WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κατασκευή construction
  building, structure
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
structure n (sth constructed: building etc.)κατασκευή ουσ θηλ
  κατασκεύασμα ουσ ουδ
  (κτιριακό έργο)οικοδόμημα ουσ ουδ
  κτίσμα, κτίριο ουσ ουδ
 The structure housed businesses on the ground floor.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κατασκευή περιλαμβάνει και θέσεις στάθμευσης στο υπόγειο.
 Στο ισόγειο του κτιρίου στεγάζονται επιχειρήσεις.
construction n (act of building)κατασκευή ουσ θηλ
 The construction of the new highway will take two years.
 Η κατασκευή του νέου αυτοκινητόδρομου θα διαρκέσει δύο χρόνια.
making n (creation)κατασκευή ουσ θηλ
  (τέχνη, ιδέα)δημιουργία ουσ θηλ
  (ουσίες, φαγητό)παρασκευή ουσ θηλ
  (μτφ, καθομ: διαδικασία)σκαριά ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Κατά περίπτωση μπορεί να αποδοθεί και ως «το να φτιάχνεις/κατασκευάζεις...».
 Making is a lot more difficult than destruction.
 Η κατασκευή είναι πολύ πιο δύσκολη από την καταστροφή.
production n (creation)παραγωγή ουσ θηλ
  δημιουργία ουσ θηλ
  παρασκευή ουσ θηλ
  κατασκευή ουσ θηλ
 The production of a work of art requires a lot of time and effort.
 Η δημιουργία ενός έργου τέχνης απαιτεί πάρα πολύ χρόνο και προσπάθεια.
fashioning n (making, shaping of sth)κατασκευή ουσ θηλ
  δημιουργία ουσ θηλ
building n uncountable (act of building) (διαδικασία)κατασκευή ουσ θηλ
  χτίσιμο ουσ ουδ
 The building of the pyramids took decades.
 Η κατασκευή των πυραμίδων πήρε δεκάδες χρόνια.
construction n (physical structure)κατασκευή ουσ θηλ
  (κτήριο)οικοδομή ουσ θηλ
  οικοδόμημα ουσ ουδ
 Stonehenge is a prehistoric construction in England.
production n (manufacture)παραγωγή ουσ θηλ
  κατασκευή ουσ θηλ
 Our company specialises in the production of luxury cars.
 Η εταιρεία μας ειδικεύεται στην κατασκευή πολυτελών αυτοκινήτων.
manufacturing n (fabrication: of a product) (προϊόντος)παραγωγή, κατασκευή ουσ θηλ
 Our business is the manufacturing of so-called white goods.
 Η δουλειά μας είναι η παραγωγή των λεγόμενων λευκών προϊόντων.
construct n (sth built)κατασκευή ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
make n (build, stature)κατασκευή ουσ θηλ
  (καθομ, ανεπ: για σώμα)κοψιά ουσ θηλ
 He is of a lean make, and could be an excellent athlete.
 Έχει λεπτή κοψιά και μπορεί να γίνει εξαιρετικός αθλητής.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της.
structure n (construction)κατασκευή ουσ θηλ
  κατασκεύασμα ουσ ουδ
 The steel structure was erected in days.
erection n (construction, structure)κτίσμα ουσ ουδ
  κτήριο ουσ ουδ
  κατασκευή ουσ θηλ
 Bill gazed up at the tall erection.
manufacture n (process, act of manufacturing)κατασκευή, παραγωγή ουσ θηλ
 The manufacture of this product took a lot of time and effort.
construction n (how sth is made)κατασκευή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)δουλειά ουσ θηλ
 The construction of the dress looked professional.
fabric n (building: structure)κατασκευή ουσ θηλ
 The house needs decorating, but the fabric of the building is sound.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
break ground vtr + n US (begin construction)ξεκινάω την κατασκευή έκφρ
  ξεκινάω να χτίζω έκφρ
  (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)ρίχνω τα θεμέλια έκφρ
bridge-building n (construction of bridges)γεφυροποιία ουσ θηλ
  κατασκευή γεφυρών φρ ως ουσ θηλ
bridgework n (construction or repair of a bridge) (από το μηδέν)κατασκευή γέφυρας φρ ως ουσ θηλ
  (επιδιόρθωση)επισκευή γέφυρας φρ ως ουσ θηλ
cribbing n (mining: material for building a shaft)ξύλινη σκαλωσιά επίθ + ουσ θηλ
  ξύλινη κατασκευή υποστύλωσης επίθ + ουσ θηλ
cribbing n (building: supporting structure)κατασκευή υποστύλωσης φρ ως ουσ θηλ
drugget n (fabric for covering floor)είδος υφάσματος για κατασκευή χαλιών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
glassmaking,
glass-making
n
(making of glassware)υαλουργία ουσ θηλ
  παραγωγή γυαλιού, κατασκευή γυαλιού φρ ως ουσ θηλ
highway engineering n (development of motorways)κατασκευή εθνικών οδών έκφρ
housebuilding n (construction of homes)κατασκευή σπιτιών φρ ως ουσ θηλ
  χτίσιμο σπιτιών φρ ως ουσ ουδ
in-process adj (goods: in manufacture) (ανάλογα τη διαδικασία)υπό επεξεργασία φρ ως επίθ
  υπό κατασκευή φρ ως επίθ
in the making expr (in the process of being created)υπό κατασκευή έκφρ
 The film was ten years in the making, and is considered a masterpiece.
in the making expr (person: developing)υπό κατασκευή έκφρ
 With her amazing collection of rocks, young Mia is a geologist in the making.
lash-up n UK (sth makeshift or improvised)πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ
  προχειροκατασκευή ουσ θηλ
  (αποδοκιμασίας)προχειρόπραμα ουσ ουδ
made to measure,
made-to-measure
adj
(designed specifically for sb/sth)κατά παραγγελία έκφρ
  ειδική κατασκευή έκφρ
  ειδική παραγγελία έκφρ
  κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου έκφρ
Σχόλιο: Hyphens are used when the adjective precedes the noun.
millinery n (hatmaking)πιλοποιΐα ουσ θηλ
  κατασκευή καπέλων έκφρ
 The seamstress excelled at dressmaking and millinery.
offshore construction n (building of power stations at sea) (μακριά από την ακτή)υπεράκτια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ
  (κοντά στην ακτή)παράκτια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Ο όρος «παράκτιος» σημαίνει κοντά στην ακτή, είτε προς τη στεριά είτε προς τη θάλασσα.
retaining structure n (wall preventing landslide)κατασκευή αντιστήριξης ουσ θηλ
 The earthquake caused the failure of most of the retaining structures.
roofing n (construction of a roof)κατασκευή στεγών φρ ως ουσ θηλ
 I'm looking for a contractor who specializes in roofing.
sausage making n (processing meat into cylinders)κατασκευή λουκάνικων ουσ θηλ
 Otto von Bismark said that making laws is like sausage making - you don't want to see it.
stonework n (sth built using stone)λιθοδομή ουσ θηλ
  πέτρινη κατασκευή φρ ως ουσ θηλ
under construction adv (currently being built)υπό κατασκευή φρ ως επίρ
 The new hospital is currently under construction.
 The website is under construction.
vaulting n uncountable (act of building vaults)κατασκευή θόλων περίφρ
weakness n (being weak: sth)ευθραυστότητα ουσ θηλ
  (πιο γενικά)έλλειψη δύναμης, έλλειψη αντοχής περίφρ
  αδύναμη κατασκευή επίθ + ουσ θηλ
 The wall's weakness eventually led to its collapse.
 Η αδύναμη κατασκευή του τοίχου οδήγησε τελικά στην κατάρρευσή του.
wickerwork n (woven willow branches)ψάθα ουσ θηλ
  ψάθωμα, ψαθωτό ουσ ουδ
  (αντικείμενο)κατασκευή από ψάθα περίφρ
wood construction n (fact of being built from wood)ξύλινη κατασκευή επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κατασκευή στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κατασκευή».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!