WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κατοικία residence
  home
  dwelling
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dwelling n (house)κατοικία, οικία ουσ θηλ
  οίκημα ουσ ουδ
  σπίτι ουσ ουδ
 The old man lived in a small dwelling near the river.
 Ο ηλικιωμένος άντρας ζούσε σ' ένα μικρό σπίτι κοντά στο ποτάμι.
residence n (home)οικία, κατοικία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σπίτι ουσ ουδ
 If Mr. Brown is not at work, you might find him at his residence.
abode n formal (home)κατοικία ουσ θηλ
  σπίτι ουσ ουδ
 They live in a simple abode of mud and straw.
domicile n (home)κατοικία ουσ θηλ
 The millionaire hired a famous designer to draw up plans for his new domicile.
tenement n US (apartment building)κατοικία ουσ θηλ
  διαμέρισμα, οίκισμα ουσ ουδ
 Run-down tenements could be seen throughout the city.
habitation n (place of residence)κατοικία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σπίτι ουσ ουδ
 Evidence of ancient habitations has been found in this area.
dwelling house n (residence)κατοικία ουσ θηλ
home place n (house that you live in)σπίτι ουσ ουδ
  το σπίτι μου έκφρ
  (επίσημο)κατοικία ουσ θηλ
domicile n (law: abode, residence)κατοικία ουσ θηλ
  τόπος διαμονής φρ ως ουσ αρσ
 When you enter the country, you have to state your domicile.
habitation n (biology: act of inhabiting) (βιολογία)ενδιαίτηση ουσ θηλ
  κατοικία ουσ θηλ
 There is no sign of animal or human habitation here.
residence n (fact of living somewhere)διαμονή, κατοικία ουσ θηλ
 This service is only available to people who live within the area, so please bring proof of residence.
home n (residence)σπίτι ουσ ουδ
  (επίσημο)οικία, κατοικία ουσ θηλ
 They have a second home on the Mediterranean.
 Έχουν ένα δεύτερο σπίτι στη Μεσόγειο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
commuter town n (bedroom community)οικιστική περιοχή, αμιγώς οικιστική περιοχή περίφρ
  (στην άκρη πόλης)προάστιο ουσ ουδ
  (κατά λέξη)περιοχή που προσφέρει κατοικία, αλλά όχι δυνατότητα εργασίας
 I live in a commuter town just south of the city limits.
council house n UK (home: subsidized)εργατική κατοικία επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
country seat n (large property in countryside)εξοχική κατοικία επίθ + ουσ θηλ
dacha n (Russian country home) (ρώσικο)εξοχικό σπίτι επίθ + ουσ ουδ
  δευτερεύουσα κατοικία φρ ως ουσ θηλ
deanery n (residence of dean of a cathedral)κατοικία αρχιμανδρίτη φρ ως ουσ θηλ
freedom from want n (right not to live in poverty)δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Freedom from want seems unobtainable for many poor people in this world.
lay sb to rest v expr euphemism (person: bury)θάβω ρ μ
  (επίσημο)ενταφιάζω ρ μ
  (μεταφορικά)οδηγώ στην τελευταία κατοικία έκφρ
 She was laid to rest under the oak tree next to her husband.
limbo n (religion: intermediate place) (θρησκεία)κατοικία των αβάφτιστων ψυχών περίφρ
  τόπος των αβάφτιστων ψυχών
 Unbaptized infants were believed to go to limbo when they died.
 Τα αβάφτιστα παιδιά πάνε στον τόπο των αβάφτιστων ψυχών όταν πεθαίνουν.
lodge n (American Indian dwelling)κατοικία των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The reservation still had some authentic lodges for tourists.
manse n (church minister's house)πρεσβυτέριο ουσ ουδ
  κατοικία ιερέα ουσ θηλ
 The minister invited my family to his manse for supper.
nonresidential,
non-residential
adj
(area: not used for housing)που δεν προορίζεται, χρησιμοποιείται για κατοικια
owner-occupier n UK (sb who owns the home they live in)ένοικος σε ιδιόκτητη κατοικία φρ ως ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη: σε πολυκατοικία)που μένει σε δικό του διαμέρισμα περίφρ
  (καθομιλουμένη: μονοκατοικία)που μένει σε δικό του σπίτι περίφρ
permanent residence n (usual or long-term address)μόνιμη κατοικία επίθ + ουσ θηλ
 When we retired, we made our house on the coast our permanent residence.
pied-à-terre n French (second home for part-time use)δευτερεύουσα κατοικία επίθ + ουσ θηλ
  δεύτερο σπίτι επίθ + ουσ ουδ
  σπίτι όπου μένω περιστασιακά περίφρ
ranch n US (ranch house: single-story dwelling)μονώροφη κατοικία επίθ + ουσ θηλ
 Now Larry is getting older, he's moved to a ranch house so he doesn't have to climb any stairs.
row house (US),
terraced house (UK),
terrace house
n
(type of dwelling)κατοικία που συνδέεται με άλλα σπίτια χτισμένα σε σειρά
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Large numbers of terraced houses are now standing empty.
second home n (house owned as secondary residence) (όχι η κύρια κατοικία)δεύτερη κατοικία επίθ + ουσ θηλ
 The family has a second home in a small village in the countryside.
semi n UK, informal, abbreviation (semi-detached house)σπίτι με μεσοτοιχία περίφρ
  (σε αγγελίες)ημιανεξάρτητη κατοικία επίθ + ουσ θηλ
  (πιο γενικά)διπλοκατοικία ουσ θηλ
Σχόλιο: Ο όρος «διπλοκατοικία» μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν δεν απαιτείται απόλυτη ακρίβεια ως προς τη χωροθέτηση των κατοικιών.
 They live in a semi 20 miles from London.
semi-detached n UK, informal, abbreviation (house attached to another) (τύπος κατοικιών)σπίτι με μεσοτοιχία, διαμέρισμα με μεσοτοιχία περίφρ
  ημιανεξάρτητη κατοικία, ημιανεξάρτητη μονοκατοικία επίθ + ουσ θηλ
 They live in a small semi-detached near the town centre.
semi-detached house n UK (house attached to another)σπίτι με μεσοτοιχία φρ ως ουσ ουδ
  ημιανεξάρτητη κατοικία, ημιανεξάρτητη μονοκατοικία επίθ + ουσ θηλ
vicarage n (Anglican Church: home of a vicar)κατοικία εφημέριου περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The vicar and his wife lived in the vicarage.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κατοικία στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κατοικία».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!