WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
κουμπάρος | | best man |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
groomsman n | (best man at wedding) (αντίστοιχη ελλ παράδοση) | κουμπάρος ουσ αρσ |
best man n | (bridegroom's male attendant) | κουμπάρος ουσ αρσ |
| Pete was the best man at Mick and Lucy's wedding. |
| Ο Πιτ ήταν κουμπάρος στον γάμο του Μικ και της Λούσι. |
wedding party attendant n | (sb who is part of marriage ceremony) | κουμπάρος, κουμπάρα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
Σχόλιο: Κατά προσέγγιση αντιστοιχία. |