WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
μελέτη studying
  study, research, report
  reading
  survey
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
project n (plan, scheme) (καθομιλουμένη)πρότζεκτ ουσ ουδ άκλ
  ερευνητικό σχέδιο επίθ + ουσ ουδ
  εργασία, μελέτη ουσ θηλ
  (κάτι που προσπαθώ)εγχείρημα ουσ ουδ
 I have a few projects that I am working on in the office.
 Έχω μερικά πρότζεκτ πάνω στα οποία δουλεύω στο γραφείο.
consideration n (act of deliberating)σκέψη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)μελέτη, εξέταση ουσ θηλ
 After some consideration of Alistair's proposal, Greta turned him down.
 Μετά από λίγη σκέψη σχετικά με την πρόταση του Άλιστερ, η Γκρέτα τον απέρριψε.
investigation n (research, study)έρευνα ουσ θηλ
  μελέτη ουσ θηλ
 Our investigations into the disease show that it is genetic.
 Οι έρευνές μας έδειξαν ότι η ασθένεια είναι γενετική.
perusal n (reading) (προσεκτική ανάγνωση)μελέτη ουσ θηλ
  προσεκτικό διάβασμα επίθ + ουσ ουδ
 I didn't notice anything missing in my perusal of the report.
 Δεν παρατήρησα να έλειπε κάτι κατά τη μελέτη της αναφοράς.
forethought n (prior consideration) (εκ των προτέρων)μελέτη, εξέταση ουσ θηλ
 Didn't you give any forethought to the possible outcome before you acted?
advisement n (serious consideration)μελέτη, σκέψη ουσ θηλ
disquisition n (treatise)μελέτη, διατριβή, πραγματεία ουσ θηλ
studying n (attempting to learn)μελέτη ουσ θηλ
  διάβασμα ουσ ουδ
 Studying requires careful planning of your time.
homework n (preparation)μελέτη, προετοιμασία ουσ θηλ
 I have done my homework, and am well prepared for the meeting.
 Έχω κάνει τη μελέτη (or: προετοιμασία) μου, και είμαι πανέτοιμος για τη συνάντηση.
prerequisite n (study: prior course)μελέτη, προετοιμασία ουσ θηλ
 English 101 is a prerequisite for the Shakespeare course.
revision n UK, uncountable (review of lessons before exam)επανάληψη ουσ θηλ
  (πιο γενικά)μελέτη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)διάβασμα ουσ ουδ
 Carol has exams in several subjects and has a lot of revision to do.
 Η Κάρολ δίνει εξετάσεις σε αρκετά μαθήματα και έχει να κάνει πολλές επαναλήψεις.
study n (written account)μελέτη ουσ θηλ
 Our department presented a study at the conference.
 Το τμήμα μας παρουσίασε μια μελέτη στο συνέδριο.
study n (observation)μελέτη ουσ θηλ
  παρατήρηση ουσ θηλ
 Charles was lost in his study of a leaf.
 Ο Τσαρλς ξεχάστηκε με τη μελέτη ενός φύλλου.
study n often plural (branch of learning)μελέτη ουσ θηλ
 Botany is the study of plants.
 Η βοτανική είναι η μελέτη των φυτών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
study n (act of studying)μελέτη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)διάβασμα ουσ ουδ
 The visitors interrupted the student's study.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
atmospherics n (study of this phenomena)μελέτη των ατμοσφαιρικών παρασίτων περίφρ
  μελέτη του ατμοσφαιρικού θορύβου περίφρ
Σχόλιο: Used with a singular verb
Bible study n (lessons in religious scripture)μελέτη Αγίας Γραφής περίφρ
  (για παιδιά)κατηχητικό ουσ ουδ
 The women are beginning a Bible study class every Thursday morning.
case study n (detailed individual example) (καθομιλουμένη)case study ουσ ουδ άκλ
  (επίσημο)μελέτη περίπτωσης φρ ως ουσ θηλ
 To assist you in understanding the translation process, I have prepared a case study of a book translation.
 Για να σας βοηθήσω να καταλάβετε τη διαδικασία της μετάφρασης, έχω προετοιμάσει μια μελέτη περίπτωσης σχετικά με τη μετάφραση ενός βιβλίου.
clinical trial n (controlled testing)κλινική μελέτη ουσ θηλ
 They're asking for volunteers for clinical trials of a new drug.
conduct a study v expr (perform an investigation)διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα περίφρ
  διεξάγω μια μελέτη, διενεργώ μια μελέτη περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω μια έρευνα, κάνω μια μελέτη περίφρ
 I've been researching for my thesis but I still need to conduct a study to test my hypothoses.
field study n (observation of nature in the wild)επιτόπια μελέτη επίθ + ουσ θηλ
 It was essential to conduct a field study to get to know the bird species better in their own habitat.
field study n (observation off-site)επιτόπια μελέτη επίθ + ουσ θηλ
garbology n (analysis of trash)απορριματολογία ουσ θηλ
  μελέτη απορριμάτων περίφρ
impact assessment n (study: potential consequences)μελέτη επιπτώσεων φρ ως ουσ θηλ
in consideration adj (being taken into account)υπό μελέτη,εξέταση έκφρ
  σε αναγνώριση έκφρ
language arts npl (study of reading and writing)μελέτη/εκμάθηση γλώσσας έκφρ
 Four years of study in language arts are usually required to graduate high school in the US.
lucubration n (late-night studying)νυχτερινή μελέτη
  (καθομ: για μελέτη)ξενύχτι ουσ ουδ
missilery n (weaponry: missiles)πύραυλοι ουσ αρσ πλ
  μελέτη πυραύλων φρ ως ουσ θηλ
nature study n (learning about nature through direct experience)μελέτη του φυσικού κόσμου ουσ θηλ
 We enjoy bird watching and other kinds of nature study.
preparatory study n (initial report or investigation)προπαρασκευαστική μελέτη ουσ θηλ
profiling n (psychological analysis of suspects)σκιαγράφηση εγκληματολογικού προφίλ φρ ως ουσ θηλ
  μελέτη ψυχολογικού προφίλ φρ ως ουσ θηλ
 Profiling is an important tool in criminal investigations.
safety study n (investigation into hazards of sth)μελέτη ασφαλείας φρ ως ουσ θηλ
survey n (map)τοπογραφική μελέτη επίθ + ουσ θηλ
  (πιο απλά)σχέδιο ουσ ουδ
  χάρτης ουσ αρσ
 The survey even shows where the trees are in the area.
urbanology n (social science that studies towns)πολεολογία ουσ θηλ
  μελέτη των πόλεων φρ ως ουσ θηλ
vivarium n (observation enclosure)ειδικά διαμορφωμένος χώρος στον οποίο ζουν ζώα, με σκοπό τη μελέτη ή παρατήρησή τους
  (για ψάρια, υδρόβια ζώα)ενυδρείο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση μελέτη στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «μελέτη».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!