Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
funnily adv | (in an amusing way) | αστεία, κωμικά, διασκεδαστικά επίρ |
| The clown danced funnily and honked his horn. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
comically adv | (humorously) | κωμικά επίρ |
| | χιουμοριστικά επίρ |
| | αστεία επίρ |
| Clowns wear comically large shoes. |
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
funnily adv | (in an amusing way) | αστεία, κωμικά, διασκεδαστικά επίρ |
| The clown danced funnily and honked his horn. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
comically adv | (humorously) | κωμικά επίρ |
| | χιουμοριστικά επίρ |
| | αστεία επίρ |
| Clowns wear comically large shoes. |