WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
μονοκατοικία | | house |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
town house n | (home in a city) | μονοκατοικία ουσ θηλ |
| | σπίτι ουσ ουδ |
| (κατά λέξη) | μονοκατοικία στην πόλη περίφρ |
| Town houses usually share their side walls with similar buildings. |
detached house n | (house with no shared wall) | μονοκατοικία ουσ θηλ |
| (κατά λέξη, επίσημο) | μονοκατοικία πανταχόθεν ελεύθερη φρ ως ουσ θηλ |
| My elderly in-laws live in a detached house in Staines. |
single-family home, single family home n | (house: detached) | μονοκατοικία ουσ θηλ |
Επιπλέον μεταφράσεις |
detached adj | (house: unconnected to another) (ανεξάρτητη κατοικία) | μονοκατοικία ουσ θηλ |
| | ανεξάρτητος επίθ |
| Our house is detached, so we don't have to worry about disturbing the neighbours if the TV is a bit loud. |
| Το σπίτι μας είναι μονοκατοικία οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως ενοχλούμε τους γείτονες αν είναι κάπως δυνατά η τηλεόραση. |
single-family adj | (type of dwelling) | μονοκατοικία ουσ θηλ |
| | για μία οικογένεια περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχο επίθετο. |