Κύριες μεταφράσεις |
dwelling n | (house) | κατοικία, οικία ουσ θηλ |
| | οίκημα ουσ ουδ |
| | σπίτι ουσ ουδ |
| The old man lived in a small dwelling near the river. |
| Ο ηλικιωμένος άντρας ζούσε σ' ένα μικρό σπίτι κοντά στο ποτάμι. |
residence n | (home) | οικία, κατοικία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | σπίτι ουσ ουδ |
| If Mr. Brown is not at work, you might find him at his residence. |
abode n | formal (home) | κατοικία ουσ θηλ |
| | σπίτι ουσ ουδ |
| They live in a simple abode of mud and straw. |
domicile n | (home) | κατοικία ουσ θηλ |
| The millionaire hired a famous designer to draw up plans for his new domicile. |
tenement n | US (apartment building) | κατοικία ουσ θηλ |
| | διαμέρισμα, οίκισμα ουσ ουδ |
| Run-down tenements could be seen throughout the city. |
habitation n | (place of residence) | κατοικία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | σπίτι ουσ ουδ |
| Evidence of ancient habitations has been found in this area. |
dwelling house n | (residence) | κατοικία ουσ θηλ |
home place n | (house that you live in) | σπίτι ουσ ουδ |
| | το σπίτι μου έκφρ |
| (επίσημο) | κατοικία ουσ θηλ |
domicile n | (law: abode, residence) | κατοικία ουσ θηλ |
| | τόπος διαμονής φρ ως ουσ αρσ |
| When you enter the country, you have to state your domicile. |
habitation n | (biology: act of inhabiting) (βιολογία) | ενδιαίτηση ουσ θηλ |
| | κατοικία ουσ θηλ |
| There is no sign of animal or human habitation here. |
residence n | (fact of living somewhere) | διαμονή, κατοικία ουσ θηλ |
| This service is only available to people who live within the area, so please bring proof of residence. |
home n | (residence) | σπίτι ουσ ουδ |
| (επίσημο) | οικία, κατοικία ουσ θηλ |
| They have a second home on the Mediterranean. |
| Έχουν ένα δεύτερο σπίτι στη Μεσόγειο. |
Σύνθετοι τύποι: |
commuter town n | (bedroom community) | οικιστική περιοχή, αμιγώς οικιστική περιοχή περίφρ |
| (στην άκρη πόλης) | προάστιο ουσ ουδ |
| (κατά λέξη) | περιοχή που προσφέρει κατοικία, αλλά όχι δυνατότητα εργασίας |
| I live in a commuter town just south of the city limits. |
council house n | UK (home: subsidized) | εργατική κατοικία επίθ + ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
country seat n | (large property in countryside) | εξοχική κατοικία επίθ + ουσ θηλ |
dacha n | (Russian country home) (ρώσικο) | εξοχικό σπίτι επίθ + ουσ ουδ |
| | δευτερεύουσα κατοικία φρ ως ουσ θηλ |
deanery n | (residence of dean of a cathedral) | κατοικία αρχιμανδρίτη φρ ως ουσ θηλ |
freedom from want n | (right not to live in poverty) | δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία ουσ ουδ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| Freedom from want seems unobtainable for many poor people in this world. |
lay sb to rest v expr | euphemism (person: bury) | θάβω ρ μ |
| (επίσημο) | ενταφιάζω ρ μ |
| (μεταφορικά) | οδηγώ στην τελευταία κατοικία έκφρ |
| She was laid to rest under the oak tree next to her husband. |
limbo n | (religion: intermediate place) (θρησκεία) | κατοικία των αβάφτιστων ψυχών περίφρ |
| | τόπος των αβάφτιστων ψυχών |
| Unbaptized infants were believed to go to limbo when they died. |
| Τα αβάφτιστα παιδιά πάνε στον τόπο των αβάφτιστων ψυχών όταν πεθαίνουν. |
lodge n | (American Indian dwelling) | κατοικία των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| The reservation still had some authentic lodges for tourists. |
manse n | (church minister's house) | πρεσβυτέριο ουσ ουδ |
| | κατοικία ιερέα ουσ θηλ |
| The minister invited my family to his manse for supper. |
nonresidential, non-residential adj | (area: not used for housing) | που δεν προορίζεται, χρησιμοποιείται για κατοικια |
owner-occupier n | UK (sb who owns the home they live in) | ένοικος σε ιδιόκτητη κατοικία φρ ως ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη: σε πολυκατοικία) | που μένει σε δικό του διαμέρισμα περίφρ |
| (καθομιλουμένη: μονοκατοικία) | που μένει σε δικό του σπίτι περίφρ |
permanent residence n | (usual or long-term address) | μόνιμη κατοικία επίθ + ουσ θηλ |
| When we retired, we made our house on the coast our permanent residence. |
pied-à-terre n | French (second home for part-time use) | δευτερεύουσα κατοικία επίθ + ουσ θηλ |
| | δεύτερο σπίτι επίθ + ουσ ουδ |
| | σπίτι όπου μένω περιστασιακά περίφρ |
ranch n | US (ranch house: single-story dwelling) | μονώροφη κατοικία επίθ + ουσ θηλ |
| Now Larry is getting older, he's moved to a ranch house so he doesn't have to climb any stairs. |
row house (US), terraced house (UK), terrace house n | (type of dwelling) | κατοικία που συνδέεται με άλλα σπίτια χτισμένα σε σειρά |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Large numbers of terraced houses are now standing empty. |
second home n | (house owned as secondary residence) (όχι η κύρια κατοικία) | δεύτερη κατοικία επίθ + ουσ θηλ |
| The family has a second home in a small village in the countryside. |
semi n | UK, informal, abbreviation (semi-detached house) | σπίτι με μεσοτοιχία περίφρ |
| (σε αγγελίες) | ημιανεξάρτητη κατοικία επίθ + ουσ θηλ |
| (πιο γενικά) | διπλοκατοικία ουσ θηλ |
Σχόλιο: Ο όρος «διπλοκατοικία» μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν δεν απαιτείται απόλυτη ακρίβεια ως προς τη χωροθέτηση των κατοικιών. |
| They live in a semi 20 miles from London. |
semi-detached n | UK, informal, abbreviation (house attached to another) (τύπος κατοικιών) | σπίτι με μεσοτοιχία, διαμέρισμα με μεσοτοιχία περίφρ |
| | ημιανεξάρτητη κατοικία, ημιανεξάρτητη μονοκατοικία επίθ + ουσ θηλ |
| They live in a small semi-detached near the town centre. |
semi-detached house n | UK (house attached to another) | σπίτι με μεσοτοιχία φρ ως ουσ ουδ |
| | ημιανεξάρτητη κατοικία, ημιανεξάρτητη μονοκατοικία επίθ + ουσ θηλ |
vicarage n | (Anglican Church: home of a vicar) | κατοικία εφημέριου περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| The vicar and his wife lived in the vicarage. |