Κύριες μεταφράσεις |
Realtor, realtor n | US, ® (estate agent) | κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | μεσίτης, μεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
Σχόλιο: As a registered trademark, “Realtor” should be capitalized, but it is usually not capitalized in informal communication. |
| The realtor showed us many houses and condos, though we didn't want to buy any of them. |
| Ο μεσίτης μας έδειξε πολλά σπίτια και διαμερίσματα, όμως δεν θέλαμε να αγοράσουμε κανένα από αυτά. |
estate agent n | UK (sells homes, property) | κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| If you want to be an estate agent, you should first do a course on how to sell property. |
| Αν θέλεις να γίνεις κτηματομεσίτης, πρέπει πρώτα να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο για τους τρόπους πώλησης ακινήτων. |
mortgage broker n | (agent who matches house buyer with mortgage lender) | κτηματομεσίτης ουσ αρσ |
property developer n | (person: deals in real estate) | μεσίτης, κτηματομεσίτης ουσ αρσ |
| Property developers are not required to be professionally qualified. |
real estate agent, real-estate agent n | (sells homes, property) | μεσίτης, κτηματομεσίτης ουσ αρσ |
| The real estate agent showed us a lot of houses before we found the perfect one. |
| Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι. |
property manager n | (estate agent) | κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | διαχειριστής ακίνητης περιουσίας, διαχειρίστρια ακίνητης περιουσίας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| The property manager will handle rent collection for the property. |
real estate broker, real-estate broker n | (intermediary between buyer and seller) | μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | μεσίτης, μεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |