WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κράτηση reservation
  booking
  deduction
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
custodial adj (relating to custody) (φυλάκιση)κράτηση ουσ θηλ
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά τη σύλληψή του, ο ληστής τέθηκε υπό κράτηση.
booking n (reservation)κράτηση ουσ θηλ
 We have a booking in the name of Burton.
 Έχουμε μια κράτηση στο όνομα Μπέρτον.
reservation n (hotel, restaurant)κράτηση ουσ θηλ
 Olivia made a reservation for the whole family to eat at their favourite restaurant that evening.
 Η Ολίβια έκανε κράτηση για να δειπνήσουν οικογενειακά στο αγαπημένο τους εστιατόριο απόψε.
detention n (suspect: custody) (υπόπτου)κράτηση, προφυλάκιση ουσ θηλ
 An order for the man's detention was issued by the judge.
detainment n (police custody) (σε φυλακή)κράτηση ουσ θηλ
hotel booking n (reservation of a hotel room) (ξενοδοχείο)κράτηση δωματίου περίφρ
  κράτηση σε ξενοδοχείο περίφρ
  κράτηση ουσ θηλ
hotel reservation n (room booked at a hotel)κράτηση σε ξενοδοχείο περίφρ
  κράτηση ουσ θηλ
 Sweetheart, I booked us a hotel reservation in Acapulco for our anniversary.
seat reservation n (for a show, transport, etc.) (συνήθως σε συγκοινωνίες)κράτηση θέσης φρ ως ουσ θηλ
  (συνήθως σε εκδηλώσεις)κράτηση ουσ θηλ
 We have two seat reservations for the train to Adelaide.
booking n (act of reserving)κράτηση ουσ θηλ
 The booking was made over the phone.
 Η κράτηση έγινε τηλεφωνικώς.
confinement n (imprisonment)εγκλεισμός ουσ αρσ
  κράτηση ουσ θηλ
  φυλάκιση ουσ θηλ
 After his long confinement, Roger never fully readjusted to normal life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
advance booking n (reservation)εκ των προτέρων κράτηση, κράτηση εκ των προτέρων φρ ως ουσ θηλ
  κράτηση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
book sth vtr (reserve: seat, place, flight) (καθομιλουμένη)κλείνω, κρατάω, κρατώ ρ μ
  (επίσημο)κάνω κράτηση έκφρ
 We're going to book seats on the early flight.
 Θα κλείσουμε (or: κρατήσουμε) θέσεις στην πρωινή πτήση.
 Θα κάνουμε κράτηση στην πρωινή πτήση.
book up vtr phrasal sep (reserve fully) (πλήρως)κάνω κράτηση, κλείνω ρ μ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 There was no room at the hotel; they were completely booked up for the summer.
bookable adj (that may be reserved)για τον οποίο μπορεί να γίνει κράτηση περίφρ
  (καθομιλουμένη)που μπορεί να κρατηθεί περίφρ
booked adj (reserved)έχει γίνει κράτηση περίφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)κλεισμένος μτχ πρκ
  κλείνω ρ μ
 Everything is ready for the wedding reception, the restaurant is booked.
 Όλα είναι έτοιμα για τη δεξίωση του γάμου, έχει γίνει κράτηση για το εστιατόριο.
 Όλα είναι έτοιμα για τη δεξίωση του γάμου, έχουμε κλείσει το εστιατόριο.
 New: Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τη δεξίωση στο εστιατόριο που θέλαμε γιατί είναι ήδη κλεισμένο.
confine sb vtr (keep in captivity)θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση περίφρ
  εγκλείω ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)είμαι έγκλειστος ε έκφρ
 The prisoners were confined for up to 20 hours a day.
 Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα.
custody n (for a criminal)φυλάκιση ουσ θηλ
  (πριν τη δίκη)προφυλάκιση ουσ θηλ
  προσωρινή κράτηση επίθ + ουσ θηλ
  (συχνά στον λόγο)συλλαμβάνω, φυλακίζω, προφυλακίζω ρ μ
 Police took the suspect into custody.
 Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο.
detain sb vtr (police: keep in custody)προφυλακίζω ρ μ
  θέτω υπό κράτηση περίφρ
  (μεταφορικά)κρατάω ρ μ
 Two suspects are being detained by authorities.
false imprisonment (unlawful restraint)παράνομη κράτηση επίθ + ουσ θηλ
general admission n (admission to unreserved seating)είσοδος χωρίς κράτηση περίφρ
illegal detention n (holding sb in custody unlawfully)παράνομη κράτηση ουσ θηλ
 Illegal detention is recognized internationally as a human rights abuse.
in confinement adj (held in custody)υπό κράτηση, περιορισμό έκφρ
 The prisoner was in confinement prior to his hearing.
in confinement adv (in detention)υπό κράτηση έκφρ
 He has been placed in confinement to protect the public.
in custody adv (in prison)υπό κράτηση έκφρ
in custody adj (detained, imprisoned)υπό κράτηση έκφρ
 The police have two suspects in custody.
in custody of prep (detained by)υπό κράτηση από έκφρ
intern sb vtr (detain)φυλακίζω ρ μ
  θέτω υπό κράτηση περίφρ
 The US government interned Japanese immigrants all over the west coast during world war 2.
line sth up vtr phrasal sep figurative (schedule, arrange)κάνω κράτηση ρ μ
 I've lined up a lot of activities for us this week.
make reservations v expr (make a booking)κάνω κράτηση περίφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)κλείνω ρ μ
 The travel agent made reservations for the Smith family holiday.
preventive detention n (custody, imprisonment of sb before trial)προφυλάκιση ουσ θηλ
  προσωρινή κράτηση επίθ + ουσ θηλ
protective custody n (detention for own safety)προληπτική κράτηση επίθ + ουσ θηλ
remand n (law: custody)προφυλάκιση ουσ θηλ
  προσωρινή κράτηση επίθ + ουσ θηλ
remand sb vtr (law: send back into custody)θέτω κπ ξανά υπό κράτηση έκφρ
reserve sth vtr (hotel, restaurant) (σε/για κτ ή με γενική)κάνω κράτηση περίφρ
  (καθομιλουμένη)κλείνω, κρατάω ρ μ
 Malcolm has reserved a room with a sea view for his stay.
 Ο Μάλκολμ έχει κλείσει (or: κρατήσει) ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα για τη διαμονή του.
under arrest adj (taken into police custody)υπό κράτηση έκφρ
under detention adv (in custody)υπό κράτηση επίρ
under lock and key adv (to or in prison)υπό κράτηση, στην φυλακή επίρ
Σχόλιο: επιρρηματικοί προσδιορισμοί
 This type of deviant behaviour will get you put under lock and key.
unlawful restraint n (forced imprisonment)παράνομη κράτηση επίθ + ουσ θηλ
 Schmidt was arrested for unlawful restraint when he prevented a woman from leaving his residence.
unreserved adj (available, not booked)διαθέσιμος επίθ
  για τον οποίο δεν έχει γίνει κράτηση περίφρ
  (μεταφορικά)ελεύθερος επίθ
  (καθομιλουμένη)που δεν έχει κρατηθεί περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κράτηση στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κράτηση».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!