Κύριες μεταφράσεις |
custodial adj | (relating to custody) (φυλάκιση) | κράτηση ουσ θηλ |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά τη σύλληψή του, ο ληστής τέθηκε υπό κράτηση. |
booking n | (reservation) | κράτηση ουσ θηλ |
| We have a booking in the name of Burton. |
| Έχουμε μια κράτηση στο όνομα Μπέρτον. |
reservation n | (hotel, restaurant) | κράτηση ουσ θηλ |
| Olivia made a reservation for the whole family to eat at their favourite restaurant that evening. |
| Η Ολίβια έκανε κράτηση για να δειπνήσουν οικογενειακά στο αγαπημένο τους εστιατόριο απόψε. |
detention n | (suspect: custody) (υπόπτου) | κράτηση, προφυλάκιση ουσ θηλ |
| An order for the man's detention was issued by the judge. |
detainment n | (police custody) (σε φυλακή) | κράτηση ουσ θηλ |
hotel booking n | (reservation of a hotel room) (ξενοδοχείο) | κράτηση δωματίου περίφρ |
| | κράτηση σε ξενοδοχείο περίφρ |
| | κράτηση ουσ θηλ |
hotel reservation n | (room booked at a hotel) | κράτηση σε ξενοδοχείο περίφρ |
| | κράτηση ουσ θηλ |
| Sweetheart, I booked us a hotel reservation in Acapulco for our anniversary. |
seat reservation n | (for a show, transport, etc.) (συνήθως σε συγκοινωνίες) | κράτηση θέσης φρ ως ουσ θηλ |
| (συνήθως σε εκδηλώσεις) | κράτηση ουσ θηλ |
| We have two seat reservations for the train to Adelaide. |
booking n | (act of reserving) | κράτηση ουσ θηλ |
| The booking was made over the phone. |
| Η κράτηση έγινε τηλεφωνικώς. |
confinement n | (imprisonment) | εγκλεισμός ουσ αρσ |
| | κράτηση ουσ θηλ |
| | φυλάκιση ουσ θηλ |
| After his long confinement, Roger never fully readjusted to normal life. |
Σύνθετοι τύποι: |
book sth vtr | (reserve: seat, place, flight) (καθομιλουμένη) | κλείνω, κρατάω, κρατώ ρ μ |
| (επίσημο) | κάνω κράτηση έκφρ |
| We're going to book seats on the early flight. |
| Θα κλείσουμε (or: κρατήσουμε) θέσεις στην πρωινή πτήση. |
| Θα κάνουμε κράτηση στην πρωινή πτήση. |
book up vtr phrasal sep | (reserve fully) (πλήρως) | κάνω κράτηση, κλείνω ρ μ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| There was no room at the hotel; they were completely booked up for the summer. |
bookable adj | (that may be reserved) | για τον οποίο μπορεί να γίνει κράτηση περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | που μπορεί να κρατηθεί περίφρ |
booked adj | (reserved) | έχει γίνει κράτηση περίφρ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | κλεισμένος μτχ πρκ |
| | κλείνω ρ μ |
| Everything is ready for the wedding reception, the restaurant is booked. |
| Όλα είναι έτοιμα για τη δεξίωση του γάμου, έχει γίνει κράτηση για το εστιατόριο. |
| Όλα είναι έτοιμα για τη δεξίωση του γάμου, έχουμε κλείσει το εστιατόριο. |
| New: Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τη δεξίωση στο εστιατόριο που θέλαμε γιατί είναι ήδη κλεισμένο. |
confine sb vtr | (keep in captivity) | θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση περίφρ |
| | εγκλείω ρ μ |
| (εγώ ο ίδιος) | είμαι έγκλειστος ε έκφρ |
| The prisoners were confined for up to 20 hours a day. |
| Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα. |
custody n | (for a criminal) | φυλάκιση ουσ θηλ |
| (πριν τη δίκη) | προφυλάκιση ουσ θηλ |
| | προσωρινή κράτηση επίθ + ουσ θηλ |
| (συχνά στον λόγο) | συλλαμβάνω, φυλακίζω, προφυλακίζω ρ μ |
| Police took the suspect into custody. |
| Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο. |
detain sb vtr | (police: keep in custody) | προφυλακίζω ρ μ |
| | θέτω υπό κράτηση περίφρ |
| (μεταφορικά) | κρατάω ρ μ |
| Two suspects are being detained by authorities. |
false imprisonment | (unlawful restraint) | παράνομη κράτηση επίθ + ουσ θηλ |
general admission n | (admission to unreserved seating) | είσοδος χωρίς κράτηση περίφρ |
illegal detention n | (holding sb in custody unlawfully) | παράνομη κράτηση ουσ θηλ |
| Illegal detention is recognized internationally as a human rights abuse. |
in confinement adj | (held in custody) | υπό κράτηση, περιορισμό έκφρ |
| The prisoner was in confinement prior to his hearing. |
in confinement adv | (in detention) | υπό κράτηση έκφρ |
| He has been placed in confinement to protect the public. |
in custody adv | (in prison) | υπό κράτηση έκφρ |
in custody adj | (detained, imprisoned) | υπό κράτηση έκφρ |
| The police have two suspects in custody. |
in custody of prep | (detained by) | υπό κράτηση από έκφρ |
intern sb vtr | (detain) | φυλακίζω ρ μ |
| | θέτω υπό κράτηση περίφρ |
| The US government interned Japanese immigrants all over the west coast during world war 2. |
line sth up vtr phrasal sep | figurative (schedule, arrange) | κάνω κράτηση ρ μ |
| I've lined up a lot of activities for us this week. |
make reservations v expr | (make a booking) | κάνω κράτηση περίφρ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | κλείνω ρ μ |
| The travel agent made reservations for the Smith family holiday. |
preventive detention n | (custody, imprisonment of sb before trial) | προφυλάκιση ουσ θηλ |
| | προσωρινή κράτηση επίθ + ουσ θηλ |
protective custody n | (detention for own safety) | προληπτική κράτηση επίθ + ουσ θηλ |
remand n | (law: custody) | προφυλάκιση ουσ θηλ |
| | προσωρινή κράτηση επίθ + ουσ θηλ |
remand sb vtr | (law: send back into custody) | θέτω κπ ξανά υπό κράτηση έκφρ |
reserve sth vtr | (hotel, restaurant) (σε/για κτ ή με γενική) | κάνω κράτηση περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | κλείνω, κρατάω ρ μ |
| Malcolm has reserved a room with a sea view for his stay. |
| Ο Μάλκολμ έχει κλείσει (or: κρατήσει) ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα για τη διαμονή του. |
under arrest adj | (taken into police custody) | υπό κράτηση έκφρ |
under detention adv | (in custody) | υπό κράτηση επίρ |
under lock and key adv | (to or in prison) | υπό κράτηση, στην φυλακή επίρ |
Σχόλιο: επιρρηματικοί προσδιορισμοί |
| This type of deviant behaviour will get you put under lock and key. |
unlawful restraint n | (forced imprisonment) | παράνομη κράτηση επίθ + ουσ θηλ |
| Schmidt was arrested for unlawful restraint when he prevented a woman from leaving his residence. |
unreserved adj | (available, not booked) | διαθέσιμος επίθ |
| | για τον οποίο δεν έχει γίνει κράτηση περίφρ |
| (μεταφορικά) | ελεύθερος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | που δεν έχει κρατηθεί περίφρ |