WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
κατάταξη rank
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grading n uncountable (act of classifying)ταξινόμηση, κατάταξη ουσ θηλ
  (με βάση κριτήρια)διαλογή ουσ θηλ
  διαχωρισμός ουσ αρσ
 Grading is done automatically by sifting and weighing the coffee beans.
placing n (competitive ranking)σειρά, κατάταξη ουσ θηλ
 John's placing in the marathon was in the lower half.
leaderboard,
leader board
n
(scoreboard)πίνακας αποτελεσμάτων φρ ως ουσ αρσ
  κατάταξη ουσ θηλ
ranking n (act of putting in order)κατάταξη ουσ θηλ
 Not everyone thinks the government's ranking of schools is a good idea.
 Δεν θεωρούν όλοι καλή ιδέα την απόφαση της κυβέρνησης για την κατάταξη των σχολικών μονάδων.
enlistment n (enlisting for military service)στρατολόγηση, στράτευση ουσ θηλ
  (μεταφορικά: στο στρατό)κατάταξη ουσ θηλ
ranking,
rankings
npl
(sports: order)κατάταξη ουσ θηλ
 This tennis player has slipped a few places in the rankings, following her recent defeat.
 Αυτή η τενίστρια κατέβηκε λίγες θέσεις στην κατάταξη μετά την πρόσφατη ήττα της.
sort n formal (arrangement of data)κατάταξη, κατηγοριοποίηση ουσ θηλ
  ταξινόμηση ουσ θηλ
 This sort puts the items with the highest prices at the top of the screen.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
induction n (military)κατάταξη ουσ θηλ
 Kevin signed the papers for his induction into the military, and walked out as a soldier.
ratings npl (classification system)σύστημα κατάταξης φρ ως ουσ ουδ
  κατάταξη ουσ θηλ
 These ratings allow us to easily compare different products.
standings npl (sport: table of scores)κατάταξη ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
high rank n (favourable rating)υψηλή κατάταξη έκφρ
outstanding ratings npl (excellent grades or ranking)εξαιρετική βαθμολογία επίθ + ουσ θηλ
  εξαιρετική κατάταξη επίθ + ουσ θηλ
  εξαιρετικά υψηλή βαθμολογία περίφρ
  εξαιρετικά υψηλή κατάταξη περίφρ
ranking n (sports: in order)σειρά κατάταξης φρ ως ουσ θηλ
  θέση στην κατάταξη φρ ως ουσ θηλ
school ranking n (school's position in performance table)κατάταξη εκπαιδευτικού ιδρύματος σε σχέση με τα άλλα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία.
 British parents are obsessed with school rankings these days.
tabulation n (arrangement in table format) (διάταξη σε πίνακα)πινακοποίηση ουσ θηλ
  κατάταξη σε πίνακα φρ ως ουσ θηλ
top-ranked adj (highly rated)που είναι υψηλά στην κατάταξη περίφρ
  πρωτοκλασάτος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση κατάταξη στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «κατάταξη».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!