Κύριες μεταφράσεις |
structure n | (sth constructed: building etc.) | κατασκευή ουσ θηλ |
| | κατασκεύασμα ουσ ουδ |
| (κτιριακό έργο) | οικοδόμημα ουσ ουδ |
| | κτίσμα, κτίριο ουσ ουδ |
| The structure housed businesses on the ground floor. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κατασκευή περιλαμβάνει και θέσεις στάθμευσης στο υπόγειο. |
| Στο ισόγειο του κτιρίου στεγάζονται επιχειρήσεις. |
construction n | (act of building) | κατασκευή ουσ θηλ |
| The construction of the new highway will take two years. |
| Η κατασκευή του νέου αυτοκινητόδρομου θα διαρκέσει δύο χρόνια. |
making n | (creation) | κατασκευή ουσ θηλ |
| (τέχνη, ιδέα) | δημιουργία ουσ θηλ |
| (ουσίες, φαγητό) | παρασκευή ουσ θηλ |
| (μτφ, καθομ: διαδικασία) | σκαριά ουσ ουδ πλ |
Σχόλιο: Κατά περίπτωση μπορεί να αποδοθεί και ως «το να φτιάχνεις/κατασκευάζεις...». |
| Making is a lot more difficult than destruction. |
| Η κατασκευή είναι πολύ πιο δύσκολη από την καταστροφή. |
production n | (creation) | παραγωγή ουσ θηλ |
| | δημιουργία ουσ θηλ |
| | παρασκευή ουσ θηλ |
| | κατασκευή ουσ θηλ |
| The production of a work of art requires a lot of time and effort. |
| Η δημιουργία ενός έργου τέχνης απαιτεί πάρα πολύ χρόνο και προσπάθεια. |
fashioning n | (making, shaping of sth) | κατασκευή ουσ θηλ |
| | δημιουργία ουσ θηλ |
building n | uncountable (act of building) (διαδικασία) | κατασκευή ουσ θηλ |
| | χτίσιμο ουσ ουδ |
| The building of the pyramids took decades. |
| Η κατασκευή των πυραμίδων πήρε δεκάδες χρόνια. |
construction n | (physical structure) | κατασκευή ουσ θηλ |
| (κτήριο) | οικοδομή ουσ θηλ |
| | οικοδόμημα ουσ ουδ |
| Stonehenge is a prehistoric construction in England. |
production n | (manufacture) | παραγωγή ουσ θηλ |
| | κατασκευή ουσ θηλ |
| Our company specialises in the production of luxury cars. |
| Η εταιρεία μας ειδικεύεται στην κατασκευή πολυτελών αυτοκινήτων. |
manufacturing n | (fabrication: of a product) (προϊόντος) | παραγωγή, κατασκευή ουσ θηλ |
| Our business is the manufacturing of so-called white goods. |
| Η δουλειά μας είναι η παραγωγή των λεγόμενων λευκών προϊόντων. |
construct n | (sth built) | κατασκευή ουσ θηλ |
Επιπλέον μεταφράσεις |
make n | (build, stature) | κατασκευή ουσ θηλ |
| (καθομ, ανεπ: για σώμα) | κοψιά ουσ θηλ |
| He is of a lean make, and could be an excellent athlete. |
| Έχει λεπτή κοψιά και μπορεί να γίνει εξαιρετικός αθλητής. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της. |
structure n | (construction) | κατασκευή ουσ θηλ |
| | κατασκεύασμα ουσ ουδ |
| The steel structure was erected in days. |
erection n | (construction, structure) | κτίσμα ουσ ουδ |
| | κτήριο ουσ ουδ |
| | κατασκευή ουσ θηλ |
| Bill gazed up at the tall erection. |
manufacture n | (process, act of manufacturing) | κατασκευή, παραγωγή ουσ θηλ |
| The manufacture of this product took a lot of time and effort. |
construction n | (how sth is made) | κατασκευή ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
| The construction of the dress looked professional. |
fabric n | (building: structure) | κατασκευή ουσ θηλ |
| The house needs decorating, but the fabric of the building is sound. |
Σύνθετοι τύποι: |
break ground vtr + n | US (begin construction) | ξεκινάω την κατασκευή έκφρ |
| | ξεκινάω να χτίζω έκφρ |
| (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) | ρίχνω τα θεμέλια έκφρ |
bridge-building n | (construction of bridges) | γεφυροποιία ουσ θηλ |
| | κατασκευή γεφυρών φρ ως ουσ θηλ |
bridgework n | (construction or repair of a bridge) (από το μηδέν) | κατασκευή γέφυρας φρ ως ουσ θηλ |
| (επιδιόρθωση) | επισκευή γέφυρας φρ ως ουσ θηλ |
cribbing n | (mining: material for building a shaft) | ξύλινη σκαλωσιά επίθ + ουσ θηλ |
| | ξύλινη κατασκευή υποστύλωσης επίθ + ουσ θηλ |
cribbing n | (building: supporting structure) | κατασκευή υποστύλωσης φρ ως ουσ θηλ |
drugget n | (fabric for covering floor) | είδος υφάσματος για κατασκευή χαλιών |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
glassmaking, glass-making n | (making of glassware) | υαλουργία ουσ θηλ |
| | παραγωγή γυαλιού, κατασκευή γυαλιού φρ ως ουσ θηλ |
highway engineering n | (development of motorways) | κατασκευή εθνικών οδών έκφρ |
housebuilding n | (construction of homes) | κατασκευή σπιτιών φρ ως ουσ θηλ |
| | χτίσιμο σπιτιών φρ ως ουσ ουδ |
in-process adj | (goods: in manufacture) (ανάλογα τη διαδικασία) | υπό επεξεργασία φρ ως επίθ |
| | υπό κατασκευή φρ ως επίθ |
in the making expr | (in the process of being created) | υπό κατασκευή έκφρ |
| The film was ten years in the making, and is considered a masterpiece. |
in the making expr | (person: developing) | υπό κατασκευή έκφρ |
| With her amazing collection of rocks, young Mia is a geologist in the making. |
lash-up n | UK (sth makeshift or improvised) | πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ |
| | προχειροκατασκευή ουσ θηλ |
| (αποδοκιμασίας) | προχειρόπραμα ουσ ουδ |
made to measure, made-to-measure adj | (designed specifically for sb/sth) | κατά παραγγελία έκφρ |
| | ειδική κατασκευή έκφρ |
| | ειδική παραγγελία έκφρ |
| | κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου έκφρ |
Σχόλιο: Hyphens are used when the adjective precedes the noun. |
millinery n | (hatmaking) | πιλοποιΐα ουσ θηλ |
| | κατασκευή καπέλων έκφρ |
| The seamstress excelled at dressmaking and millinery. |
offshore construction n | (building of power stations at sea) (μακριά από την ακτή) | υπεράκτια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ |
| (κοντά στην ακτή) | παράκτια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ |
Σχόλιο: Ο όρος «παράκτιος» σημαίνει κοντά στην ακτή, είτε προς τη στεριά είτε προς τη θάλασσα. |
retaining structure n | (wall preventing landslide) | κατασκευή αντιστήριξης ουσ θηλ |
| The earthquake caused the failure of most of the retaining structures. |
roofing n | (construction of a roof) | κατασκευή στεγών φρ ως ουσ θηλ |
| I'm looking for a contractor who specializes in roofing. |
sausage making n | (processing meat into cylinders) | κατασκευή λουκάνικων ουσ θηλ |
| Otto von Bismark said that making laws is like sausage making - you don't want to see it. |
stonework n | (sth built using stone) | λιθοδομή ουσ θηλ |
| | πέτρινη κατασκευή φρ ως ουσ θηλ |
under construction adv | (currently being built) | υπό κατασκευή φρ ως επίρ |
| The new hospital is currently under construction. |
| The website is under construction. |
vaulting n | uncountable (act of building vaults) | κατασκευή θόλων περίφρ |
weakness n | (being weak: sth) | ευθραυστότητα ουσ θηλ |
| (πιο γενικά) | έλλειψη δύναμης, έλλειψη αντοχής περίφρ |
| | αδύναμη κατασκευή επίθ + ουσ θηλ |
| The wall's weakness eventually led to its collapse. |
| Η αδύναμη κατασκευή του τοίχου οδήγησε τελικά στην κατάρρευσή του. |
wickerwork n | (woven willow branches) | ψάθα ουσ θηλ |
| | ψάθωμα, ψαθωτό ουσ ουδ |
| (αντικείμενο) | κατασκευή από ψάθα περίφρ |
wood construction n | (fact of being built from wood) | ξύλινη κατασκευή επίθ + ουσ θηλ |