WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κύριες μεταφράσεις |
καταχώριση, καταχώρηση | | registration |
| | be registered |
WordReference English-Greek Dictionary © 2024:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
entry n | (in log, record) | καταχώριση, εγγραφή ουσ θηλ |
| (σε λεξικό) | λήμμα ουσ ουδ |
| I see there are two entries in the database for Mr. Smith; we need to delete one of them. |
| Βλέπω πως υπάρχουν δύο καταχωρίσεις στη βάση δεδομένων για τον Κύριο Σμιθ, πρέπει να σβήσουμε μία απ' αυτές. |
listing n | (advertisement) | αγγελία ουσ θηλ |
| (σε εφημερίδα κ.λπ.) | καταχώριση ουσ θηλ |
| Seth made a listing in the newspaper to sell his car. |