WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κοινότητα community
  commune
  municipality, village, borough
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
community n (social group)κοινότητα, παροικία ουσ θηλ
 Every Wednesday, the Spanish community here gets together at a café.
 Κάθε Τετάρτη, η ισπανική κοινότητα (or: παροικία) συγκεντρώνεται σε μια καφετέρια.
commune n (small community)κοινότητα ουσ θηλ
  (συμβίωση)κοινόβιο ουσ ουδ
 I lived in a commune after I dropped out of school.
locality n (area, district)κοινότητα ουσ θηλ
  περιοχή ουσ θηλ
  (πιο μικρή)γειτονιά ουσ θηλ
 In order to pay lower taxes, the family moved to a different locality.
municipality n (local authority)δήμος ουσ αρσ
  (λιγότερος πληθυσμός)κοινότητα ουσ ουδ
 The municipality started to prosecute drug users.
village hall n US (government building in small community)κοινότητα ουσ θηλ
  (κατά λέξη)κτήριο της κοινότητας περίφρ
community n (group: sth in common)κοινότητα ουσ θηλ
 The gay community must have the right to be heard.
 Η κοινότητα των ομοφυλοφίλων πρέπει να έχει το δικαίωμα έκφρασης.
the community n (society, public) (σύνολο)κοινωνία ουσ θηλ
  κοινωνικό σύνολο επίθ + ουσ ουδ
  (τοπική κοινωνία)κοινότητα ουσ θηλ
 The community was outraged by the murder.
 Η κοινωνία εξοργίστηκε με τον φόνο.
commonwealth n US (politics: self-governing area)κυρίαρχο και αυτόνομο κράτος ουσ ουδ
  κοινότητα ουσ θηλ
 Puerto Rico is a commonwealth of the United States.
 Το Πουέρτο Ρίκο αποτελεί κυρίαρχο και αυτόνομο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
community n (group of nations)κοινότητα ουσ θηλ
 The international community was outraged by the genocide.
society n (people living together)κοινότητα ουσ θηλ
 They joined the society of artists living at the commune.
village n US (small town) (διοικητική διαίρεση)κοινότητα ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 We live in a village, which is smaller than a town but still incorporated.
collectivity n (people as a body)σώμα ουσ ουδ
  κοινότητα ουσ θηλ
  ομάδα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
academia n (academic environment)πανεπιστημιακή κοινότητα, ακαδημία ουσ θηλ
 When I finish my doctorate, I want to continue working in academia.
charitable trust (public trust)φιλανθρωπικό ίδρυμα επίθ + ουσ ουδ
  φιλανθρωπική οργάνωση, φιλανθρωπική κοινότητα επίθ + ουσ θηλ
commons n (community land, resources)πόροι ουσ αρσ πλ
  (κατά λέξη)γη ή πόροι που ανήκουν σε μια κοινότητα
communally adv (regarding a community)ως κοινότητα περίφρ
  στο πλαίσιο της κοινότητας περίφρ
community at large n (everyone in area)ευρύτερη κοινότητα ουσ θηλ
 The community at large is asking the police to do something about the rising crime rate.
community spread n (infection of unknown source)διάδοση στην κοινότητα φρ ως ουσ θηλ
 The lockdown started after the health department detected community spread of the virus.
community transmission n (spread of infection with no clear source)μετάδοση στην κοινότητα φρ ως ουσ θηλ
European Economic Community n historical (economic alliance)Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα φρ ως ουσ θηλ
local community n (residents of a given area)τοπική κοινότητα επίθ + ουσ θηλ
polity n (governmental system)πολιτική οργάνωση επίθ + ουσ θηλ
  πολιτική κοινότητα επίθ + ουσ θηλ
  πολιτεία ουσ θηλ
  πολιτική ουσ θηλ
 The polity in Switzerland is very efficient.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κοινότητα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κοινότητα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!