περίφρ
 My good friend told me that he and his wife plan to have a baby soon.
infantalize sb,
also UK: infantilise sb
vtr
(treat sb like child)φέρομαι σε κπ σαν να ήταν μωρό περίφρ
joey n (baby kangaroo)το μικρό του καγκουρό
  (καθομ)μωρό καγκουρό
my little one interj (affectionate term for a child)μικρέ μου, μικρή μου έκφρ
  (αγοράκια και κοριτσάκια)μικρό μου, μωρό μου έκφρ
 Come here, my little one, and I'll tell you a story.
pumpkin n informal (affectionate nickname) (καθομιλουμένη)αγάπη μου φρ ως ουσ θηλ
  καρδούλα μου φρ ως ουσ θηλ
  (συνήθως ερωτική σχέση)μωρό μου φρ ως ουσ ουδ
 Hey, pumpkin, how was school today?
suckling n (baby not yet weaned)μωρό που ακόμα θηλάζει περίφρ
 Arthur has had that habit since he was just a suckling.
 Ο Άρθουρ έχει αυτή τη συνήθεια από όταν θήλαζε ακόμα.
tummy time n (lying baby on stomach)ο χρόνος που περνά το μωρό μπρούμυτα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
weanling n (recently weaned child or animal)μωρό ή ζώο που μόλις απογαλακτίστηκε
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση μωρό στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «μωρό».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!